άγαρ [ἄγαρ] ά-γαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) άγαρ άγαρ: φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται από κόκκινα φύκια και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων ως πηκτικός παράγοντας και σταθεροποιητής: (μη) θρεπτικό ~. || (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Καλλιέργεια μικροοργανισμών σε ~. Βλ. άλγη, πηκτίνη. [< αγγλ. agar, γαλλ. agar-agar]
αναπαλαιώνω [ἀναπαλαιώνω] α-να-πα-λαι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {αναπαλαίω-σα, -θηκε, -μένος}: επαναφέρω, αποκαθιστώ στην παλιά του μορφή κτίριο, τεχνικό έργο ή αντικείμενο που έχει υποστεί φθορά: ~σαν το μνημείο/τον ναό. Διατηρητέο που ~θηκε και μετατράπηκε σε ξενοδοχείο. ~μένος: οικισμός. ~μένη: κατοικία. ~μένο: νεοκλασικό. Πβ. ανα-καινίζω, -στηλώνω. Βλ. επισκευάζω.
αναπαλαίωση [ἀναπαλαίωση] α-να-πα-λαί-ω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπαλαιώνω: ~ επίπλων/φωτογραφιών. Εργασίες ~ης αρχοντικού. ~ώσεις-συντηρήσεις κτιρίων. Πβ. ανα-καίνιση, -στήλωση, αποκατάσταση.|| (σπάν.-μτφ.) ~ του συστήματος (βλ. ανανέωση).
-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.
νέος, α, ο νέ-ος επίθ. {νεότ-ερος, -ατος} 1. που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και την ωριμότητα· κατ' επέκτ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, αν και περασμένης ηλικίας: ~οι: γονείς/επιστήμονες/ψηφοφόροι (= νεαροί). Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς (ακρ. ΓΓΝΓ). Είναι πολύ ~ για (να γίνει) ...|| Νιώθει ακόμα ~ (στην καρδιά/στο σώμα/στην ψυχή). Δείχνει/φαίνεται ~. Παραμένει πάντα ~α (και δραστήρια). Πβ. αγέραστος, ακμαίος, θαλερός. 2. που γίνεται, εμφανίζεται ή τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά· που μόλις άρχισε (διαδεχόμενος κάτι άλλο): ~ος: θεσμός. ~α: έκδοση/ταινία. ~ο: κόμμα/κρούσμα/πρόγραμμα (: αναθεωρημένο). ~οι: κανονισμοί. ~ες: δοκιμασίες/δυνατότητες/εξελίξεις/θέσεις εργασίας/κυκλοφορίες/τάσεις. Ευτυχισμένος ο ~ χρόνος! Κάνουμε μια ~α αρχή/ένα ~ο ξεκίνημα! Εγκαινίασαν το ~ο τους κατάστημα.|| ~οι: συνεργάτες/φίλοι. ~ες: γνωριμίες.|| (ειδικότ., σύγχρονος:) ~ος: συντηρητισμός (= νεοσυντηρητισμός). Νέοι Έλληνες (= Νεοέλληνες). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 3. που έχει δημιουργηθεί, κατασκευαστεί ή αποκτηθεί πρόσφατα: ~ο: κτίριο. ~ες: εγκαταστάσεις. ~α: έργα/προϊόντα.|| ~α: αποκτήματα. Να σου δείξω το ~ο μου αμάξι/σπίτι! ΣΥΝ. καινούργιος (1) ΑΝΤ. παλιός (2) 4. που μόλις ξεκίνησε ή ανέλαβε κάτι: ~ος: οδηγός (= άπειρος, αρχάριος)/πρόεδρος/υπάλληλος. ~οι: επαγγελματίες. ~α: μέλη. Είναι (σχετικά) ~ στο επάγγελμα/στον χώρο.|| ~α: διοίκηση/κυβέρνηση. ΣΥΝ. νεόκοπος.|| ~οι: δημιουργοί/καλλιτέχνες (= πρωτοεμφανιζόμενοι). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 5. που εισάγει καινούργια στοιχεία: ~α: θεραπεία/θεωρία/μέθοδος/οπτική (: διαφορετική)/προσέγγιση. ~ες: ιδέες. Πβ. ανανεωτικός, καινοτόμος, μοντέρνος, νεωτεριστικός, πρωτοποριακός. Βλ. νεο-. ● Ουσ.: Νέοι (οι): ΑΘΛ. ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητών: Εθνική/Πρωτάθλημα ~ων. Πβ. Έφηβοι. Βλ. Νεάνιδες., νέος (ο) 1. {θηλ. νέα} ενν. άνδρας ή γυναίκα: άνεργος/φιλόδοξος ~. Οι ~οι και ~ες (= η νεολαία· πβ. νεότητα). ΣΥΝ. νεαρός, νεαρή ΑΝΤ. γέρος (1) 2. καινούργιος σε κάποιον χώρο: οι ~οι στη δουλειά. 3. (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. ● ΣΥΜΠΛ.: Νέα Ελληνικά 1. Νέα Ελληνική γλώσσα. Βλ. Αρχαία Ελληνική. ΣΥΝ. Νεοελληνικά (τα) 2. (συνεκδ.) το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας· το σχετικό βιβλίο., νέο κρασί & (σπάν.) νεαρό κρασί: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που καταναλώνεται αμέσως μετά το τέλος της ζύμωσης., νέο κύμα 1. ΜΟΥΣ. ρεύμα στο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του 1960, με χαρακτηριστικά τη λυρικότητα, την τρυφερότητα και την απλότητα. Βλ. μπαλάντα, μπουάτ. 2. ΚΙΝΗΜ. νουβέλ βαγκ., Νέος Κόσμος: οι ήπειροι που ανακαλύφθηκαν από τους Ευρωπαίους στους νεότερους χρόνους (η Ανταρκτική, η Ωκεανία και ιδ. η Αμερική)., γρηγοριανό/νέο ημερολόγιο βλ. γρηγοριανός, Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων βλ. κατάστημα, νέα εποχή βλ. εποχή, Νέα Ρώμη βλ. Ρώμη1, Νέα Σελήνη βλ. σελήνη, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη, νέα/ψηφιακή οικονομία βλ. οικονομία, νέες τεχνολογίες βλ. τεχνολογία, νέο αίμα βλ. αίμα, νέο μυθιστόρημα βλ. μυθιστόρημα ● ΦΡ.: εκ νέου (λόγ.): πάλι, ξανά, για μια ακόμα φορά: ~ ~ δημοσίευση του άρθρου (= επαναδημοσίευση). Η δίκη αναβλήθηκε/το θέµα συζητήθηκε ~ ~., (ο νέος είναι ωραίος, αλλά) ο παλιός είναι αλλιώς βλ. παλιός, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός [< αρχ. νέος, γαλλ. nouveau, αγγλ. new, γερμ. neu]
τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ