Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3980-4000]


  • ανακαθίζω [ἀνακαθίζω] α-να-κα-θί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανακάθι-σα, -σμένος} 1. (αμτβ.) ανακάθομαι, ανασηκώνομαι: ~σε στο κρεβάτι. 2. (μτβ.) ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος: Η νοσοκόμα ~σε τον ασθενή. [< αρχ. ἀνακαθίζω]
  • ανακάθομαι [ἀνακάθομαι] α-να-κά-θο-μαι ρ. (αμτβ.) {ανακάθι-σα (αδόκ. ανακάθη-σα) -σμένος}: ανασηκώνομαι, για να καθίσω: ~σε στο κρεβάτι/στην καρέκλα. Έμεινε για λίγο ~σμένος. ΣΥΝ. ανακαθίζω (1) [< μτγν. ἀνακάθημαι]
  • ανακαθορίζω [ἀνακαθορίζω] α-να-κα-θο-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {ανακαθόρι-σε, ανακαθορί-στηκε}: καθορίζω εκ νέου: ~ονται οι αρμοδιότητες/οι στόχοι/οι συντάξεις. ΣΥΝ. επανακαθορίζω, επαναπροσδιορίζω
  • ανακαθορισμός [ἀνακαθορισμός] α-να-κα-θο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακαθορίζω: ~ των αποδοχών/κριτηρίων/προτεραιοτήτων. ΣΥΝ. επανακαθορισμός, επαναπροσδιορισμός
  • ανακαινίζω [ἀνακαινίζω] α-να-και-νί-ζω ρ. (μτβ.) {ανακαίνι-σα, ανακαινίζ-εται, ανακαινί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, ανακαινιζ-όμενος} 1. κάνω επισκευές, ανανεώνω τη διακόσμηση ή αναδιαμορφώνω τον χώρο, συνήθ. σε οίκημα που έχει παλιώσει ή/και δεν είναι πια λειτουργικό: ~ διαμέρισμα/κτίριο. Βλ. αναπαλαιώνω. 2. (μτφ.) βελτιώνω, αναμορφώνω: Θεσμοί που πρέπει να ~στούν (ριζικά). Πβ. εκσυγχρονίζω, μεταρρυθμίζω. [< μτγν. ἀνακαινίζω, γαλλ. rénover]
  • ανακαίνιση [ἀνακαίνιση] α-να-καί-νι-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακαινίζω: γενική/εξωτερική/πλήρης/ριζική/συνολική ~. ~ διαμερίσματος/επίπλωσης/καταστήματος. ~ και αποκατάσταση/συντήρηση κτιρίων. Εργασίες ~ης. ~ίσεις (= επισκευές) χώρων. Βλ. αναπαλαίωση.|| (μτφ.) ~ του προγράμματος. Πβ. ανα-βάθμιση, -μόρφωση.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ του ανθρώπου. Πβ. αναγέννηση, αναδημιουργία. [< μτγν. ἀνακαίνισις, γαλλ. rénovation]
  • ανακαινισμένος , η, ο [ἀνακαινισμένος] α-να-και-νι-σμέ-νος επίθ.: που έχει ανακαινιστεί: ~η: αίθουσα ~ο: κτίριο. Πλήρως ~ο και μοντέρνο κατάστημα. Πολυτελώς ~η οικία. Πβ. αναπαλαιωμένος, αποκατεστημένος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α: συστήματα πληροφορικής (= αναβαθμισμένα).|| (ΘΕΟΛ.) Ένας νέος, ~ άνθρωπος (= αναγεννημένος). [< αρχ. ἀνακεκαινισμένος, γαλλ. rénové]
  • ανακαινιστής [ἀνακαινιστής] α-να-και-νι-στής ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.) ανανεωτής, αναμορφωτής: ~ της δημόσιας διοίκησης/της νομοθεσίας/της οικονομίας. Καινοτόμος, ~ και φορέας νέων ιδεών. Πβ. μεταρρυθμιστής. 2. πρόσωπο που κάνει ανακαινίσεις κτιρίων. [< μτγν. ἀνακαινιστής, γαλλ. rénovateur]
  • ανακαινιστικός , ή, ό [ἀνακαινιστικός] α-να-και-νι-στι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την ανακαίνιση: ~ές: επεμβάσεις/εργασίες (= επισκευαστικές). Αναστηλωτικό και ~ό έργο. Στεγαστικό και ~ό δάνειο.|| (κυρ. μτφ.) ~ός: ρόλος/χαρακτήρας (της τέχνης). ~ή: πορεία. ~ό: πνεύμα. ~ές: προσπάθειες/τάσεις. Πβ. αναμορφωτικός, ανανεωτικός, μεταρρυθμιστικός.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ή δύναμη του Αγίου Πνεύματος. ● επίρρ.: ανακαινιστικά [< μεσν. ανακαινιστικός, γαλλ. rénovateur]
  • ανακαλλιέργεια [ἀνακαλλιέργεια] α-να-καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. καλλιέργεια μικροβίων που προέρχεται από κάποια άλλη: ~ μικροοργανισμών. Βλ. άγαρ. 2. (σπανιότ.) εκ νέου καλλιέργεια. Βλ. -καλλιέργεια. [< αγγλ. subculture]
  • ανακαλυπτικός , ή, ό [ἀνακαλυπτικός] α-να-κα-λυ-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανακάλυψη και ειδικότ. με την ανακαλυπτική μάθηση: ~ή: μέθοδος/προσέγγιση. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακαλυπτική μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. στρατηγική κατά την οποία ο μαθητής προσπαθεί να ανακαλύψει σταδιακά τη γνώση μέσα από συνεργατικές δραστηριότητες και επίλυση προβλημάτων υπό την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού. Βλ. βιωματική, διερευνητική, ενεργητική μάθηση. [< μεσν. ανακαλυπτικός]
  • ανακαλύπτω [ἀνακαλύπτω] α-να-κα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {ανακάλυ-ψα, ανακαλύπτ-εται, -φθηκε (κ. -φτηκε) (λόγ. ανεκαλύφθη, μτχ. ανακαλυ-φθείς, -φθείσα, -φθέν)} 1. βρίσκω πρώτος κάτι του οποίου την ύπαρξη ή τη θέση ο κόσμος αγνοούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή: Οι αστρονόμοι ~ψαν νέο πλανήτη. ~φθηκαν αρχαία/(άγνωστα/νέα) είδη φυτών/κοιτάσματα πετρελαίου. Πρόσφατα ~φθέν γονίδιο/~φθέντα χειρόγραφα.|| ~ει ταλέντα και τα προωθεί. 2. εντοπίζω συνήθ. μετά από αναζήτηση κάποιον, κάτι που παρέμενε σκόπιμα κρυφό(ς) ή που δεν γνώριζα και το(ν) γνωστοποιώ, το(ν) φανερώνω: Θα ~ψω (= θα μάθω) ποιος κρύβεται πίσω από την υπόθεση! ~φθηκαν ναρκωτικά σε πλοίο. Έχουν ~φθεί λάθη και παραλείψεις. ~φθέντα κενά στο σύστημα. Σύμφωνα με τα ~φθέντα στοιχεία ... Πβ. αποκαλύπτω, βρίσκω, φέρνω στο φως. 3. συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι κάτι που δεν ήξερα: ~ψα τυχαία ότι/πως μου έλειπαν χρήματα. ~ψαμε ότι έχουμε κοινούς γνωστούς/τα ίδια γούστα. Βοηθήστε τα παιδιά να ~ψουν τις ικανότητές/τα ταλέντα τους. Πβ. διαπιστώνω, καταλαβαίνω. || ~ει ξανά τον εαυτό της. Πβ. επανευρίσκω. 4. αποκτώ ενδιαφέρον και γνώσεις για κάτι μέσω της παρατήρησης και της έρευνας: ~ τη Γη/τον κόσμο/τη φύση (μέσα από τα βιβλία/τα ταξίδια). Το παιδί αρχίζει να ~ει το σώμα του. 5. (καταχρ.) εφευρίσκω: Ο επιστήμονας που ~ψε την πενικιλίνη. ● ΦΡ.: ανακαλύπτω την Αμερική/τον τροχό/την πυρίτιδα (ειρων.): για κάποιον που νομίζει ότι έχει κάνει κάποια σπουδαία ανακάλυψη: Κάνει λες και ανακάλυψε ~. [< αρχ. ἀνακαλύπτω, γαλλ. découvrir]
  • ανακάλυψη [ἀνακάλυψη] α-να-κά-λυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια του ανακαλύπτω: σημαντική/σπουδαία/τυχαία ~. Η ~ της Αμερικής. ~ αρχαίων αγγείων και αγαλμάτων/ενός ιού/χρυσού. Έγινε/κάνω μια ~. Πβ. εύρεση.|| ~ των κλοπιμαίων. ~ της αλήθειας/της απάτης. Συνεχίζονται οι έρευνες για την ~ των δραστών. Πβ. αποκάλυψη, ανεύρεση, εντοπισμός.|| ~ της κλοπής. ~ κοινών στοιχείων μεταξύ ... Πβ. διαπίστωση, συνειδητοποίηση.|| ~ του εαυτού (= αυτογνωσία)/του έρωτα/του παρελθόντος/του σώματος. Πβ. γνωριμία, γνώση.|| (καταχρ.) ~ ενός εμβολίου/της τυπογραφίας/ενός φαρμάκου. Πβ. εφεύρεση. 2. (συνεκδ.) εύρημα: η ~ του αιώνα! Επιστημονικές/τεχνολογικές ~ύψεις. Συσκευή που αποτελεί/συνιστά μια καινούργια/νέα/πρωτοποριακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: οι μεγάλες ανακαλύψεις: ΙΣΤ. ενν. των Νέων Χωρών: η εποχή των ~ων ~ύψεων. Βλ. Νέος Κόσμος. [< μτγν. ἀνακάλυψις ‘αποκάλυψη’, γαλλ. découverte]
  • ανακαλώ [ἀνακαλῶ] α-να-κα-λώ ρ. (μτβ.) {ανακαλ-είς ... | ανακάλε-σα, ανακαλ-είται, ανακλή-θηκε (λόγ. ανεκλήθη, μτχ. ανακλη-θείς, -θείσα, -θέν), ανακαλ-ούμενος} 1. επαναφέρω στον νου μου, θυμάμαι: ~ εικόνες/περιστατικά (από το παρελθόν). Πβ. ανα-θυμάμαι, -λογίζομαι. 2. (επίσ.) αναιρώ, ακυρώνω προηγούμενη δήλωση ή απόφαση: Ο κατηγορούμενος ~σε την κατάθεσή του/την ομολογία του. Απαιτώ να ~σεις αμέσως/δημόσια (όσα είπες) (: να πάρεις πίσω τα λόγια σου)! ~θηκε η απόφαση της ΓΣ (πβ. καταργώ, παύω). ~θείσα άδεια/(παρ)αίτηση. Διατάξεις που θεωρούνται αυτοδικαίως/νομίμως ~θείσες. 3. δίνω εντολή να επιστρέψει στη χώρα του επίσημο πρόσωπο (κυρ. διπλωμάτης) ή να σταλεί πίσω κάτι: Η χώρα ~σε τον πρεσβευτή της από την ...|| Η αυτοκινητοβιομηχανία ~σε το τελευταίο της μοντέλο, επειδή ήταν ελαττωματικό (: το απέσυρε). 4. ΣΤΡΑΤ. επαναφέρω απόστρατο ή καλώ έφεδρο: ~θηκε στο στράτευμα.|| ~θείς από την εφεδρεία/εξ αποστρατείας/στην ενεργό υπηρεσία. ~θέντες αξιωματικοί. 5. ΠΛΗΡΟΦ. επαναφέρω, κυρ. δεδομένα: ~ αρχείο/πρόγραμμα. ● ΦΡ.: ανακαλώ στη μνήμη (& σπάν.) στο μυαλό (μου): επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι: Δεν μπορώ να ~σω ~ το συμβάν/τι έγινε. [< γαλλ. rappeler à la mémoire] , ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη βλ. τάξη [< αρχ. ἀνακαλῶ, αγγλ. recall, revoke, retrieve, γαλλ. rappeler, révoquer]
  • ανακάμπτω [ἀνακάμπτω] α-να-κά-μπτω ρ. (αμτβ.) {ανέκαμ-ψε, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): ακολουθώ ξανά ανοδική πορεία έπειτα από περίοδο υποχώρησης, ύφεσης ή σοβαρών προβλημάτων· ξεπερνώ τις δυσχέρειες: (ΟΙΚΟΝ.) ~ει η αγορά/η τιμή (του πετρελαίου). ~ουν οι πωλήσεις. ~ει το δολάριο έναντι του ευρώ. Η εταιρεία ~ψε οικονομικά. Πβ. ορθοποδώ, παίρνω τα πάνω μου.|| Προσπαθεί να ~ψει (σωματικά και ψυχικά) μετά το ατύχημα (πβ. ανανήφω, αναρρώνω, συνέρχομαι). ΣΥΝ. επανακάμπτω (2) [< αρχ. ἀνακάμπτω, γαλλ. (se) redresser, αγγλ. recover]
  • ανάκαμψη [ἀνάκαμψη] α-νά-καμ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακάμπτω: (ΟΙΚΟΝ.) δυναμική/θεαματική/οικονομική/φυσική ~. ~ του Γενικού Δείκτη (του Χρηματιστηρίου)/των επενδύσεων. (για νομισματικές μονάδες:) ~ του δολαρίου έναντι του ευρώ. Ενδείξεις/περίοδος ~ης. Σε φάση ~ης. Κλάδος που παρουσιάζει/σημειώνει ~. Προβλέπεται να (επ)ακουλουθήσει/επέλθει ~.|| ~ του ασθενούς (πβ. ανάνηψη, ανάρρωση).|| (Αγωνιστική) ~ της ομάδας. ΣΥΝ. βελτίωση, καλυτέρευση 2. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία τα χέρια τοποθετούνται με τα δάχτυλα πλεγμένα στη βάση του κεφαλιού (στην ινιακή χώρα). Βλ. κάμψεις. [< αρχ. ἀνάκαμψις, γαλλ. redressement, αγγλ. recovery]
  • ανακατάκτηση [ἀνακατάκτηση] α-να-κα-τά-κτη-ση ουσ. (θηλ.): κατάκτηση εκ νέου: ~ εδαφών. ~ της ελευθερίας/εξουσίας. Πβ. ανακατάληψη, (επ)ανάκτηση. [< γαλλ. reconquête]
  • ανακαταλαμβάνω [ἀνακαταλαμβάνω] α-να-κα-τα-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ.) (κυρ. ΣΤΡΑΤ.): καταλαμβάνω εκ νέου: Ο στρατός ανακατέλαβε τις αρχικές του θέσεις/το οχυρό. Πβ. (επ)ανακτώ. [< γαλλ. reconquérir]
  • ανακατάληψη [ἀνακατάληψη] α-να-κα-τά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) (κυρ. ΣΤΡΑΤ.): κατάληψη εκ νέου: ~ εδαφών/της πόλης. ΣΥΝ. ανακατάκτηση [< γαλλ. reconquête]
  • ανακαταμέτρηση [ἀνακαταμέτρηση] α-να-κα-τα-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): εκ νέου καταμέτρηση, επανακαταμέτρηση: ~ των ψήφων λόγω αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος. [< αγγλ. recount]

άγαρ

άγαρ [ἄγαρ] ά-γαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) άγαρ άγαρ: φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται από κόκκινα φύκια και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων ως πηκτικός παράγοντας και σταθεροποιητής: (μη) θρεπτικό ~. || (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Καλλιέργεια μικροοργανισμών σε ~. Βλ. άλγη, πηκτίνη. [< αγγλ. agar, γαλλ. agar-agar]

αναπαλαιώνω

αναπαλαιώνω [ἀναπαλαιώνω] α-να-πα-λαι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {αναπαλαίω-σα, -θηκε, -μένος}: επαναφέρω, αποκαθιστώ στην παλιά του μορφή κτίριο, τεχνικό έργο ή αντικείμενο που έχει υποστεί φθορά: ~σαν το μνημείο/τον ναό. Διατηρητέο που ~θηκε και μετατράπηκε σε ξενοδοχείο. ~μένος: οικισμός. ~μένη: κατοικία. ~μένο: νεοκλασικό. Πβ. ανα-καινίζω, -στηλώνω. Βλ. επισκευάζω.

αναπαλαίωση

αναπαλαίωση [ἀναπαλαίωση] α-να-πα-λαί-ω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπαλαιώνω: ~ επίπλων/φωτογραφιών. Εργασίες ~ης αρχοντικού. ~ώσεις-συντηρήσεις κτιρίων. Πβ. ανα-καίνιση, -στήλωση, αποκατάσταση.|| (σπάν.-μτφ.) ~ του συστήματος (βλ. ανανέωση).

-καλλιέργεια

-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.

νέος

νέος, α, ο νέ-ος επίθ. {νεότ-ερος, -ατος} 1. που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και την ωριμότητα· κατ' επέκτ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, αν και περασμένης ηλικίας: ~οι: γονείς/επιστήμονες/ψηφοφόροι (= νεαροί). Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς (ακρ. ΓΓΝΓ). Είναι πολύ ~ για (να γίνει) ...|| Νιώθει ακόμα ~ (στην καρδιά/στο σώμα/στην ψυχή). Δείχνει/φαίνεται ~. Παραμένει πάντα ~α (και δραστήρια). Πβ. αγέραστος, ακμαίος, θαλερός. 2. που γίνεται, εμφανίζεται ή τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά· που μόλις άρχισε (διαδεχόμενος κάτι άλλο): ~ος: θεσμός. ~α: έκδοση/ταινία. ~ο: κόμμα/κρούσμα/πρόγραμμα (: αναθεωρημένο). ~οι: κανονισμοί. ~ες: δοκιμασίες/δυνατότητες/εξελίξεις/θέσεις εργασίας/κυκλοφορίες/τάσεις. Ευτυχισμένος ο ~ χρόνος! Κάνουμε μια ~α αρχή/ένα ~ο ξεκίνημα! Εγκαινίασαν το ~ο τους κατάστημα.|| ~οι: συνεργάτες/φίλοι. ~ες: γνωριμίες.|| (ειδικότ., σύγχρονος:) ~ος: συντηρητισμός (= νεοσυντηρητισμός). Νέοι Έλληνες (= Νεοέλληνες). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 3. που έχει δημιουργηθεί, κατασκευαστεί ή αποκτηθεί πρόσφατα: ~ο: κτίριο. ~ες: εγκαταστάσεις. ~α: έργα/προϊόντα.|| ~α: αποκτήματα. Να σου δείξω το ~ο μου αμάξι/σπίτι! ΣΥΝ. καινούργιος (1) ΑΝΤ. παλιός (2) 4. που μόλις ξεκίνησε ή ανέλαβε κάτι: ~ος: οδηγός (= άπειρος, αρχάριος)/πρόεδρος/υπάλληλος. ~οι: επαγγελματίες. ~α: μέλη. Είναι (σχετικά) ~ στο επάγγελμα/στον χώρο.|| ~α: διοίκηση/κυβέρνηση. ΣΥΝ. νεόκοπος.|| ~οι: δημιουργοί/καλλιτέχνες (= πρωτοεμφανιζόμενοι). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 5. που εισάγει καινούργια στοιχεία: ~α: θεραπεία/θεωρία/μέθοδος/οπτική (: διαφορετική)/προσέγγιση. ~ες: ιδέες. Πβ. ανανεωτικός, καινοτόμος, μοντέρνος, νεωτεριστικός, πρωτοποριακός. Βλ. νεο-. ● Ουσ.: Νέοι (οι): ΑΘΛ. ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητών: Εθνική/Πρωτάθλημα ~ων. Πβ. Έφηβοι. Βλ. Νεάνιδες., νέος (ο) 1. {θηλ. νέα} ενν. άνδρας ή γυναίκα: άνεργος/φιλόδοξος ~. Οι ~οι και ~ες (= η νεολαία· πβ. νεότητα). ΣΥΝ. νεαρός, νεαρή ΑΝΤ. γέρος (1) 2. καινούργιος σε κάποιον χώρο: οι ~οι στη δουλειά. 3. (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. ● ΣΥΜΠΛ.: Νέα Ελληνικά 1. Νέα Ελληνική γλώσσα. Βλ. Αρχαία Ελληνική. ΣΥΝ. Νεοελληνικά (τα) 2. (συνεκδ.) το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας· το σχετικό βιβλίο., νέο κρασί & (σπάν.) νεαρό κρασί: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που καταναλώνεται αμέσως μετά το τέλος της ζύμωσης., νέο κύμα 1. ΜΟΥΣ. ρεύμα στο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του 1960, με χαρακτηριστικά τη λυρικότητα, την τρυφερότητα και την απλότητα. Βλ. μπαλάντα, μπουάτ. 2. ΚΙΝΗΜ. νουβέλ βαγκ., Νέος Κόσμος: οι ήπειροι που ανακαλύφθηκαν από τους Ευρωπαίους στους νεότερους χρόνους (η Ανταρκτική, η Ωκεανία και ιδ. η Αμερική)., γρηγοριανό/νέο ημερολόγιο βλ. γρηγοριανός, Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων βλ. κατάστημα, νέα εποχή βλ. εποχή, Νέα Ρώμη βλ. Ρώμη1, Νέα Σελήνη βλ. σελήνη, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη, νέα/ψηφιακή οικονομία βλ. οικονομία, νέες τεχνολογίες βλ. τεχνολογία, νέο αίμα βλ. αίμα, νέο μυθιστόρημα βλ. μυθιστόρημα ● ΦΡ.: εκ νέου (λόγ.): πάλι, ξανά, για μια ακόμα φορά: ~ ~ δημοσίευση του άρθρου (= επαναδημοσίευση). Η δίκη αναβλήθηκε/το θέµα συζητήθηκε ~ ~., (ο νέος είναι ωραίος, αλλά) ο παλιός είναι αλλιώς βλ. παλιός, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός [< αρχ. νέος, γαλλ. nouveau, αγγλ. new, γερμ. neu]

τάξη

τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.