Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3960-3980]


  • αναίρεση [ἀναίρεση] α-ναί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. έκτακτο ένδικο μέσο προσβολής τελεσίδικης δικαστικής απόφασης: εισαγγελική ~. Αίτηση/κατάθεση/πρόταση ~ης. Κατ' ~ δίκη. Ο Άρειος Πάγος/το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε/έκανε δεκτή την ~. Άσκησε ~ κατά του βουλεύματος. Η απόφαση υπόκειται σε ~. Βλ. ανακοπή ερημοδικίας, έφεση. 2. ακύρωση, κατάργηση: ~ δήλωσης (= ανάκληση)/υπόσχεσης (ΣΥΝ. αθέτηση, καταπάτηση. ΑΝΤ. τήρηση). Βλ. αυτο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ διαγραφής (μηνύματος)/εντολής. Επιλογή ~ης. 3. αντίκρουση μιας άποψης ως λανθασμένης: μερική/ολική/πλήρης ~. ~ των επιχειρημάτων/θέσεων/ισχυρισμών (του αντιπάλου). ΣΥΝ. ανασκευή 4. ΜΟΥΣ. σύμβολο που δηλώνει την άρση της αλλοίωσης ενός φθόγγου και την επαναφορά στη φυσική του θέση: σι ~, σι ύφεση. ● ΦΡ.: αναίρεση υπέρ του νόμου: ΝΟΜ. ιδιότυπο ένδικο μέσο που ασκείται από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου οποτεδήποτε και κατά οποιασδήποτε απόφασης για παράβαση ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα: ~ ~ και διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. [< 1: γαλλ. cassation 2: μτγν. ἀναίρεσις 3: αρχ. ἀναίρεσις 4: ιταλ. bequadro]
  • αναιρεσιβαλλόμενη [ἀναιρεσιβαλλόμενη] α-ναι-ρε-σι-βαλ-λό-με-νη επίθ./ουσ. & αναιρεσιβαλλομένη: ΝΟΜ. (για δικαστική απόφαση) που μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση.
  • αναιρεσίβλητος , ος/η, ο [ἀναιρεσίβλητος] α-ναι-ρε-σί-βλη-τος επίθ./ουσ.: ΝΟΜ. ο διάδικος εναντίον του οποίου υποβάλλεται στον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης. Βλ. εναγόμενος. ΑΝΤ. αναιρεσείων
  • αναιρέσιμος , η, ο [ἀναιρέσιμος] α-ναι-ρέ-σι-μος επίθ.: που μπορεί να αναιρεθεί: (NOM.) ~η: απόφαση/ποινή.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η: λειτουργία/συλλογιστική (: οικογένεια λογικών μεθόδων αναπαράστασης γνώσης, των οποίων οι συλλογισμοί βασίζονται σε γενικούς κανόνες που μπορούν να αναιρεθούν).|| (επίσ.) ~η: επιλογή. ~ο: επιχείρημα. ΣΥΝ. ακυρώσιμος [< μεσν. αναιρέσιμος 'που σχετίζεται με δολοφονία', γαλλ. révocable]
  • αναιρεσιμότητα [ἀναιρεσιμότητα] α-ναι-ρε-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. δυνατότητα ακύρωσης δικαστικής απόφασης (από τον Άρειο Πάγο). Βλ. -ότητα. [< γαλλ. révocabilité]
  • αναιρετικός , ή, ό [ἀναιρετικός] α-ναι-ρε-τι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που αναιρεί ή προσβλέπει σε αναίρεση: ~ός: λόγος. ~ή: αίτηση/δίκη/εισήγηση. ~ό: δικαστήριο. Αθωώθηκε με ~ή απόφαση του Αρείου Πάγου.|| (γενικότ.) ~ό: επιχείρημα. Το βιβλίο είναι ~ό πολλών διαδεδομένων ιδεών. Πβ. ανατρεπτικός. ΣΥΝ. ακυρωτικός (1), ανασκευαστικός [< αρχ. ἀναιρετικός 'καταστροφικός']
  • αναιρώ [ἀναιρῶ] α-ναι-ρώ ρ. (μτβ.) {αναιρ-είς ... | αναίρ-εσα, -είται, -έθηκε, -ούμενος, -ώντας} 1. ανατρέπω κάτι, αποδεικνύοντας ότι είναι ψευδές, εσφαλμένο ή ανυπόστατο: ~ούνται οι αιτιάσεις/ισχυρισμοί/παλιότερες θεωρίες. Η συμβολή του στον αγώνα ήταν καθοριστική, αλλά αυτό δεν ~εί το γεγονός ότι ... ΣΥΝ. αίρω (1), ανασκευάζω (2), αντικρούω 2. αρνούμαι, ανακαλώ, αποσύρω κάτι: ~ εντολή/κατάθεση. Δεν ~εί (= παίρνει πίσω) τίποτε από όσα έχει πει. Με τις δηλώσεις του δεν ~είται η ουσία της τοποθέτησής του. Πβ. ανασκευάζω. Βλ. αυτοαναιρούμαι. 3. αθετώ, παραβαίνω ή καταργώ κάτι· ειδικότ. (ΝΟΜ.) ακυρώνω απόφαση κατώτερου δικαστηρίου: ~εσε τις δεσμεύσεις του/τους όρους/τις υποσχέσεις του.|| Ο Άρειος Πάγος ~εσε απόφαση του Εφετείου ως εσφαλμένη. ~έθηκε το βούλευμα/η ποινή. [< αρχ. ἀναιρῶ, γαλλ. réfuter, rétracter, révoquer]
  • αναισθησία [ἀναισθησία] α-ναι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. απώλεια των αισθήσεων, κυρ. της αίσθησης του πόνου, που γίνεται, συνήθ. με χορήγηση αναισθητικού, με σκοπό την εγχείρηση ή την εκτέλεση άλλης επώδυνης διαδικασίας: επισκληρίδιος/επιφανειακή/μερική (: κατά την οποία διατηρείται κάποιος βαθμός αισθητικότητας)/οδοντιατρική/περιοχική/ραχιαία ~. Επέμβαση με γενική/ολική/τοπική ~. ~ με εισπνοή/ψύξη. Κάνω/προκαλώ ~. Πβ. αναισθητοποίηση, νάρκωση. Βλ. ύπνωση.|| (συνεκδ.) Χορηγώ (ελαφριά) ~ (= αναισθητικό). 2. (μτφ.) έλλεψη ανθρωπιάς, συμπόνιας· αδιαφορία, απάθεια: Τι ~ είναι αυτή! Δείχνει/επιδεικνύει/έχει (πλήρη) ~. Τον διακρίνει μεγάλη ~. Πβ. αναλγησία, απονιά. Βλ. ευσπλαχνία, φιλανθρωπία. ΑΝΤ. ευαισθησία (1) 3. ΦΥΣΙΟΛ. (σπανιότ.) μερική ή ολική απουσία της αισθητικότητας και η σχετική παθολογική κατάσταση: ακουστική ~. Βλ. δυσ-, παρ-, υπ-, υπερ-αισθησία. [< αρχ. ἀναισθησία, γαλλ. anesthésie, αγγλ. an(a)esthesia]
  • αναισθησιογόνος , α, ο [ἀναισθησιογόνος] α-ναι-σθη-σι-ο-γό-νος επίθ.: ΙΑΤΡ. που προξενεί αναισθησία: ~ο: αέριο/σπρέι. ~α: φάρμακα. Βλ. -γόνος. ● Ουσ.: αναισθησιογόνο (το): αναισθητικό.
  • αναισθησιολογία [ἀναισθησιολογία] α-ναι-σθη-σι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΙΑΤΡ. κλάδος που μελετά τις μεθόδους αναισθησίας και την εφαρμογή των αναισθητικών και η σχετική ειδικότητα: κλινική/κτηνιατρική/οδοντιατρική ~. [< μτγν. ἀναισθησιολογία ‘θεωρία περί αναισθησίας’, αγγλ. anesthesiology, 1911, γαλλ. anesthésiologie, 1950]
  • αναισθησιολογικός , ή, ό [ἀναισθησιολογικός] α-ναι-σθη-σι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αναισθησιολογία: ~ός: εξοπλισμός. ~ή: τεχνική. ~ό: τμήμα νοσοκομείου. [< γαλλ. anesthésiologique]
  • αναισθησιολόγος [ἀναισθησιολόγος] α-ναι-σθη-σι-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικευμένος στην αναισθησιολογία. Βλ. -λόγος. [< αγγλ. anesthesiologist, 1922, γαλλ. anesthésiologiste, 1973]
  • αναισθητικός , ή, ό [ἀναισθητικός] α-ναι-σθη-τι-κός επίθ.: ΦΑΡΜΑΚ. που προκαλεί αναισθησία: ~ή: ένεση/κρέμα/ουσία. ~ό: αέριο/διάλυμα/σπρέι. ~ά: όπλα/φάρμακα. Πβ. ναρκωτικός. ● Ουσ.: αναισθητικό (το): ουσία που προκαλεί αναισθησία: γενικό/δραστικό/εισπνεόμενο (βλ. αλοθάνιο)/ενδοφλέβιο ~. Τοπικά ~ά. (Eνδαγγειακή) έγχυση/εφαρμογή/χορήγηση ~ού. Πβ. αναλγητικό, κατασταλτικό. ΣΥΝ. αναισθησιογόνο [< γαλλ. anesthésique, αγγλ. anesthetic]
  • αναισθητοποίηση [ἀναισθητοποίηση] α-ναι-σθη-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναισθητοποιώ: (ΙΑΤΡ.) ~ των άκρων/του δαχτύλου/του δοντιού. Όπλα ~ης. Πβ. αναισθησία, νάρκωση, ύπνωση.|| (μτφ.) ~ των ηθικών αντιστάσεων/των πολιτών. Πβ. αδιαφορία, αναλγησία, απευαισθητοποίηση, παθητικότητα. [< αγγλ. anesthetization]
  • αναισθητοποιώ [ἀναισθητοποιῶ] α-ναι-σθη-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αναισθητοποι-εί | αναισθητοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. προκαλώ (γενική ή τοπική) αναισθησία: Οι ληστές ~ησαν το θύμα τους με σπρέι.|| (ΙΑΤΡ.) ~ημένος: ασθενής. ΣΥΝ. ναρκώνω (1) 2. (μτφ.) καθιστώ κάποιον εντελώς απαθή, ανίκανο ή απρόθυμο να αντιδράσει: Η συχνή παρακολούθηση σκηνών βίας στην τηλεόραση ~εί το κοινό. Πβ. απευαισθητο-, παθητικο-ποιώ, υπνωτίζω. [< 1: αγγλ. anesthetize, γαλλ. anesthésier]
  • αναίσθητος , η, ο [ἀναίσθητος] α-ναί-σθη-τος επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που παρουσιάζει απώλεια των αισθήσεων: Έπεσε ~ στο έδαφος. Την βρήκαν (σχεδόν) ~η στο πάτωμα. Με ένα χτύπημα τον άφησαν/τον έριξαν ~ο. ΣΥΝ. λιπόθυμος 2. (μτφ.) αδιάφορος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος: κοινωνικά ~. Σα δε ντρέπεται, ο ~! Τόσο ~ είσαι; Πβ. ανάλγητος, απαθής, άπονος, χοντρόπετσος, ψυχρός.|| ~η: συμπεριφορά. ΑΝΤ. ευαίσθητος (1) [< 1: αρχ. ἀναίσθητος 2: αρχ. ~, γαλλ. insensible]
  • αναισχυντία [ἀναισχυντία] α-ναι-σχυ-ντί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αδιαντροπιά: απροκάλυπτη/πρωτοφανής ~. Η ~ του δεν έχει όρια. Έφτασε σε τέτοιο σημείο ~ας που ... Έχει το θράσος και την ~ να ... Πβ. αισχρότητα, ξεδιαντροπιά, ξετσιπωσιά. ΑΝΤ. αιδημοσύνη, σεμνότητα [< αρχ. ἀναισχυντία]
  • αναίσχυντος , η, ο [ἀναίσχυντος] α-ναί-σχυ-ντος επίθ. (λόγ.): αδιάντροπος: ~ος: ισχυρισμός. ~η: εκμετάλλευση/πράξη/συμπεριφορά. ~α: ψεύδη.|| (για πρόσ.) ~ος: απατεώνας. Θρασύς και ~. Πβ. αναιδής, ανερυθρίαστος, ασύστολος, επαίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος. ● επίρρ.: αναίσχυντα [< αρχ. ἀναίσχυντος]
  • αναιτιολόγητος , η, ο [ἀναιτιολόγητος] α-ναι-τι-ο-λό-γη-τος επίθ. (λόγ.): που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί: ~ος: πανικός. ~η: απόλυση/απουσία/απόφαση/βία/καθυστέρηση. ~ο: έγκλημα. ~α: έξοδα (= άσκοπα). Πβ. αδικαιολόγητος, ατεκμηρίωτος. ΑΝΤ. αιτιολογημένος ● επίρρ.: αναιτιολόγητα & (λόγ.) -ήτως: Τον διέγραψαν/του επιτέθηκαν ~. [< μτγν. ἀναιτιολόγητος, γαλλ. injustifié]
  • αναίτιος , α, ο [ἀναίτιος] α-ναί-τι-ος επίθ. (λόγ.) 1. που γίνεται χωρίς λόγο και αιτία, αδικαιολόγητος: ~ος: θυμός/πόλεμος. ~α: απουσία. ~ες: επιθέσεις (= απρόκλητες). 2. (σπάν.) που δεν ευθύνεται για κάτι, αθώος: ~α: θύματα (του πολέμου). ● επίρρ.: αναίτια & (λόγ.) -ίως [< αρχ. ἀναίτιος, γαλλ. injustifié]

ανακοπή

ανακοπή [ἀνακοπή] α-να-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αιφνίδια παύση της καρδιακής λειτουργίας: θάνατος από ~. Έπαθε/πέθανε από/υπέστη καρδιακή ~/~ της καρδιάς. Πβ. καρδιακή προσβολή. Βλ. έμφραγμα, μαρμαρυγή, συγκοπή. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακόπτω: (βίαιη) ~ της ανάπτυξης/της εξέλιξης/της (ανοδικής) πορείας. Προσπάθεια ~ής της παρακμής. Πβ. ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή, παρεμπόδιση, σταμάτημα.|| (ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασία/σημείο/πίεση ~ής. 3. ΝΟΜ. ένδικο μέσο που στοχεύει στην ακύρωση πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης: πτωχευτική ~. ~ (κατά) αναγκαστικής εκτέλεσης/διαταγής πληρωμής/κατάσχεσης/πλειστηριασμού. ~ ενώπιον του Δικαστηρίου. Άσκηση/εκδίκαση/κατάθεση/πράξη ~ής. Δικόγραφο ~ής. Αποφάσεις επί ~ών. Βλ. αγωγή, έφεση, προσφυγή, τριτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοπή ερημοδικίας: ΝΟΜ. ένδικο μέσο για την ακύρωση καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου: απόρριψη ~ής ~. [< 1: γαλλ. inhibition 2: μτγν. ἀνακοπή 3: γαλλ. opposition]

αυτοαναιρούμαι

αυτοαναιρούμαι [αὐτοαναιροῦμαι] αυ-το-α-ναι-ρού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοαναιρ-είσαι ..., -ούμενος | αυτοαναιρ-έθηκε, -εθεί | σπάν. ενεργ. ενεστ. αυτοαναιρώ}: ανακαλώ λόγια, απόψεις, πράξεις που υποστήριζα, αυτοακυρώνομαι: ~είται (= αυτοδιαψεύδεται), όταν υποστηρίζει ότι ... Ανυπόστατα επιχειρήματα που ~ούνται. Σύστημα αξιών που εκφυλίστηκε και ~έθηκε (πβ. αυτοκαταργήθηκε).|| ~εί το έργο του.

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

δυσ- & δύσ-

δυσ- & δύσ- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που δηλώνει 1. δυσκολία: δυσ-ανάβατος/~επίλυτος/~κίνητος/~νόητος (πβ. δυσκολο-)/~πιστία. Δύσ-χρηστος. ΑΝΤ. ευ-. 2. αρνητική ιδιότητα: δυσ-οσμία. Δύσ-θυμος/~τροπος (πβ. κακό-).|| (ΙΑΤΡ. διαταραχή:) Δυσ-εντερία.|| Δυσ-γραφία/~λεξία/~φασία.

εναγόμενος

εναγόμενος [ἐναγόμενος,] ε-να-γό-με-νος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ένου} , εναγόμενη (η) {(λόγ.) -ένη}: ΝΟΜ. ο διάδικος εναντίον του οποίου ασκείται η αγωγή: απολογία ~ου. Πβ. εγκαλ-, κατηγορ-ούμενος, μηνυόμενος. Βλ. ενάγων.|| (ως επίθ.) ~η: εταιρεία. Βλ. εφεσίβλητος. [< μτγν. ἐναγόμενος]

ευσπλαχνία

ευσπλαχνία [εὐσπλαχνία] ευ-σπλα-χνί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) & (λογιότ.) ευσπλαγχνία: λύπηση, οίκτος, συμπόνια: Η ~ και φιλανθρωπία του Θεού. ~ και αγάπη/μακροθυμία/συγχωρητικότητα. Πβ. έλεος, πονοψυχία, φιλ~. Βλ. απανθρωπιά. ΑΝΤ. ασπλαχνία [< αρχ. εὐσπλαγχνία]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ύπνωση

ύπνωση [ὕπνωση] ύ-πνω-ση ουσ. (θηλ.): κατάσταση βαθιάς χαλάρωσης που προκαλείται τεχνητά, κυρ. με υπνωτισμό, κατά την οποία ένα άτομο ανταποκρίνεται σε εξωτερικές υποδείξεις· πρόκληση μιας τέτοιας κατάστασης: διαισθητική/θεραπευτική/κλινική ~. Συνεδρία ~ης. Βλ. αυτοΰπνωση, υπνοθεραπεία, υποβολιμότητα.|| (μτφ.) ~ των συνειδήσεων. Πβ. αναισθητοποίηση, νάρκωση. ● ΦΡ.: εν υπνώσει (λόγ.) 1. (μτφ.) σε αδράνεια: είναι ~ ~ (= βρίσκονται σε ~). ~ ~ έργα. 2. σε κατάσταση ύπνωσης. [< μτγν. ὕπνωσις, γερμ. Hypnose, γαλλ. hypnose, αγγλ. hypnosis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.