ανακοπή [ἀνακοπή] α-να-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αιφνίδια παύση της καρδιακής λειτουργίας: θάνατος από ~. Έπαθε/πέθανε από/υπέστη καρδιακή ~/~ της καρδιάς. Πβ. καρδιακή προσβολή. Βλ. έμφραγμα, μαρμαρυγή, συγκοπή. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακόπτω: (βίαιη) ~ της ανάπτυξης/της εξέλιξης/της (ανοδικής) πορείας. Προσπάθεια ~ής της παρακμής. Πβ. ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή, παρεμπόδιση, σταμάτημα.|| (ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασία/σημείο/πίεση ~ής. 3. ΝΟΜ. ένδικο μέσο που στοχεύει στην ακύρωση πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης: πτωχευτική ~. ~ (κατά) αναγκαστικής εκτέλεσης/διαταγής πληρωμής/κατάσχεσης/πλειστηριασμού. ~ ενώπιον του Δικαστηρίου. Άσκηση/εκδίκαση/κατάθεση/πράξη ~ής. Δικόγραφο ~ής. Αποφάσεις επί ~ών. Βλ. αγωγή, έφεση, προσφυγή, τριτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοπή ερημοδικίας: ΝΟΜ. ένδικο μέσο για την ακύρωση καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου: απόρριψη ~ής ~. [< 1: γαλλ. inhibition 2: μτγν. ἀνακοπή 3: γαλλ. opposition]
αυτοαναιρούμαι [αὐτοαναιροῦμαι] αυ-το-α-ναι-ρού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοαναιρ-είσαι ..., -ούμενος | αυτοαναιρ-έθηκε, -εθεί | σπάν. ενεργ. ενεστ. αυτοαναιρώ}: ανακαλώ λόγια, απόψεις, πράξεις που υποστήριζα, αυτοακυρώνομαι: ~είται (= αυτοδιαψεύδεται), όταν υποστηρίζει ότι ... Ανυπόστατα επιχειρήματα που ~ούνται. Σύστημα αξιών που εκφυλίστηκε και ~έθηκε (πβ. αυτοκαταργήθηκε).|| ~εί το έργο του.
-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.
δυσ- & δύσ- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που δηλώνει 1. δυσκολία: δυσ-ανάβατος/~επίλυτος/~κίνητος/~νόητος (πβ. δυσκολο-)/~πιστία. Δύσ-χρηστος. ΑΝΤ. ευ-. 2. αρνητική ιδιότητα: δυσ-οσμία. Δύσ-θυμος/~τροπος (πβ. κακό-).|| (ΙΑΤΡ. διαταραχή:) Δυσ-εντερία.|| Δυσ-γραφία/~λεξία/~φασία.
εναγόμενος [ἐναγόμενος,] ε-να-γό-με-νος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ένου} , εναγόμενη (η) {(λόγ.) -ένη}: ΝΟΜ. ο διάδικος εναντίον του οποίου ασκείται η αγωγή: απολογία ~ου. Πβ. εγκαλ-, κατηγορ-ούμενος, μηνυόμενος. Βλ. ενάγων.|| (ως επίθ.) ~η: εταιρεία. Βλ. εφεσίβλητος. [< μτγν. ἐναγόμενος]
ευσπλαχνία [εὐσπλαχνία] ευ-σπλα-χνί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) & (λογιότ.) ευσπλαγχνία: λύπηση, οίκτος, συμπόνια: Η ~ και φιλανθρωπία του Θεού. ~ και αγάπη/μακροθυμία/συγχωρητικότητα. Πβ. έλεος, πονοψυχία, φιλ~. Βλ. απανθρωπιά. ΑΝΤ. ασπλαχνία [< αρχ. εὐσπλαγχνία]
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ύπνωση [ὕπνωση] ύ-πνω-ση ουσ. (θηλ.): κατάσταση βαθιάς χαλάρωσης που προκαλείται τεχνητά, κυρ. με υπνωτισμό, κατά την οποία ένα άτομο ανταποκρίνεται σε εξωτερικές υποδείξεις· πρόκληση μιας τέτοιας κατάστασης: διαισθητική/θεραπευτική/κλινική ~. Συνεδρία ~ης. Βλ. αυτοΰπνωση, υπνοθεραπεία, υποβολιμότητα.|| (μτφ.) ~ των συνειδήσεων. Πβ. αναισθητοποίηση, νάρκωση. ● ΦΡ.: εν υπνώσει (λόγ.) 1. (μτφ.) σε αδράνεια: είναι ~ ~ (= βρίσκονται σε ~). ~ ~ έργα. 2. σε κατάσταση ύπνωσης. [< μτγν. ὕπνωσις, γερμ. Hypnose, γαλλ. hypnose, αγγλ. hypnosis]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ