ηχώ [ἠχώ] η-χώ ουσ. (θηλ.) {ηχούς} 1. ΦΥΣ. επιστροφή του ήχου ύστερα από ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων σε κάποιο εμπόδιο: η ~ της φωνής. Πβ. αντήχηση.|| (μτφ.) Η ~ του παρελθόντος (πβ. απόηχος). ΣΥΝ. αντίλαλος (1) 2. (σπάν.-μτφ.) φερέφωνο: Είναι η ~ των λόγων του πατέρα του. [< αρχ. ἠχώ, γαλλ. écho, αγγλ. echo]
κατακλίνομαι κα-τα-κλί-νο-μαι ρ. (αμτβ.) {κατακλί-θηκε} (λόγ.): ξαπλώνω, συνήθ. για ύπνο· πλαγιάζω. [< αρχ. κατακλίνω]
ματιά μα-τιά ουσ. (θηλ.) 1. βλέμμα, κοίταγμα: αθώα/απλανής/διεισδυτική/ειρωνική/θολή/τρυφερή ~. Έριξε μια κλεφτή ~. Πονηρές ~ιές.|| (μια γρήγορη) ~ στον κόσμο/στα νέα. Το πρόγραμμα με μια ~ (: συνοπτικά, σύντομα). Αυτό το βλέπει κανείς με μια δεύτερη/πρόχειρη ~. 2. (μτφ.) τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων, οπτική γωνία: Βλέπει τα πράγματα με άλλη/διαφορετική/νέα ~ (= με άλλα/διαφορετικά/νέα μάτια). Πβ. άποψη. ● ΦΡ.: διασταυρώνονται τα βλέμματά μας βλ. διασταυρώνω, με την πρώτη ματιά βλ. πρώτος, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, ρίχνω ένα βλέμμα/μια ματιά σε κάποιον βλ. ρίχνω, ρίχνω μια ματιά σε κάτι βλ. ρίχνω
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πίνακας πί-να-κας ουσ. (αρσ.) {πινάκ-ων} 1. επίπεδη, συνήθ. ορθογώνια, επιφάνεια, προορισμένη για να γράφει κάποιος πάνω της ή για την ανάρτηση πληροφοριών: σχολικός ~. Μαγνητικός/ξύλινος ~. Γράφω στον ~α με κιμωλία/μαρκαδόρο. Σβήνω τον ~α. Σήκωσε τον μαθητή στον ~α (: για προφορική εξέταση). Βλ. ασπρο~, μαυρο~, υαλο~.|| ~ τσόχας/φελλού. Ηλεκτρονικός ~ αναχωρήσεων-αφίξεων/μηνυμάτων. Ο φωτεινός ~ έγραφε το σκορ. Πβ. ταμπλό. Βλ. πινακίδα, ταμπέλα. 2. έργο ζωγραφικής σε καμβά που είναι στερεωμένος σε ξύλινο πλαίσιο: διάσημος/κλεμμένος ~. ~ με κορνίζα. Ο ~ φιλοτεχνήθηκε από τον ... Το μουσείο απέκτησε/εκθέτει/παρουσιάζει ~ες του ... Πβ. κάδρο. 3. κατάσταση, κατάλογος, λίστα (με γραμμές και στήλες)· απεικόνιση, παρουσίαση ταξινομημένων στοιχείων: βαθμολογικός/λογιστικός/στατιστικός/συγκριτικός ~. (Αλφαβητικός/οριστικός) ~ αποτελεσμάτων/διοριστέων/επιτυχόντων/κατάταξης. Ενιαίος ~ αναπληρωτών (εκπαιδευτικών). Αναλυτικός/συγκεντρωτικός ~ δαπανών. Κατάρτιση ~α. Εγγραφή/καταχώρηση στον ~α. Βλ. ίντεξ, πινάκιο.|| (σε βιβλίο, σύγγραμμα ή δικτυακό τόπο) ~ περιεχομένων (πβ. περιεχόμενα)/συμβόλων/συντομογραφιών. 4. ΤΕΧΝΟΛ. πλαίσιο με διακόπτες (στον τοίχο σπιτιού ή κτιρίου) ή μηχανικές διατάξεις (σε όχημα ή μηχάνημα): ηλεκτρικός ~. ~ αυτοματισμού/διανομής ισχύος/πυρανίχνευσης. Ο γενικός ~ της πολυκατοικίας.|| Ψηφιακός ~. ~ ενδείξεων/οργάνων/χειρισμού. Βλ. κονσόλα, πάνελ. 5. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνια ή τετράγωνη διάταξη για την οργάνωση και παρουσίαση πληροφοριών, η οποία αποτελείται από γραμμές και στήλες που σχηματίζουν κελιά, μέσα στα οποία εισάγονται δεδομένα (π.χ. κείμενο ή γραφικά). 6. ΜΑΘ. σύστημα από αριθμούς που αναγράφονται σε μια διάταξη μ γραμμών και ν στηλών: διαγώνιος/μηδενικός/μοναδιαίος/ορθογώνιος/συμμετρικός/τετραγωνικός/τριγωνικός ~. Ιδιότητες/πράξεις ~ων. ● Υποκ.: πινακάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μονοδιάστατος πίνακας: ΜΑΘ. που αποτελείται από μία γραμμή., άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, αντίστροφος πίνακας βλ. αντίστροφος, Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) βλ. περιοδικός, πίνακας ανακοινώσεων βλ. ανακοίνωση, πίνακας ελέγχου βλ. έλεγχος ● ΦΡ.: ζητώ την κεφαλή (κάποιου) επί πίνακι βλ. ζητώ [< αρχ. πίναξ, γαλλ. tableau, table]
σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες. 2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]
-τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~. 2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~. 3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~. 4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ