Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4020-4040]


  • ανακήρυξη [ἀνακήρυξη] α-να-κή-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακηρύσσω: ~ του ... σε πτυχιούχο/ως επίτιμου δημότη. Πβ. αναγόρευση.|| Συμβολική ~. ~ του αναδόχου (ενός έργου)/των αποτελέσματων/των βουλευτών (μετά από εκλογές) (= ανάδειξη)/των επιτυχόντων (μετά από εξετάσεις). ~ της αυτονομίας μιας περιοχής. Πβ. ανακοίνωση, (δια)κήρυξη. [< μτγν. ἀνακήρυξις, γαλλ. proclamation]
  • ανακηρύσσω [ἀνακηρύσσω] α-να-κη-ρύσ-σω ρ. (μτβ.) {ανακήρυ-ξε, -χθηκε (κ. -χτηκε), -γμένος, ανακηρύσσ-οντας} (επίσ.) 1. απονέμω σε κάποιον τίτλο, αξίωμα ή ιδιότητα: ~χθηκε αυτοκράτορας (= στέφθηκε)/ο καλύτερος παίκτης της χρονιάς. Θα ~χθεί επίτιμος διδάκτορας. Η Εκκλησία τον ~ξε Άγιο. Το μνημείο ~χθηκε διατηρητέο. ~γμένος παραδοσιακός οικισμός. Πβ. αναγορεύω. 2. γνωστοποιώ επίσημα, δημοσιοποιώ κάποια απόφαση: ~ξαν την ανεξαρτησία της χώρας/τον νικητή του αγώνα/τα τακτικά μέλη της επιτροπής. Πβ. ανακοινώνω, (δια)κηρύσσω. [< αρχ. ἀνακηρύσσω, γαλλ. proclamer]
  • ανακίνηση [ἀνακίνηση] α-να-κί-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αναμόχλευση: ~ ενός αιτήματος/προβλήματος/σκανδάλου. 2. (κυρ. για υγρό μείγμα) κούνημα για ανάμειξη των συστατικών: ~ διαλύματος/δοχείου. Πβ. ανάδευση, ανακάτεμα. [< αρχ. ἀνακίνησις ‘προπόνηση, έξαψη’]
  • ανακινώ [ἀνακινῶ] α-να-κι-νώ ρ. (μτβ.) {ανακιν-είς ... | ανακίν-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) επαναφέρω ένα θέμα στην επιφάνεια, στο προσκήνιο· αναμοχλεύω, ανασκαλεύω: ~ μια διαδικασία/το ενδιαφέρον/το παρελθόν. Ζήτημα που ~είται κατά καιρούς. Η υπόθεση ~ήθηκε αιφνιδιαστικά. Πβ. αναζωπυρώνω, αναθερμαίνω. 2. κουνώ κυρ. υγρό μείγμα (για ανάμειξη των συστατικών του): (οδηγία σε συσκευασία γάλακτος, σπρέι, φαρμάκου, χυμού:) ~ήστε καλά το μπουκάλι/το περιεχόμενο πριν από κάθε χρήση. Πβ. ανα-δεύω, -κατεύω, -ταράζω. [< αρχ. ἀνακινῶ]
  • ανακλά [ἀνακλᾷ] α-να-κλά ρ. (μτβ.), ανακλάται (αμτβ.) (λόγ.): αντανακλά. [< αρχ. ἀνακλῶ, γαλλ. réfléchir ]
  • ανάκλαση [ἀνάκλαση] α-νά-κλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο το φως, ο ήχος ή η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προσπίπτει σε επιφάνεια και αλλάζει διεύθυνση διάδοσης ανάλογα με το είδος της επιφάνειας: διάχυτη (πβ. διάχυση)/ολική/σεισμική ~. ~, διάθλαση, περίθλαση. Συντελεστής ~ης. Πβ. αντανάκλαση. Βλ. ηχώ, κάτοπτρο, σκέδαση.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Νεφέλωμα ~ης. [< αρχ. ἀνάκλασις, γαλλ. réflexion]
  • ανακλαστήρας [ἀνακλαστήρας] α-να-κλα-στή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. επιφάνεια (κάτοπτρο ή πρίσμα) σχεδιασμένη, ώστε να αντανακλά προς ορισμένη διεύθυνση κάθε ακτινοβολία (φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα): οπτικός ~. ~ ραντάρ. Βλ. μάτια γάτας, -τήρας. [< γαλλ. réflecteur]
  • ανακλαστικός , ή, ό [ἀνακλαστικός] α-να-κλα-στι-κός επίθ. ΣΥΝ. αντανακλαστικός 1. ΦΥΣ. που σχετίζεται με την ανάκλαση: ~ός: καθρέφτης/προβολέας. ~ή: επιφάνεια (= κάτοπτρο)/ιδιότητα. ~ό: γιλέκο/υλικό/χρώμα. Πβ. φωσφοριζέ. 2. ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με τα αντανακλαστικά· που γίνεται ακούσια, ασυνείδητα: ~ή: αντίδραση/κίνηση. ● Ουσ.: ανακλαστικά (τα) 1. αντανακλαστικά: Ελέγξτε τα ~ σας! || (μτφ.) Δεν λειτούργησαν τα ~ της κοινωνίας. 2. προϊόντα που ανακλούν το φως για σήμανση στο σκοτάδι: ~ για τις ρόδες του ποδηλάτου. [< γαλλ. réflexes] ● επίρρ.: ανακλαστικά: ΣΥΝ. ακούσια ● ΣΥΜΠΛ.: ανακλαστική σχέση: ΜΑΘ. όταν κάθε στοιχείο ενός συνόλου σχετίζεται με τον εαυτό του. Βλ. σχέση ισοδυναμίας. [< 1: γαλλ. réflectif 2: γαλλ. réflexe]
  • ανακλαστικότητα [ἀνακλαστικότητα] α-να-κλα-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα του ανακλαστικού· ο λόγος του ποσού της ακτινοβολίας που ανακλάται από μια επιφάνεια προς το συνολικό ποσό της ακτινοβολίας που προσπίπτει σε αυτή: ~ (ημι)διαφανούς υλικού/οθόνης/ραντάρ. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αντανακλαστικότητα [< γαλλ. réflectivité, 1907]
  • ανάκληση [ἀνάκληση] α-νά-κλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) αναίρεση, ακύρωση: ~ απόλυσης/απόσπασης/απόφασης/δήλωσης/διαθήκης/διοικητικής πράξης/διορισμού/ομολογίας/παραγγελίας/πληρωμής. ~ ή έκπτωση μέλους ΔΣ. Αίτημα/αίτηση ~ης. Το Υπουργείο αποφάσισε την/προέβη στην/προχώρησε στην (άμεση/οριστική/προσωρινή) ~ της άδειας λειτουργίας της εταιρείας. Πβ. αναστολή, απόσυρση, άρση, κατάργηση. 2. επαναφορά στον νου: ~ (στη μνήμη) αναμνήσεων/γνώσεων/εικόνων. Πβ. ανάπλαση. 3. εντολή επιστροφής ακατάλληλου συνήθ. προϊόντος ή διπλωματικού αντιπροσώπου: ~ήσεις (από την αγορά) προβληματικών συσκευών/τροφίμων (από τον ΕΦΕΤ). Αποφασίστηκε/ζητήθηκε η ~ επικίνδυνου φαρμάκου. Πβ. απόσυρση.|| ~ δανεισμένου υλικού (: σε βιβλιοθήκη).|| ~ του πρεσβευτή από ... 4. ΣΤΡΑΤ. (λόγ.) επαναφορά απόστρατου ή κλήση εφέδρου: ~ αξιωματικού στην ενέργεια (από την εφεδρεία). 5. ΠΛΗΡΟΦ. επαναφορά κυρ. δεδομένων: ~ αρχείου/εντολής/προγράμματος. Κύκλος ~ης-εκτέλεσης. Πβ. ανάσυρση. [< αρχ. ἀνάκλησις ‘επίκληση, χαιρετισμός, σύνθημα για υποχώρηση’, αγγλ. recall, γαλλ. rappel 5: αγγλ. retrieval, 1958]
  • ανακλητικός , ή, ό [ἀνακλητικός] α-να-κλη-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανάκληση: (επίσ.) ~ή: δήλωση. Απορριπτική ή ~ή απόφαση. Πβ. ακυρωτ-, αναιρετ-, ανασταλτ-ικός.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ή: μνήμη (πβ. ενθύμηση, ανάμνηση). [< μτγν. ἀνακλητικός, γαλλ. révocatoir]
  • ανακλητός , ή, ό [ἀνακλητός] α-να-κλη-τός επίθ. (επίσ.): που μπορεί να ανακληθεί: ~ή: πίστωση/συμφωνία. Πβ. ακυρώσ-, αναιρέσ-ιμος. || (ως ουσ.) Το μη ~ό των πληρωμών. ΑΝΤ. αμετάκλητος [< γαλλ. révocable]
  • ανακλίνομαι [ἀνακλίνομαι] α-να-κλί-νο-μαι ρ. (αμτβ.) {ανακλί-θηκε, ανακεκλιμένος, (μτχ. ενεστ.) ανακλινόμενος} (λόγ.): έχω ή αποκτώ κλίση, γέρνω· (για πρόσ.) ξαπλώνω: Η πλάτη του καθίσματος μπορεί να ~θεί. Βλ. κατακλίνομαι. ● Μτχ.: ανακλινόμενος , η, ο: που μπορεί να αποκτήσει κλίση: ~ος: καναπές (πβ. αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). ~η: καρέκλα (: η πλάτη της οποίας μπορεί να ρυθμιστεί σε διαφορετικές γωνίες· βλ. σεζλόγκ)/οροφή. Ανοιγόμενα και ~α κουφώματα/παράθυρα.|| ~α: καθίσματα (: που μπορούν να προσαρμοστούν σε θέση ανάκλισης, κυρ. σε όχημα ή αεροπλάνο). [< αγγλ. reclinable, 1957] [< αρχ. ἀνακλίνω, γαλλ. s'incliner]
  • ανάκλιντρο [ἀνάκλιντρο] α-νά-κλι-ντρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίντρου} & ανάκλινδρο (λόγ.): μακρύ κάθισμα σαν κρεβάτι, με βραχίονα και συνήθ. με ράχη στη μία του άκρη, στο οποίο μπορεί κάποιος να ξαπλώσει: ρωμαϊκό ~. Βλ. -τρο. [< μτγν. ἀνάκλιντρον]
  • ανάκλιση [ἀνάκλιση] α-νά-κλι-ση ουσ. (θηλ.): κλίση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: ρυθμιζόμενη/χειροκίνητη ~ της πλάτης ενός καθίσματος/των ποδιών ενός τραπεζιού. Θέση/μηχανισμός/μοχλός ~ης. Παράθυρο με ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δοκιμασία ανάκλισης: ΙΑΤΡ. διαγνωστικό τεστ ασθενών με συχνά λιποθυμικά επεισόδια, κατά το οποίο μετράται η αρτηριακή πίεση σε όρθια και ύπτια θέση. [< αγγλ. tilt test] [< αρχ. ἀνάκλισις, γαλλ. inclinaison]
  • ανακοινοποίηση [ἀνακοινοποίηση] α-να-κοι-νο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.-γραφειοκρ.): κοινοποίηση που διορθώνει ή συμπληρώνει προηγούμενη: ~ στο ορθό (πβ. ορθή ~/επανάληψη). ΣΥΝ. επανακοινοποίηση
  • ανακοινωθέν [ἀνακοινωθέν] α-να-κοι-νω-θέν ουσ. (ουδ.) {ανακοινωθέντ-ος} (λόγ.): γνωστοποίηση ενός γεγονότος συνήθ. από τα ΜΜΕ, ανακοίνωση: γραπτό/έκτακτο/επίσημο/κοινό/πολεμικό ~. Έκδοση ~ος. Σύμφωνα με το τελευταίο ιατρικό ~... [< γαλλ. communiqué]
  • ανακοινώνω [ἀνακοινώνω] α-να-κοι-νώ-νω ρ. (μτβ.) {ανακοίνω-σα, ανακοινών-εται, ανακοινώ-θηκε (λόγ. ανεκοινώθη, μτχ. ανακοινω-θείς, -θείσα, -θέν), -μένος, ανακοινών-οντας}: κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια κάτι που έγινε ή πρόκειται να γίνει: Με (ιδιαίτερη/μεγάλη) λύπη/τιμή/χαρά σάς ~ ότι ... ~σε την πρόθεσή του να .../την υποψηφιότητά του ως ... ~θηκε η ίδρυση της εταιρείας/το πρόγραμμα των εξετάσεων. Δεν έχουν ~θεί ακόμα τα αποτελέσματα του διαγωνισμού/τα ονόματα των επιτυχόντων. Με βάση τα ~μένα στοιχεία ... ~θείσα: απόφαση/εξεταστέα ύλη. ~θέντα: μέτρα. Δεν μου ~θηκε τίποτα. (προφ.) Έχω να σου ~σω (= να σου πω) ότι ... Πβ. αν-, εξ-αγγέλλω. [< αρχ. ἀνακοινῶ, γαλλ. annoncer]
  • ανακοίνωση [ἀνακοίνωση] α-να-κοί-νω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} 1. κοινοποίηση, δημόσια γνωστοποίηση σχετικά με κάτι που έγινε ή πρόκειται να γίνει και συνεκδ. το αντίστοιχο κείμενο: αιφνιδιαστική/γραπτή/διευκρινιστική/έκτακτη/επίσημη/ετήσια/ευχαριστήρια/κοινή/προφορική/σημαντική/συμπληρωματική/σύντομη/τελική ~. ~ αποτελεσμάτων/απόφασης/βαθμολογίας/εκδήλωσης/ημερομηνίας (εκλογών)/νικητών/πρόσληψης (προσωπικού) (πβ. αναγγελία). ~ από τα μεγάφωνα. ~ νομικού περιεχομένου. ~ (της Επιτροπής) για/σχετικά με κάτι. ~ στα/προς τα ΜΜΕ. ~ των βάσεων (των Πανελληνίων) από την τηλεόραση (= μετάδοση). Δημοσίευση/έκδοση ~ης. (λόγ.) Μέχρι νεωτέρας ~ώσεως. Απάντηση σε ~ (της Διοίκησης). Δημοσιεύτηκε/έγινε/εκδόθηκε ~ (από το Υπουργείο). Σε ~ή του ανέφερε ότι ... (πβ. ανακοινωθέν). Προβαίνω σε ~ώσεις. (προφ.) Έχω μια σημαντική ~ να (σου) κάνω! 2. (συνήθ. σε συνέδριο ή ημερίδα) γνωστοποίηση πορισμάτων επιστημονικής έρευνας: αναρτημένη ~ (= πόστερ). Δημοσίευση/θέμα/περίληψη ~ης. Επιστημονικές/προφορικές ~ώσεις. Στόχος της παρούσας ~ης είναι ... Πβ. δημοσίευμα, εισήγηση. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοίνωση δίκης: ΝΟΜ. κοινοποίηση σε τρίτους εκκρεμούς δικαστικής υπόθεσης από πρόσωπο με σχετικό έννομο συμφέρον: ~ ~ ενώπιον του Ειρηνοδικείου/με προσεπίκληση για παρέμβαση., ανακοίνωση Τύπου: επίσημη γνωστοποίηση προς τα μέσα ενημέρωσης: ~ ~ του κόμματος (για/σχετικά με ...). Πβ. δελτίο Τύπου., πίνακας ανακοινώσεων 1. στον οποίο αναρτώνται ανακοινώσεις: μεταλλικός ~ ~. ~ ~ τσόχας/φελλού. Ανάρτηση στον ~α ~.|| Ηλεκτρονικός ~ ~. Βλ. πίνακας συζητήσεων. 2. ΠΛΗΡΟΦ. εργαλείο, σύστημα ασύγχρονης επικοινωνίας, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες-μέλη του να στέλνουν ή να διαβάζουν ανακοινώσεις με τη μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων: ηλεκτρονικοί ~ες ~ώσεων. Βλ. πίνακας συζητήσεων, φόρουμ. [< 1: μτγν. ἀνακοίνωσις, γαλλ. annonce 2: γαλλ. communication]
  • ανακοινώσιμος , η, ο [ἀνακοινώσιμος] α-να-κοι-νώ-σι-μος επίθ. (επίσ.): που μπορεί ή επιτρέπεται να ανακοινωθεί: ~ες: πληροφορίες. ~α: αποτελέσματα/περιστατικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ελάχιστη ~η ποσότητα μετοχών (: στο χρηματιστήριο). [< γαλλ. communicable]

ηχώ

ηχώ [ἠχώ] η-χώ ουσ. (θηλ.) {ηχούς} 1. ΦΥΣ. επιστροφή του ήχου ύστερα από ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων σε κάποιο εμπόδιο: η ~ της φωνής. Πβ. αντήχηση.|| (μτφ.) Η ~ του παρελθόντος (πβ. απόηχος). ΣΥΝ. αντίλαλος (1) 2. (σπάν.-μτφ.) φερέφωνο: Είναι η ~ των λόγων του πατέρα του. [< αρχ. ἠχώ, γαλλ. écho, αγγλ. echo]

κατακλίνομαι

κατακλίνομαι κα-τα-κλί-νο-μαι ρ. (αμτβ.) {κατακλί-θηκε} (λόγ.): ξαπλώνω, συνήθ. για ύπνο· πλαγιάζω. [< αρχ. κατακλίνω]

ματιά

ματιά μα-τιά ουσ. (θηλ.) 1. βλέμμα, κοίταγμα: αθώα/απλανής/διεισδυτική/ειρωνική/θολή/τρυφερή ~. Έριξε μια κλεφτή ~. Πονηρές ~ιές.|| (μια γρήγορη) ~ στον κόσμο/στα νέα. Το πρόγραμμα με μια ~ (: συνοπτικά, σύντομα). Αυτό το βλέπει κανείς με μια δεύτερη/πρόχειρη ~. 2. (μτφ.) τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων, οπτική γωνία: Βλέπει τα πράγματα με άλλη/διαφορετική/νέα ~ (= με άλλα/διαφορετικά/νέα μάτια). Πβ. άποψη. ● ΦΡ.: διασταυρώνονται τα βλέμματά μας βλ. διασταυρώνω, με την πρώτη ματιά βλ. πρώτος, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, ρίχνω ένα βλέμμα/μια ματιά σε κάποιον βλ. ρίχνω, ρίχνω μια ματιά σε κάτι βλ. ρίχνω

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πίνακας

πίνακας πί-να-κας ουσ. (αρσ.) {πινάκ-ων} 1. επίπεδη, συνήθ. ορθογώνια, επιφάνεια, προορισμένη για να γράφει κάποιος πάνω της ή για την ανάρτηση πληροφοριών: σχολικός ~. Μαγνητικός/ξύλινος ~. Γράφω στον ~α με κιμωλία/μαρκαδόρο. Σβήνω τον ~α. Σήκωσε τον μαθητή στον ~α (: για προφορική εξέταση). Βλ. ασπρο~, μαυρο~, υαλο~.|| ~ τσόχας/φελλού. Ηλεκτρονικός ~ αναχωρήσεων-αφίξεων/μηνυμάτων. Ο φωτεινός ~ έγραφε το σκορ. Πβ. ταμπλό. Βλ. πινακίδα, ταμπέλα. 2. έργο ζωγραφικής σε καμβά που είναι στερεωμένος σε ξύλινο πλαίσιο: διάσημος/κλεμμένος ~. ~ με κορνίζα. Ο ~ φιλοτεχνήθηκε από τον ... Το μουσείο απέκτησε/εκθέτει/παρουσιάζει ~ες του ... Πβ. κάδρο. 3. κατάσταση, κατάλογος, λίστα (με γραμμές και στήλες)· απεικόνιση, παρουσίαση ταξινομημένων στοιχείων: βαθμολογικός/λογιστικός/στατιστικός/συγκριτικός ~. (Αλφαβητικός/οριστικός) ~ αποτελεσμάτων/διοριστέων/επιτυχόντων/κατάταξης. Ενιαίος ~ αναπληρωτών (εκπαιδευτικών). Αναλυτικός/συγκεντρωτικός ~ δαπανών. Κατάρτιση ~α. Εγγραφή/καταχώρηση στον ~α. Βλ. ίντεξ, πινάκιο.|| (σε βιβλίο, σύγγραμμα ή δικτυακό τόπο) ~ περιεχομένων (πβ. περιεχόμενα)/συμβόλων/συντομογραφιών. 4. ΤΕΧΝΟΛ. πλαίσιο με διακόπτες (στον τοίχο σπιτιού ή κτιρίου) ή μηχανικές διατάξεις (σε όχημα ή μηχάνημα): ηλεκτρικός ~. ~ αυτοματισμού/διανομής ισχύος/πυρανίχνευσης. Ο γενικός ~ της πολυκατοικίας.|| Ψηφιακός ~. ~ ενδείξεων/οργάνων/χειρισμού. Βλ. κονσόλα, πάνελ. 5. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνια ή τετράγωνη διάταξη για την οργάνωση και παρουσίαση πληροφοριών, η οποία αποτελείται από γραμμές και στήλες που σχηματίζουν κελιά, μέσα στα οποία εισάγονται δεδομένα (π.χ. κείμενο ή γραφικά). 6. ΜΑΘ. σύστημα από αριθμούς που αναγράφονται σε μια διάταξη μ γραμμών και ν στηλών: διαγώνιος/μηδενικός/μοναδιαίος/ορθογώνιος/συμμετρικός/τετραγωνικός/τριγωνικός ~. Ιδιότητες/πράξεις ~ων. ● Υποκ.: πινακάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μονοδιάστατος πίνακας: ΜΑΘ. που αποτελείται από μία γραμμή., άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, αντίστροφος πίνακας βλ. αντίστροφος, Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) βλ. περιοδικός, πίνακας ανακοινώσεων βλ. ανακοίνωση, πίνακας ελέγχου βλ. έλεγχος ● ΦΡ.: ζητώ την κεφαλή (κάποιου) επί πίνακι βλ. ζητώ [< αρχ. πίναξ, γαλλ. tableau, table]

σχέση

σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες. 2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]

-τρο

-τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~. 2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~. 3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~. 4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.