Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4040-4060]


  • ανακολουθία [ἀνακολουθία] α-να-κο-λου-θί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ανακόλουθου: ιστορική/λογική/χρονική ~. ~ (μεταξύ) λόγων και έργων (πβ. αναντιστοιχία)/στη (/ως προς τη) σειρά των γεγονότων. Μελέτη που παρουσιάζει ~ες. Πβ. αντινομία, αντίφαση, ασυνέπεια.|| (ΦΙΛΟΣ.) Η ~ είναι είδος εσφαλμένου επιχειρήματος (: απουσία λογικής σύνδεσης μεταξύ προτάσεων και συμπεράσματος). [< μτγν. ἀνακολουθία]
  • ανακόλουθος , η, ο [ἀνακόλουθος] α-να-κό-λου-θος επίθ.: αντιφατικός, ασυνεπής: ~ος: λόγος. ~η: πολιτική/στάση. ~ες: δηλώσεις. Πράξεις ~ες (με/προς) τις αρχές του. Στοιχεία ανακριβή/αναξιόπιστα και ~α. Είναι ~ο να ...|| (για πρόσ.) Αποδείχθηκε/φάνηκε/υπήρξε ~ (απέναντι) στις/με/ως προς τις υποσχέσεις του. ΣΥΝ. αναντίστοιχος ΑΝΤ. ακόλουθος (2) ● Ουσ.: ανακόλουθο (το): ανακολουθία, ασυνέπεια, ασυμφωνία: το ~ των δηλώσεων/μεταξύ λόγων και έργων. Τα ~α και οι αντιφάσεις του συστήματος. ● επίρρ.: ανακόλουθα ● ΣΥΜΠΛ.: ανακόλουθο (σχήμα): ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου στο οποίο παραβιάζεται η συντακτική συμφωνία των όρων μιας πρότασης ή φράσης: Εγώ, μου αρέσει η Ελλάδα (αντί: Εμένα ...). [< μτγν. ἀνακόλουθος]
  • ανακομιδή [ἀνακομιδή] α-να-κο-μι-δή ουσ. (θηλ.) (συνήθ. ΕΚΚΛΗΣ.): εκταφή των οστών νεκρού (συνήθ. Αγίου, Οσίου ή μάρτυρα) και μεταφορά τους σε οστεοφυλάκιο, τάφο ή μνημείο: ~ (τιμίας) κάρας/(ιερού) λειψάνου/σορού. Πβ. μετακομιδή. [< μτγν. ἀνακομιδή]
  • ανακόντα [ἀνακόντα] α-να-κό-ντα ουσ. (θηλ. + ουδ.) {άκλ.}: ΖΩΟΛ. πολύ μεγάλο, μη δηλητηριώδες, δενδρόβιο ή συνήθ. υδρόβιο φίδι των τροπικών δασών της Ν. Αμερικής (επιστ. ονομασ. Eunectes murinus), συγγενικό με τον βόα. Βλ. πύθωνας. [< αγγλ.-γαλλ. anaconda]
  • ανακοπή [ἀνακοπή] α-να-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αιφνίδια παύση της καρδιακής λειτουργίας: θάνατος από ~. Έπαθε/πέθανε από/υπέστη καρδιακή ~/~ της καρδιάς. Πβ. καρδιακή προσβολή. Βλ. έμφραγμα, μαρμαρυγή, συγκοπή. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακόπτω: (βίαιη) ~ της ανάπτυξης/της εξέλιξης/της (ανοδικής) πορείας. Προσπάθεια ~ής της παρακμής. Πβ. ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή, παρεμπόδιση, σταμάτημα.|| (ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασία/σημείο/πίεση ~ής. 3. ΝΟΜ. ένδικο μέσο που στοχεύει στην ακύρωση πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης: πτωχευτική ~. ~ (κατά) αναγκαστικής εκτέλεσης/διαταγής πληρωμής/κατάσχεσης/πλειστηριασμού. ~ ενώπιον του Δικαστηρίου. Άσκηση/εκδίκαση/κατάθεση/πράξη ~ής. Δικόγραφο ~ής. Αποφάσεις επί ~ών. Βλ. αγωγή, έφεση, προσφυγή, τριτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοπή ερημοδικίας: ΝΟΜ. ένδικο μέσο για την ακύρωση καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου: απόρριψη ~ής ~. [< 1: γαλλ. inhibition 2: μτγν. ἀνακοπή 3: γαλλ. opposition]
  • ανακόπτω [ἀνακόπτω] α-να-κό-πτω ρ. (μτβ.) {ανέκο-ψε, ανακό-ψει, ανακό-πηκε (λογιότ. ανεκόπη)} (λόγ.): διακόπτω συνήθ. ξαφνικά μια διαδικασία, δραστηριότητα ή ενέργεια: Προσπαθούν να ~ψουν την άνοδο του πληθωρισμού. Η πρόοδος ~πηκε (βίαια) εξαιτίας του πολέμου.|| ~ψαν τους εισβολείς (= απέκρουσαν). (σε ομαδικό άθλημα:) Κατάφερε να ~ψει τον αντίπαλο επιθετικό. Πβ. αναχαιτίζω, παρεμποδίζω. [< αρχ. ἀνακόπτω]
  • ανακοστολόγηση [ἀνακοστολόγηση] α-να-κο-στο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.): κοστολόγηση εκ νέου: ~ φαρμάκων. Πβ. ανα-, επανα-τιμολόγηση.
  • ανακούρκουδα [ἀνακούρκουδα] α-να-κούρ-κου-δα επίρρ. & ανακούκουρδα (λαϊκό): με λυγισμένα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα των ποδιών: Κάθεται ~. Βλ. βαθύ κάθισμα, οκλαδόν. [< μεσν. ανακούρκουδα]
  • ανάκουστος , η, ο βλ. ανήκουστος
  • ανακουφίζω [ἀνακουφίζω] α-να-κου-φί-ζω ρ. (μτβ.) {ανακούφι-σα, -στηκα, -σμένος}: απομακρύνω από κάποιον ή μετριάζω σε κάποιον οτιδήποτε του προκαλεί δυσάρεστο συναίσθημα ή αποτελεί γι' αυτόν ψυχικό ή συναισθηματικό βάρος, κάνοντάς τον να αισθανθεί καλύτερα: Τα αναλγητικά ~ουν τους ασθενείς από τον πόνο. Κρέμα που ~ει το δέρμα από τους ερεθισμούς. Πβ. απαλύνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω.|| Με ~ει η ιδέα ότι .../~ομαι κάπως με τη σκέψη ότι ... Τον ~σαν τα λόγια της. Πότε θα ~στούμε, επιτέλους, από τις έγνοιες/την κούραση/τα προβλήματα (= αναπνεύσουμε, απαλλαγούμε, ησυχάσουμε); Ανάσανε/έδειχνε ~σμένος. Αισθάνομαι/είμαι ιδιαίτερα ~σμένος που .../από την εξέλιξη της υπόθεσης. Πβ. ξαλαφρώνω. ● Παθ.: ανακουφίζομαι (ευφημ.): αφοδεύω. Πβ. ξαλαφρώνω. [< αρχ. ἀνακουφίζω, γαλλ. alléger]
  • ανακούφιση [ἀνακούφιση] α-να-κού-φι-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακουφίζω: Φάρμακο που προσφέρει άμεση/γρήγορη/μόνιμη/πρόκαιρη ~ από τον βήχα/κνησμό. Πβ. καταπράυνση, κατευνασμός, μαλάκωμα.|| ~ από το άγχος/τα προβλήματα της ζωής. Αισθάνομαι/νιώθω (μια) ~. Ανέπνευσε με ~ (= ανακουφισμένος). Προς μεγάλη ~ (= ικανοποίηση) όλων μας, η υπόθεση είχε αίσιο τέλος. Πβ. ξαλάφρωμα. 2. (μτφ.) οικονομική ενίσχυση, βοήθεια: ~ της δυστυχίας/φτώχειας. ~ των ανέργων/σεισμοπαθών. Μέτρα/συναυλία για την ~ των θυμάτων. [< αρχ. ἀνακούφισις ‘ελάφρυνση’, γαλλ. allégement]
  • ανακουφιστικός , ή, ό [ἀνακουφιστικός] α-να-κου-φι-στι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που ανακουφίζει: ~ή: αγωγή/φροντίδα (: που αποσκοπεί στον έλεγχο του πόνου, την ποιότητα ζωής και την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών και πνευματικών αναγκών ατόμων με ανίατες ασθένειες· πβ. παρηγορητικός). Βλ. κέντρο/μονάδα/ξενώνας ~ής φροντίδας. ~ό: φάρμακο (= αναλγητικό, καταπραϋντικό).|| ~ές: σκέψεις. ~ά: λόγια. Πβ. καθησυχαστ-, κατευναστ-ικός.|| ~ά: μέτρα (κατά της ανεργίας/του κυκλοφοριακού). Βλ. ανάσα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που ελέγχει, μειώνει κυρ. την ένταση ή την πίεση: ~ός: μηχανισμός. ~ή: βαλβίδα (: ασφαλείας, εκτόνωσης). ● επίρρ.: ανακουφιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο: ΑΡΧΙΤ. κενό στην τοιχοποιία που κλείνεται συνήθ. με πλάκα, ενισχύοντας τα ευαίσθητα αρχιτεκτονικά μέλη (κυρ. ανώφλια) και κατανέμοντας το βάρος της υπερκείμενης κατασκευής στα πλάγια: ~ τόξο πόρτας. ~ τρίγωνο θολωτού τάφου/πύλης/στο υπέρθυρο. [< γερμ. Entlastungsbogen] [< 1: γερμ. erleichternd, γαλλ. soulageant 2: αγγλ. relief (valve)]
  • ανακράζω [ἀνακράζω] α-να-κρά-ζω ρ. (αμτβ.) {ανέκρα-ξα} (απαρχαιωμ.): κραυγάζω, φωνάζω δυνατά. ΣΥΝ. αναφωνώ [< αρχ. ἀνακράζω]
  • ανακρεόντειος , α, ο [ἀνακρεόντειος] α-να-κρε-ό-ντει-ος επίθ.: ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με τον ποιητή Ανακρέοντα ή έχει τα χαρακτηριστικά της ποίησής του: ~ος: στίχος. ~ο: μέτρο (: ακατάληκτο ιωνικό δίμετρο). ● Ουσ.: ανακρεόντεια (τα): (με κεφαλ. το αρχικό Α) συλλογή αρχαίων ποιημάτων, κατ' απομίμηση αυτών του Ανακρέοντα. [< μτγν. Ἀνακρεόντειος]
  • ανακρίβεια [ἀνακρίβεια] α-να-κρί-βει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανακριβούς· (συνεκδ. στον πληθ.) ψέματα, ανυπόστατα στοιχεία: επιστημονική/ιστορική ~. ~ των πληροφοριών. Πβ. αναξιοπιστία.|| Οι ~ες ενός δημοσιεύματος/ρεπορτάζ. Βιβλίο που περιέχει πολλές/σημαντικές ~ες. Πβ. αναλήθεια. [< γαλλ. inexactitude]
  • ανακριβής , ής, ές [ἀνακριβής] α-να-κρι-βής επίθ. {ανακριβ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.): που δεν είναι ακριβής· ψευδής ή λανθασμένος: ~ής: ισχυρισμός. ~ής: είδηση. ~ές: περιεχόμενο (άρθρου/δημοσιεύματος). ~είς: πληροφορίες. Πβ. αναληθής, αναξιόπιστος, ανυπόστατος. ● επίρρ.: ανακριβώς [-ῶς]: Ισχυρίζεται ~ ότι ... [< μεσν. ανακριβής, γαλλ. inexact]
  • ανακρίνω [ἀνακρίνω] α-να-κρί-νω ρ. (μτβ.) {παρατ. κ. αόρ. ανέκριν-ε, ανακρί-θηκε (λόγ. μτχ. ανακρι-θείς, -θείσα, -θέν), ανακριν-όμενος, ~οντας}: (για ανακριτή ή ανακριτικό υπάλληλο) υποβάλλω σε ανάκριση: Ο αστυνομικός/δικαστής ~ε τον μάρτυρα. Τον ~αν επί δύο ώρες στην Ασφάλεια. Οι συλληφθέντες/ύποπτοι ~ονται από τις Aρχές. Πβ. εξετάζω.|| (μτφ.-εμφατ.) Σταμάτα να με ~εις (: να με ρωτάς επίμονα)! [< αρχ. ἀνακρίνω, γαλλ. enquêter]
  • ανάκριση [ἀνάκριση] α-νά-κρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξέταση ενόχου ή υπόπτου από ανακριτή (ή ανακριτικό υπάλληλο) ή μέλος πειθαρχικού συμβουλίου μέσω υποβολής ερωτήσεων και με σκοπό την ανεύρεση της αλήθειας· συνεκδ. το ανακριτικό γραφείο, τμήμα: (ΝΟΜ.) αστυνομική/δικαστική/ποινική ~. Κύρια/τακτική ~ (: από τακτικό ανακριτή). Προκαταρκτική ~ (= προ~). Πολύωρη/σκληρή ~. ~ του συλληφθέντος. ~ για τα ακριβή αίτια του ατυχήματος/το οικονομικό σκάνδαλο. Το έργο/το πόρισμα της ~ης. Διενέργεια/διεξαγωγή/ολοκλήρωση/περάτωση της ~ης. Κύκλος ~ίσεων. Χρήση βασανιστηρίων σε ~ίσεις. Συνεχίζεται η ~. Διετάχθη περαιτέρω ~. Τον κάλεσαν/προσήχθη (στην Ασφάλεια) για ~. Υποβλήθηκε σε ~. Τον πέρασαν από ~. Παραπέμφθηκε σε ~. Μετά το πέρας της ~ης αφέθηκε ελεύθερος.|| Πειθαρχική ~ (βλ. ΕΔΕ).|| Τον οδήγησαν στην ~. Βλ. προ~. 2. (μτφ.) υποβολή πιεστικών ερωτήσεων: Με πέρασε από κανονική ~: πού δουλεύω, τι μισθό παίρνω ... ● ΦΡ.: ανάκριση μου κάνεις; (προφ.): έκφραση δυσαρέσκειας απέναντι σε κάποιον που υποβάλλει επίμονες ερωτήσεις., ανάκριση τρίτου βαθμού (μτφ.-ειρων.): ενν. εξαντλητική, εξονυχιστική: Επί μία ολόκληρη ώρα μου έκανε ~ ~. [< αρχ. ἀνάκρισις, γαλλ. enquête]
  • ανακριτής [ἀνακριτής] α-να-κρι-τής ουσ. (αρσ.) {-ή (λόγ.) -ού} , ανακρίτρια (η): τακτικός δικαστής, αστυνομικός ή μέλος πειθαρχικού συμβουλίου, που έχει επιφορτιστεί με τη διενέργεια ανακρίσεων: ειδικός/τακτικός ~. Εφέτης-~. Ο ~ (δι)ερευνά την υπόθεση. Ο κατηγορούμενος απολογήθηκε/οδηγήθηκε ενώπιον του/στον ~ή. Παραπέμφθηκε στον ~ή. Ο ~ αποφάσισε/διέταξε την προφυλάκιση του δράστη. [< γερμ. Untersuchungsrichter, γαλλ. enquêteur]
  • ανακριτικός , ή, ό [ἀνακριτικός] α-να-κρι-τι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με τον ανακριτή ή την ανάκριση: ~ή: απολογία/διαδικασία/επιτροπή/έρευνα/πράξη. ~ό: γραφείο/συμβούλιο/υλικό. ~ές: Αρχές. ~ά: καθήκοντα. Βλ. προ~.|| (προφ.) Ερωτήσεις με ~ό ύφος.|| (ως ουσ.) Το ~ό (ενν. τμήμα) της Πυροσβεστικής/Τροχαίας. ● Ουσ.: Ανακριτική (η): σύνολο αρχών και κανόνων που διέπουν την ανακριτική διαδικασία· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο μάθημα των νομικών σχολών. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακριτικός υπάλληλος: ΝΟΜ. δικαστικός λειτουργός (ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης), αστυνομικός (από τον βαθμό του αρχιφύλακα και άνω) ή ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού στο στάδιο της προανάκρισης, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας. [< μτγν. ἀνακριτικός]

αγωγή

αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]

ανάσα

ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]

ανήκουστος

ανήκουστος, η, ο [ἀνήκουστος] α-νή-κου-στος επίθ. (λόγ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) & (λαϊκό-λογοτ.) ανάκουστος: που δεν έχει ξανακουστεί, ξαναγίνει και κυρ.-κατ' επέκτ. ασυνήθιστος, πρωτόγνωρος: ~ες: μελωδίες. || ~η: απόφαση/σκληρότητα. ~ο: δράμα/θράσος. ~οι: χαρακτηρισμοί. ~α: πράγματα. Αυτό που έγινε ήταν από τα ~α. Υποβλήθηκαν σε ~α βασανιστήρια.|| (ως ουσ.) Είπε/συνέβη το εξής ~ο ... (= αμίμητο). Πβ. αδιανόητος, απαράδεκτος, απίστευτος, πρωτοφανής. ΣΥΝ. πρωτάκουστος ● επίρρ.: ανήκουστα [< αρχ. ἀνήκουστος, μεσν. ανάκουστος]

έμφραγμα

έμφραγμα [ἔμφραγμα] έμ-φραγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. ισχαιμική νέκρωση τμήματος του μυοκαρδίου, που οφείλεται σε αιφνίδια απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας: οξύ ~. Αιτίες (: αθηροκλήρωση, αιμορραγία, εμβολή, σπασμός των στεφανιαίων)/διάγνωση (: με ηλεκτροκαρδιογράφημα)/ενδείξεις (: ακανόνιστος καρδιακός χτύπος, δύσπνοια, εφίδρωση, πόνος στην άνω κοιλιακή χώρα συνήθ. με εμετό, σφίξιμο στο στήθος)/επιπλοκές (: ανεύρυσμα, αρρυθμίες, θρομβοεμβολικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια, ρήξη θηλοειδών μυών)/θεραπεία (: θρομβολυτικά φάρμακα, μπαλόνι, στεντ)/προδιαθεσικοί παράγοντες (: ηλικία, ιστορικό, καθιστική ζωή, κάπνισμα, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, στρες, υπέρταση) ~ατος. Έπαθε/πέρασε ~. Βλ. ανακοπή, εγκεφαλικό, κολπική μαρμαρυγή. 2. (μτφ.) απότομη διακοπή ή εμπλοκή, συνήθ. εξαιτίας μεγάλης ζήτησης ή συσσώρευσης: ~ στη διάθεση του πετρελαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: έμφραγμα του μυοκαρδίου βλ. μυοκάρδιο, κυκλοφοριακή συμφόρηση βλ. κυκλοφοριακός [< αρχ. ἔμφραγμα ‘φραγμός, εμπόδιο’, γαλλ. infarctus]

πύθωνας

πύθωνας πύ-θω-νας ουσ. (αρσ.) {πυθώνων}: ΖΩΟΛ. μη δηλητηριώδες, ωοτόκο φίδι της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας (οικογ. Pythonidae), το οποίο φτάνει σε μήκος τα δέκα μέτρα και σκοτώνει τη λεία του, περισφίγγοντάς την δυνατά μέχρι πνιγμού: γιγαντιαίος/κατοικίδιος ~. Βασιλικός/δικτυωτός ~. Βλ. βόας, κόμπρα, κροταλίας. [< αρχ. Πύθων 'μυθικό γιγάντιο ερπετό', γαλλ.-αγγλ. python]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.