διαχείριση δι-α-χεί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) , (καταχρ.) διαχείρηση 1. διεύθυνση, διοίκηση· ειδικότ. διευθέτηση θέματος, υπόθεσης, προβλήματος: αστική/δημόσια/ιδιωτική ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/πολυκατοικίας/προγράμματος/προσωπικών δεδομένων. ~ της αγοράς/(εναέριας) κυκλοφορίας/εξουσίας (= άσκηση· πβ. διακυβέρνηση)/κίνησης (π.χ. προϊόντων). Γραφείο ~ης. Υπεύθυνος ~ης έργων. Σύστημα ~ης ασφάλειας/ποιότητας (π.χ. τροφίμων· βλ. ISO, ΕΛ.Ο.Τ.). Ανέλαβε/έχει τη ~ της επιχείρησης.|| ~ συναισθημάτων. ~ της ενέργειας/της μετανάστευσης/της (κυκλοφοριακής) συμφόρησης/υδατικών πόρων/των χημικών ουσιών/του χρέους. Ορθή ~ του χρόνου (πβ. οργάνωση, προγραμματισμός). Πβ. χειρισμός. Βλ. αυτο~, κακο~, συν~. 2. έλεγχος, οργάνωση και αξιοποίηση αγαθών, χρημάτων ή ηλεκτρονικών δεδομένων: ~ των γνώσεων/δραστηριοτήτων (π.χ. μάθησης)/των επιδόσεων (υπαλλήλου)/της έρευνας/της τεχνολογίας. Ορθολογική/συνετή ~ των αποθεμάτων νερού. ~ υλικού (: η αντίστοιχη υπηρεσία σε επιχειρήσεις ή στον στρατό).|| (ΟΙΚΟΝ.) Δημοσιονομική/λογιστική/ταμειακή ~. ~ δανείου/ενεργητικού και παθητικού/των (οικονομικών) ενισχύσεων/εσόδων-εξόδων/περιουσιακών στοιχείων/συμβάσεων. Αποτελεσματική/χρηστή ~ των κονδυλίων. Υπό ~ κεφάλαια/χαρτοφυλάκια. Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. || (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δικτύου/πληροφοριακών συστημάτων/πρόσβασης (στο ίντερνετ)/σφαλμάτων. Ηλεκτρονική ~ (= τηλε~). (σε φόρουμ:) ~ των χρηστών. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων: οι διαδικασίες προσωρινής αποθήκευσης, συλλογής, μεταφοράς και ενδεχόμενης επεξεργασίας απορριμμάτων, αποβλήτων: βιώσιμη/εναλλακτική ~ ~. ~ ~ με βιοτεχνολογικές μεθόδους. Βλ. ανακύκλωση., διαχείριση κινδύνου/κινδύνων: προσδιορισμός, ανάλυση πιθανών κινδύνων και λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους, ειδικότ. για επενδυτικές αποφάσεις επιχείρησης και γενικότ. σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης ορισμένου έργου: ~ ~ στον αθλητισμό/στη διοίκηση/στην εκπαίδευση. Εφαρμοσμένη ~ κινδύνων. [< αγγλ. risk management, 1963] , διαχείριση κρίσεων & (σπάν.) χειρισμός της κρίσης/κρίσεων: διαδικασία πρόληψης, περιορισμού ή/και επίλυσης, εκτόνωσης απρόβλεπτων και επικίνδυνων καταστάσεων: ~ ~ στον τουρισμό. Εκπαίδευση των πολιτών στη ~ ~. [< αγγλ. crisis management, 1965] , διαχείριση προβλημάτων: επισήμανση και οργάνωση των προβλημάτων που εντοπίζονται σε κάποιο τομέα καθώς και το σύνολο των στρατηγικών και μεθόδων αντιμετώπισής τους: (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ ~ σχολικής τάξης. Επιμορφωτικά σεμινάρια/στρατηγικές ~ης ~.|| ~ ~ πελατών/(ΠΛΗΡΟΦ.) ασφαλείας υπολογιστών., διαχείριση του περιβάλλοντος & περιβαλλοντική διαχείριση: ΟΙΚΟΛ. οργάνωση και έλεγχος του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται οι αναπτυξιακές προσπάθειες σε μακροχρόνια βάση. Βλ. αειφορία. [< αγγλ. environmental management, 1949] , σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που δημιουργεί και ελέγχει βάση δεδομένων., αναγκαστική διαχείριση βλ. αναγκαστικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, ολοκληρωμένη διαχείριση βλ. ολοκληρωμένος [< 1: αρχ. διαχείρισις, γαλλ. gestion]
έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]
εξόρυξη [ἐξόρυξη] ε-ξό-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. εξαγωγή ορυκτών ή μεταλλευμάτων από κοιτάσματα: ~ διαμαντιών/πετρελαίου/χρυσού. Λατομεία ~ης μαρμάρων. 2. ΙΑΤΡ. (για τον οφθαλμικό βολβό) χειρουργική αφαίρεση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξόρυξη γνώσης: ΠΛΗΡΟΦ. αποκάλυψη ή παραγωγή λειτουργικής γνώσης μέσω ανάλυσης δεδομένων: ~ ~ από πολυμέσα. [< αγγλ. knowledge mining] , εξόρυξη δεδομένων & (σπάν.) πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη άντληση δομημένης πληροφορίας από αδόμητο σύστημα στοιχείων: ~ ~ από τον παγκόσμιο ιστό. Βλ. ανάκτηση πληροφοριών. [< αγγλ. data mining, 1968] [< μτγν. ἐξόρυξις ‘βγάλσιμο (για μάτια)’]
εργολαβία [ἐργολαβία] ερ-γο-λα-βί-α ουσ. (θηλ.): ανάληψη εκτέλεσης έργου ή παροχής υπηρεσιών από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ορισμένη αμοιβή και δικά του μέσα: ~ για την ασφαλτόστρωση του δρόμου. Σύμβαση ~ας. Αντικείμενο/δημοπράτηση της ~ας. Αναθέσεις ~ών. ~ που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πβ. εργοληψία. Βλ. αυτεπιστασία, υπ~. ● ΣΥΜΠΛ.: εργολαβία δίκης: ΝΟΜ. συμφωνία (σύμβαση) με την οποία δικηγόρος αναλαμβάνει τη διεξαγωγή δίκης με αμοιβή που συνίσταται στην εκχώρηση ή μεταβίβαση τμήματος (ποσοστού) του αντικειμένου της δίκης. ● ΦΡ.: έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά 1. του έχει ανατεθεί εργασία εργολαβικά: Εταιρεία που ~ ~ τον καθαρισμό των δεξαμενών. 2. (μτφ.-συχνά ειρων.) ασχολείται συνεχώς ή αποκλειστικά με κάτι: ~ ~ τη λασπολογία εναντίον μου. Εκπομπή που ~ ~ τον ανθρώπινο πόνο. [< αρχ. ἐργολαβία]
κάδος κά-δος ουσ. (αρσ.) 1. δοχείο για ρίψη ή συγκέντρωση άχρηστων αντικειμένων: μεταλλικός/πλαστικός/πτυσσόμενος ~. ~ (μηχανικής αποκομιδής) απορριμμάτων/μπάζων (βλ. συλλεκτήρας)/σκουπιδιών. ~ με καπάκι/πεντάλ. Ρομποτικοί ~οι. ΣΥΝ. καλάθι, σκουπιδοτενεκές.|| ~οι οικιακής κομποστοποίησης.|| Ο ~ της ηλεκτρικής σκούπας/του χλοοκοπτικού. || ~οι πυρόσβεσης (ελικοπτέρων). 2. δοχείο κυρ. αποθήκευσης και μεταφοράς τροφίμων ή υλικών: ~ νερού/τυριού. Πβ. καρδάρα, κουβάς, μαστέλο.|| Ο ~ του πλυντηρίου/της φριτέζας.|| ~ ανάμειξης. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης 1. στον οποίο συγκεντρώνονται αντικείμενα για ανακύκλωση: Μπλε ~οι ~. ~οι ~ μπαταριών/χαρτιού. 2. ΠΛΗΡΟΦ. φάκελος στον οποίο καταλήγουν τα διαγραμμένα αρχεία: άδειασμα ~ου ~. Επαναφορά από τον ~ο ~. [< αγγλ. recycle/recycling bin, 1995] [< αρχ. κάδος ‘αγγείο, υδρία, αμφορέας’]
κυκλικός, ή, ό κυ-κλι-κός επίθ. 1. που έχει σχήμα κύκλου: ~ός: κόμβος/χορός (βλ. αντικριστός)/χώρος. ~ή: διαδρομή/διάταξη (πβ. κυκλοτερής)/διατομή/κατασκευή/κίνηση/πορεία (ΑΝΤ. ευθύγραμμη). Βλ. δακτυλιοειδής, ημι~, στρογγυλός.|| (ΜΑΘ.) ~ός: γράφος/δακτύλιος. ~ή: μετάθεση. ~ές: συναρτήσεις (= τριγωνομετρικές).|| (ΦΥΣ.) ~οί: επιταχυντές (= κύκλοτρα).|| (μτφ.) ~ό: επιχείρημα (= ~ συλλογισμός). Βλ. λήψη του ζητουμένου. 2. που επαναλαμβάνεται ανά τακτά και προβλέψιμα χρονικά διαστήματα· περιοδικός: ~ή: διαδικασία. ~ές: μεταβολές. (ΓΥΜΝ.) ~ή: προπόνηση. (ΦΥΣ.) ~ή: συχνότητα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: κρίση/οικονομία (ΑΝΤ. γραμμική). ~ές: διακυμάνσεις.|| Η ~ή αντίληψη της Ιστορίας (πβ. ανακύκληση). ΑΝΤ. γραμμικός. ● επίρρ.: κυκλικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλική ένωση: ΧΗΜ. οργανική ένωση με μία ή περισσότερες κλειστές αλυσίδες (δακτυλίους) ατόμων. Βλ. ετερο-, πολυ-, τρι-κυκλικός, κυκλοποίηση. ΑΝΤ. αλειφατική/άκυκλη ένωση [< αγγλ. cyclic compound, 1923] , κυκλικά δίχτυα βλ. δίχτυ, κυκλική ανεργία βλ. ανεργία, κυκλική εργασία βλ. εργασία, κυκλική/προσωρινή μετανάστευση βλ. μετανάστευση, κυκλικός πληθωρισμός βλ. πληθωρισμός, κυλιόμενο ωράριο βλ. ωράριο [< αρχ. κυκλικός, γαλλ. cyclique, circulaire, αγγλ. cyclic(al), circular]
κωλοτούμπα κω-λο-τού-μπα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. τούμπα που γίνεται με τα χέρια στο έδαφος και με σκύψιμο του σώματος και του κεφαλιού. ΣΥΝ. κυβίστηση 2. (μτφ.) ενέργεια ή δήλωση αναίρεσης προηγούμενης θέσης, άποψης ή στάσης (ως ένδειξη ασυνέπειας): πολιτικές ~ες. Βλ. αναποδογύρισμα.
ορίζω [ὁρίζω] ο-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {όρι-σα, ορί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, ορίζ-οντας, -όμενος, (λόγ.) ουδ. μτχ. -ον} 1. (συνήθ. για επίσημη Αρχή ή έγγραφο) υπαγορεύω ρητά, καθορίζω: Το άρθρο/ο κανονισμός/ο νόμος/η προκήρυξη/το Σύνταγμα ~ει ότι ... Βάσει όσων ~ει η εγκύκλιος ... Η σύμβαση ~ει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών. Σύμφωνα με αυτά που ~ονται από τις διατάξεις ... Πβ. επιβάλλω. 2. παίρνω οριστική συνήθ. απόφαση, κανονίζω: Δεν ~σαν (: έκλεισαν) ακόμα ημερομηνία γάμου/συνάντηση. Στα ... ευρώ αναμένεται να ~στεί η τιμή του νέου μοντέλου (αυτοκινήτου). ~στηκε η δικάσιμος της προσφυγής/προθεσμία υποβολής των αιτήσεων. Ως πρωταρχικός στόχος ~στηκε ... Πβ. προσδι~. 3. αναθέτω αρμοδιότητα ή καθήκον· διορίζω: Η επιτροπή ~σε ομόφωνα τα τακτικά μέλη. ~στηκε διευθυντής/σύμβουλος/υπεύθυνος/υπουργός. Πβ. τοποθετώ. 4. δίνω τον ορισμό μιας έννοιας: Πώς ~εις τη λέξη ...; Η γλώσσα ~εται ως ... (ΦΙΛΟΣ.) Στην ταυτολογική πρόταση το ~ον περιέχει το ~όμενο. 5. οριοθετώ: Γραμμές που ~ουν τις λωρίδες κυκλοφορίας.|| Η περιοχή ~εται βόρεια από τον ποταμό ... 6. ελέγχω, εξουσιάζω: Ο καθένας ~ει τη ζωή/τύχη του.|| Νέες τάσεις που ~ουν (: διαμορφώνουν) τη μόδα.|| (παλαιότ.) Τσιφλικάς που ~ζε όλη την περιοχή. 7. (σπάν.-λαϊκό) διατάζω: Θα κάνω ό,τι ~εις. Πβ. προστάζω. ● ΦΡ.: καλώς όρισες/ορίσατε & καλωσόρισες/καλωσορίσατε: καλώς ήρθες, καλώς ήρθατε. Βλ. καλωσόρισμα. [< αρχ. ὁρίζω]
πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]
ρίσκο ρί-σκο ουσ. (ουδ.) 1. διακινδύνευση: αυξημένο/ελεγχόμενο/μεγάλο/μικρό ~. ~ ατυχηµάτων/εκδήλωσης κακοήθειας (βλ. πιθανότητα). Απόφαση υψηλού ~ου. Ο φόβος του ~ου και της αποτυχίας. Με/χωρίς ~. Άνευ ~ου (: εκ του ασφαλούς). 2. έκθεση σε κίνδυνο με την ελπίδα αποκόμισης πλεονεκτημάτων, κερδών· συνεκδ. κάθε επικίνδυνη, παρακινδυνευμένη ενέργεια: πολιτικό ~ (= τόλμημα). Άνθρωπος του ~ου. Αξίζει το ~. Αποφυγή ~ων.|| Επιδίωξη ~ου. Ήταν ~ να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ομάδας. 3. ΟΙΚΟΝ. ενδεχόμενο απωλειών, ζημιών σε χρηματοοικονομικές αποφάσεις: επιχειρηματικά ~α. Συνεργασία-~. Ανάλυση/εκτίμηση ~ου. Επενδύσεις υψηλού/χαμηλού ~ου. Στρατηγικές για αντιμετώπιση των ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάληψη κινδύνου/ρίσκου βλ. ανάληψη ● ΦΡ.: παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα: διακινδυνεύω, εκτίθεμαι σε κίνδυνο: Πήρε το ~ και ανέβασε την παράσταση. Ανέλαβε αποκλειστικά/προσωπικά το ~ της δανειοδότησης. Δεν θέλω να παίρνω ρίσκα (: να ρισκάρω). [< ιταλ. risco]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ