Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4060-4080]


  • ανάκρουση [ἀνάκρουση] α-νά-κρου-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. εκτέλεση μουσικού κομματιού, συνήθ. εθνικού ύμνου, από μπάντα. Πβ. παίξιμο. 2. απότομη και βίαιη κίνηση όπλου προς τα πίσω, λόγω βολής: μηδενική ~. Πβ. κλότσημα, οπισθοδρόμηση.|| (μτφ.) ~ πρύμνας (= υποχώρηση). [< 1: μτγν. ἀνάκρουσις 2: αρχ. ἀνάκρουσις]
  • ανακρούω [ἀνακρούω] α-να-κρού-ω ρ. (μτβ.) {ανέκρου-σε, ανακρού-εται, -στηκε, -οντας} (επίσ.): (για μπάντα) εκτελώ μουσικό κομμάτι, συνήθ. εθνικό ύμνο. Πβ. παιανίζω, παίζω.ανακρούει (σπάν., κυρ. για όπλο): κινείται απότομα και βίαια προς τα πίσω (λόγω βολής). ● ΦΡ.: ανακρούω πρύμνα(ν) & ανακρούω πρύμνη (απαιτ. λεξιλόγ.): αλλάζω γνώμη ή τακτική· οπισθοχωρώ: Ανέκρουσε ~ από την αρχική του επιλογή/στο θέμα του .../ύστερα από τις πιέσεις που δέχτηκε. Πβ. ανακαλώ, παλινωδώ, υπαναχωρώ. [< αρχ. ἀνακρούω]
  • ανακρυστάλλωση [ἀνακρυστάλλωση] α-να-κρυ-στάλ-λω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. μέθοδος καθαρισμού μιας χημικής ένωσης από ξένες προσμίξεις, μέσω των διαδοχικών κρυσταλλώσεών της. 2. εκ νέου κρυστάλλωση· (ειδικότ. ΓΕΩΧ.) δημιουργία νέας κρυσταλλικής δομής μέσα από διαδικασία υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας που υφίστανται τα άτομα ή τα μόρια πετρώματος ή μεταλλεύματος. [< γαλλ. récristallisation, περ. 1950]
  • ανάκτηση [ἀνάκτηση] α-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία πρόσβασης σε αποθηκευμένη πληροφορία κατόπιν αναζήτησης και κυρ. επαναφορά, αποκατάσταση στη μνήμη του υπολογιστή δεδομένων που έχουν αλλοιωθεί ή χαθεί: αυτόματη ~ (διαγραμμένων/σβησμένων) αρχείων/εγγράφου/κειμένου/φωτογραφιών. Κάνω ~ (= ανακτώ). 2. ΟΙΚΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. εξαγωγή επαναχρησιμοποιήσιμων υλικών από απόβλητα, απορρίμματα, συνήθ. κατόπιν επεξεργασίας: ~ πρώτων υλών/συσκευασιών (= ανακύκλωση). 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακτώ: ~ του ηθικού/χαμένου χρόνου. Πβ. επ~. ΑΝΤ. απώλεια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάκτηση ενέργειας ΟΙΚΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ. 1. παραγωγή ενέργειας από οργανικά απόβλητα μέσω ποικίλων διεργασιών (καύσης, πυρόλυσης, αναερόβιας χώνευσης): ~ ~ από βιομάζα. ~ ~ με βιολογική επεξεργασία. Αεριοποίηση και ~ ~. Βλ. διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων. 2. σύστημα φόρτισης της μπαταρίας οχήματος κατά την επιβράδυνση ή το φρενάρισμα: ~ ~ πέδησης. [< 1: αγγλ. energy recovery 2: αγγλ. Brake Energy Regeneration, BER] , ανάκτηση θερμότητας & ανάκτηση απορριπτόμενης θερμότητας: ΟΙΚΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται αξιοποίηση μέρους της θερμότητας που απορρίπτεται στο περιβάλλον από κάποια μονάδα παραγωγής της: ~ ~ από απόνερα (βαφείων)/δίκτυα ατμού/καυσαέρια. [< αγγλ. (waste-)heat recovery] , ανάκτηση πληροφοριών/πληροφορίας: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία συστηματικής αναζήτησης και απόκτησης, εξαγωγής δεδομένων από διάφορες πηγές και ψηφιακά μέσα αποθήκευσης (σκληρό δίσκο, σιντί): ~ ~ από κατεστραμμένα αρχεία/βάσεις δεδομένων/το διαδίκτυο. Βλ. εξόρυξη δεδομένων. [< αγγλ. information retrieval, 1950] [< 1,2: αγγλ. recovery 3: μτγν. ἀνάκτησις]
  • ανακτήσιμος , η, ο [ἀνακτήσιμος] α-να-κτή-σι-μος επίθ.: που είναι δυνατή η ανάκτησή του: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~η: αξία. ~α: ποσά. Μη ~ ΦΠΑ (: που δεν επιστρέφεται ή δεν αντισταθμίζεται).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α: αρχεία/δεδομένα (: που επαναφέρονται στη μνήμη του υπολογιστή).|| (ΟΙΚΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ.) ~η: ενέργεια (πβ. αξιοποιήσιμη, εκμεταλλεύσιμη). Μη ~η απώλεια πόρων. [< αγγλ. recoverable, retrievable]
  • ανακτορικός , ή, ό [ἀνακτορικός] α-να-κτο-ρι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα ανάκτορα· ειδικότ. με τον μινωικό και μυκηναϊκό πολιτισμό: ~ή: αυλή/φρουρά. Πβ. βασιλικός.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ός: ρυθμός. ~ή: αρχιτεκτονική/εποχή. Βλ. μετ~, νεο~, παλαιο~, προ~. [< αρχ. ἀνακτόριος, μεσν. ανακτορικός ‘βασιλικός’]
  • ανάκτορο [ἀνάκτορο] α-νά-κτο-ρο ουσ. (ουδ.) {ανακτόρ-ου | -ων} 1. {συνήθ. στον πληθ.} παλάτι: Τα βασιλικά ~α.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Μινωικό/μυκηναϊκό ~. 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.) μεγαλοπρεπής, πολυτελής κατοικία: Ένα σπίτι, πραγματικό/σωστό ~!Ανάκτορα (τα) (συνεκδ.): ο βασιλιάς και η Αυλή του. ● ΦΡ.: καταλαμβάνει τα χειμερινά ανάκτορα (σπάν.-μτφ.): παίρνει αιφνιδιαστικά την εξουσία με πραξικόπημα ή εξέγερση. [< αρχ. ἀνάκτορον]
  • ανακτώ [ἀνακτῶ] α-να-κτώ ρ. (μτβ.) {ανακτ-άς ... | ανέκτ-ησα, ανακτ-άται, -ήθηκε, -ημένος} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. αποκτώ ξανά (συνήθ. κάτι που έχασα)· επανακτώ: ~ησε τις αισθήσεις του (πβ. ανανήφω)/την ανεξαρτησία του/τις δυνάμεις του/τον έλεγχο. ~ήθηκαν κλεμμένοι πίνακες.|| ~ησαν τα χαμένα εδάφη (= ανακατέλαβαν). ΣΥΝ. ξαναβρίσκω (2), ξαναπαίρνω (2), ξαναποκτώ 2. ΠΛΗΡΟΦ. κάνω ανάκτηση πληροφοριών: ~ήθηκε από το διαδίκτυο στις … (: για βιβλιογραφικές παραπομπές). ● ΦΡ.: καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος βλ. έδαφος [< 1: αρχ. ἀνακτῶμαι, γαλλ. reprendre 2: αγγλ. retrieve, recover]
  • ανακυβίστηση [ἀνακυβίστηση] α-να-κυ-βί-στη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΥΜΝ. ανάποδη τούμπα. Βλ. κωλοτούμπα.
  • ανακύκληση [ἀνακύκληση] α-να-κύ-κλη-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): περιοδικότητα, κυκλικότητα· (ειδικότ. ΦΙΛΟΣ.) θεωρία που πρεσβεύει το αέναο πέρασμα και την επάνοδο όλων των πραγμάτων: ~ των γεγονότων/της ιστορίας. Βλ. κυκλικός. [< αρχ. ἀνακύκλησις ‘γύρος, κύκλος’]
  • ανακυκλοφορία [ἀνακυκλοφορία] α-να-κυ-κλο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. διαδικασία επαναχρησιμοποίησης αερίων ή υγρών σε ένα σύστημα: ~ αέρα (: σε σύστημα ψύξης)/νερού (: σε πισίνες ή σιντριβάνια). Αντλία ~ας. Πβ. ανακύκλωση.|| ~ καυσαερίων (: σύστημα που επιστρέφει τα καυσαέρια του αυτοκινήτου στη μηχανή και μειώνει την παραγωγή διοξειδίου του αζώτου). [< αγγλ. recirculation]
  • ανακυκλώνω [ἀνακυκλώνω] α-να-κυ-κλώ-νω ρ. (μτβ.) {ανακύκλω-σα, ανακυκλών-οντας, ανακυκλώ-θηκε, -μένος (λόγ. μτχ. ενεστ.) ανακυκλ-ούμενος} 1. ΟΙΚΟΛ. κάνω ανακύκλωση: Μαθαίνουμε να ~ουμε αντικείμενα από αλουμίνιο, γυαλί και χαρτί. ~σαν εφημερίδες/κονσέρβες/μπουκάλια/πλαστικές σακούλες. ~μένες: πρώτες ύλες. Ανανεώσιμα και ~ούμενα υλικά. 2. (μτφ.) αναπαράγω, διαιωνίζω: Αντιλήψεις/γνώσεις/ιδέες που ~ονται διαρκώς. 3. ανανεώνω: Ο αέρας στην καμπίνα/το νερό στο ενυδρείο ~εται.|| (ΟΙΚΟΝ., που ανανεώνεται αυτόματα) ~ούμενο: δάνειο/κεφάλαιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση βλ. πίστωση [< μτγν. ἀνακυκλέω ‘περιστρέφω, επανέρχομαι’, αγγλ. recycle, 1925, γαλλ. recycler, 1960]
  • ανακύκλωση [ἀνακύκλωση] α-να-κύ-κλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιημένα ή φαινομενικά άχρηστα υλικά συλλέγονται, ταξινομούνται, μετατρέπονται σε πρώτη ύλη και επαναχρησιμοποιούνται για την παραγωγή νέων προϊόντων, με σκοπό τη μείωση της ρύπανσης και της ποσότητας των αποβλήτων και την εξοικονόμηση πρώτων υλών και ενέργειας: ανταποδοτική/δημιουργική/μηχανική/οργανική (= κομποστοποίηση· βλ. υγειονομική ταφή) ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων/γυαλιού/ηλεκτρικών συσκευών/μετάλλων/μπαταριών/νερού/πλαστικών/σκουπιδιών/χαρτιού. Πρόγραμμα/σημεία ~ης. Κάνω ~ (= ανακυκλώνω). 2. ΟΙΚΟΛ. φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα στοιχείο ή μια οργανική ή ανόργανη ένωση δεν καταστρέφεται, αλλά εισέρχεται εκ νέου στον κύκλο της ύλης του φυσικού περιβάλλοντος: ~ του αζώτου/άνθρακα/νερού/φωσφόρου. 3. ανανέωση: (σε κλιματισμό) ~ αέρα. Πβ. ανακυκλοφορία. 4. (μτφ.) αναπαραγωγή, διαιώνιση: ~ θεμάτων/προβλημάτων. ~ της βίας. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης βλ. κάδος [< μτγν. ἀνακύκλωσις ‘κύκλος, περιφορά’, αγγλ. recycling, 1926, γαλλ. recyclage, περ. 1956]
  • ανακυκλώσιμος , η, ο [ἀνακυκλώσιμος] α-να-κυ-κλώ-σι-μος επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που μπορεί να ανακυκλωθεί: ~ες: συσκευασίες. ~α: απορρίμματα/προϊόντα/υλικά (: χαρτί, γυαλί, μέταλλο, πλαστικό). [< αγγλ. recyclable, 1971, γαλλ. ~, 1974]
  • ανακυκλωσιμότητα [ἀνακυκλωσιμότητα] α-να-κυ-κλω-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. η ιδιότητα του ανακυκλώσιμου, δυνατότητα ανακύκλωσης: υψηλή ~. Η ~ του αλουμινίου. [< αγγλ. recyclability, 1973, γαλλ. recyclabilité, 1975]
  • ανακυκλωτής [ἀνακυκλωτής] α-να-κυ-κλω-τής ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΛ. συσκευή ή μηχάνημα που ανακυκλώνει άχρηστα υλικά· σπανιότ. πρόσωπο που κάνει ανακύκλωση: ~ές ασφάλτου/χαρτιού. [< αγγλ. recycler, 1973]
  • ανακύπτει [ἀνακύπτει] α-να-κύ-πτει ρ. (αμτβ.) {ανέκυ-ψε, (λόγ. μτχ. ανακύψ-ας, -ασα, -αν), ανακύπτ-ων, -ουσα, -ον} (λόγ.): εμφανίζεται, παρουσιάζεται συνήθ. ξαφνικά: ~ουν δυσκολίες/εμπόδια/ερωτήματα/ερωτηματικά. ~ψε ανάγκη να .../ένα σοβαρό θέμα/πρόβλημα. Συνεχώς ~ουν νέα στοιχεία για την υπόθεση της δολοφονίας. Προσφάτως ~ασα διαφωνία. ΣΥΝ. αναφαίνεται (1), αναφύεται (1), προκύπτει (1) ΑΝΤ. εκλείπει [< αρχ. ἀνακύπτω]
  • ανάκυψη [ἀνάκυψη] α-νά-κυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΥΜΝ. επαναφορά του σώματος σε όρθια θέση μετά από επίκυψη. 2. (μτφ.-λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακύπτει: ~ διαφορών/σημαντικών προβλημάτων. Πβ. εμφάνιση, παρουσίαση.
  • ανακωχή [ἀνακωχή] α-να-κω-χή ουσ. (θηλ.): διακοπή των εχθροπραξιών για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα με αμοιβαία συμφωνία ανάμεσα στις εμπόλεμες χώρες ή δυνάμεις: άμεση/προσωρινή ~. Όροι/περίοδος/συνθήκη ~ής. Έκαναν/ζήτησαν/υπέγραψαν ~. Παραβίασαν την ~. Πβ. ειρήνευση, εκεχειρία, κατάπαυση.|| (μτφ.) Μετά από μια μικρή ~ (: προσωρινή διακοπή των συγκρούσεων), άρχισαν και πάλι να τσακώνονται. [< αρχ. ἀνακωχή]
  • αναλαμβάνω [ἀναλαμβάνω] α-να-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναλάμβανε & (λόγ.) ανελάμβανε, ανέλαβα, αναλάβει, αναλήφθηκε (λόγ. ανελήφθη, ανελήφθησαν, αναληφθ-είς, -είσα, -έν), ανειλημμένος, αναλαμβάν-οντας} & (λαϊκό-λογοτ.) αναλαβαίνω 1. (μτβ.) αποδέχομαι την ευθύνη ενός έργου που μου έχει ανατεθεί: ~ κυβερνητικό αξίωμα/την προεδρία/υπηρεσία. ~ συνήγορος υπεράσπισης (βλ. ορίζω, τοποθετώ). ~ μια ομάδα (: ως προπονητής). ~ υποθέσεις (: ως δικηγόρος). ~ την επιμέλεια των παιδιών. Ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος της εργασίας/τη διεύθυνση/τη διοργάνωση του συνεδρίου/την ηγεσία του κόμματος/τον ρόλο του διαμεσολαβητή. ~οντας τα νέα του καθήκοντα ... Έχει αναλάβει να καλύψει (αυτός) όλα τα έξοδα. Πβ. επιφορτίζ-, επωμίζ-, χρεών-ομαι.|| (προφ.) Μείνε ήσυχος, θα τον αναλάβω εγώ (= θα τον κανονίσω)! Ποιος γιατρός σε έχει αναλάβει (ενν. ως ασθενή);|| (σε μικρές αγγελίες:) ~/~ονται δακτυλογραφήσεις.|| (λόγ.) ~είσες: δεσμεύσεις/πρωτοβουλίες/υποχρεώσεις. (ΟΙΚΟΝ.) ~είσες: μετοχές/πιστώσεις. Εκδοθέντα και ~έντα δάνεια. 2. (αμτβ.-επίσ.) επανακτώ την υγεία μου· συνέρχομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά: Δεν έχει αναλάβει πλήρως. Ευχή όλων είναι να αναλάβει γρήγορα (από την ασθένεια). Πβ. ανανήφω. 3. (σπάν., συνήθ. ως μτχ.) κάνω ανάληψη: ~έν: κεφάλαιο/ποσό. (σε καζίνο:) ~έντα: κέρδη (= εξαργυρωμένα). ● Παθ.: αναλήφθηκε & (λόγ.) ανελήφθη: ΘΕΟΛ. (κυρ. για τον Ιησού) ανέβηκε (στον ουρανό). ● ΦΡ.: αναλαμβάνω δράση: κινητοποιούμαι, δραστηριοποιούμαι για την επίτευξη ενός σκοπού ή για την εξάλειψη ενός φαινομένου: Ανέλαβαν (από κοινού) ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. Ζήτησαν να αναληφθεί ~ κατά της τρομοκρατίας., αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία: καταλαμβάνω διευθυντική ή ηγετική θέση: Ανέλαβε/έλαβε/πήρε ~ της εξουσίας/του κόμματος/του Υπουργείου/της χώρας., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη (για κάτι/+ γεν.) 1. δηλώνω, δέχομαι δημόσια ότι είμαι υπεύθυνος για κάτι: Τρομοκρατική οργάνωση ανέλαβε ~ των επιθέσεων. 2. συνειδητοποιώ τις υποχρεώσεις μου και δραστηριοποιούμαι με σκοπό την εκπλήρωσή τους: Μεγάλωσες πια, πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου! [< γαλλ. assumer la responsabilité] , έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο [< 1,2: αρχ. ἀναλαμβάνω 3: γαλλ. prélever]

διαχείριση

διαχείριση δι-α-χεί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) , (καταχρ.) διαχείρηση 1. διεύθυνση, διοίκηση· ειδικότ. διευθέτηση θέματος, υπόθεσης, προβλήματος: αστική/δημόσια/ιδιωτική ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/πολυκατοικίας/προγράμματος/προσωπικών δεδομένων. ~ της αγοράς/(εναέριας) κυκλοφορίας/εξουσίας (= άσκηση· πβ. διακυβέρνηση)/κίνησης (π.χ. προϊόντων). Γραφείο ~ης. Υπεύθυνος ~ης έργων. Σύστημα ~ης ασφάλειας/ποιότητας (π.χ. τροφίμων· βλ. ISO, ΕΛ.Ο.Τ.). Ανέλαβε/έχει τη ~ της επιχείρησης.|| ~ συναισθημάτων. ~ της ενέργειας/της μετανάστευσης/της (κυκλοφοριακής) συμφόρησης/υδατικών πόρων/των χημικών ουσιών/του χρέους. Ορθή ~ του χρόνου (πβ. οργάνωση, προγραμματισμός). Πβ. χειρισμός. Βλ. αυτο~, κακο~, συν~. 2. έλεγχος, οργάνωση και αξιοποίηση αγαθών, χρημάτων ή ηλεκτρονικών δεδομένων: ~ των γνώσεων/δραστηριοτήτων (π.χ. μάθησης)/των επιδόσεων (υπαλλήλου)/της έρευνας/της τεχνολογίας. Ορθολογική/συνετή ~ των αποθεμάτων νερού. ~ υλικού (: η αντίστοιχη υπηρεσία σε επιχειρήσεις ή στον στρατό).|| (ΟΙΚΟΝ.) Δημοσιονομική/λογιστική/ταμειακή ~. ~ δανείου/ενεργητικού και παθητικού/των (οικονομικών) ενισχύσεων/εσόδων-εξόδων/περιουσιακών στοιχείων/συμβάσεων. Αποτελεσματική/χρηστή ~ των κονδυλίων. Υπό ~ κεφάλαια/χαρτοφυλάκια. Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. || (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δικτύου/πληροφοριακών συστημάτων/πρόσβασης (στο ίντερνετ)/σφαλμάτων. Ηλεκτρονική ~ (= τηλε~). (σε φόρουμ:) ~ των χρηστών. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων: οι διαδικασίες προσωρινής αποθήκευσης, συλλογής, μεταφοράς και ενδεχόμενης επεξεργασίας απορριμμάτων, αποβλήτων: βιώσιμη/εναλλακτική ~ ~. ~ ~ με βιοτεχνολογικές μεθόδους. Βλ. ανακύκλωση., διαχείριση κινδύνου/κινδύνων: προσδιορισμός, ανάλυση πιθανών κινδύνων και λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους, ειδικότ. για επενδυτικές αποφάσεις επιχείρησης και γενικότ. σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης ορισμένου έργου: ~ ~ στον αθλητισμό/στη διοίκηση/στην εκπαίδευση. Εφαρμοσμένη ~ κινδύνων. [< αγγλ. risk management, 1963] , διαχείριση κρίσεων & (σπάν.) χειρισμός της κρίσης/κρίσεων: διαδικασία πρόληψης, περιορισμού ή/και επίλυσης, εκτόνωσης απρόβλεπτων και επικίνδυνων καταστάσεων: ~ ~ στον τουρισμό. Εκπαίδευση των πολιτών στη ~ ~. [< αγγλ. crisis management, 1965] , διαχείριση προβλημάτων: επισήμανση και οργάνωση των προβλημάτων που εντοπίζονται σε κάποιο τομέα καθώς και το σύνολο των στρατηγικών και μεθόδων αντιμετώπισής τους: (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ ~ σχολικής τάξης. Επιμορφωτικά σεμινάρια/στρατηγικές ~ης ~.|| ~ ~ πελατών/(ΠΛΗΡΟΦ.) ασφαλείας υπολογιστών., διαχείριση του περιβάλλοντος & περιβαλλοντική διαχείριση: ΟΙΚΟΛ. οργάνωση και έλεγχος του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται οι αναπτυξιακές προσπάθειες σε μακροχρόνια βάση. Βλ. αειφορία. [< αγγλ. environmental management, 1949] , σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που δημιουργεί και ελέγχει βάση δεδομένων., αναγκαστική διαχείριση βλ. αναγκαστικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, ολοκληρωμένη διαχείριση βλ. ολοκληρωμένος [< 1: αρχ. διαχείρισις, γαλλ. gestion]

έδαφος

έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]

εξόρυξη

εξόρυξη [ἐξόρυξη] ε-ξό-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. εξαγωγή ορυκτών ή μεταλλευμάτων από κοιτάσματα: ~ διαμαντιών/πετρελαίου/χρυσού. Λατομεία ~ης μαρμάρων. 2. ΙΑΤΡ. (για τον οφθαλμικό βολβό) χειρουργική αφαίρεση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξόρυξη γνώσης: ΠΛΗΡΟΦ. αποκάλυψη ή παραγωγή λειτουργικής γνώσης μέσω ανάλυσης δεδομένων: ~ ~ από πολυμέσα. [< αγγλ. knowledge mining] , εξόρυξη δεδομένων & (σπάν.) πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη άντληση δομημένης πληροφορίας από αδόμητο σύστημα στοιχείων: ~ ~ από τον παγκόσμιο ιστό. Βλ. ανάκτηση πληροφοριών. [< αγγλ. data mining, 1968] [< μτγν. ἐξόρυξις ‘βγάλσιμο (για μάτια)’]

εργολαβία

εργολαβία [ἐργολαβία] ερ-γο-λα-βί-α ουσ. (θηλ.): ανάληψη εκτέλεσης έργου ή παροχής υπηρεσιών από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ορισμένη αμοιβή και δικά του μέσα: ~ για την ασφαλτόστρωση του δρόμου. Σύμβαση ~ας. Αντικείμενο/δημοπράτηση της ~ας. Αναθέσεις ~ών. ~ που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πβ. εργοληψία. Βλ. αυτεπιστασία, υπ~. ● ΣΥΜΠΛ.: εργολαβία δίκης: ΝΟΜ. συμφωνία (σύμβαση) με την οποία δικηγόρος αναλαμβάνει τη διεξαγωγή δίκης με αμοιβή που συνίσταται στην εκχώρηση ή μεταβίβαση τμήματος (ποσοστού) του αντικειμένου της δίκης. ● ΦΡ.: έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά 1. του έχει ανατεθεί εργασία εργολαβικά: Εταιρεία που ~ ~ τον καθαρισμό των δεξαμενών. 2. (μτφ.-συχνά ειρων.) ασχολείται συνεχώς ή αποκλειστικά με κάτι: ~ ~ τη λασπολογία εναντίον μου. Εκπομπή που ~ ~ τον ανθρώπινο πόνο. [< αρχ. ἐργολαβία]

κάδος

κάδος κά-δος ουσ. (αρσ.) 1. δοχείο για ρίψη ή συγκέντρωση άχρηστων αντικειμένων: μεταλλικός/πλαστικός/πτυσσόμενος ~. ~ (μηχανικής αποκομιδής) απορριμμάτων/μπάζων (βλ. συλλεκτήρας)/σκουπιδιών. ~ με καπάκι/πεντάλ. Ρομποτικοί ~οι. ΣΥΝ. καλάθι, σκουπιδοτενεκές.|| ~οι οικιακής κομποστοποίησης.|| Ο ~ της ηλεκτρικής σκούπας/του χλοοκοπτικού. || ~οι πυρόσβεσης (ελικοπτέρων). 2. δοχείο κυρ. αποθήκευσης και μεταφοράς τροφίμων ή υλικών: ~ νερού/τυριού. Πβ. καρδάρα, κουβάς, μαστέλο.|| Ο ~ του πλυντηρίου/της φριτέζας.|| ~ ανάμειξης. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης 1. στον οποίο συγκεντρώνονται αντικείμενα για ανακύκλωση: Μπλε ~οι ~. ~οι ~ μπαταριών/χαρτιού. 2. ΠΛΗΡΟΦ. φάκελος στον οποίο καταλήγουν τα διαγραμμένα αρχεία: άδειασμα ~ου ~. Επαναφορά από τον ~ο ~. [< αγγλ. recycle/recycling bin, 1995] [< αρχ. κάδος ‘αγγείο, υδρία, αμφορέας’]

κυκλικός

κυκλικός, ή, ό κυ-κλι-κός επίθ. 1. που έχει σχήμα κύκλου: ~ός: κόμβος/χορός (βλ. αντικριστός)/χώρος. ~ή: διαδρομή/διάταξη (πβ. κυκλοτερής)/διατομή/κατασκευή/κίνηση/πορεία (ΑΝΤ. ευθύγραμμη). Βλ. δακτυλιοειδής, ημι~, στρογγυλός.|| (ΜΑΘ.) ~ός: γράφος/δακτύλιος. ~ή: μετάθεση. ~ές: συναρτήσεις (= τριγωνομετρικές).|| (ΦΥΣ.) ~οί: επιταχυντές (= κύκλοτρα).|| (μτφ.) ~ό: επιχείρημα (= ~ συλλογισμός). Βλ. λήψη του ζητουμένου. 2. που επαναλαμβάνεται ανά τακτά και προβλέψιμα χρονικά διαστήματα· περιοδικός: ~ή: διαδικασία. ~ές: μεταβολές. (ΓΥΜΝ.) ~ή: προπόνηση. (ΦΥΣ.) ~ή: συχνότητα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: κρίση/οικονομία (ΑΝΤ. γραμμική). ~ές: διακυμάνσεις.|| Η ~ή αντίληψη της Ιστορίας (πβ. ανακύκληση). ΑΝΤ. γραμμικός. ● επίρρ.: κυκλικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλική ένωση: ΧΗΜ. οργανική ένωση με μία ή περισσότερες κλειστές αλυσίδες (δακτυλίους) ατόμων. Βλ. ετερο-, πολυ-, τρι-κυκλικός, κυκλοποίηση. ΑΝΤ. αλειφατική/άκυκλη ένωση [< αγγλ. cyclic compound, 1923] , κυκλικά δίχτυα βλ. δίχτυ, κυκλική ανεργία βλ. ανεργία, κυκλική εργασία βλ. εργασία, κυκλική/προσωρινή μετανάστευση βλ. μετανάστευση, κυκλικός πληθωρισμός βλ. πληθωρισμός, κυλιόμενο ωράριο βλ. ωράριο [< αρχ. κυκλικός, γαλλ. cyclique, circulaire, αγγλ. cyclic(al), circular]

κωλοτούμπα

κωλοτούμπα κω-λο-τού-μπα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. τούμπα που γίνεται με τα χέρια στο έδαφος και με σκύψιμο του σώματος και του κεφαλιού. ΣΥΝ. κυβίστηση 2. (μτφ.) ενέργεια ή δήλωση αναίρεσης προηγούμενης θέσης, άποψης ή στάσης (ως ένδειξη ασυνέπειας): πολιτικές ~ες. Βλ. αναποδογύρισμα.

ορίζω

ορίζω [ὁρίζω] ο-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {όρι-σα, ορί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, ορίζ-οντας, -όμενος, (λόγ.) ουδ. μτχ. -ον} 1. (συνήθ. για επίσημη Αρχή ή έγγραφο) υπαγορεύω ρητά, καθορίζω: Το άρθρο/ο κανονισμός/ο νόμος/η προκήρυξη/το Σύνταγμα ~ει ότι ... Βάσει όσων ~ει η εγκύκλιος ... Η σύμβαση ~ει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών. Σύμφωνα με αυτά που ~ονται από τις διατάξεις ... Πβ. επιβάλλω. 2. παίρνω οριστική συνήθ. απόφαση, κανονίζω: Δεν ~σαν (: έκλεισαν) ακόμα ημερομηνία γάμου/συνάντηση. Στα ... ευρώ αναμένεται να ~στεί η τιμή του νέου μοντέλου (αυτοκινήτου). ~στηκε η δικάσιμος της προσφυγής/προθεσμία υποβολής των αιτήσεων. Ως πρωταρχικός στόχος ~στηκε ... Πβ. προσδι~. 3. αναθέτω αρμοδιότητα ή καθήκον· διορίζω: Η επιτροπή ~σε ομόφωνα τα τακτικά μέλη. ~στηκε διευθυντής/σύμβουλος/υπεύθυνος/υπουργός. Πβ. τοποθετώ. 4. δίνω τον ορισμό μιας έννοιας: Πώς ~εις τη λέξη ...; Η γλώσσα ~εται ως ... (ΦΙΛΟΣ.) Στην ταυτολογική πρόταση το ~ον περιέχει το ~όμενο. 5. οριοθετώ: Γραμμές που ~ουν τις λωρίδες κυκλοφορίας.|| Η περιοχή ~εται βόρεια από τον ποταμό ... 6. ελέγχω, εξουσιάζω: Ο καθένας ~ει τη ζωή/τύχη του.|| Νέες τάσεις που ~ουν (: διαμορφώνουν) τη μόδα.|| (παλαιότ.) Τσιφλικάς που ~ζε όλη την περιοχή. 7. (σπάν.-λαϊκό) διατάζω: Θα κάνω ό,τι ~εις. Πβ. προστάζω. ● ΦΡ.: καλώς όρισες/ορίσατε & καλωσόρισες/καλωσορίσατε: καλώς ήρθες, καλώς ήρθατε. Βλ. καλωσόρισμα. [< αρχ. ὁρίζω]

πίστωση

πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]

ρίσκο

ρίσκο ρί-σκο ουσ. (ουδ.) 1. διακινδύνευση: αυξημένο/ελεγχόμενο/μεγάλο/μικρό ~. ~ ατυχηµάτων/εκδήλωσης κακοήθειας (βλ. πιθανότητα). Απόφαση υψηλού ~ου. Ο φόβος του ~ου και της αποτυχίας. Με/χωρίς ~. Άνευ ~ου (: εκ του ασφαλούς). 2. έκθεση σε κίνδυνο με την ελπίδα αποκόμισης πλεονεκτημάτων, κερδών· συνεκδ. κάθε επικίνδυνη, παρακινδυνευμένη ενέργεια: πολιτικό ~ (= τόλμημα). Άνθρωπος του ~ου. Αξίζει το ~. Αποφυγή ~ων.|| Επιδίωξη ~ου. Ήταν ~ να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ομάδας. 3. ΟΙΚΟΝ. ενδεχόμενο απωλειών, ζημιών σε χρηματοοικονομικές αποφάσεις: επιχειρηματικά ~α. Συνεργασία-~. Ανάλυση/εκτίμηση ~ου. Επενδύσεις υψηλού/χαμηλού ~ου. Στρατηγικές για αντιμετώπιση των ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάληψη κινδύνου/ρίσκου βλ. ανάληψη ● ΦΡ.: παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα: διακινδυνεύω, εκτίθεμαι σε κίνδυνο: Πήρε το ~ και ανέβασε την παράσταση. Ανέλαβε αποκλειστικά/προσωπικά το ~ της δανειοδότησης. Δεν θέλω να παίρνω ρίσκα (: να ρισκάρω). [< ιταλ. risco]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.