Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6660-6680]


  • αποκλήθηκε βλ. αποκαλώ
  • απόκληρος [ἀπόκληρος] α-πό-κλη-ρος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. (για πρόσ.) που βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης: Οι ~οι της ζωής/κοινωνίας (= αδικημένοι, παρίες, ΑΝΤ. οι προνομιούχοι)/της τύχης. Άπορος/άστεγος και ~. Πβ. απόβλητος, περιθωριοποιημένος. Βλ. φουκαράς. 2. (σπανιότ.) αποκληρωμένος. [< 2: αρχ. ἀπόκληρος]
  • αποκληρώνω [ἀποκληρώνω] α-πο-κλη-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {αποκλήρω-σε, αποκληρώ-θηκε, -μένος, αποκληρών-οντας} : ΝΟΜ. στερώ από κάποιον, ως διαθέτης, το κληρονομικό του δικαίωμα: ~σε το παιδί του (: με διαθήκη). Πβ. αποκηρύσσω. [< αρχ. ἀποκληρῶ, μεσν. αποκληρώνω]
  • αποκλήρωση [ἀποκλήρωση] α-πο-κλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκληρώνω: ολική (ή μερική)/ρητή (ή σιωπηρή) ~. ~ παιδιού (από τον πατέρα του). ~ γονέα/συζύγου (από τον διαθέτη). ~ για λόγους προνοίας (: όταν ο μεριδιούχος είναι καταχρεωμένος ή ζει άσωτο βίο). Πβ. αποκήρυξη. [< μεσν. αποκλήρωσις]
  • αποκλιμακώνω [ἀποκλιμακώνω] α-πο-κλι-μα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {αποκλιμάκω-σε, -θηκε}: μειώνω βαθμιαία την ένταση, αμβλύνω: Οι εξελίξεις αντί να ~ουν, υποδαυλίζουν την κρίση. ~θηκαν οι εξωτερικές πιέσεις/οι πολεμικές επιχειρήσεις. ΑΝΤ. εντείνω.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ονται (= πέφτουν) τα επιτόκια/οι τιμές. Μέτρα για να ~θεί (= ελαττωθεί) ο πληθωρισμός. ΑΝΤ. κλιμακώνω (1) [< αγγλ. de-escalate, 1964]
  • αποκλιμάκωση [ἀποκλιμάκωση] α-πο-κλι-μά-κω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκλιμακώνω: βαθμιαία/σταδιακή ~ της βίας/έντασης/κρίσης. Μέτρα για την ~ (της ανεργίας). Πβ. άμβλυνση, μετριασμός. Βλ. ύφεση.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ των δαπανών/του ελλείμματος/των επιτοκίων/των τιμών/του χρέους. Πολιτική ~ης του πληθωρισμού. Πβ. μείωση. ΑΝΤ. κλιμάκωση [< αγγλ. de-escalation, 1965]
  • αποκλίνω [ἀποκλίνω] α-πο-κλί-νω ρ. (αμτβ.) {απέκλι-νε (σπάν.) απόκλινε, αποκλί-νει, αποκλίν-ων, -ουσα, -ον, -οντας} : βγαίνω από την πορεία μου, εκτρέπομαι: (ΦΥΣ.) Κινούμενο σώμα που ~ει από την τροχιά του.|| (συνήθ. μτφ.) ~ από το θέμα/το πρόγραμμά μου (πβ. ξεφεύγω). (λόγ. + γεν.) ~νε των αρχικών στοχεύσεων. Πβ. λοξοδρομώ, παρεκκλίνω.|| Απόψεις που ~ουν (= διαφέρουν, διαφοροποιούνται) από την επίσημη γραμμή/μεταξύ τους. Πβ. απέχω, διίσταμαι. ΑΝΤ. συγκλίνω (2) [< αρχ. ἀποκλίνω, γαλλ. dévier, diverger]
  • αποκλίνων , ουσα, ον [ἀποκλίνων] α-πο-κλί-νων επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που αποκλίνει ή έρχεται σε αντίθεση με κάτι άλλο: ~ουσα: περίπτωση. ~ουσες: τιμές. Μέτρα ~οντα από τον κανονισμό.|| ~ουσες: απόψεις (πβ. διαφορετικές, διιστάμενες). ~οντα: συμφέροντα.|| (ως ουσ.) Το ~ον και το ασυνήθιστο/το παράξενο. 2. που παίρνει πλάγια κλίση· που εκτρέπεται από την πορεία του: ~ουσα: δέσμη (ακτίνων). ~ον: ακροφύσιο/κάτοπτρο.|| (ΙΑΤΡ.) ~ων: στραβισμός.|| (ΟΠΤ.) ~ων: φακός (: που προκαλεί απόκλιση των ακτίνων του φωτός). 3. ΜΑΘ. που δεν έχει πεπερασμένο όριο: ~ουσα: ακολουθία/σειρά. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλίνουσα σκέψη/νόηση: ΨΥΧΟΛ. που χαρακτηρίζεται από ευρηματικότητα και δημιουργικότητα: Ανάπτυξη της ~ας ~ης στους μαθητές. Βλ. συγκλίνουσα σκέψη/νόηση., αποκλίνουσα/παρεκκλίνουσα συμπεριφορά: ΨΥΧΟΛ. που είναι αντίθετη ή διαφορετική σε σχέση με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα. [< αρχ. ἀποκλίνων, γαλλ. déviant, divergent, αγγλ. deviant]
  • απόκλιση [ἀπόκλιση] α-πό-κλι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκτροπή από την αρχική κατεύθυνση· κατ' επέκτ. διαφοροποίηση, συνήθ. από ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό: ~ ενός σώματος από την τροχιά του. Το πλοίο παρουσίασε ~ από την κανονική του πορεία.|| ~ από τις ιδρυτικές αρχές/τις νομοθετικές διατάξεις/τον στόχο/το χρονοδιάγραμμα. ~ από την πεπατημένη/το φυσιολογικό. Γλωσσικές/κοινωνικές/σεξουαλικές ~ίσεις (= παρεκκλίσεις).|| Εφημερίδα αριστερών/δεξιών ~ίσεων (= προτιμήσεων, τάσεων).|| (αντιπαράθεση, διαφωνία:) Iδεολογικές ~ίσεις (= διαφορές). Ουσιαστικές/σοβαρές ~ίσεις μεταξύ των δύο κρατών στα θέματα της άμυνας (ΑΝΤ. ευθυγράμμιση). Διαπιστώθηκε ~ απόψεων/θέσεων (πβ. διάσταση). ΑΝΤ. σύγκλιση (2) 2. διαφορά μιας τιμής από την καθορισμένη ή αναμενόμενη: μεγάλη/μέγιστη επιτρεπτή/μέση/μικρή/σημαντική/σταθερή/φυσιολογική ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ μηδέν/της τάξεως των 0,4 mm. ~ της επιφάνειας του δαπέδου. ~ από τις ισχύουσες προδιαγραφές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ίσεις αποδοτικότητας/πωλήσεων. Ο προϋπολογισμός εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... ευρώ/... %. Καταγράφονται ~ίσεις στην τιμή πώλησης της βενζίνης. 3. ΝΑΥΤ. (σε πυξίδα) η γωνία μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού βορρά: ανατολική/δυτική ~. Αριστερή/δεξιά ~. ~ σε μοίρες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης σημείου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού πλάτους: ~ αστέρος. Βλ. ορθή αναφορά. 5. ΜΑΘ. η ιδιότητα ακολουθίας ή σειράς να μη συγκλίνει σε όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική απόκλιση: ΦΥΣ. η γωνία που σχηματίζει ο μαγνητικός άξονας με τον άξονα περιστροφής της Γης. [< γαλλ. déclinaison magnétique] , τυπική απόκλιση (συντομ. σ ή s(d)): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέτρο της διασποράς των τιμών από τον μέσο όρο: ~ ~ των τιμών ενός δείγματος. Βλ. διακύμανση. [< αγγλ. standard deviation] [< μτγν. ἀπόκλισις, γαλλ. déviation 4: γαλλ. déclinaison]
  • αποκόβω βλ. αποκόπτω
  • αποκοιμιέμαι [ἀποκοιμιέμαι] α-πο-κοι-μιέ-μαι ρ. (αμτβ.) {αποκοιμ-ήθηκα, -ηθεί, -ισμένος} & αποκοιμάμαι: με παίρνει ο ύπνος: Είχε ~ηθεί ακούγοντας μουσική. ~ήθηκε πάνω στο βιβλίο/στο τιμόνι. Τον βρήκαμε ~ισμένο στην πολυθρόνα του. [< μτγν. ἀποκοιμοῦμαι]
  • αποκοιμίζω [ἀποκοιμίζω] α-πο-κοι-μί-ζω ρ. (μτβ.) {αποκοίμι-σα, -σει, -σμένος, αποκοιμίζ-οντας} 1. (μτφ.) αμβλύνω την κριτική ικανότητα κάποιου, αποχαυνώνω: Εκπομπές/προγράμματα που ~ουν την κοινή γνώμη/τον κόσμο/τους θεατές. Πβ. αποβλακώνω, ναρκώνω. 2. (κυρ. για βρέφος ή νήπιο) κάνω να το πάρει ο ύπνος, να κοιμηθεί και κατ' επέκτ. προκαλώ νύστα, υπνηλία: Η μητέρα ~σε το μωρό (πβ. νανουρίζω).|| Ο δυνατός ήλιος ~ει. Ο λόγος του μας ~σε (: βαρεθήκαμε). Πβ. κοιμίζω. ΑΝΤ. αφυπνίζω (2), ξυπνώ (1) [< μτγν. ἀποκοιμίζω]
  • αποκοίμιση [ἀποκοίμιση] α-πο-κοί-μι-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) το να καθίσταται κάποιος πνευματικά αδρανής: ~ του εκλογικού σώματος/των μαζών/των συνειδήσεων/του τηλεοπτικού κοινού. Πβ. αποβλάκωση, αποχαύνωση, νάρκωση. 2. το πέρασμα στην κατάσταση του ύπνου: H ~ στο τιμόνι μπορεί να αποβεί μοιραία.
  • αποκόλληση [ἀποκόλληση] α-πο-κόλ-λη-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόσπαση σώματος ή υλικού από άλλο, με το οποίο ήταν ενωμένο ή κολλημένο: ~ βράχου. Συγκόλληση και ~ ηλεκτρονικών εξαρτημάτων (βλ. αποσύνδεση). Αποφλοιώσεις/ρηγματώσεις και ~ήσεις. ~ κομματιών επιχρίσματος (από οροφές/τοίχους). ~ και συντήρηση τοιχογραφιών (= αποτοίχιση). Bλ. επικόλληση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του νυχιού (από το δέρμα)/των ούλων (από τα δόντια)/(του) υαλώδους. Διαδικασία ~ης σιαμαίων. Πβ. ξεκόλλημα. ΑΝΤ. κόλληση 2. (μτφ.) αποδέσμευση: ~ από το παρελθόν. ΑΝΤ. προσκόλληση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποκόλληση (του) αμφιβληστροειδούς: ΙΑΤΡ. διαχωρισμός του αμφιβληστροειδούς από τον χοριοειδή χιτώνα που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της όρασης. [< γαλλ. décollement de la rétine] , αποκόλληση πλακούντα: ΙΑΤΡ. αποχωρισμός τμήματος του πλακούντα από το τοίχωμα της μήτρας: πρόωρη ~ ~. Βλ. απόπτωση. [< γαλλ. décollement]
  • αποκολλητικό [ἀποκολλητικό] α-πο-κολ-λη-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. χημικό προϊόν που εφαρμόζεται στην επιφάνεια καλουπιού για να διευκολύνει την αφαίρεσή του: ~ σκυροδέματος. [< γαλλ. agent de décollage]
  • αποκολλώ [ἀποκολλῶ] α-πο-κολ-λώ ρ. (μτβ.) {αποκολλ-άς ... | αποκόλλ-ησα, -ώμαι, (-άσαι, -άται ...), -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} (λόγ.) ΣΥΝ. ξεκολλώ: διαχωρίζω ένα σώμα από άλλο με το οποίο ήταν ενωμένο ή/και κολλημένο: Ρυμουλκό ~ησε το προσαραγμένο (στα αβαθή) πλοίο. ~ήστε την ταινία από τη συσκευασία. ~ήθηκε τεράστιο παγόβουνο (= αποκόπηκε). Οι πλάκες έχουν ~ηθεί (από την υγρασία) και έχουν πέσει. ~ημένες: ψηφίδες (βλ. επικολλημένες). Πβ. αποσπώ, αποχωρίζω.|| (ΙΑΤΡ.) Ο πλακούντας ~ήθηκε από το τοίχωμα της μήτρας. ~ημένος: αμφιβληστροειδής. [< μτγν. ἀποκολλῶ]
  • αποκομιδή [ἀποκομιδή] α-πο-κο-μι-δή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. συλλογή, μεταφορά και απόθεση κυρ. άχρηστων υλικών σε ειδικούς χώρους: μηχανική ~. ~ σκουπιδιών. ~ και διαχείριση των τοξικών αποβλήτων. Κάδοι ~ής μπάζων (πβ. κοντέινερ). Βλ. ανα-, δια-κομιδή. 2. (καταχρ.) συγκέντρωση, αποκόμιση: ~ κερδών. ● ΦΡ.: αποκομιδή και διάθεση απορριμμάτων βλ. απορρίμματα [< 1: μτγν. ἀποκομιδή ‘μεταφορά, αποστολή’]
  • αποκομίζω [ἀποκομίζω] α-πο-κο-μί-ζω ρ. (μτβ.) {αποκόμι-σα (λόγ.) απεκόμι-σα, αποκομί-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, αποκομίζ-οντας} (λόγ.): κερδίζω, αποκτώ, εξασφαλίζω: ~ (οικονομικά) οφέλη/χρήματα. Πβ. εξοικονομώ, προσπορίζομαι. Βλ. συν~.|| (μτφ.) ~ γνώσεις/εμπειρίες. Η αίσθηση/εκτίμηση/εντύπωση που ~σε (= διαμόρφωσε, σχημάτισε) ήταν ... [< αρχ. ἀποκομίζω, γαλλ. récolter, rapporter]
  • αποκόμιση [ἀποκόμιση] α-πο-κό-μι-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): εξασφάλιση, απόκτηση: ~ κερδών.|| (μτφ.) ~ γνώσεων/εμπειριών (βλ. συλλογή). ~ συμπερασμάτων (πβ. εξαγωγή).
  • απόκομμα [ἀπόκομμα] α-πό-κομ-μα ουσ. (ουδ.) {αποκόμμ-ατα}: κομμάτι που έχει αποκοπεί συνήθ. από έντυπο δελτίο, εφημερίδα ή περιοδικό: ~ εισιτηρίου/επιταγής/κατάθεσης/λογαριασμού/πληρωμής (πβ. απόδειξη). ~ από το βιβλιάριο υγείας.|| ~ατα άρθρων/δημοσιευμάτων/επιφυλλίδων. Αρχείο/λεύκωμα ~άτων.|| Ηλεκτρονικά ~ατα (Τύπου). ● ΣΥΜΠΛ.: γραφείο αποκομμάτων: επιχείρηση που συγκεντρώνει αποκόμματα διαφόρων δημοσιευμάτων στον Τύπο για λογαριασμό των πελατών της. [< αγγλ. clipping bureau, 1910] [< μτγν. ἀπόκομμα, γαλλ. coupon]

ανα- & αν- & ανά- & άν-

ανα- & αν- & ανά- & άν- (λόγ.) πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επανάληψη: (κυρ. σε ουσ. και ρ.) ανα-βαθμολόγηση/~βίωση (πβ. επανα-)/~δάσωση/~παλαίωση/~σχηματισμός. Ανα-θαρρώ. Ανα-γεννιέμαι (πβ. ξανα-).|| (σε επιστ. όρους) Ανα-βολισμός/~διπλασιασμός. 2. κίνηση προς τα πάνω: ανα-βάτης. Αν-οδικός. Ανά-βαση. Άν-οδος. ΑΝΤ. κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- (3) 3. έμφαση: ανα-βοώ. Αν-αγαλλιάζω/~αγγελία. Ανά-λαφρος.

αποκαλώ

αποκαλώ [ἀποκαλῶ] α-πο-κα-λώ ρ. (μτβ.) {αποκαλ-είς ... | αποκάλ-εσα, -ούμαι, αποκλή-θηκε (προφ.) αποκαλ-έστηκε, (λόγ.) απεκλή-θη, αποκλη-θεί, αποκαλ-ώντας} (λόγ.): αποδίδω χαρακτηρισμό σε κάποιον ή κάτι, ονομάζω: Mια κοινωνία που θέλει να ~είται πολιτισμένη πρέπει … (= αυτοαποκαλείται, λέγεται, χαρακτηρίζεται). Τον ~εσε ψεύτη. ~ώντας με προδότη. Ιαπωνία, η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, όπως κοινώς/συνήθως ~είται. Βλ. προσ-αγορεύω, -φωνώ. ● Μτχ.: αποκαλούμενος , η, ο: Οι οπαδοί της θεωρίας, οι ~οι και ... (γραφειοκρ.) Το Υπουργείο ... ~ο εφεξής "Αναθέτουσα Αρχή". (ειρων.) Οι ~οι (= δήθεν/λεγόμενοι) "φίλοι" του, τον πρόδωσαν. Πβ. επονομαζόμενος. [< αρχ. ἀποκαλῶ]

αποκόπτω

αποκόπτω [ἀποκόπτω] α-πο-κό-πτω ρ. (μτβ.) {απέκο-ψα, αποκό-ψει, αποκό-πηκα, αποκο-πεί, -μμένος, αποκόπτ-οντας} (επίσ.) & (λαϊκό) αποκόβω 1. αφαιρώ τμήμα από το σώμα στο οποίο ανήκει, κόβω: Με τον σεισμό το ακρωτήρι ~πηκε (= αποχωρίστηκε) από τη στεριά. Δεκάδες κλαδιά ~πηκαν από τα δέντρα. Έτοιμο να ~πεί παγόβουνο στην Ανταρκτική. 2. διακόπτω, σταματώ· απομακρύνω κάποιον, κάτι από κάπου, τον απομονώνω: Ο δρόμος (ανεφοδιασμού)/η επικοινωνία ~πηκε.|| Οι ανισόπεδοι κόμβοι ~ουν την πόλη από τη θάλασσα. Έχει ~πεί από τις δραστηριότητές του/το κοινωνικό σώμα/το παρελθόν του/την πραγματικότητα/τους φίλους του. 3. ΟΙΚΟΝ. αφαιρώ, περικόπτω: Η εισφορά/το ποσό/ο φόρος ~εται από τον μισθό (πβ. παρακρατώ). Το μέρισμα θα ~πεί και θα διανεμηθεί. Αναμένεται να ~πεί το δικαίωμα στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (: να πάψει να ισχύει). 4. (σπάν., στον τ. αποκόβω) απογαλακτίζω. ● Παθ.: αποκόπτεται: ΓΡΑΜΜ. (για φωνήεν στο τέλος λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο άλλης) παθαίνει αποκοπή. [< αρχ. ἀποκόπτω]

απόπτωση

απόπτωση [ἀπόπτωση] α-πό-πτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. φυσιολογική διαδικασία ελεγχόμενης κυτταρικής αυτοκαταστροφής· αλλιώς, προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος: ~ των λεμφοκυττάρων/νευρώνων. Αναστολή/αύξηση/ρύθμιση της ~ης. Υποτροπιάζουσες ~ώσεις επιθηλίου. Βλ. κυτταρόλυση, νέκρωση. 2. ΙΑΤΡ. απόσπαση και πτώση: ~ των τριχών.|| ~ του ενδομητρίου (πβ. αποκόλληση). Βλ. -πτωση. [< αρχ. ἀπόπτωσις, αγγλ. apoptosis, 1972, γαλλ. apoptose, 1991]

απορρίμματα

απορρίμματα [ἀπορρίμματα] α-πορ-ρίμ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. απόρριμμα} (επίσ.): στερεά ή υγρά απόβλητα: ανακυκλώσιμα/ανθρώπινα/αστικά/βιομηχανικά/ηλεκτρονικά/επικίνδυνα/οικιακά/οργανικά ~. ~ αλουμινίου/γυαλιού/μετάλλων/συσκευασίας/χαρτιού. ~ οικοδομών (πβ. μπάζα)/σφαγείων. Λύματα και ~. Δοχείο/κάδος/σακούλες/συλλογή ~άτων. Σταθμός μεταφόρτωσις ~άτων. Πβ. σκουπίδια. Βλ. βιο~, ΧΥΤΑ. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, επεξεργασία αποβλήτων βλ. απόβλητα, μηδενικά απορρίμματα βλ. απόβλητα, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός ● ΦΡ.: αποκομιδή και διάθεση απορριμμάτων: συγκέντρωση και μεταφορά σκουπιδιών από χώρους προσωρινής αποθήκευσης σε ειδικά σημεία απόθεσης. [< μτγν. ἀπόρριμμα ‘πράγμα για πέταμα’, γαλλ. déchets, αγγλ. waste]

διακύμανση

διακύμανση δι-α-κύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (λόγ.): διαρκής αυξομείωση, μεταβλητότητα μεγέθους, φαινομένου ή κατάστασης: ~ της θερμοκρασίας/της τιμής (των καυσίμων). ~άνσεις των μετοχών/της παραγωγικότητας/του πληθυσμού/του πληθωρισμού/των πωλήσεων/της στάθμης (του νερού). Απότομες/συνεχείς ~άνσεις παρατηρούνται στην επιχειρηματική δραστηριότητα.|| (μτφ.) ~ της φωνής (πβ. κυματισμός). Ψυχολογικές ~άνσεις (βλ. κυκλοθυμία). Ο προεκλογικός αγώνας έχει πολλές ~άνσεις και το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Πβ. σκαμπανέβασμα.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ μεταβλητής (βλ. διασπορά). Βλ. συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: οικονομικές διακυμάνσεις: ΟΙΚΟΝ. ακανόνιστες και συχνά έντονες μεταβολές του ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητας ως προς τα επίπεδα παραγωγής, τιμών και απασχόλησης., ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας βλ. ανάλυση [< γαλλ. fluctuation]

ύφεση

ύφεση [ὕφεση] ύ-φε-ση ουσ. (θηλ.) 1. περιορισμός της έντασης μιας αρνητικής ή δυσάρεστης κατάστασης: ~ της κακοκαιρίας. ~ στις σχέσεις των δύο χωρών. Η πυρκαγιά είναι σε ~. Πβ. κάμψη, μετριασμός.|| (ΙΑΤΡ.) ~ της γρίπης/νόσου (: προσωρινή, μερική ή πλήρης υποχώρηση των συμπτωμάτων). Η επιδημία παρουσίασε ~.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Βαρομετρική ~ (: περιοχή χαμηλής βαρομετρικής πίεσης. Πβ. κυκλώνας, χαμηλό βαρομετρικό). ΑΝΤ. έξαρση (1) 2. ΟΙΚΟΝ. μείωση συνήθ. οικονομικών μεγεθών: διεθνής/οικονομική ~. Εποχή ~ης. Η χώρα διέρχεται/περνά περίοδο ~ης/βρίσκεται σε στάδιο ~ης. Ο τουρισμός είναι σε φάση ~ης. Πβ. πτώση. Βλ. ανάκαμψη. 3. ΜΟΥΣ. (σύμβ. b) αλλοίωση που χαμηλώνει κατά ένα χρωματικό ημιτόνιο τον μουσικό φθόγγο αριστερά από τον οποίο τοποθετείται το σχετικό σύμβολο: διπλή ~. Λα ~. ΣΥΝ. μπεμόλ ΑΝΤ. δίεση (1) [< μτγν. ὕφεσις ‘χαλάρωση, υποχώρηση, ελάττωση’, γαλλ. dépression, détente]

φουκαράς

φουκαράς φου-κα-ράς ουσ. (αρσ.) {φουκαρ-άδες} (προφ.): πρόσωπο που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες· κατ' επέκτ. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακομοίρης: ένας άνεργος/φτωχός ~. Βλ. απόκληρος.|| Τι τραβάει ο ~! Βρε τον ~ά τι έπαθε! Πβ. έρμος, καημένος, καψερός. ● Υποκ.: φουκαράκος (ο) [< τουρκ. fukara]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.