ανα- & αν- & ανά- & άν- (λόγ.) πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επανάληψη: (κυρ. σε ουσ. και ρ.) ανα-βαθμολόγηση/~βίωση (πβ. επανα-)/~δάσωση/~παλαίωση/~σχηματισμός. Ανα-θαρρώ. Ανα-γεννιέμαι (πβ. ξανα-).|| (σε επιστ. όρους) Ανα-βολισμός/~διπλασιασμός. 2. κίνηση προς τα πάνω: ανα-βάτης. Αν-οδικός. Ανά-βαση. Άν-οδος. ΑΝΤ. κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- (3) 3. έμφαση: ανα-βοώ. Αν-αγαλλιάζω/~αγγελία. Ανά-λαφρος.
αποκαλώ [ἀποκαλῶ] α-πο-κα-λώ ρ. (μτβ.) {αποκαλ-είς ... | αποκάλ-εσα, -ούμαι, αποκλή-θηκε (προφ.) αποκαλ-έστηκε, (λόγ.) απεκλή-θη, αποκλη-θεί, αποκαλ-ώντας} (λόγ.): αποδίδω χαρακτηρισμό σε κάποιον ή κάτι, ονομάζω: Mια κοινωνία που θέλει να ~είται πολιτισμένη πρέπει … (= αυτοαποκαλείται, λέγεται, χαρακτηρίζεται). Τον ~εσε ψεύτη. ~ώντας με προδότη. Ιαπωνία, η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, όπως κοινώς/συνήθως ~είται. Βλ. προσ-αγορεύω, -φωνώ. ● Μτχ.: αποκαλούμενος , η, ο: Οι οπαδοί της θεωρίας, οι ~οι και ... (γραφειοκρ.) Το Υπουργείο ... ~ο εφεξής "Αναθέτουσα Αρχή". (ειρων.) Οι ~οι (= δήθεν/λεγόμενοι) "φίλοι" του, τον πρόδωσαν. Πβ. επονομαζόμενος. [< αρχ. ἀποκαλῶ]
αποκόπτω [ἀποκόπτω] α-πο-κό-πτω ρ. (μτβ.) {απέκο-ψα, αποκό-ψει, αποκό-πηκα, αποκο-πεί, -μμένος, αποκόπτ-οντας} (επίσ.) & (λαϊκό) αποκόβω 1. αφαιρώ τμήμα από το σώμα στο οποίο ανήκει, κόβω: Με τον σεισμό το ακρωτήρι ~πηκε (= αποχωρίστηκε) από τη στεριά. Δεκάδες κλαδιά ~πηκαν από τα δέντρα. Έτοιμο να ~πεί παγόβουνο στην Ανταρκτική. 2. διακόπτω, σταματώ· απομακρύνω κάποιον, κάτι από κάπου, τον απομονώνω: Ο δρόμος (ανεφοδιασμού)/η επικοινωνία ~πηκε.|| Οι ανισόπεδοι κόμβοι ~ουν την πόλη από τη θάλασσα. Έχει ~πεί από τις δραστηριότητές του/το κοινωνικό σώμα/το παρελθόν του/την πραγματικότητα/τους φίλους του. 3. ΟΙΚΟΝ. αφαιρώ, περικόπτω: Η εισφορά/το ποσό/ο φόρος ~εται από τον μισθό (πβ. παρακρατώ). Το μέρισμα θα ~πεί και θα διανεμηθεί. Αναμένεται να ~πεί το δικαίωμα στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (: να πάψει να ισχύει). 4. (σπάν., στον τ. αποκόβω) απογαλακτίζω. ● Παθ.: αποκόπτεται: ΓΡΑΜΜ. (για φωνήεν στο τέλος λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο άλλης) παθαίνει αποκοπή. [< αρχ. ἀποκόπτω]
απόπτωση [ἀπόπτωση] α-πό-πτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. φυσιολογική διαδικασία ελεγχόμενης κυτταρικής αυτοκαταστροφής· αλλιώς, προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος: ~ των λεμφοκυττάρων/νευρώνων. Αναστολή/αύξηση/ρύθμιση της ~ης. Υποτροπιάζουσες ~ώσεις επιθηλίου. Βλ. κυτταρόλυση, νέκρωση. 2. ΙΑΤΡ. απόσπαση και πτώση: ~ των τριχών.|| ~ του ενδομητρίου (πβ. αποκόλληση). Βλ. -πτωση. [< αρχ. ἀπόπτωσις, αγγλ. apoptosis, 1972, γαλλ. apoptose, 1991]
απορρίμματα [ἀπορρίμματα] α-πορ-ρίμ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. απόρριμμα} (επίσ.): στερεά ή υγρά απόβλητα: ανακυκλώσιμα/ανθρώπινα/αστικά/βιομηχανικά/ηλεκτρονικά/επικίνδυνα/οικιακά/οργανικά ~. ~ αλουμινίου/γυαλιού/μετάλλων/συσκευασίας/χαρτιού. ~ οικοδομών (πβ. μπάζα)/σφαγείων. Λύματα και ~. Δοχείο/κάδος/σακούλες/συλλογή ~άτων. Σταθμός μεταφόρτωσις ~άτων. Πβ. σκουπίδια. Βλ. βιο~, ΧΥΤΑ. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, επεξεργασία αποβλήτων βλ. απόβλητα, μηδενικά απορρίμματα βλ. απόβλητα, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός ● ΦΡ.: αποκομιδή και διάθεση απορριμμάτων: συγκέντρωση και μεταφορά σκουπιδιών από χώρους προσωρινής αποθήκευσης σε ειδικά σημεία απόθεσης. [< μτγν. ἀπόρριμμα ‘πράγμα για πέταμα’, γαλλ. déchets, αγγλ. waste]
διακύμανση δι-α-κύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (λόγ.): διαρκής αυξομείωση, μεταβλητότητα μεγέθους, φαινομένου ή κατάστασης: ~ της θερμοκρασίας/της τιμής (των καυσίμων). ~άνσεις των μετοχών/της παραγωγικότητας/του πληθυσμού/του πληθωρισμού/των πωλήσεων/της στάθμης (του νερού). Απότομες/συνεχείς ~άνσεις παρατηρούνται στην επιχειρηματική δραστηριότητα.|| (μτφ.) ~ της φωνής (πβ. κυματισμός). Ψυχολογικές ~άνσεις (βλ. κυκλοθυμία). Ο προεκλογικός αγώνας έχει πολλές ~άνσεις και το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Πβ. σκαμπανέβασμα.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ μεταβλητής (βλ. διασπορά). Βλ. συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: οικονομικές διακυμάνσεις: ΟΙΚΟΝ. ακανόνιστες και συχνά έντονες μεταβολές του ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητας ως προς τα επίπεδα παραγωγής, τιμών και απασχόλησης., ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας βλ. ανάλυση [< γαλλ. fluctuation]
ύφεση [ὕφεση] ύ-φε-ση ουσ. (θηλ.) 1. περιορισμός της έντασης μιας αρνητικής ή δυσάρεστης κατάστασης: ~ της κακοκαιρίας. ~ στις σχέσεις των δύο χωρών. Η πυρκαγιά είναι σε ~. Πβ. κάμψη, μετριασμός.|| (ΙΑΤΡ.) ~ της γρίπης/νόσου (: προσωρινή, μερική ή πλήρης υποχώρηση των συμπτωμάτων). Η επιδημία παρουσίασε ~.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Βαρομετρική ~ (: περιοχή χαμηλής βαρομετρικής πίεσης. Πβ. κυκλώνας, χαμηλό βαρομετρικό). ΑΝΤ. έξαρση (1) 2. ΟΙΚΟΝ. μείωση συνήθ. οικονομικών μεγεθών: διεθνής/οικονομική ~. Εποχή ~ης. Η χώρα διέρχεται/περνά περίοδο ~ης/βρίσκεται σε στάδιο ~ης. Ο τουρισμός είναι σε φάση ~ης. Πβ. πτώση. Βλ. ανάκαμψη. 3. ΜΟΥΣ. (σύμβ. b) αλλοίωση που χαμηλώνει κατά ένα χρωματικό ημιτόνιο τον μουσικό φθόγγο αριστερά από τον οποίο τοποθετείται το σχετικό σύμβολο: διπλή ~. Λα ~. ΣΥΝ. μπεμόλ ΑΝΤ. δίεση (1) [< μτγν. ὕφεσις ‘χαλάρωση, υποχώρηση, ελάττωση’, γαλλ. dépression, détente]
φουκαράς φου-κα-ράς ουσ. (αρσ.) {φουκαρ-άδες} (προφ.): πρόσωπο που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες· κατ' επέκτ. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακομοίρης: ένας άνεργος/φτωχός ~. Βλ. απόκληρος.|| Τι τραβάει ο ~! Βρε τον ~ά τι έπαθε! Πβ. έρμος, καημένος, καψερός. ● Υποκ.: φουκαράκος (ο) [< τουρκ. fukara]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ