Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [720-740]


  • ad hoc (πρόφ. αντ χοκ): για τη συγκεκριμένη περίπτωση και μόνο, επί τούτου: ~ ερμηνεία. [< λατ.]
  • ad infinitum (πρόφ. αντ ινφινίτουμ): απεριόριστα, χωρίς τέλος. [< λατ.]
  • ad libitum (πρόφ. αντ λίμπιτουμ, συντομ. ad lib.): κατά βούληση. [< λατ.]
  • ad litteram (πρόφ. αντ λίτεραμ): ΦΙΛΟΛ. κατά γράμμα, σε πιστή απόδοση. [< λατ.]
  • ad nauseam (πρόφ. αντ ναούσεαμ): κατά κόρον, μέχρι αηδίας. [< λατ.]
  • ad rem (πρόφ. αντ ρεμ): επί της ουσίας, επί του προκειμένου. [< λατ.]
  • addendum {πληθ. addenda} (πρόφ. αντέντουμ): προσθετέο, προσθήκη. [< λατ.]
  • ADSL (το): Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή. [< αμερικ. Asymmetric Digital Subscriber Line]
  • AHEPA βλ. ΑΧΕΠΑ
  • AIDS βλ. έιτζ
  • alea jacta est (πρόφ. άλεα γιάκτα εστ): ο κύβος ερρίφθη, η απόφαση ελήφθη. [< λατ.]
  • alma matter βλ. τροφός
  • alter ego (πρόφ. άλτερ έγκο): το άλλο εγώ. [< αγγλ.-γαλλ. alter ego, γερμ. Alter Ego]
  • aula βλ. άουλα
  • BA (το): Πτυχίο (Βασικών Σπουδών). [< αγγλ. Bachelor of Arts]
  • bar code (το) (πρόφ. μπαρ κόουντ): γραμμωτός/γραμμικός κώδικας.
  • BBC (το): Μπι Μπι Σι, Βρετανική Εταρεία Μεταδόσεων. [< αγγλ. British Broadcasting Company, 1922, British Broadcasting Corporation, Βρετανικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας]
  • BD βλ. μπλου ρέι
  • carpe diem (πρόφ. κάρπε ντίεμ): άδραξε τη(ν) (η)μέρα: αξιοποίησε το παρόν (επειδή το μέλλον είναι αβέβαιο) [< λατ.]
  • casus belli (πρόφ. κάζους μπέλι): αιτία πολέμου: άρση/διατήρηση του ~ ~. [< λατ.]

άουλα

άουλα [ἄουλα] ά-ου-λα ουσ. (θηλ.): αίθουσα τελετών. Βλ. αμφιθέατρο. [< γερμ. Aula, γαλλ. aula]

ΑΧΕΠΑ

ΑΧΕΠΑ & AHEPA (η): Αμερικανο-Ελληνική Εκπαιδευτική Προοδευτική Οργάνωση. || Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. [< αμερικ. American Hellenic Educational Progressive Association, 1922]

έιτζ

έιτζ [ἔιτζ] έ-ιτζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & AIDS: θανατηφόρα ασθένεια που προκαλείται από τον Ιό της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (HIV), προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα και μεταδίδεται κυρ. με σεξουαλική επαφή ή μέσω του αίματος: η αντιμετώπιση της εξάπλωσης/καταπολέμηση/μάστιγα του ~. Πρόληψη και προστασία κατά του ~. Παγκόσμια ημέρα του ~ (: η 1η Δεκεμβρίου). Φορείς και ασθενείς του ~. Βλ. λεμφοκύτταρα. ΣΥΝ. σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας/ανοσολογικής ανεπάρκειας [< αγγλ. AIDS (Acquired Immune Deficiency Syndrome), 1982]

τροφός

τροφός τρο-φός ουσ. (θηλ.) (λόγ.-παλαιότ.): παραμάνα, βάγια. || (κυριολ. & μτφ.) μητέρα-~ (: το πανεπιστήμιο από το οποίο αποφοίτησε κάποιος). [< αρχ. τροφός· πβ. γαλλ. alma mater, 1890 < λατ. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.