Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [680-700]


  • -ψυχος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν 1. ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα ή συναισθημάτων: γενναιό~/εύ~/λιονταρό~/μεγαλό~/ολό~/πονό~ Πβ. -καρδος. 2. τον βαθμό στον οποίο το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από ζωή: ά~/έμ~/επτά~. Πβ. -βιος.
  • -ώδης , ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
  • -ωμα1 : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα ενέργειας και παράγονται από ρήματα σε -ώνω: αντάμ~ (ανταμώνω)/δίπλ~.|| Aποτύπ~/αφιέρ~. Βλ. -ωση.
  • -ωμα2 {-ώματος | -ώματα, -άτων}: ΙΑΤΡ. επίθημα όρων που αναφέρονται σε πάθηση, συνηθέστ. σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο: (αιμ)αγγεί~/(ινο)αδέν~/αθήρ~/γλαύκ~/επιθηλί~/ηπάτ~/θύμ~/(νευρ)ίν~/ινομύ~/(αδενο/χοριο)καρκίν~/κρανιοφαρυγγί~/λειομύ~/λεμφαγγεί~/λέμφ~/λίπ~/μελάν~/μεσοθηλί~/μηνιγγί~/μυελοβλάστ~/μυέλ~/μύξ~/νεύρ~/νεφροβλάστ~/οδόντ~/ραβδομύ~/ρετινοβλάστ~/(αγγειο/λεμφο/λιπο/οστεο)σάρκ~/χολοστεάτ~/χόνδρ~.
  • -ωμάρα βλ. -αμάρα
  • -ώμενος , η, ο: κατάληξη λόγιων μετοχών του παθητικού ενεστώτα: εξαρτ~/προσδοκ~/τιμ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Οι) ερωτ-ώμενοι.
  • -ωμένος , η, ο βλ. -μένος
  • -ων, -ουσα, -ον & -ών, -ούσα, -όν: επίθημα λόγιων μετοχών ενεργητικού ενεστώτα: (συνήθ. ως επίθ.) αποκλίν-ουσα/δευτερεύ~/επείγ~/τρέχ~.|| Η φέρουσα κατασκευή.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) Ο διευθύν-ων/επιβλέπ~. Οι διδάσκ-οντες/ιθύν~/συμμετέχ~/υπογράφ~. Τα συμβαίν-οντα. Οι παρ-όντες.|| Η αρχαΐζ-ουσα/αττικίζ~ (γλώσσα).|| (σε εκφρ.) Οι έχοντες και κατέχοντες. Τα καλά και συμφέροντα.
  • -ών, -ούσα, -όν : επίθημα λόγιων μετοχών ενεργητικού αορίστου: (συνήθ. ουσιαστικοπ.) Ο αποθαν-ών/εκλιπ~. Η επιλαχ-ούσα/παθ~.
  • -ών, -ούσα, -ούν : επίθημα λόγιων μετοχών ενεργητικού ενεστώτα: (σε φρ., ως επίθ.) Η κρατούσα αντίληψη.|| (ΦΥΣ.) Τα συγκοινωνούντα δοχεία.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) (Ο) αιτ-ών/δηλ~. (Οι) αναξιοπαθ-ούντες.
  • -ων, -ων, -ον {κ. αρσ. -ονας}: επίθημα λόγιων επιθέτων: αγνώμ~/νοήμ~. Μείζ~.|| (σε φρ.) Το φιλοθεάμον κοινό.|| (ουσιαστικοπ.) (Οι) ειδήμ-ονες/εμπειρογνώμ~.
  • -ών, -ώσα, -ών : επίθημα λόγιων μετοχών ενεργητικού ενεστώτα: (ως επίθ., σε φρ.) Η μαθητιώσα νεολαία. Η ζώσα πραγματικότητα. Οι αποχρώντες λόγοι.|| (ουσιαστικοπ.) (Οι) κυβερνώντες.
  • -ώνας επίθημα περιληπτ. αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. καλλιεργήσιμη έκταση ή τόπο με συγκεκριμένη βλάστηση: αμπελ~/ελαι~/πορτοκαλε~. Ορυζ~ (πβ. -καλλιέργεια).|| Θαμν~/καλαμι~/πευκ~. 2. ειδικό χώρο στέγασης ανθρώπων, φύλαξης ζώων ή αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων: στρατ~.|| Ορνιθ~/περιστερ~.|| Αχυρ~.
  • -ωνυμία : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε ονομασία ή σε σημασιολογική σχέση: αν~/επ~/προσ~/τοπ~.|| Αντ~/συν~/υπερ~/υπ~.
  • -ωνυμικός , ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που αναφέρονται σε ονομασία ή σημασιολογική σχέση: τοπ~. Μητρ~/πατρ~.|| Μετ~/συν~.|| (Τα) πατριδωνυμικά (ουσιαστικά).
  • -ωνύμιο : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ονομασία: αγι~/ανθρωπ~/εδαφ~/ζω~/θεοτοκ~/να~/οικ~/τοπ~/υδρ~/φυτ~.|| Παρ~.
  • -ώνυμος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που αναφέρονται σε όνομα ή σημασιολογική σχέση: ιδι~/φερ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πατρ-ώνυμo/ψευδ~.|| (με προθήματα) Αν~/επ~/περι~.|| Συν~.|| Ετερ~/ομ~.
  • -ώνω κατάληξη ρημάτων που 1. παράγονται από ουσιαστικά και δηλώνουν ενέργεια ή κατάσταση του υποκειμένου: καρφιτσ~ (καρφίτσα)/κερ~/λασπ~.|| Μαραζ~/παγ~. 2. σχηματίζονται από επίθετα και δηλώνουν ιδιότητα ή ενέργεια του υποκειμένου: ημερ~ (ήμερος)/παλαβ~.|| Aνακατ~/ισι~. 3. προέρχονται από λόγια ρήματα σε -ώ: βεβαι~ (βεβαιώ)/δηλ~ (δηλώ)/ζημι~ (ζημιώ).
  • -ώος, -ώα, -ώο : κατάληξη επιθέτων που παράγονται από ουσιαστικά: κεντρ~/πατρ~.
  • -ωπός , ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα

-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.

-μένος

-μένος, η, ο & -ημένος & -ωμένος & -γμένος & -σμένος & -μμένος: κατάληξη μετοχής παθητικού παρακειμένου∙ έχει συνήθ. λειτουργία επιθέτου και δηλώνει 1. συντελεσμένη πράξη: (ντύθηκα) ντυ-μένος. (Αγαπήθηκα) αγαπ-η-μένος. (Πληρώθηκα) πληρ-ω-μένος. (Απαλλάχτηκα) απαλλα-γ-μένος. (Ζαλίστηκα) Ζαλι-σ-μένος. (Kαλύφθηκα) καλυ-μ-μένος. 2. κατάσταση: (αηδίασα) αηδια-σ-μένος. 3. αναγνώριση ιδιότητας: ζηλε-μένος (πβ. αξιο-ζήλευτος, ζηλευ-τός). 4. ευχή: (αγιάστηκα) αγια-σ-μένος. (Ευλογήθηκα) ευλογ-η-μένος.|| Συχωρ-ε-μένος.

-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη

-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, συνήθ. αφηρημένων, παράγωγων από ρήματα, για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (αποθηκεύω) αποθήκευ-ση. (Εκποιώ) εκποί-ηση. (Εξαφανίζω) εξαφάν-ιση. (Ανακυκλώνω) ανακύκλ-ωση. (Μεταλλάσσω) μετάλλα-ξη. (Απορρίπτω) απόρρι-ψη.|| Πρόσχ-ωση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.