-ωρος , η, ο: επίθημα που συνδυάζεται κυρ. με αριθμητικά για δήλωση συγκεκριμένης διάρκειας ωρών: μονό~/δωδεκά~/πολύ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) δίωρo/οκτάωρο/εικοσιτετράωρο. Bλ. -λεπτος.
-ώροφος , η, ο & -όροφος: β' συνθετικό που συνδυάζεται κυρ. με αριθμητικά για δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ορόφων ενός κτιρίου: δι~/εξα~.|| Πολυ~. (ως ουσ.) Το τρι~ο.
-ωρυχείο: το ουσιαστικό ορυχείο ως β' συνθετικό: αδαμαντ~/ανθρακ~/αργυρ~/λιγνιτ~/μεταλλ~/χρυσ~.|| Aλατ~.
-ωρύχος: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά κυρ. σε εργάτη ορυχείου: αδαμαντ~/ανθρακ~/μεταλλ~/χρυσ~.|| Aλατ~.|| Τυμβ~.
ab imo pectore (πρόφ. αμπ ίμο πέκτορε): εκ βάθους καρδίας, από τα βάθη της καρδιάς (μου). [< λατ.]
ab initio (πρόφ. αμπ ινίτιο): εξ υπαρχής, από την αρχή: (ΦΥΣ.) Υπολογισμοί ~ (: κβαντομηχανικοί υπολογισμοί, το αποτέλεσμα των οποίων δεν βασίζεται σε πειραματικά δεδομένα). [< λατ.]
ab irato (πρόφ. αμπ ιράτο): υπό την επήρεια θυμού, εν θερμώ. [< λατ.]
ab origine (πρόφ. αμπ ορίγκινε): από τη γένεσή του, από την αρχή. [< λατ.]
ab ovo (πρόφ. αμπ όβο): από την απώτατη αρχή, εξαρχής. ΑΝΤ. in medias res [< λατ.]
ab urbe condita (πρόφ. αμπ ούρμπε κόντιτα): από κτίσεως πόλεως (ενν. της Ρώμης, το 753 π.Χ.): Οι Ρωμαίοι υπολόγιζαν τα έτη ~ ~. [< λατ.]
ABS (το): Σύστημα Αντιεμπλοκής κατά την Πέδηση. [< αγγλ. Antilock Braking System]
ad absurdum (πρόφ. αντ αμπσούρντουμ): (για συλλογιστική πορεία που οδηγεί) σε παραλογισμό, εις άτοπον: επιχείρημα ~. [< λατ.]
αποστεριόρι
αποστεριόρι [ἀποστεριόρι] α-πο-στε-ρι-ό-ρι επίρρ. (επιστ.): εκ των υστέρων: ~ αποδείχτηκε ότι ... ΑΝΤ. απριόρι, εκ των προτέρων [< λατ. a posteriori]
απριόρι
απριόρι [ἀπριόρι] α-πρι-ό-ρι επίρρ. & α πριόρι (επιστ.): εκ των προτέρων: ~ δεδομένο. Δέχομαι ~ ότι ... (= χωρίς αποδείξεις).|| (ΦΙΛΟΣ. ως επίθ.) ~ γνώσεις (: οι οποίες στηρίζονται στη λογική και όχι στην εμπειρία). ΑΝΤ. αποστεριόρι, εκ των υστέρων [< λατ. a priori]
-τικός, ή/ιά, ό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα για παραγωγή επιθέτων από 1. ρήματα: απαλλακ~/ενισχυ~/υποβοηθη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) δικασ~. (Τα) φορτω-τικά (ενν. έξοδα).2. ουσιαστικά: προβλημα~/σωμα~/χαρισμα~.
-τός
-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~.2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό.3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.