Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [700-720]


  • -ωρος , η, ο: επίθημα που συνδυάζεται κυρ. με αριθμητικά για δήλωση συγκεκριμένης διάρκειας ωρών: μονό~/δωδεκά~/πολύ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) δίωρo/οκτάωρο/εικοσιτετράωρο. Bλ. -λεπτος.
  • -ώροφος , η, ο & -όροφος: β' συνθετικό που συνδυάζεται κυρ. με αριθμητικά για δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ορόφων ενός κτιρίου: δι~/εξα~.|| Πολυ~. (ως ουσ.) Το τρι~ο.
  • -ωρυχείο : το ουσιαστικό ορυχείο ως β' συνθετικό: αδαμαντ~/ανθρακ~/αργυρ~/λιγνιτ~/μεταλλ~/χρυσ~.|| Aλατ~.
  • -ωρύχος : β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά κυρ. σε εργάτη ορυχείου: αδαμαντ~/ανθρακ~/μεταλλ~/χρυσ~.|| Aλατ~.|| Τυμβ~.
  • -ωση1 βλ. -ση
  • -ωση2 : επίθημα ιατρικών κυρ. όρων με αναφορά σε πάθηση, ασθένεια: αβιταμίν~/κύφ~. Aθηροσκλήρ~/θρόμβ~/κίρρ~.
  • -ώτης, -ώτισσα βλ. -ιώτης
  • -ωτικός βλ. -τικός
  • -ωτος βλ. -τος
  • a contrario (πρόφ. α κοντράριο): από την αντίθετη πλευρά. [< λατ.]
  • a posteriori βλ. αποστεριόρι
  • a priori βλ. απριόρι
  • ab imo pectore (πρόφ. αμπ ίμο πέκτορε): εκ βάθους καρδίας, από τα βάθη της καρδιάς (μου). [< λατ.]
  • ab initio (πρόφ. αμπ ινίτιο): εξ υπαρχής, από την αρχή: (ΦΥΣ.) Υπολογισμοί ~ (: κβαντομηχανικοί υπολογισμοί, το αποτέλεσμα των οποίων δεν βασίζεται σε πειραματικά δεδομένα). [< λατ.]
  • ab irato (πρόφ. αμπ ιράτο): υπό την επήρεια θυμού, εν θερμώ. [< λατ.]
  • ab origine (πρόφ. αμπ ορίγκινε): από τη γένεσή του, από την αρχή. [< λατ.]
  • ab ovo (πρόφ. αμπ όβο): από την απώτατη αρχή, εξαρχής. ΑΝΤ. in medias res [< λατ.]
  • ab urbe condita (πρόφ. αμπ ούρμπε κόντιτα): από κτίσεως πόλεως (ενν. της Ρώμης, το 753 π.Χ.): Οι Ρωμαίοι υπολόγιζαν τα έτη ~ ~. [< λατ.]
  • ABS (το): Σύστημα Αντιεμπλοκής κατά την Πέδηση. [< αγγλ. Antilock Braking System]
  • ad absurdum (πρόφ. αντ αμπσούρντουμ): (για συλλογιστική πορεία που οδηγεί) σε παραλογισμό, εις άτοπον: επιχείρημα ~. [< λατ.]

αποστεριόρι

αποστεριόρι [ἀποστεριόρι] α-πο-στε-ρι-ό-ρι επίρρ. (επιστ.): εκ των υστέρων: ~ αποδείχτηκε ότι ... ΑΝΤ. απριόρι, εκ των προτέρων [< λατ. a posteriori]

απριόρι

απριόρι [ἀπριόρι] α-πρι-ό-ρι επίρρ. & α πριόρι (επιστ.): εκ των προτέρων: ~ δεδομένο. Δέχομαι ~ ότι ... (= χωρίς αποδείξεις).|| (ΦΙΛΟΣ. ως επίθ.) ~ γνώσεις (: οι οποίες στηρίζονται στη λογική και όχι στην εμπειρία). ΑΝΤ. αποστεριόρι, εκ των υστέρων [< λατ. a priori]

-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη

-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, συνήθ. αφηρημένων, παράγωγων από ρήματα, για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (αποθηκεύω) αποθήκευ-ση. (Εκποιώ) εκποί-ηση. (Εξαφανίζω) εξαφάν-ιση. (Ανακυκλώνω) ανακύκλ-ωση. (Μεταλλάσσω) μετάλλα-ξη. (Απορρίπτω) απόρρι-ψη.|| Πρόσχ-ωση.

-τικός

-τικός, ή/ιά, ό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα για παραγωγή επιθέτων από 1. ρήματα: απαλλακ~/ενισχυ~/υποβοηθη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) δικασ~. (Τα) φορτω-τικά (ενν. έξοδα). 2. ουσιαστικά: προβλημα~/σωμα~/χαρισμα~.

-τός

-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~. 2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό. 3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.