Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1080-1100]


  • αβλεψία [ἀβλεψία] α-βλε-ψί-α ουσ. (θηλ.) {αβλεψιών}: απροσεξία και (κατ' επέκτ. ιδ. στον πληθ.) λάθος που οφείλεται σε αυτή: ιατρική/κατασκευαστική/νομική/πολιτική ~. Διοικητικές/μεταφραστικές/ορθογραφικές/τεχνικές/τυπογραφικές ~ες. ~ ή αμέλεια. Το σφάλμα οφείλεται σε ~. Υπεύθυνος για οποιαδήποτε ατέλεια ή ~. Συγγνώμη, ήταν δική μου ~! Η παραμικρή ~ εκ μέρους του πιλότου μπορεί να αποβεί μοιραία. ~ες των διοργανωτών/της έκδοσης/του συγγραφέα. ~ες και παραλείψεις/παρατυπίες/προχειρότητες. ~ες στην έκφραση και γλωσσικά ολισθήματα. Πβ. αβλέπτημα, παραδρομή. ● ΦΡ.: από αβλεψία & (λόγ.) εξ αβλεψίας [ἐξ ἀβλεψίας]: από απροσεξία, χωρίς να υπάρχει πρόθεση: σφάλματα ~ ~ ή λόγω άγνοιας. Δεν διορθώθηκε/καταχωρήθηκε ~ ~. Έγινε συνειδητά ή ~ ~; Παράβαση εξ ~ας. ΣΥΝ. εκ παραδρομής, κατά λάθος [< μτγν. ἀβλεψία]
  • αβοήθητος , η, ο [ἀβοήθητος] α-βο-ή-θη-τος επίθ.: που δεν έχει ή δεν βρήκε βοήθεια, υποστήριξη: ~α: ζώα/παιδιά. ~ από συγγενείς/φίλους. Αισθάνεται/μένει ~. ~ στο έλεος του Θεού (πβ. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος). Αδύναμος/άστεγος/μικρός και ~. Αιμορραγούσε ~ (στον δρόμο). Εγκατέλειψε ~ο το θύμα του. ● ΦΡ.: μόνος κ(α)ι αβοήθητος (εμφατ.): χωρίς καμία απολύτως βοήθεια: Αγωνίστηκε/αντιμετώπισε (το πρόβλημα)/ξεψύχησε ~ ~. ~ ~ στη μάχη/στην προσπάθεια για ... Τον άφησαν ~ο και ~ο. Μεγάλωσε ~η και ~η τα παιδιά της. [< μτγν. ἀβοήθητος]
  • αβοκάντο [ἀβοκάντο] α-βο-κά-ντο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. ο αχλαδόσχημος καρπός του ομώνυμου τροπικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Persea gratissima), που έχει βαθυπράσινη ή μαυριδερή φλούδα, μεγάλο κουκούτσι και μαλακή κιτρινοπράσινη ψίχα με βουτυρώδη γεύση: μους/σάλτσα ~. Δροσιστικό ντιπ/σαλάτα (με) ~ (βλ. γουακαμόλε). Γαλάκτωμα/λάδι ~. Βλ. ανανάς. [< αγγλ. avocado < ισπαν. aguacate < γλ. Nαχουάτλ των Αζτέκων āhuacatl ‘όρχις’, πβ. ιταλ. avocado, 1955]
  • αβοκέτα [ἀβοκέτα] α-βο-κέ-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. σπάνιο είδος παρυδάτιου πουλιού (επιστ. ονομασ. Recurvirostra avosetta) με μακριά πόδια, ασπρόμαυρο φτέρωμα και μακρύ, κυρτό προς τα πάνω ράμφος. Βλ. -έτα, καλαμοκανάς, στεγανόποδα. [< ιταλ. avocetta, γαλλ. avocette]
  • αβόλευτος , η, ο [ἀβόλευτος] α-βό-λευ-τος επίθ. (οικ.-μτφ.) 1. που δεν βολεύεται, δεν συμβιβάζεται, δεν επαναπαύεται: ~η: ψυχή. ~οι: αγωνιστές. ~ στο σύστημα. 2. (για πρόσ.) που δεν έχει βολευτεί, δεν έχει αποκατασταθεί επαγγελματικά, οικονομικά. ΑΝΤ. αποκατεστημένος (1), βολεμένος ● ΦΡ.: έχει τον αβόλευτο (προφ.): δεν κάθεται σε ησυχία.
  • άβολος , η, ο [ἄβολος] ά-βο-λος επίθ. 1. που δεν βολεύει, δεν παρέχει άνεση, ευκολία: ~ος: καναπές (ΑΝΤ. αναπαυτικός, άνετος)/μηχανισμός (πβ. δύσχρηστος)/χειρισμός. ~η: στάση. ~ο: κάθισμα/κρεβάτι/σπίτι. ~α: παπούτσια (πβ. στενά)/ρούχα. Μικρός και ~ χώρος αποσκευών. Είναι ~ο (= δεν είναι βολικό) να ...|| (μτφ.) ~η: ώρα. ~ο: πρόγραμμα/ωράριο (: που δεν εξυπηρετεί, ΑΝΤ. εξυπηρετικό). ~ες: μετακινήσεις/συνθήκες. Βρέθηκε στην ~η (= δυσάρεστη, αμήχανη) θέση να ... Διατύπωση ~ων ερωτημάτων (: που φέρνουν σε δύσκολη θέση). 2. (σπάν.-για πρόσ.) δύστροπος, ανάποδος, δύσκολος: ~ος: αντίπαλος. ● επίρρ.: άβολα [< μεσν. άβολος]
  • Αβορίγινες [Ἀβορίγινες] Α-βο-ρί-γι-νες ουσ. (αρσ.) (οι): ΕΘΝΟΛ. αυτόχθονες της Αυστραλίας: Οι γλώσσες/ο πολιτισμός/η τέχνη/οι φυλές των ~ων. Βλ. Ινδιάνος. [< γαλλ. aborigènes, πβ. μτγν. Ἀβοριγῖνες ‘οι πριν από τους Ρωμαίους κάτοικοι της Ιταλίας’]
  • αβουλησία [ἀβουλησία] α-βου-λη-σί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.): ΨΥΧΙΑΤΡ. αβουλία. [< μτγν. ἀβουλησία]
  • αβουλία [ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]
  • άβουλος , η, ο [ἄβουλος] ά-βου-λος επίθ.: αναποφάσιστος, διστακτικός: ~ος: χαρακτήρας/ψηφοφόρος. ~η: κοινή γνώμη/κυβέρνηση/συμπεριφορά. ~ο: άτομο (ΑΝΤ. αποφασιστικό)/θύμα (εκμετάλλευσης)/κοινό/ον/πλάσμα/πλήθος. ~α: ανθρωπάρια/πιόνια/υποχείρια. ~, χωρίς προσωπική γνώμη/κρίση. ~η και δουλική υποταγή. Είναι ~οι θεατές των εξελίξεων. ● επίρρ.: άβουλα & (σπάν.-λόγ.) αβούλως ● ΣΥΜΠΛ.: πειθήνιο/άβουλο όργανο βλ. πειθήνιος [< μεσν. άβουλος]
  • Αβραάμ [Ἀβραάμ] Α-βρα-άμ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: συνήθ. στη ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά βλ. αγαθά [< μτγν. Ἀβραάμ]
  • αβραμιαίος , α, ο [ἀβραμιαῖος] α-βρα-μι-αί-ος επίθ. (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. που αναφέρεται ή ανήκει στον Αβραάμ: ~α: διαθήκη.|| (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) ~α: φιλοξενία (= πλουσιοπάροχη). Βλ. -ιαίος. [< μτγν. ἀβραμιαῖος]
  • άβραστος , η, ο [ἄβραστος] ά-βρα-στος επίθ. 1. που δεν έχει βράσει αρκετά ή καθόλου: ~η: πατάτα. ~ο: γάλα (ΑΝΤ. βρασμένο)/κρέας (βλ. ωμό)/νερό/ρύζι. ~α: αβγά/λαχανικά/όσπρια. Βλ. άψητος. ΑΝΤ. βραστός (2) 2. που δεν έχει υποστεί ζύμωση: ~ος: μούστος. ~ο: κρασί. ΣΥΝ. αζύμωτος (2) [< μεσν. άβραστος]
  • άβρεχτος , η, ο [ἄβρεχτος] ά-βρε-χτος επίθ. & (σπάν.) άβρεχος 1. που δεν έχει βραχεί: ~ο: παξιμάδι (= που δεν το έχουν βρέξει, μουσκέψει). ~α: πόδια/ρούχα. ΣΥΝ. στεγνός. ΑΝΤ. βρεγμένος.|| ~ο: σκάφος/φουσκωτό (= καινούργιο).|| ~ος: μήνας (πβ. άβροχος). 2. (μτφ.-σπάν.) (για πρόσ.) που δεν έχει υποστεί απώλειες, πλήγματα: Βγήκε/πέρασε ~ από τη δοκιμασία. Πβ. αβρόχοις ποσί. [< 1: αρχ. ἄβρεκτος]
  • αβροδίαιτος , η, ο [ἁβροδίαιτος] α-βρο-δί-αι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που ζει με ανέσεις και κατ' επέκτ. μαλθακός ή ντελικάτος: ~ος: αστός. Πβ. τρυφηλός.|| (ειρων.) ~οι: θεράποντες των τεχνών/νεανίσκοι (= καλομαθημένοι).|| ~οι: τρόποι (= λεπτεπίλεπτοι). [< αρχ. ἁβροδίαιτος]
  • αβρός , ή, ό [ἁβρός] α-βρός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που διακρίνεται από λεπτότητα, ευγένεια, κομψότητα: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ και καλλιεργημένος/περιποιητικός/ρομαντικός. Μας υποδέχτηκε ευγενής, ~, ένας πραγματικός κύριος! Πβ. ντελικάτος.|| ~ός: εναγκαλισμός/τόνος φωνής. ~ή: διατύπωση (= κομψή)/συμπεριφορά/φυσιογνωμία. ~ό: δέρμα (= απαλό)/πρόσωπο/χάδι (= τρυφερό)/χέρι (πβ. λεπτοκαμωμένο). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. ~ά: λόγια. ~ά: μάγουλα/χείλη. ~ και γλυκός. ~ό και μειλίχιο ύφος. ● επίρρ.: αβρά [< αρχ. ἁβρός]
  • αβρότητα [ἁβρότητα] α-βρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {αβροτήτ-ων} (λόγ.): λεπτότητα, ευγένεια, κομψότητα και (συνεκδ. στον πληθ.) τα αντίστοιχα λόγια ή οι ανάλογες πράξεις: γαλατική/διπλωματική/πολιτική/συναδελφική ~. Εκδηλώσεις/κίνηση/σχέσεις ~ας. (Τον διακρίνει) ~ και φινέτσα. Συμπεριφέρεται με ~. Χειρίστηκε την υπόθεση με ~. Από ~ (= διακριτικότητα) δεν του έκανε προσωπικές ερωτήσεις. Παραχώρησα τη θέση μου σε ένδειξη ~ας.|| Αμοιβαίες/λεκτικές ~ες. Ανταλλαγή ~ων. Πβ. αβροφροσύνη. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. αγένεια [< αρχ. ἁβρότης]
  • αβροφροσύνη [ἁβροφροσύνη] α-βρο-φρο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ευγενική συμπεριφορά ή διάθεση: επαγγελματική/τυπική/υπερβολική ~. Επίδειξη/επίσκεψη/κίνηση/λόγια/πνεύμα/πράξη/χειρονομία ~ης. Με χαρακτηρισμούς ~ης ξεκίνησε η συνομιλία τους. Για λόγους ~ης αποδέχθηκα την πρόσκληση. Κάνω κάτι από ~. Χαιρετώ με ~. Πβ. αβρότητα. Βλ. -οσύνη. ΑΝΤ. αγένεια
  • αβρόφρων , ων, ον [ἁβρόφρων] α-βρό-φρων επίθ. {μόνο στο αρσ. και θηλ.} (σπάν.-λόγ.): που χαρακτηρίζεται από αβροφροσύνη: ~ων: άνθρωπος/ευπατρίδης. ~ων: στάση. ~ με το γυναικείο φύλο. Βλ. -φρων.
  • άβροχος , η, ο [ἄβροχος] ά-βρο-χος επίθ. (σπάν.): για χρονική περίοδο κατά την οποία δεν έβρεξε αρκετά ή καθόλου: ~ος: μήνας. ~ο: καλοκαίρι. Κυρ. στη ● ΦΡ.: αβρόχοις ποσί (λόγ.) (ΠΔ): χωρίς κόπο, δυσκολία ή απώλειες: Νομίζει ότι θα περάσει ~ ~ τις εξετάσεις. Ξεπέρασε τη δοκιμασία/την κρίση/το πρόβλημα ~ ~. Πβ. άκοπα, ακούραστα, εύκολα. [< αρχ. ἄβροχος]

αγαθά

αγαθά [ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά. 2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]

ανανάς

ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]

άψητος

άψητος, η, ο [ἄψητος] ά-ψη-τος επίθ. 1. που δεν ψήθηκε καθόλου ή δεν έχει ψηθεί καλά: ~η: ζύμη. ~ο: κρέας (= ωμό, ΑΝΤ. ψημένο). ~οι: ξηροί καρποί (ΣΥΝ. ακαβούρντιστοι).|| ~ος: πηλός. 2. (σπάν.-μτφ., για πρόσ.) άπειρος, άμαθος: Είναι ~ ακόμη στη δουλειά.

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

Ινδιάνος

Ινδιάνος [Ἰνδιάνος] Ιν-δι-ά-νος ουσ. (αρσ.) , Ινδιάνα (η): ιθαγενής της αμερικανικής ηπείρου· ερυθρόδερμος. [< γαλλ. Indien]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πειθήνιος

πειθήνιος, α, ο πει-θή-νι-ος επίθ. (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.): που πειθαρχεί, υπακούει τυφλά: ~οι υπηρέτες (του συστήματος). Πβ. ευπειθής, πειθαρχικός, υπάκουος.|| (συνεκδ.) ~α: συμπεριφορά/υποταγή. ● επίρρ.: πειθήνια ● ΣΥΜΠΛ.: πειθήνιο όργανο & άβουλο όργανο: υποχείριο: ~α ~α της εξουσίας/του καθεστώτος. (Έγινε) ~ ~ στα χέρια του ... ΣΥΝ. ανδρείκελο (1), έρμαιο, μαριονέτα (2), πιόνι (2) [< μτγν. πειθήνιος]

-φρων

-φρων, ων, ον {-φρονος | -φρονες (ουδ. -φρονα), -φρόνων} (λόγ.) & (προφ.) -φρονας: επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο συνήθ. πρόσωπο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: ά~/εχέ~/σώ~. Μετριό~.|| Eθνικό~.|| Παρά~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.