Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1740-1760]


  • αδιάβροχος , η, ο [ἀδιάβροχος] α-δι-ά-βρο-χος επίθ.: που δεν μπορεί να τον διαπεράσει υγρό, συνήθ. νερό: ~ος: ρουχισμός. ~η: συσκευασία. ~ο: αντηλιακό/μπουφάν/ρολόι. ~α: γάντια/παπούτσια. Πβ. στεγανός, υδατοστεγής. ● Ουσ.: αδιάβροχο (το): ελαφρύ πανωφόρι από υλικό που δεν το διαπερνά η βροχή. Πβ. νιτσεράδα. [< μτγν. ἀδιάβροχος ‘αδιαπέραστος από τη βροχή’, γαλλ. imperméable]
  • αδιάβρωτος , η, ο [ἀδιάβρωτος] α-δι-ά-βρω-τος επίθ. (επιστ.): που δεν έχει διαβρωθεί, δεν έχει φθαρεί: ~η: επιφάνεια. ~ο: έδαφος/μέταλλο/ξύλο. Σωλήνας ~ από τα άλατα του νερού. ΑΝΤ. διαβρωμένος.|| (μτφ.) ~η: δικαιοσύνη (= αδιάφθορη, αδέκαστη)/νεολαία.
  • αδιάγνωστος , η, ο [ἀδιάγνωστος] α-δι-ά-γνω-στος επίθ.: ΙΑΤΡ. που δεν έχει ή δεν μπορεί εύκολα να διαγνωστεί ή να αναγνωριστεί: ~ος: διαβήτης. ~η: κατάθλιψη. Τα αίτια της νόσου παραμένουν ~α. [< μτγν. ἀδιάγνωστος]
  • αδιαθεσία [ἀδιαθεσία] α-δι-α-θε-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ελαφρά συνήθ. διαταραχή της υγείας ή ειδικότ. της διάθεσης, δυσφορία, ακεφιά: απλή/γενική/έντονη/ξαφνική/σοβαρή/στομαχική ~. Συμπτώματα ~ας (: πονοκέφαλος, ζαλάδες, τάση για εμετό, λιποθυμία). ~ες εγκυμοσύνης. Αισθάνθηκα/ένιωσα ~ και ξάπλωσα. Επικαλέστηκε ~ και αποχώρησε. 2. (ευφημ.) έμμηνος ρύση. [< γαλλ. indisposition]
  • αδιάθετος , η, ο [ἀδιάθετος] α-δι-ά-θε-τος επίθ. 1. που νιώθει αδιαθεσία: Αισθάνομαι ~. Ήταν στο κρεβάτι ~ με πυρετό. Δεν θα έρθω στη δουλειά, είμαι λίγο ~η. Πβ. κακοδιάθετος. 2. (για γυναίκα) που έχει έμμηνο ρύση, περίοδο. 3. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή πουληθεί: ~η: παραγωγή/ποσότητα/σοδειά. ~ο: υπόλοιπο. ~ες: θέσεις/μετοχές. ~α: κονδύλια/οικόπεδα/προϊόντα (= απούλητα). Μεγάλος αριθμός εισιτηρίων παραμένει ~. 4. ΝΟΜ. που δεν κληρονομήθηκε με διαθήκη ή (για πρόσ.) που δεν άφησε διαθήκη: ~η: κληρονομιά/περιουσία. ● ΦΡ.: εξ αδιαθέτου: ΝΟΜ. χωρίς διαθήκη: διαδοχή/κληρονόμοι ~ ~. [< γαλλ. ab intestat] [< 1,2: γαλλ. indisposé 3,4: μτγν. ἀδιάθετος]
  • αδιαθετώ [ἀδιαθετῶ] α-δι-α-θε-τώ ρ. (αμτβ.) {αδιαθετ-είς ... | αδιαθέτ-ησα, -ήσει} 1. (για γυναίκα) μου έρχεται περίοδος: Περιμένει ν' ~ήσει. 2. αρρωσταίνω, ασθενώ ελαφρά: ~ησε ξαφνικά και ανέβασε πυρετό. [< γαλλ. indisposer]
  • αδιαίρετος , ος/η, ο [ἀδιαίρετος] α-δι-αί-ρε-τος επίθ. {(λόγ.) -έτου} 1. που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαιρεθεί, να χωριστεί σε μέρη: ~ος: αριθμός. ~η: ιδιοκτησία. ~ο: μερίδιο. Τα πρωτόνια δεν είναι ~α. Πβ. αδιαχώριστος. 2. (μτφ.) που δεν διασπάται, δεν διχάζεται: ~ος: λαός (= ενωμένος, ΑΝΤ. διαιρεμένος, διασπασμένος, διχασμένος). ~η: ενότητα (= αδιάσπαστη)/εξουσία. ~ο: έργο/όλον. ● Ουσ.: αδιαίρετο (το): η ιδιότητα του ενιαίου, του αδιάσπαστου: (ΘΕΟΛ.) Το ~ και ομοούσιο της Αγίας Τριάδας. (ΝΟΜ.) Το ~ των εκμεταλλεύσεων. ● επίρρ.: αδιαίρετα & (λόγ.) αδιαιρέτως ● ΦΡ.: εξ αδιαιρέτου: ΝΟΜ. για συγκυριότητα περιουσιακού στοιχείου από δύο ή περισσότερους δικαιούχους: ~ ~ ιδιοκτήτες/κτήμα. Μου ανήκει ~ ~ 50% του διαμερίσματος/οικοπέδου. Βλ. αδιανέμητος, από κοινού. [< γαλλ. par indivis, πβ. μεσν. εξαδιαιρέτως] , ενιαίος και αδιαίρετος βλ. ενιαίος [< αρχ. ἀδιαίρετος]
  • αδιαιρετότητα [ἀδιαιρετότητα] α-δι-αι-ρε-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αδιαίρετου: ~ (ΟΙΚΟΝ.) αγαθών/(ΧΗΜ.) ατόμου/δαπανών/(ΦΙΛΟΣ.) της ύλης (πβ. ενότητα). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. διαιρετότητα (1) [< γαλλ. indivisibilité]
  • αδιάκοπος , η, ο [ἀδιάκοπος] α-διά-κο-πος επίθ.: που δεν σταματά, που συνεχίζεται χωρίς διακοπή: ~ος: αγώνας (= αδιάλειπτος, διαρκής, συνεχής)/έλεγχος/θόρυβος. ~η: αγωνία/βροχή (= ασταμάτητη)/ένταση/εξέλιξη/λειτουργία/προσπάθεια. ~ο: ενδιαφέρον. ΣΥΝ. ακατάπαυστος ● επίρρ.: αδιάκοπα [< μτγν. ἀδιάκοπος]
  • αδιακόσμητος , η, ο [ἀδιακόσμητος] α-δι-α-κό-σμη-τος επίθ.: που δεν έχει διακοσμηθεί, χωρίς στολίδια: ~η: επιφάνεια/οροφή/πρόσοψη. ~ο: αγγείο (= ακόσμητο). ΑΝΤ. διακοσμημένος, στολισμένος|| (μτφ.) ~ος: λόγος (: λιτός και απέριττος). [< μτγν. ἀδιακόσμητος, γαλλ. non décoré, αγγλ. undecorated]
  • αδιακρισία [ἀδιακρισία] α-δι-α-κρι-σί-α ουσ. (θηλ.): απουσία διακριτικότητας, λεπτότητας ή ευγένειας και (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) οι ανάλογες πράξεις: δημοσιογραφική/κοινωνική ~. Η ~ του βλέμματος. Φέρεται με ~ (ΑΝΤ. τακτ). Είναι μεγάλη ~ (= αγένεια, χοντράδα) εκ μέρους σου να ...|| Κάνει ~ες από ζήλεια. [< μτγν. ἀδιακρισία, γαλλ. indiscrétion]
  • αδιάκριτος , η, ο [ἀδιάκριτος] α-δι-ά-κρι-τος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από αδιακρισία, ενοχλητικός: ~ος: επισκέπτης. ~η: συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: βλέμμα/γέλιο. ~οι: γείτονες (= περίεργοι). ~ες: κάμερες. Πρόσεχε μη σε δει κανένα ~ο μάτι. Θα μου επιτρέψετε μια ~η ερώτηση. Αν δεν γίνομαι ~, με ποιον μιλούσες; Δεν θέλω να φανώ ~, αλλά ... ΑΝΤ. διακριτικός (1) 2. που δεν διακρίνεται ή δεν κάνει διάκριση, δεν διαφοροποιείται: ~η: αλλαγή/μεταβολή (= αδιόρατη, δυσδιάκριτη).|| ~ες: διώξεις/επιθέσεις (= αδιαφοροποίητες). ● επίρρ.: αδιάκριτα 1. χωρίς διακριτικότητα, με αδιακρισία: Φέρθηκε ~. Μπήκε ~ στο γραφείο, χωρίς να ζητήσει άδεια. ΑΝΤ. διακριτικά 2. (καταχρ.) αδιακρίτως, χωρίς διαφοροποιήσεις: Ρευστοποιούν ~ τις μετοχές. Πβ. ανεξαιρέτως. [< 1: μεσν. αδιάκριτος, γαλλ. indiscret 2: αρχ. ἀδιάκριτος]
  • αδιακρίτως [ἀδιακρίτως] α-δι-α-κρί-τως επίρρ. (επίσ.): χωρίς διάκριση, ανεξαιρέτως: γενικώς και ~. Πυροβολούσε ~ εναντίον περαστικών. Βλ. αδιάκριτα.|| ~ (= ανεξαρτήτως) ηλικίας/φύλου. ΣΥΝ. ανεξάρτητα (1) [< μτγν. ἀδιακρίτως]
  • αδιακώλυτος , η, ο [ἀδιακώλυτος] α-δι-α-κώ-λυ-τος επίθ. (σπάν.-επίσ.): που γίνεται χωρίς εμπόδια, περιορισμούς: ~η: άσκηση (των εξουσιών)/πρόσβαση (ΣΥΝ. ανεμπόδιστη, απρόσκοπτη). Πβ. ακώλυτος. ● επίρρ.: αδιακώλυτα [< μτγν. ἀδιακώλυτος]
  • αδιάλειπτος , ος/η, ο [ἀδιάλειπτος] α-δι-ά-λει-πτος επίθ. (επίσ.): αδιάκοπος, συνεχής: ~ος: αγώνας (= ακατάπαυστος)/έλεγχος (= χωρίς κενά, χάσματα)/(ΙΑΤΡ.) σφυγμός (= κανονικός). ~η: ενημέρωση/λειτουργία (= ασταμάτητη)/παρουσία/παροχή ρεύματος/προσφορά. ~ο: ενδιαφέρον. ΣΥΝ. διαρκής (1) ● επίρρ.: αδιάλειπτα & αδιαλείπτως: (εμφατ.) Συνεχώς και ~ως. ΑΝΤ. κατά διαλείμματα [< αρχ. ἀδιάλειπτος]
  • αδιάλλακτος , η, ο [ἀδιάλλακτος] α-δι-άλ-λα-κτος επίθ.: που δεν αλλάζει γνώμη, δεν συμβιβάζεται, δεν υποχωρεί: ~ος: αντίπαλος/διαπραγματευτής (= ασυμβίβαστος)/συνομιλητής (ΣΥΝ. άκαμπτος). ~η: γραμμή/εμμονή/πολιτική/στάση/τακτική. ~ο: μίσος/ύφος. ~ες: αντιλήψεις. ~ στις απαιτήσεις/αποφάσεις/θέσεις του/σε ένα ζήτημα (ΣΥΝ. αμετάπειστος, ανυποχώρητος). Εμφανίζεται/παραμένει (απόλυτα) ~. ΑΝΤ. διαλλακτικός ● επίρρ.: αδιάλλακτα [< αρχ. ἀδιάλλακτος]
  • αδιαλλαξία [ἀδιαλλαξία] α-δι-αλ-λα-ξί-α ουσ. (θηλ.): έλλειψη διάθεσης για αναθεώρηση γνώμης, συμβιβασμό ή υποχώρηση: απόλυτη/εργοδοτική/θρησκευτική (ΑΝΤ. ανεξιθρησκία)/ιδεολογική/κυβερνητική/πολιτική (= ακαμψία) ~. ~ της άλλης πλευράς. Επίδειξη/κλιμάκωση (της) ~ας. Καταγγέλλω/κατηγορώ κάποιον για ~ (= ανυποχώρητη στάση) και φανατισμό. Σε αδιέξοδο οι διαπραγματεύσεις λόγω ~ας. Πβ. πείσμα. ΣΥΝ. ισχυρογνωμοσύνη ΑΝΤ. διαλλακτικότητα [< γαλλ. implacabilité]
  • αδιάλυτος , η, ο [ἀδιάλυτος] α-διά-λυ-τος επίθ. 1. που δεν διαλύεται (συνήθ. σε υγρό): (ΧΗΜ.) ~η: ουσία. ~ο: καθαριστικό. ~οι: ηλεκτρολύτες/υδατάνθρακες. ~ες: πρωτεΐνες. ~α: άλατα/λίπη/σωματίδια/χρώματα. Απορρυπαντικό ~ο στο νερό. ΑΝΤ. διαλυτός. Βλ. δυσδιάλυτος.|| (σπάν.-μτφ.) ~ο: νέφος/σκοτάδι (= αδιαπέραστο, πυκνό).|| ~ος: γάμος/δεσμός (= ακατάλυτος). 2. (σπάν.-μτφ.) ανεξιχνίαστος: ~ο: μυστήριο. ΣΥΝ. αξεδιάλυτος (1) ● επίρρ.: αδιάλυτα: (μτφ.) Στοιχεία ~ (= αδιάρρηκτα) συνδεμένα μεταξύ τους. [< αρχ. ἀδιάλυτος, γαλλ. indissoluble]
  • αδιαλυτότητα [ἀδιαλυτότητα] α-δι-α-λυ-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. η ιδιότητα των ουσιών που δεν διαλύονται σε υγρό: η ~ των βαρέων μετάλλων. ΑΝΤ. διαλυτότητα [< γαλλ. indissolubilité]
  • αδιαμαρτύρητος , α, ο [ἀδιαμαρτύρητος] α-δι-α-μαρ-τύ-ρη-τος επίθ. 1. που γίνεται χωρίς διαμαρτυρία: ~η: αποδοχή/εκτέλεση (καθήκοντος)/υποταγή. Πβ. αγόγγυστος, καρτερ-, υπομονετ-ικός. 2. ΝΟΜ. που γίνεται χωρίς διαμαρτύρηση: ~η: επιταγή/συναλλαγματική. ~ο: γραμμάτιο. ΑΝΤ. διαμαρτυρημένος. ● επίρρ.: αδιαμαρτύρητα: Άκουσε τις κατηγορίες/υποφέρει ~. [< αγγλ. unprotested]

αδιανέμητος

αδιανέμητος, η, ο [ἀδιανέμητος] α-δι-α-νέ-μη-τος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει διανεμηθεί, δεν έχει μοιραστεί: ~η: περιουσία (ΣΥΝ. αδιαίρετη, αμοίραστη). ~α: κέρδη. ΑΝΤ. διανεμημένος. [< μτγν. ἀδιανέμητος]

δυσδιάλυτος

δυσδιάλυτος, η, ο δυσ-δι-ά-λυ-τος επίθ. (επιστ.): (για ουσία) που δύσκολα μπορεί να διαλυθεί σε υγρό: ~ο: άλας. ~ες: ενώσεις. Βλ. αδιάλυτος. ΑΝΤ. ευδιάλυτος [< αρχ. δυσδιάλυτος]

ενιαίος

ενιαίος, α, ο [ἑνιαῖος] ε-νι-αί-ος επίθ. 1. που είναι κοινός, ίδιος για όλους ανεξαιρέτως, με αποτέλεσμα να τους φέρνει κοντά και να τους ενώνει, να τους ενσωματώνει σε μια ομάδα ή κατηγορία: ~ος: πίνακας (διορισμών)/φόρος. ~α: αγορά/επιδότηση/τιμή. ~ο: δίκτυο/ταμείο/τέλος (ακινήτων). Πβ. ενοποιημένος. Βλ. -ιαίος. 2. που δεν χωρίζεται σε επιμέρους τμήματα: ~ος: χώρος. ~ο: δωμάτιο/κράτος. ● επίρρ.: ενιαία & (λόγ.) -ως ● ΣΥΜΠΛ.: ενιαίο διαβατήριο βλ. διαβατήριο ● ΦΡ.: ενιαίος και αδιαίρετος: για να τονιστεί ότι κάτι αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα: Ψυχή και σώμα συνιστούν μία ~α και ~η οντότητα. [< μτγν. ἑνιαῖος]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.