αδιάβροχος , η, ο [ἀδιάβροχος] α-δι-ά-βρο-χος επίθ.: που δεν μπορεί να τον διαπεράσει υγρό, συνήθ. νερό: ~ος: ρουχισμός. ~η: συσκευασία. ~ο: αντηλιακό/μπουφάν/ρολόι. ~α: γάντια/παπούτσια. Πβ. στεγανός, υδατοστεγής. ● Ουσ.: αδιάβροχο (το): ελαφρύ πανωφόρι από υλικό που δεν το διαπερνά η βροχή. Πβ. νιτσεράδα. [< μτγν. ἀδιάβροχος ‘αδιαπέραστος από τη βροχή’, γαλλ. imperméable]
αδιάβρωτος , η, ο [ἀδιάβρωτος] α-δι-ά-βρω-τος επίθ. (επιστ.): που δεν έχει διαβρωθεί, δεν έχει φθαρεί: ~η: επιφάνεια. ~ο: έδαφος/μέταλλο/ξύλο. Σωλήνας ~ από τα άλατα του νερού. ΑΝΤ. διαβρωμένος.|| (μτφ.) ~η: δικαιοσύνη (= αδιάφθορη, αδέκαστη)/νεολαία.
αδιάγνωστος , η, ο [ἀδιάγνωστος] α-δι-ά-γνω-στος επίθ.: ΙΑΤΡ. που δεν έχει ή δεν μπορεί εύκολα να διαγνωστεί ή να αναγνωριστεί: ~ος: διαβήτης. ~η: κατάθλιψη. Τα αίτια της νόσου παραμένουν ~α. [< μτγν. ἀδιάγνωστος]
αδιαθεσία [ἀδιαθεσία] α-δι-α-θε-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ελαφρά συνήθ. διαταραχή της υγείας ή ειδικότ. της διάθεσης, δυσφορία, ακεφιά: απλή/γενική/έντονη/ξαφνική/σοβαρή/στομαχική ~. Συμπτώματα ~ας (: πονοκέφαλος, ζαλάδες, τάση για εμετό, λιποθυμία). ~ες εγκυμοσύνης. Αισθάνθηκα/ένιωσα ~ και ξάπλωσα. Επικαλέστηκε ~ και αποχώρησε.2. (ευφημ.) έμμηνος ρύση. [< γαλλ. indisposition]
αδιάθετος , η, ο [ἀδιάθετος] α-δι-ά-θε-τος επίθ. 1. που νιώθει αδιαθεσία: Αισθάνομαι ~. Ήταν στο κρεβάτι ~ με πυρετό. Δεν θα έρθω στη δουλειά, είμαι λίγο ~η. Πβ. κακοδιάθετος.2. (για γυναίκα) που έχει έμμηνο ρύση, περίοδο. 3. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή πουληθεί: ~η: παραγωγή/ποσότητα/σοδειά. ~ο: υπόλοιπο. ~ες: θέσεις/μετοχές. ~α: κονδύλια/οικόπεδα/προϊόντα (= απούλητα). Μεγάλος αριθμός εισιτηρίων παραμένει ~.4. ΝΟΜ. που δεν κληρονομήθηκε με διαθήκη ή (για πρόσ.) που δεν άφησε διαθήκη: ~η: κληρονομιά/περιουσία. ● ΦΡ.: εξ αδιαθέτου: ΝΟΜ. χωρίς διαθήκη: διαδοχή/κληρονόμοι ~ ~. [< γαλλ. ab intestat] [< 1,2: γαλλ. indisposé 3,4: μτγν. ἀδιάθετος]
αδιαίρετος , ος/η, ο [ἀδιαίρετος] α-δι-αί-ρε-τος επίθ. {(λόγ.) -έτου} 1. που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαιρεθεί, να χωριστεί σε μέρη: ~ος: αριθμός. ~η: ιδιοκτησία. ~ο: μερίδιο. Τα πρωτόνια δεν είναι ~α. Πβ. αδιαχώριστος.2. (μτφ.) που δεν διασπάται, δεν διχάζεται: ~ος: λαός (= ενωμένος, ΑΝΤ. διαιρεμένος, διασπασμένος, διχασμένος). ~η: ενότητα (= αδιάσπαστη)/εξουσία. ~ο: έργο/όλον. ● Ουσ.: αδιαίρετο (το): η ιδιότητα του ενιαίου, του αδιάσπαστου: (ΘΕΟΛ.) Το ~ και ομοούσιο της Αγίας Τριάδας. (ΝΟΜ.) Το ~ των εκμεταλλεύσεων. ● επίρρ.: αδιαίρετα & (λόγ.) αδιαιρέτως ● ΦΡ.: εξ αδιαιρέτου: ΝΟΜ. για συγκυριότητα περιουσιακού στοιχείου από δύο ή περισσότερους δικαιούχους: ~ ~ ιδιοκτήτες/κτήμα. Μου ανήκει ~ ~ 50% του διαμερίσματος/οικοπέδου. Βλ. αδιανέμητος, από κοινού. [< γαλλ. par indivis, πβ. μεσν. εξαδιαιρέτως] , ενιαίος και αδιαίρετος βλ. ενιαίος [< αρχ. ἀδιαίρετος]
αδιαιρετότητα [ἀδιαιρετότητα] α-δι-αι-ρε-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αδιαίρετου: ~ (ΟΙΚΟΝ.) αγαθών/(ΧΗΜ.) ατόμου/δαπανών/(ΦΙΛΟΣ.) της ύλης (πβ. ενότητα). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. διαιρετότητα (1) [< γαλλ. indivisibilité]
αδιάκοπος , η, ο [ἀδιάκοπος] α-διά-κο-πος επίθ.: που δεν σταματά, που συνεχίζεται χωρίς διακοπή: ~ος: αγώνας (= αδιάλειπτος, διαρκής, συνεχής)/έλεγχος/θόρυβος. ~η: αγωνία/βροχή (= ασταμάτητη)/ένταση/εξέλιξη/λειτουργία/προσπάθεια. ~ο: ενδιαφέρον. ΣΥΝ. ακατάπαυστος ● επίρρ.: αδιάκοπα [< μτγν. ἀδιάκοπος]
αδιακόσμητος , η, ο [ἀδιακόσμητος] α-δι-α-κό-σμη-τος επίθ.: που δεν έχει διακοσμηθεί, χωρίς στολίδια: ~η: επιφάνεια/οροφή/πρόσοψη. ~ο: αγγείο (= ακόσμητο). ΑΝΤ. διακοσμημένος, στολισμένος|| (μτφ.) ~ος: λόγος (: λιτός και απέριττος). [< μτγν. ἀδιακόσμητος, γαλλ. non décoré, αγγλ. undecorated]
αδιακρισία [ἀδιακρισία] α-δι-α-κρι-σί-α ουσ. (θηλ.): απουσία διακριτικότητας, λεπτότητας ή ευγένειας και (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) οι ανάλογες πράξεις: δημοσιογραφική/κοινωνική ~. Η ~ του βλέμματος. Φέρεται με ~ (ΑΝΤ. τακτ). Είναι μεγάλη ~ (= αγένεια, χοντράδα) εκ μέρους σου να ...|| Κάνει ~ες από ζήλεια. [< μτγν. ἀδιακρισία, γαλλ. indiscrétion]
αδιάκριτος , η, ο [ἀδιάκριτος] α-δι-ά-κρι-τος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από αδιακρισία, ενοχλητικός: ~ος: επισκέπτης. ~η: συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: βλέμμα/γέλιο. ~οι: γείτονες (= περίεργοι). ~ες: κάμερες. Πρόσεχε μη σε δει κανένα ~ο μάτι. Θα μου επιτρέψετε μια ~η ερώτηση. Αν δεν γίνομαι ~, με ποιον μιλούσες; Δεν θέλω να φανώ ~, αλλά ... ΑΝΤ. διακριτικός (1) 2. που δεν διακρίνεται ή δεν κάνει διάκριση, δεν διαφοροποιείται: ~η: αλλαγή/μεταβολή (= αδιόρατη, δυσδιάκριτη).|| ~ες: διώξεις/επιθέσεις (= αδιαφοροποίητες). ● επίρρ.: αδιάκριτα1. χωρίς διακριτικότητα, με αδιακρισία: Φέρθηκε ~. Μπήκε ~ στο γραφείο, χωρίς να ζητήσει άδεια. ΑΝΤ. διακριτικά 2. (καταχρ.) αδιακρίτως, χωρίς διαφοροποιήσεις: Ρευστοποιούν ~ τις μετοχές. Πβ. ανεξαιρέτως. [< 1: μεσν. αδιάκριτος, γαλλ. indiscret 2: αρχ. ἀδιάκριτος]
αδιακρίτως [ἀδιακρίτως] α-δι-α-κρί-τως επίρρ. (επίσ.): χωρίς διάκριση, ανεξαιρέτως: γενικώς και ~. Πυροβολούσε ~ εναντίον περαστικών. Βλ. αδιάκριτα.|| ~ (= ανεξαρτήτως) ηλικίας/φύλου. ΣΥΝ. ανεξάρτητα (1) [< μτγν. ἀδιακρίτως]
αδιακώλυτος , η, ο [ἀδιακώλυτος] α-δι-α-κώ-λυ-τος επίθ. (σπάν.-επίσ.): που γίνεται χωρίς εμπόδια, περιορισμούς: ~η: άσκηση (των εξουσιών)/πρόσβαση (ΣΥΝ. ανεμπόδιστη, απρόσκοπτη). Πβ. ακώλυτος. ● επίρρ.: αδιακώλυτα [< μτγν. ἀδιακώλυτος]
αδιάλλακτος , η, ο [ἀδιάλλακτος] α-δι-άλ-λα-κτος επίθ.: που δεν αλλάζει γνώμη, δεν συμβιβάζεται, δεν υποχωρεί: ~ος: αντίπαλος/διαπραγματευτής (= ασυμβίβαστος)/συνομιλητής (ΣΥΝ. άκαμπτος). ~η: γραμμή/εμμονή/πολιτική/στάση/τακτική. ~ο: μίσος/ύφος. ~ες: αντιλήψεις. ~ στις απαιτήσεις/αποφάσεις/θέσεις του/σε ένα ζήτημα (ΣΥΝ. αμετάπειστος, ανυποχώρητος). Εμφανίζεται/παραμένει (απόλυτα) ~. ΑΝΤ. διαλλακτικός ● επίρρ.: αδιάλλακτα [< αρχ. ἀδιάλλακτος]
αδιαλλαξία [ἀδιαλλαξία] α-δι-αλ-λα-ξί-α ουσ. (θηλ.): έλλειψη διάθεσης για αναθεώρηση γνώμης, συμβιβασμό ή υποχώρηση: απόλυτη/εργοδοτική/θρησκευτική (ΑΝΤ. ανεξιθρησκία)/ιδεολογική/κυβερνητική/πολιτική (= ακαμψία) ~. ~ της άλλης πλευράς. Επίδειξη/κλιμάκωση (της) ~ας. Καταγγέλλω/κατηγορώ κάποιον για ~ (= ανυποχώρητη στάση) και φανατισμό. Σε αδιέξοδο οι διαπραγματεύσεις λόγω ~ας. Πβ. πείσμα. ΣΥΝ. ισχυρογνωμοσύνη ΑΝΤ. διαλλακτικότητα [< γαλλ. implacabilité]
αδιάλυτος , η, ο [ἀδιάλυτος] α-διά-λυ-τος επίθ. 1. που δεν διαλύεται (συνήθ. σε υγρό): (ΧΗΜ.) ~η: ουσία. ~ο: καθαριστικό. ~οι: ηλεκτρολύτες/υδατάνθρακες. ~ες: πρωτεΐνες. ~α: άλατα/λίπη/σωματίδια/χρώματα. Απορρυπαντικό ~ο στο νερό. ΑΝΤ. διαλυτός. Βλ. δυσδιάλυτος.|| (σπάν.-μτφ.) ~ο: νέφος/σκοτάδι (= αδιαπέραστο, πυκνό).|| ~ος: γάμος/δεσμός (= ακατάλυτος).2. (σπάν.-μτφ.) ανεξιχνίαστος: ~ο: μυστήριο. ΣΥΝ. αξεδιάλυτος (1) ● επίρρ.: αδιάλυτα:(μτφ.) Στοιχεία ~ (= αδιάρρηκτα) συνδεμένα μεταξύ τους. [< αρχ. ἀδιάλυτος, γαλλ. indissoluble]
αδιαλυτότητα [ἀδιαλυτότητα] α-δι-α-λυ-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. η ιδιότητα των ουσιών που δεν διαλύονται σε υγρό: η ~ των βαρέων μετάλλων. ΑΝΤ. διαλυτότητα [< γαλλ. indissolubilité]
αδιαμαρτύρητος , α, ο [ἀδιαμαρτύρητος] α-δι-α-μαρ-τύ-ρη-τος επίθ. 1. που γίνεται χωρίς διαμαρτυρία: ~η: αποδοχή/εκτέλεση (καθήκοντος)/υποταγή. Πβ. αγόγγυστος, καρτερ-, υπομονετ-ικός.2. ΝΟΜ. που γίνεται χωρίς διαμαρτύρηση: ~η: επιταγή/συναλλαγματική. ~ο: γραμμάτιο. ΑΝΤ. διαμαρτυρημένος. ● επίρρ.: αδιαμαρτύρητα:Άκουσε τις κατηγορίες/υποφέρει ~. [< αγγλ. unprotested]
αδιανέμητος
αδιανέμητος, η, ο [ἀδιανέμητος] α-δι-α-νέ-μη-τος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει διανεμηθεί, δεν έχει μοιραστεί: ~η: περιουσία (ΣΥΝ. αδιαίρετη, αμοίραστη). ~α: κέρδη. ΑΝΤ. διανεμημένος. [< μτγν. ἀδιανέμητος]
δυσδιάλυτος
δυσδιάλυτος, η, ο δυσ-δι-ά-λυ-τος επίθ. (επιστ.): (για ουσία) που δύσκολα μπορεί να διαλυθεί σε υγρό: ~ο: άλας. ~ες: ενώσεις. Βλ. αδιάλυτος. ΑΝΤ. ευδιάλυτος [< αρχ. δυσδιάλυτος]
ενιαίος
ενιαίος, α, ο [ἑνιαῖος] ε-νι-αί-ος επίθ. 1. που είναι κοινός, ίδιος για όλους ανεξαιρέτως, με αποτέλεσμα να τους φέρνει κοντά και να τους ενώνει, να τους ενσωματώνει σε μια ομάδα ή κατηγορία: ~ος: πίνακας (διορισμών)/φόρος. ~α: αγορά/επιδότηση/τιμή. ~ο: δίκτυο/ταμείο/τέλος (ακινήτων). Πβ. ενοποιημένος. Βλ. -ιαίος.2. που δεν χωρίζεται σε επιμέρους τμήματα: ~ος: χώρος. ~ο: δωμάτιο/κράτος. ● επίρρ.: ενιαία & (λόγ.) -ως ● ΣΥΜΠΛ.: ενιαίο διαβατήριο βλ. διαβατήριο ● ΦΡ.: ενιαίος και αδιαίρετος: για να τονιστεί ότι κάτι αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα: Ψυχή και σώμα συνιστούν μία ~α και ~η οντότητα. [< μτγν. ἑνιαῖος]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.