αδρενεργικός, ή, ό [ἀδρενεργικός] α-δρε-νερ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει αδρεναλίνη ή ενεργοποιείται με αυτή ή άλλη παρόμοια ουσία, ιδ. στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα: ~ός: διεγέρτης/υποδοχέας. ~ή: δράση. ~οί: αναστολείς/(αντ)αγωνιστές. ~ά: φάρμακα (: που έχουν επίδραση ανάλογη της αδρεναλίνης). ΑΝΤ. αδρενολυτικός [< γαλλ. adrénergique, 1952, αγγλ. adrenergic, 1934]
αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]
αποχαύνωση [ἀποχαύνωση] α-πο-χαύ-νω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω: διαδικτυακή/κοινωνική/μαζική/πνευματική/πολιτιστική/τηλεοπτική ~.|| Η ~ του καύσωνα. Πβ. ζαβλάκωμα. ΣΥΝ. αποβλάκωση ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗ
δυστοκία δυ-στο-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-λόγ.) δυσκολία στο να πραγματοποιηθεί κάτι: κυβερνητική ~ (στη λήψη αποφάσεων). ~ στην ανάληψη πρωτοβουλιών/στις συνομιλίες. ~ εξεύρεσης λύσης. Πβ. δυσχέρεια.|| Οικονομική ~ (του δήμου). Πβ. δυσπραγία.|| Ύστερα από πολύμηνη ~, συνεδριάζει η επιτροπή. Πβ. καθυστέρηση, χρονοτριβή.|| (στο ποδόσφαιρο:) Επιθετική ~. Βλ. -τοκία. 2. ΙΑΤΡ. δύσκολος, επώδυνος τοκετός. [< 2: αρχ. δυστοκία, γαλλ. dystocie, αγγλ. dystocia]
-μερής, ής, ές {-μερούς | -μερείς (ουδ. -μερή)} (λόγ.) επίθημα που συνδυάζεται 1. συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τον προσδιορισμό των μερών ενός συνόλου: μονο~/δι~/τρι~ (συμφωνία). Βλ. -μελής.|| (ΧΗΜ.) Πολυ-μερής ένωση. 2. με επίθετα για τη δήλωση του τρόπου κατανομής: (αν)ομοιο-μερής/(αν)ισο~.
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ