Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1840-1860]


  • αδράνεια [ἀδράνεια] α-δρά-νει-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία δραστηριοποίησης, απραξία, ακινησία: γραφειοκρατική/επενδυτική/επιχειρηματική/κυβερνητική/πλήρης/πνευματική/ψυχική ~ (= αποτελμάτωση, τέλμα). ~ του δημόσιου τομέα (= στασιμότητα). Οπισθοδρόμηση και ~ στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων. Καταδικάζω/πέφτω σε ~. Τρόποι για να βγείτε από την ~. Πβ. νωθρότητα. Βλ. αποχαύνωση, παθητικότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ της βούλησης/μνήμης/σκέψης. ΑΝΤ. ενεργητικότητα, ενεργοποίηση (2) 2. ΦΥΣ. μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κινητική του κατάσταση λόγω του όγκου και της μάζας του: θερμική ~. Ακτίνα/άξονας/ροπή ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: αδράνεια της μήτρας: ΙΑΤΡ. νωθρότητα των συσπάσεών της κατά τον τοκετό και κατ' επέκτ. η απουσία ωδινών: πρωτοπαθής ~ ~. Βλ. δυστοκία., αρχή της αδράνειας: ΦΥΣ. αρχή της Μηχανικής σύμφωνα με την οποία ένα σώμα στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις διατηρεί την κατάσταση κίνησης στην οποία βρίσκεται., δύναμη της αδράνειας: ΦΥΣ. αδράνεια. || (μτφ.) Η ~ ~ συντελεί ώστε να διαιωνίζονται τα κακώς κείμενα. [< μτγν. ἀδράνεια, γαλλ. inertie]
  • αδρανειακός , ή, ό [ἀδρανειακός] α-δρα-νει-α-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την αδράνεια: ~ός: μηχανισμός. ~ή: δύναμη/κίνηση/μάζα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΑΕΡΟΝΑΥΤ.) ~ή: καθοδήγηση/πλοήγηση. [< γαλλ. inertiel]
  • αδρανής , ής, ές [ἀδρανής] α-δρα-νής επίθ. {αδραν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. που δεν δραστηριοποιείται, δεν αντιδρά: Παρακολουθούσε ~ (= απαθής) τον καβγά. Οι Αρχές παρέμειναν ~είς μπροστά ... Πβ. νωθρός.|| (κατ' επέκτ.) ~είς (τραπεζικοί) λογαριασμοί. 2. ΧΗΜ. (για υλικό σώμα) που η κατάστασή του δεν μπορεί να μεταβληθεί χωρίς εξωτερική επίδραση: ~ής: πυρήνας. ~ής: ατμόσφαιρα/μάζα. ~ές: στοιχείο (: που δεν αντιδρά εύκολα με άλλα στοιχεία ή ενώσεις)/σύστημα.|| ~ή: απόβλητα (: που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή). ● ΣΥΜΠΛ.: αδρανή υλικά: ΤΕΧΝΟΛ. δομικά υλικά (π.χ. άμμος, πέτρες, χαλίκια) από τα οποία μέσω κατάλληλου συνδετικού μέσου, λόγω της χημικής τους αδράνειας σε αυτό, προκύπτει σύνθετο συμπαγές υλικό (λ.χ. τσιμεντοκονίαμα, σκυρόδεμα). [< αγγλ. aggregate] , ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια βλ. αέριο [< 1: αρχ. ἀδρανής 2: γαλλ. inerte]
  • αδρανοποίηση [ἀδρανοποίηση] α-δρα-νο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία κάτι γίνεται ανενεργό: διανοητική/πολιτική ~. Πβ. αδράνεια, αποτελμάτωση, παθητικοποίηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ο υπολογιστής βρίσκεται σε αναμονή ή ~.|| ~ των μυών. 2. ΒΙΟΛ. αναστολή της βιολογικής δραστηριότητας παθογόνων παραγόντων (π.χ. ιών, μικροβίων) με φυσικά ή χημικά μέσα: θερμική/πλήρης ~. ~ των βλαβερών/τοξικών ουσιών. ~ των απορριμμάτων με χημική επεξεργασία. Μονάδα ~ης ζωικών υποπροϊόντων. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. inactivation, 1906]
  • αδρανοποιώ [ἀδρανοποιῶ] α-δρα-νο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αδρανοποι-εί, -ώντας | αδρανοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας}: καθιστώ κάτι αδρανές, ανενεργό: ~ εκρηκτικό μηχανισμό. (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) ~ βακτήρια και ιούς. ~ημένα: εμβόλια/στελέχη.|| (μτφ.) Το άγχος παραλύει και ~εί τον μαθητή (ΑΝΤ. ενεργοποιώ, κινητοποιώ). Η αγορά ~ήθηκε (= αποτελματώθηκε). ~ημένα: μέλη (: δεν παίρνουν ενεργό μέρος σε συλλογικές, π.χ. εσωκομματικές ή συνδικαλιστικές, διαδικασίες. ΑΝΤ. δραστηριοποιημένος). Πβ. παθητικοποιώ. Βλ. -ποιώ. [< αγγλ. inactivate, 1906, γαλλ. inactiver, 1911]
  • αδρανώ [ἀδρανῶ] α-δρα-νώ ρ. (αμτβ.) {αδραν-είς ... | αδράν-ησα}: βρίσκομαι σε αδράνεια, απραξία: Οι υπεύθυνοι ~ούν σχετικά με ... ~ησε η άμυνα των γηπεδούχων. ΑΝΤ. δρω, δραστηριο-, ενεργο-, κινητο-ποιούμαι. [< μτγν. ἀδρανῶ]
  • αδραξιά [ἀδραξιά] α-δρα-ξιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): γράπωμα και συνεκδ. ποσότητα που χωρά στη χούφτα ενός χεριού: μια ~ στάχυα/χώμα. Πβ. δράκα.
  • αδράχνω [ἀδράχνω] α-δρά-χνω ρ. (μτβ.) {άδρα-ξα, αδρά-ξει, -χτηκα} (προφ.-λαϊκό): πιάνω απότομα, αρπάζω, γραπώνω: Την ~ξε (= βούτηξε) απ' το λαιμό/απ' τα μαλλιά. Ξάφνου μου ~ξε το χέρι και με τράβηξε κοντά του. Βλ. περι~. Κυρ. στις ● ΦΡ.: άδραξε τη(ν) (η)μέρα: (ως προτροπή) εκμεταλλεύσου το παρόν: ~ ~, ζήσε τη στιγμή σαν να είναι η τελευταία σου. [< λατ. carpe diem] , αδράχνω την ευκαιρία: αρπάζω την ευκαιρία. ΣΥΝ. δράττομαι της ευκαιρίας ΑΝΤ. χάνω το τρένο [< μεσν. δράχνω]
  • αδράχτι [ἀδράχτι] α-δρά-χτι ουσ. (ουδ.) 1. (παλαιότ.) κυλινδρικό εργαλείο για γνέσιμο υφαντικής ύλης, συνήθ. μαλλιού ή βαμβακιού. Βλ. ρόκα, σφοντύλι, τυλιγάδι.|| (μτφ.) Οι Μοίρες έκλωθαν με το ~ το νήμα της ζωής των θνητών.|| (συνεκδ. η ποσότητα του νήματος που μπορεί να τυλιχτεί γύρω από αυτό) Της έλειπαν δυο ~ια μαλλί, για να τελειώσει το πλεχτό της. ΣΥΝ. άτρακτος (5) 2. ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενος άξονας διαφόρων μηχανημάτων, άτρακτος: ~ ελαιοτριβείου/κλωστικής μηχανής/νερόμυλου. 3. ΝΑΥΤ. το κυρίως τμήμα, ο κορμός της άγκυρας. [< 1: μεσν. αδράχτι 2: γαλλ. fuseau]
  • αδρεναλίνη [ἀδρεναλίνη] α-δρε-να-λί-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΧ. ορμόνη του μυελού των επινεφριδίων, ισχυρός διεγέρτης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και κατ' επέκτ. το αντίστοιχο φάρμακο: έκκριση ~ης. Η ~ προκαλεί ταχυκαρδία και άνοδο της αρτηριακής πίεσης.|| (ΦΑΡΜΑΚ.) Ο γιατρός τού χορήγησε ~, για να αντιμετωπίσει τη βραδυκαρδία. Βλ. αδρενεργικός, κατεχολαμίνη, νορ~, -ίνη. ΣΥΝ. επινεφρίνη 2. (συνεκδ.) έντονη σωματική διέγερση και κατ' επέκτ. η σχετική κατάσταση, ένταση: Η ~ με έκανε να τρέμω.|| Η ατμόσφαιρα είχε κάτι από την ~ των εφηβικών πάρτι. ● ΦΡ.: ανεβάζω/εκτοξεύω την αδρεναλίνη (στα ύψη/στο κόκκινο) (μτφ.): για πρόκληση πολύ έντονων συναισθημάτων (συνήθ. αγωνίας, άγχους, θυμού, ενθουσιασμού, ερωτικής διάθεσης): Τα επικίνδυνα αθλήματα ανεβάζουν την ~ στα ύψη., ανεβαίνει/εκτινάσσεται/εκτοξεύεται η αδρεναλίνη (κάποιου) (στα ύψη) (μτφ.): για πολύ έντονα συναισθήματα: Όσο πλησιάζει η κρίσιμη μέρα, ~ ~. Με την κατάκτηση της πρώτης θέσης ανέβηκε ~ στα ύψη. [< γαλλ. adrénaline, 1902]
  • αδρενεργικός , ή, ό [ἀδρενεργικός] α-δρε-νερ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει αδρεναλίνη ή ενεργοποιείται με αυτή ή άλλη παρόμοια ουσία, ιδ. στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα: ~ός: διεγέρτης/υποδοχέας. ~ή: δράση. ~οί: αναστολείς/(αντ)αγωνιστές. ~ά: φάρμακα (: που έχουν επίδραση ανάλογη της αδρεναλίνης). ΑΝΤ. αδρενολυτικός [< γαλλ. adrénergique, 1952, αγγλ. adrenergic, 1934]
  • αδρενολυτικός , ή, ό [ἀδρενολυτικός] α-δρε-νο-λυ-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναστέλλει τη δράση των αδρενεργικών νευρώνων ή της αδρεναλίνης: ~ό: φάρμακο. ΑΝΤ. αδρενεργικός [< αγγλ. adrenolytic, 1947]
  • αδρομερής , ής, ές [ἁδρομερής] α-δρο-με-ρής επίθ. (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σε βάθος επεξεργασίας, λεπτότητας, κατεργασίας, γενικός: ~ής: έλεγχος/σχεδιασμός/υπολογισμός (πβ. αδρός, χονδρικός). ~ής: αναφορά/εξέταση/επισκόπηση (θεωριών)/παρουσίαση (βιβλίου)/προσέγγιση. ΑΝΤ. αναλυτική/εξονυχιστική, λεπτομερής.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ή: υλικά (π.χ. κροκάλες, λατύπες, άμμος) (ΣΥΝ. χονδρόκοκκα).|| (ΓΕΩΛ.) ~ή: ιζήματα. Βλ. -μερής. ● επίρρ.: αδρομερώς [-ῶς]: περιληπτικά, χονδρικά: Αναπτύσσω/περιγράφω κάτι ~.|| Οίκημα κτισμένο με ~ επεξεργασμένους ογκόλιθους. [< μτγν. ἁδρομερής]
  • αδρονικός , ή, ό [ἁδρονικός] α-δρο-νι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με τα αδρόνια: ~ή: Φυσική. ~ό: θερμιδόμετρο. Πυρηνικές και ~ές αλληλεπιδράσεις. [< αγγλ. hadronic, 1962, γαλλ. hadronique]
  • αδρόνιο [ἁδρόνιο] α-δρό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {αδρονί-ων, συνήθ. στον πληθ.}: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κάθε υποατομικό σωματίδιο που αποτελείται από κουάρκ και διασπάται ή αντιδρά με ισχυρές αλληλεπιδράσεις: επιταχυντής ~ων. Τα ~α διακρίνονται σε βαρυόνια και μεσόνια. Τα πρωτόνια και τα νετρόνια είναι είδη ~ων. Βλ. γκλου-, λεπτ-όνιο. [< αγγλ. hadron < ἁδρός, 1962, γαλλ. ~, 1965]
  • αδρός , ή/(λόγ.) ά, ό [ἁδρός] α-δρός επίθ. 1. άφθονος, πλούσιος, υπέρογκος: ~ή: οικονομική βοήθεια (= γενναιόδωρη). ~οί: μισθοί (ΣΥΝ. ηγεμονικοί, πλουσιοπάροχοι. ΑΝΤ. πενιχροί). ~ά: ποσά. Προσφέρει υπηρεσίες έναντι ~άς αμοιβής (= γενναίας, παχυλής). Οι απολυθέντες έλαβαν ~ές αποζημιώσεις. 2. χωρίς λεπτομερή αναφορά, ανάλυση· γενικός: ~ή: εκτίμηση (της κατάστασης). Διηγείται ιστορίες με ~ό και λιτό τρόπο. Σκιαγραφεί με ~ές πινελιές την καθημερινότητα. Πβ. αδρομερής. 3. μεγάλος, έντονος, τραχύς ή πυκνός: ~ή: μορφή/μυρωδιά/φυσιογνωμία. ~ό: περίγραμμα. Πρόσωπο με ~ά χαρακτηριστικά. ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος.|| (μτφ.) ~ός: λόγος/στίχος. ~ή: γλώσσα (= ακατέργαστη). ~ό: ύφος. 4. γεμάτος, μεστός, ώριμος: ~ός: καρπός. ~ό: κορμί/σιτάρι (: με χοντρούς κόκκους).|| (μτφ.) ~ά: επιχειρήματα. ● επίρρ.: αδρά & (σπάν.-λόγ.) αδρώς [-ῶς]: στις σημ. 1,2: Αποζημιώνεται/πληρώνει ~.|| Περιγράφει ~. [< αρχ. ἁδρός]
  • αδρότητα [ἁδρότητα] α-δρό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αδρού: ~ του εδάφους/της επιφάνειας (= τραχύτητα).|| ~ νοημάτων (= μεστότητα, πυκνότητα). Λιτότητα και ~ στα εκφραστικά μέσα. Βλ. -ότητα. [< μτγν. ἁδρότης]
  • ΑΔΣ (το): Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
  • ΑΔΤ (ο): Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας.
  • αδυναμία [ἀδυναμία] α-δυ-να-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ανικανότητα, ανεπάρκεια, έλλειψη δυνατότητας για κάτι: κρατική/κυβερνητική ~. ~ αντίληψης/απορρόφησης (κονδυλίων, πόρων)/κατανόησης/όρασης/προσαρμογής/πρόσβασης (π.χ. στο ίντερνετ)/συγκέντρωσης (βλ. ΨΥΧΟΛ. διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα). Νοικοκυριά που βρίσκονται σε πλήρη οικονομική ~. Έχω ~ (= αδυνατώ, δεν μπορώ) να αντιμετωπίσω/εκτελέσω/πληρώσω κάτι. Δήλωσε ~ να ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μας.|| Έχει ~ες στην έκφραση/στα μαθηματικά. Αντιμετωπίζω/καλύπτω τις ~ες μου. Πβ. ελλείψεις, κενά. ΑΝΤ. ικανότητα (2) 2. πάθος, ελάττωμα ή ατέλεια: ανθρώπινες/ανομολόγητες/κρυφές ~ες. Η ~ του για το ποτό/τον τζόγο τον κατέστρεψε. Δεν παραδέχεται τις ~ες της (ΑΝΤ. προτερήματα). Πβ. κουσούρι.|| (Δομικές) ~ες ενός κλάδου/της οικονομίας. Τα δυνατά σημεία και οι ~ες μιας επιχείρησης. Η πρότασή τους παρουσιάζει σοβαρές ~ες (ΣΥΝ. ελλείψεις, μειονεκτήματα. ΑΝΤ. πλεονεκτήματα). 3. απουσία ή εξασθένηση των σωματικών κυρ., πνευματικών ή ψυχικών δυνάμεων: γεροντική ~ (πβ. ανημπόρια). Γενική ~ και καταπόνηση του οργανισμού (πβ. ατονία). Αισθάνομαι/νιώθω μεγάλη ~ τον τελευταίο καιρό (πβ. εξάντληση, κατάπτωση, κόπωση). Έχω τέτοια ~ που δεν μπορώ να σηκωθώ από την καρέκλα. Πβ. κομμάρα.|| (σπάν.) Φαίνονται τα πλευρά της από την ~ (: είναι κοκαλιάρα, πβ. ισχνότητα). 4. ιδιαίτερη, υπερβολική αγάπη, εύνοια, προτίμηση, συμπάθεια και συνεκδ. το αντικείμενο αυτών: Δείχνω/εκφράζω/ομολογώ την ~ μου για/σε ... Έχει ιδιαίτερη ~ στη μικρή του κόρη.|| Η μεγάλη του ~ είναι η κλασική μουσική. ● ΣΥΜΠΛ.: αδυναμία χαρακτήρα/χαρακτήρος: έλλειψη αποφασιστικότητας, συναισθηματικής σταθερότητας, ωριμότητας: Έπεσε στα ναρκωτικά λόγω ~ας ~. Επέδειξε ~ ~. ● ΦΡ.: σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας: σε ψυχική κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι πολύ ευάλωτος για να αντιδράσει σωστά: Την βρήκε/πέτυχε ~ ~ και την εκμεταλλεύτηκε. [< 1,3: αρχ. ἀδυναμία 2,4: γαλλ. faiblesse]

αδρενεργικός

αδρενεργικός, ή, ό [ἀδρενεργικός] α-δρε-νερ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει αδρεναλίνη ή ενεργοποιείται με αυτή ή άλλη παρόμοια ουσία, ιδ. στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα: ~ός: διεγέρτης/υποδοχέας. ~ή: δράση. ~οί: αναστολείς/(αντ)αγωνιστές. ~ά: φάρμακα (: που έχουν επίδραση ανάλογη της αδρεναλίνης). ΑΝΤ. αδρενολυτικός [< γαλλ. adrénergique, 1952, αγγλ. adrenergic, 1934]

αέριο

αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]

αποχαύνωση

αποχαύνωση [ἀποχαύνωση] α-πο-χαύ-νω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω: διαδικτυακή/κοινωνική/μαζική/πνευματική/πολιτιστική/τηλεοπτική ~.|| Η ~ του καύσωνα. Πβ. ζαβλάκωμα. ΣΥΝ. αποβλάκωση ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗ

δυστοκία

δυστοκία δυ-στο-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-λόγ.) δυσκολία στο να πραγματοποιηθεί κάτι: κυβερνητική ~ (στη λήψη αποφάσεων). ~ στην ανάληψη πρωτοβουλιών/στις συνομιλίες. ~ εξεύρεσης λύσης. Πβ. δυσχέρεια.|| Οικονομική ~ (του δήμου). Πβ. δυσπραγία.|| Ύστερα από πολύμηνη ~, συνεδριάζει η επιτροπή. Πβ. καθυστέρηση, χρονοτριβή.|| (στο ποδόσφαιρο:) Επιθετική ~. Βλ. -τοκία. 2. ΙΑΤΡ. δύσκολος, επώδυνος τοκετός. [< 2: αρχ. δυστοκία, γαλλ. dystocie, αγγλ. dystocia]

-μερής

-μερής, ής, ές {-μερούς | -μερείς (ουδ. -μερή)} (λόγ.) επίθημα που συνδυάζεται 1. συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τον προσδιορισμό των μερών ενός συνόλου: μονο~/δι~/τρι~ (συμφωνία). Βλ. -μελής.|| (ΧΗΜ.) Πολυ-μερής ένωση. 2. με επίθετα για τη δήλωση του τρόπου κατανομής: (αν)ομοιο-μερής/(αν)ισο~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.