Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1860-1880]


  • αδύναμος , η, ο [ἀδύναμος] α-δύ-να-μος επίθ. ΑΝΤ. ισχυρός 1. που δεν έχει δύναμη, ισχύ: ~ος: οργανισμός/χαρακτήρας (πβ. αδύνατος). ~η: επιχειρηματολογία. ~ο: ανοσοποιητικό σύστημα/βρέφος/επιχείρημα (: που δεν θεμελιώνεται επαρκώς, πβ. ισχνό)/νόμισμα/πλάσμα/σουτ/χέρι. ~α: κοινωνικά στρώματα/μαλλιά (: με λεπτή τρίχα, που σπάνε εύκολα)/μέλη. Οικονομικά/πολιτικά (= ανίσχυρος)/σωματικά/ψυχικά (= ανήμπορος) ~. ~ να αντιδράσει. Βλ. πολυδύναμος.|| (ως ουσ.) Οι ισχυροί επιβάλλονται στους ~ους. ΑΝΤ. δυνατός (1) 2. που δεν έχει ένταση: ~ος: σφυγμός. ~η: μπαταρία/φωνή/φωτιά. ~ο: γέλιο/σήμα/φως (= υποτονικό). ● επίρρ.: αδύναμα: Η φλόγα του κεριού τρεμόσβηνε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο [< μτγν. ἀδύναμος, γαλλ. faible]
  • αδυνατίζω [ἀδυνατίζω] α-δυ-να-τί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αδυνάτι-σα, -σμένος} 1. χάνω βάρος, λεπταίνω: Αποφάσισα/προσπαθώ να ~σω. ~σε από τη στενοχώρια του. Εμφανώς ~σμένος. ΑΝΤ. παχαίνω (1) 2. προξενώ απώλεια βάρους ή κάνω κάποιον να φαίνεται πιο αδύνατος: Η αρρώστια/η άσκηση/η δίαιτα τον ~σε.|| Τα μαύρα ρούχα σε ~ουν (= λεπταίνουν). 3. (μτφ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) χάνω σε ένταση, εξασθενώ: Με τα χρόνια η ακοή/η μνήμη/η όραση ~ει (= ατονεί, εξασθενεί, λιγοστεύει). Τα μαλλιά μου έχουν ~σει. Η αμυντική γραμμή της ομάδας έχει ~σει (= αποδυναμωθεί) επικίνδυνα. [< μεσν. αδυνατίζω]
  • αδυνάτισμα [ἀδυνάτισμα] α-δυ-νά-τι-σμα ουσ. (ουδ.) {αδυνατίσμ-ατος} 1. απώλεια βάρους του σώματος: γρήγορο/ολικό/τοπικό/φυσικό ~. ~ με άσκηση/δίαιτα (βλ. φίτνες). ~ και αντιγήρανση/σύσφιξη. Ζώνη/ινστιτούτο/κέντρο/μασάζ/πρόγραμμα/φόρμα/χάπια ~ατος. Πβ. απίσχνανση, λέπτυνση. ΑΝΤ. πάχυνση. 2. (μτφ.-προφ.) απώλεια ισχύος, εξασθένηση: ~ της μνήμης. Πβ. αποδυνάμωση. ΑΝΤ. ενδυνάμωση (1)
  • αδυνατιστικός , ή, ό [ἀδυνατιστικός] α-δυ-να-τι-στι-κός επίθ.: που βοηθά στο αδυνάτισμα: ~ή: κρέμα. ~ά: εκχυλίσματα. Ουσίες με ~ές ιδιότητες. ~ά και συσφιγκτικά προϊόντα.|| (ως ουσ.) ~ό σώματος.
  • αδύνατος , η, ο [ἀδύνατος] α-δύ-να-τος επίθ. 1. λεπτός: ~ο: παιδί/πρόσωπο/σώμα. ~α: πόδια/χέρια. ~ σαν οδοντογλυφίδα/στέκα (πβ. ισχνός, καχεκτικός, κοκαλιάρης, λιπόσαρκος). Πβ. λιγνός. ΑΝΤ. γεμάτος (4), ευτραφής, παχύς (1), παχύσαρκος, χοντρός (1) 2. που δεν μπορεί να γίνει, ακατόρθωτος, ανέφικτος: Ο εντοπισμός του κλέφτη μέσα στο πλήθος ήταν παντελώς ~.|| (απρόσ.) Είναι εκ των πραγμάτων/εντελώς /θεωρητικά/πρακτικά/νομικά/τεχνικά ~ο(ν). Θεωρείται/καθίσταται/κρίνεται ~ο(ν) να ... (εμφατ.) Είναι φύσει ~ο να προλάβω (: δεν γίνεται/δεν είναι καθόλου εφικτό). (Μου) είναι ~ο(ν) να λείψω από τη δουλειά. Στάθηκε ~ο να τον καθησυχάσω.|| (ως επιφών.) Να τον συγχωρέσω για όσα έκανε; ~ον! (= σε καμία περίπτωση). Συνέβη τέτοιο πράγμα; ~ον! (: απίστευτο, δεν μπορώ να το πιστέψω). ΑΝΤ. δυνατός (5), εφικτός 3. που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση, αντοχή: ~ος: οργανισμός (ΣΥΝ. αδύναμος, ασθενικός. ΑΝΤ. ανθεκτικός)/σφυγμός/χαρακτήρας (πβ. ευάλωτος). ~η: μνήμη/όραση (ΑΝΤ. οξεία)/φωνή/ψυχή. ~ο: επιχείρημα (ΑΝΤ. ακλόνητο, πειστικό, τεκμηριωμένο)/σήμα (ΣΥΝ. ασθενές)/σχοινί (ΑΝΤ. γερό)/φως (ΣΥΝ. αμυδρό, αχνό, εξασθενημένο).|| (ως ουσ.) Οι δυνατοί/οι ισχυροί και οι ~οι (: οι ασθενέστερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες ανθρώπων, ΣΥΝ. ανίσχυροι). Παίρνει πάντα το μέρος των ~άτων. ΑΝΤ. δυνατός (1) 4. που έχει ελλείψεις ή δυσκολίες, ανεπαρκής: ~ος: μαθητής (ΣΥΝ. αδύναμος)/φοιτητής. ~ στη γλώσσα/φυσική. Πβ. κακός. Βλ. άριστος, καλός. ΑΝΤ. δυνατός (2) ● Ουσ.: αδύνατο (το): ακατόρθωτο: Επιδιώκω/επιχειρώ/ζητώ/κατορθώνω/κυνηγώ το ~. Μου ζητάς κάτι ~! Πβ. ανέφικτο. ● Υποκ.: αδυνατούλης , α, ικο, αδυνατούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατο σημείο & αδύναμο/ευαίσθητο/τρωτό/ασθενές: αυτό στο οποίο κάποιος μειονεκτεί ή είναι ευάλωτος: Τον χτύπησε στο ~ ~ του. Πρέπει να βρεις το ~ ~ του αντιπάλου. Πβ. αχίλλειος πτέρνα. [< γαλλ. point faible] , αδύνατος τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. μονοσύλλαβος τύπος. λ.χ. μου αντί εμένα, μας αντί εμάς., αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: είναι των αδυνάτων/ανθρωπίνως αδύνατο(ν) (να ..) (εμφατ.): είναι τελείως ακατόρθωτο: ~ ~ να αφήσω τη θέση μου αυτή τη στιγμή!, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου: κάνω ό,τι μπορώ: Υποσχέθηκε πως θα ~ει τα αδύνατα δυνατά να ... Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τους βοηθήσει. Πβ. όσο περνάει από το χέρι μου. ΣΥΝ. κάνω το παν/τα πάντα [< αρχ. ἀδύνατος, γαλλ. impossible]
  • αδυνατώ [ἀδυνατῶ] α-δυ-να-τώ ρ. {αδυνατ-είς ... | μόνο ενεστ. κ. παρατ.} (επίσ.): δεν έχω τη δυνατότητα, δεν μπορώ να κάνω κάτι: ~ να καταλάβω τι έγινε/να το πιστέψω. ~ούσε (= δεν ήταν σε θέση) να εξυπηρετήσει τους πελάτες. ΑΝΤ. δύναμαι [< αρχ. ἀδυνατῶ]
  • αδυσώπητος , η, ο [ἀδυσώπητος] α-δυ-σώ-πη-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που είναι πολύ σκληρός, χωρίς έλεος, που δεν υποχωρεί: ~ος: ανταγωνισμός/αντίπαλος/χρόνος. ~η: μοίρα/πάλη/ποινή/πραγματικότητα/σύγκρουση. ~ο: ερώτημα/μίσος. Διεξάγεται ένας ~ αγώνας οικονομικών συμφερόντων. ΣΥΝ. αμείλικτος, ανελέητος, ανηλεής, άτεγκτος ● επίρρ.: αδυσώπητα: Χτυπήθηκαν ~ (= ανηλεώς).|| (μτφ.) Οι ώρες του τέλους πλησίαζαν ~. [< μτγν. ἀδυσώπητος]
  • άδυτο [ἄδυτο] ά-δυ-το ουσ. (ουδ.) {αδύτ-ων} 1. (μτφ.) το πιο κρυφό, ιδιωτικό μέρος, όπου δύσκολα εισχωρεί κανείς: Τα ~α της καρδιάς/της μασονίας/της μαφίας/των μυστικών υπηρεσιών/του υποσυνείδητου.|| (εμφατ.) Τα ~α των ~ων της ψυχής. Διεισδύει/εξερεύνησε/μπήκε στα ~α των ~ων. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το εσώτατο τμήμα ναού όπου δεν έχουν πρόσβαση οι λαϊκοί ή οι αμύητοι. Πβ. άβατο, ιερό. [< αρχ. ἄδυτον]
  • άδυτος , η, ο [ἄδυτος] ά-δυ-τος επίθ.: στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εισχωρήσει, να διεισδύσει: ~α: βάθη (= απροσπέλαστα)/μυστήρια. [< αρχ. ἄδυτος]
  • άδω [ᾄδω] ά-δω ρ. {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): τραγουδώ: (ειρων.) Λαϊκοί τραγουδιστές που ~ουν παράφωνα. ● ΦΡ.: (των οικιών υμών εμπιπραμένων) υμείς άδετε: (ειρων.) για όσους αδιαφορούν ή ασχολούνται με επουσιώδη ζητήματα, ενώ πρέπει να λύσουν σοβαρά προβλήματα. Πβ. εδώ ο κόσμος χάνεται/καίγεται, περί άλλα τυρβάζει. [< αρχ. ᾄδω]
  • άδωρος , η, ο [ἄδωρος] ά-δω-ρος επίθ.: μόνο στη ● ΦΡ.: δώρο(ν) άδωρο(ν): για προσφορά ή πράξη που γίνεται καθυστερημένα ή αποδεικνύεται ανώφελη ή και επιζήμια: ~ ~ θα είναι τα νέα μέτρα, αν δεν συνοδευτούν με ... Η ζωή χωρίς ελευθερία είναι ~ ~ (= δεν έχει αξία, νόημα). Βλ. κατόπιν εορτής. [< αρχ. ἄδωρος]
  • άε βλ. άι
  • ΑΕ (η) 1. Ανώνυμη Εταιρεία. 2. Ασφαλιστική Εταιρεία. 3. Αθλητική Ένωση. 4. Αρχαία Ελληνική, Αρχαία Ελληνικά. Βλ. ΝΕ. 5. Αρχαιολογική Εφημερίς. 6. (παλαιότ.) Αυτού/Αυτής Εξοχότης.
  • ΑΕΑ 1. (το) Αρχηγείο (της) Ελληνικής Αστυνομίας. 2. (η) Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία.
  • ΑΕΒΕ (η): Ανώνυμη Εμπορική Βιομηχανική Εταιρεία.
  • ΑΕΔ (το): Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
  • ΑΕΔΑΚ (η): Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
  • ΑΕΕΧ (η): Ανώνυμη Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου.
  • αεί [ἀεί] α-εί επίρρ. (αρχαιοπρ.): πάντα, αιώνια, κυρ. στις ● ΦΡ.: ες αεί βλ. εσαεί., γηράσκω αεί διδασκόμενος βλ. γηράσκω, νυν και αεί βλ. νυν, όμοιος ομοίω αεί πελάζει βλ. πελάζει, στο νυν και αεί βλ. νυν [< αρχ. ἀεί]
  • ΑΕΙ (το): Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα.

αδύνατος

αδύνατος, η, ο [ἀδύνατος] α-δύ-να-τος επίθ. 1. λεπτός: ~ο: παιδί/πρόσωπο/σώμα. ~α: πόδια/χέρια. ~ σαν οδοντογλυφίδα/στέκα (πβ. ισχνός, καχεκτικός, κοκαλιάρης, λιπόσαρκος). Πβ. λιγνός. ΑΝΤ. γεμάτος (4), ευτραφής, παχύς (1), παχύσαρκος, χοντρός (1) 2. που δεν μπορεί να γίνει, ακατόρθωτος, ανέφικτος: Ο εντοπισμός του κλέφτη μέσα στο πλήθος ήταν παντελώς ~.|| (απρόσ.) Είναι εκ των πραγμάτων/εντελώς /θεωρητικά/πρακτικά/νομικά/τεχνικά ~ο(ν). Θεωρείται/καθίσταται/κρίνεται ~ο(ν) να ... (εμφατ.) Είναι φύσει ~ο να προλάβω (: δεν γίνεται/δεν είναι καθόλου εφικτό). (Μου) είναι ~ο(ν) να λείψω από τη δουλειά. Στάθηκε ~ο να τον καθησυχάσω.|| (ως επιφών.) Να τον συγχωρέσω για όσα έκανε; ~ον! (= σε καμία περίπτωση). Συνέβη τέτοιο πράγμα; ~ον! (: απίστευτο, δεν μπορώ να το πιστέψω). ΑΝΤ. δυνατός (5), εφικτός 3. που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση, αντοχή: ~ος: οργανισμός (ΣΥΝ. αδύναμος, ασθενικός. ΑΝΤ. ανθεκτικός)/σφυγμός/χαρακτήρας (πβ. ευάλωτος). ~η: μνήμη/όραση (ΑΝΤ. οξεία)/φωνή/ψυχή. ~ο: επιχείρημα (ΑΝΤ. ακλόνητο, πειστικό, τεκμηριωμένο)/σήμα (ΣΥΝ. ασθενές)/σχοινί (ΑΝΤ. γερό)/φως (ΣΥΝ. αμυδρό, αχνό, εξασθενημένο).|| (ως ουσ.) Οι δυνατοί/οι ισχυροί και οι ~οι (: οι ασθενέστερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες ανθρώπων, ΣΥΝ. ανίσχυροι). Παίρνει πάντα το μέρος των ~άτων. ΑΝΤ. δυνατός (1) 4. που έχει ελλείψεις ή δυσκολίες, ανεπαρκής: ~ος: μαθητής (ΣΥΝ. αδύναμος)/φοιτητής. ~ στη γλώσσα/φυσική. Πβ. κακός. Βλ. άριστος, καλός. ΑΝΤ. δυνατός (2) ● Ουσ.: αδύνατο (το): ακατόρθωτο: Επιδιώκω/επιχειρώ/ζητώ/κατορθώνω/κυνηγώ το ~. Μου ζητάς κάτι ~! Πβ. ανέφικτο. ● Υποκ.: αδυνατούλης , α, ικο, αδυνατούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατο σημείο & αδύναμο/ευαίσθητο/τρωτό/ασθενές: αυτό στο οποίο κάποιος μειονεκτεί ή είναι ευάλωτος: Τον χτύπησε στο ~ ~ του. Πρέπει να βρεις το ~ ~ του αντιπάλου. Πβ. αχίλλειος πτέρνα. [< γαλλ. point faible] , αδύνατος τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. μονοσύλλαβος τύπος. λ.χ. μου αντί εμένα, μας αντί εμάς., αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: είναι των αδυνάτων/ανθρωπίνως αδύνατο(ν) (να ..) (εμφατ.): είναι τελείως ακατόρθωτο: ~ ~ να αφήσω τη θέση μου αυτή τη στιγμή!, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου: κάνω ό,τι μπορώ: Υποσχέθηκε πως θα ~ει τα αδύνατα δυνατά να ... Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τους βοηθήσει. Πβ. όσο περνάει από το χέρι μου. ΣΥΝ. κάνω το παν/τα πάντα [< αρχ. ἀδύνατος, γαλλ. impossible]

άι

άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.

άριστος

άριστος, η, ο [ἄριστος] ά-ρι-στος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αρίστη}: που, συγκριτικά με τους ομοίους του, φέρει στον ύψιστο βαθμό θετικές ιδιότητες· (πάρα) πολύ καλός, ο καλύτερος: ~ος: επιστήμονας/ηγέτης. ~οι: επαγγελματίες. ~ γνώστης της Ελληνικής. ~ στο αντικείμενό του/(ειρων.) στα ψέματα (= πρώτος). Είναι (απλά) ~ (= τέλειος).|| ~η: ακουστική/γνώση (υπολογιστή)/εξυπηρέτηση/λειτουργία/συνεργασία. ~ο: αποτέλεσμα (: το καλύτερο δυνατό)/(εργασιακό) περιβάλλον. ~οι: βαθμοί (: οι υψηλότεροι)/όροι (εργασίας). ~ες: επιδόσεις (= κορυφαίες)/συνθήκες/σχέσεις/υπηρεσίες. Προϊόντα αρίστης ποιότητας. Η αρίστη των επιλογών. Σε ~ο κλίμα. Σπίτι σε ~η κατάσταση/σε ~ο σημείο. Δουλειά με ~ες προοπτικές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ος: φόρος (πβ. βέλτιστος). (ΜΑΘ.) Θεωρία του ~ου ελέγχου. ΣΥΝ. εξαίρετος (1) ΑΝΤ. χείριστος ● Ουσ.: άριστο (το): με μέτρο σύγκρισης το ~. Στόχος μας είναι να πετύχουμε το ~., άριστοι (οι): οι καλύτεροι από πλευράς επιδόσεων: οι ~ των αθλητών/φοιτητών. Βράβευση των ~ων/αρίστων (ενν. μαθητών). Πβ. αριστούχος. ● επίρρ.: άριστα: άψογα, τέλεια: ~ εκπαιδευμένο προσωπικό. Έπραξες ~! Γνωρίζει/κατέχει ~ την Αγγλική. ΣΥΝ. άπταιστα.|| (για βαθμολογία) Έγραψε ~. Πβ. περίφημα, κάλλιστα. ● ΦΡ.: οι άριστοι των αρίστων (λόγ.-επιτατ.): οι καλύτεροι (στον τομέα τους): Επιλέχθηκαν ~ ~., εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης βλ. οιωνός, μέτρον άριστον βλ. μέτρο ● βλ. άριστα [< αρχ. ἄριστος]

γηράσκω

γηράσκω γη-ρά-σκω ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (λόγ.): γερνώ. Κυρ. στη ● ΦΡ.: γηράσκω αεί διδασκόμενος (αρχαιοπρ.): όσο γερνώ μαθαίνω περισσότερα, αποκτώ μεγαλύτερη πείρα. [< αρχ. γηράσκω]

εσαεί & ες αεί

εσαεί & ες αεί [ἐσαεί] ε-σα-εί επίρρ. (αρχαιοπρ.): συνέχεια, αιώνια, για πάντα: Δεν μπορεί να κρύβεται ~. Πβ. επ' άπειρον, στους αιώνες των αιώνων. ● ΦΡ.: κτήμα ες αεί/αιεί βλ. κτήμα [< αρχ. ἐς αἰεί, εἰς ἀεί]

κατόπιν

κατόπιν κα-τό-πιν πρόθ. (λόγ.) 1. (+ γεν.) μετά, ύστερα από: ~ ενεργειών μου/εξετάσεων/συμφωνίας.|| (λογιότ.) ~ αυτού/τούτου, ... 2. (ως επίρρ.) έπειτα, στη συνέχεια: Τέλειωσε το πανεπιστήμιο και πήγε, ~, στρατό. ● ΦΡ.: κατόπιν εορτής (συνήθ. ειρων.): καθυστερημένα: Έφτασαν/κατάλαβα το λάθος μου ~ ~ (= αργά, ετεροχρονισμένα).|| (ως επίθ.) ~ ~ εξαγγελίες. Βλ. δώρο(ν) άδωρο(ν)., κατόπιν αιτήματος βλ. αίτημα, κατόπιν εντολής βλ. εντολή, κατόπιν παραγγελίας βλ. παραγγελία [< αρχ. κατόπιν]

κρίκος

κρίκος κρί-κος ουσ. (αρσ.) 1. μικρό, συνήθ. μεταλλικό, κυκλικό αντικείμενο, που μοιάζει με δαχτυλίδι: ~ αναρρίχησης/ανάρτησης/ασφαλείας/κλειδιών/μπρελόκ/πρόσδεσης (βλ. δέστρα)/ρυμούλκησης/στήριξης. ~οι κουρτίνας. Κλασέρ/ντοσιέ με ~ους. Πβ. κρικέλι, χαλκάς.|| Μενταγιόν με χρυσό ~ο. 2. (μτφ.) σύνδεσμος ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· συνεκτικό στοιχείο ενός συνόλου, μιας διαδικασίας: βασικός/ενδιάμεσος/ενωτικός/καθοριστικός/κύριος ~. Ο ~ μεταξύ οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Προστέθηκε ένας ακόμα ~ στην αλυσίδα των αποκαλύψεων. Βρέθηκε ο χαμένος ~ στην εξέλιξη των δεινοσαύρων. Πβ. δεσμός.κρίκοι (οι) 1. ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) όργανο που αποτελείται από δύο παράλληλους κρίκους που κρέμονται με σκοινί από ψηλό σημείο· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. πλάγιος ίππος. 2. σκουλαρίκια σε σχήμα κρίκου: ασημένιοι ~. ● Υποκ.: κρικάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατος/αδύναμος κρίκος & ασθενής/ευαίσθητος κρίκος (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση μέσα σε ένα σύνολο αλληλοεξαρτώμενων παραγόντων: ο πιο ~ ~. [< αγγλ. weak ring] , συνδετικός κρίκος & συνεκτικός & (σπάν.) κρίκος σύνδεσης (μτφ.): καθετί που ενώνει, συνδέει πρόσωπα ή καταστάσεις: Η τέχνη λειτουργεί ως ~ ~ των λαών. ~ ~ ανάμεσα στο χτες και το σήμερα., ελλείπων κρίκος βλ. ελλείπει [< αρχ. κρίκος, γαλλ. anneau] ΚΡΙΚΟΣ

ΝΕ

ΝΕ 1. (η) Νομισματική Επιτροπή. 2. (η/τα) Νέα Ελληνική, Νέα Ελληνικά. Βλ. ΑΕ.

νυν

νυν [νῦν] επίρρ. (αρχαιοπρ.) 1. τώρα. 2. (ως επίθ., με άρθ.) τωρινός, σημερινός: Ο ~ δήμαρχος/πρύτανης. Ο ~ και ο μέλλων πρόεδρος. Πβ. παρών. ΑΝΤ. πρώην, τέως ● ΦΡ.: νυν και αεί: (εκκλησιαστική φρ.) τώρα και πάντα: ~ ~ και εις τους αιώνας των αιώνων., στο νυν και αεί: στο έσχατο όριο αντοχής, στο απροχώρητο: Τον έχει φέρει ~ ~ με τα καμώματά της! Δεν μπορούσε πια τα ψέματά του, είχε φτάσει ~ ~. ΣΥΝ. στο αμήν (1), νυν υπέρ πάντων ο αγών βλ. αγώνας [< αρχ. νῦν]

πελάζει

πελάζει πε-λά-ζει ρ.: μόνο στη ● ΦΡ.: όμοιος ομοίω αεί πελάζει (αρχαιοπρ.-αρνητ. συνυποδ.): ο καθένας επιλέγει να συναναστρέφεται ανθρώπους που του μοιάζουν στον χαρακτήρα. Πβ. βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. ΣΥΝ. όμοιος (σ)τον όμοιο κι η κοπριά (σ)τα λάχανα [< αρχ. πελάζω ‘πλησιάζω, προσεγγίζω’]

πολυδύναμος

πολυδύναμος, η, ο πο-λυ-δύ-να-μος επίθ. 1. που έχει πολλές δυνατότητες ή δυνάμεις: ~ος: δάσκαλος/πολιτιστικός χώρος. ~η: μονάδα/ομάδα (ειδικών). ~ο: ιατρείο (= πολυϊατρείο)/(αθλητικό) κέντρο. Πβ. πολυλειτουργικός, πολυσθενής. Βλ. αδύναμος. 2. ΦΑΡΜΑΚ. (για εμβόλιο ή ορό) που είναι αποτελεσματικό(ς) στην καταπολέμηση πολλών παθογόνων παραγόντων. ● ΣΥΜΠΛ.: πολυδύναμο αστυνομικό τμήμα (παλαιότ.): αρμόδιο για πολλούς δήμους. [< 1: μτγν. πολυδύναμος, γαλλ. polyvalent, 1902 2: αγγλ. polyvalent, 1904]

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.