Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1780-1800]


  • αδιασταύρωτος , η, ο [ἀδιασταύρωτος] α-δι-α-σταύ-ρω-τος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει διασταυρωθεί, δεν έχει διαπιστωθεί αν είναι αλήθεια ή όχι: ~η: είδηση. ~ες: πληροφορίες (= ανεπιβεβαίωτες). ~α: στοιχεία (ΣΥΝ. ανεξακρίβωτα. ΑΝΤ. διασταυρωμένα). ~ες πηγές αναφέρουν ότι ... 2. ΒΙΟΛ. που δεν έχει διασταυρωθεί με άλλο είδος (ζώο ή φυτό) για τη βελτίωση των χαρακτηριστικών του.
  • αδιάστικτος , η, ο [ἀδιάστικτος] α-δι-ά-στι-κτος επίθ. (σπάν.): ΝΟΜ. ρητός, κατηγορηματικός: ~η: αναφορά/διάταξη/διατύπωση. [< μτγν. ἀδιάστικτος]
  • αδιατάρακτος , η, ο [ἀδιατάρακτος] α-δι-α-τά-ρα-κτος επίθ. & (προφ.) αδιατάραχτος: που δεν διαταράσσεται: ~ος: δεσμός/ύπνος. ~η: αρμονία/ευτυχία/ζωή/ηρεμία/σχέση/τάξη/φιλία (= αδιασάλευτη). Ο ~ κύκλος της ζωής. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~η κοπή και διάτρηση δομικών υλικών.|| (για πρόσ.) ~ και απερίσπαστος. ~ από εξωτερικές επιδράσεις. Μένει/στέκει ~ στη θέση του (= απόλυτα σταθερός). ΑΝΤ. διαταραγμένος ● επίρρ.: αδιατάρακτα: ομαλά/σταθερά και ~. [< μεσν. αδιατάρακτος, γαλλ. imperturbable]
  • αδιατίμητος , η, ο [ἀδιατίμητος] α-δι-α-τί-μη-τος επίθ.: που δεν έχει διατιμηθεί, δεν έχει οριστεί για αυτόν ανώτατη τιμή από την αρμόδια υπηρεσία· κατ' επέκτ. ανεκτίμητος: ~α: εμπορεύματα. Διατιμημένα και ~α έντυπα.|| (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) ~η: παρακαταθήκη. [< μεσν. αδιατίμητος]
  • αδιάτρητος , η, ο [ἀδιάτρητος] α-δι-ά-τρη-τος επίθ. (επίσ.) 1. που δεν μπορεί να τρυπηθεί, να διαπεραστεί: ~ος: σωλήνας. ~η: θωράκιση. ~α: ελαστικά. ~ (= αδιαπέραστος) από σφαίρα. ΑΝΤ. διάτρητος.|| (μτφ.) Το νέο νομοθετικό πλαίσιο είναι αδιάβλητο και ~ο. 2. που δεν έχει θεωρηθεί από επίσημη υπηρεσία, συνήθ. εφορία: ~ες: αποδείξεις. Τιμολόγια νομίμως αθεώρητα, ~α.
  • αδιατύπωτος , η, ο [ἀδιατύπωτος] α-δι-α-τύ-πω-τος επίθ.: που δεν έχει ή δεν μπορεί να διατυπωθεί: ~η: γνώμη/σκέψη (= ανέκφραστη)/φράση. ~ο: αίτημα/ερώτημα (ΑΝΤ. διατυπωμένο). Σιωπηρή και ~η συμφωνία. [< μτγν. ἀδιατύπωτος]
  • αδιαφάνεια [ἀδιαφάνεια] α-δι-α-φά-νει-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. διαφάνεια 1. (μτφ.) απόκρυψη ή συγκάλυψη στοιχείων, κυρ. από συλλογικά όργανα: ~ των οικονομικών συναλλαγών. ~ στην άσκηση της εξουσίας/στη διοίκηση/στον κρατικό μηχανισμό/στη λήψη αποφάσεων. Καθεστώς/φαινόμενα ~ας. Βλ. δια-πλοκή, -φθορά, σκάνδαλο. 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα ορισμένων υλικών να μην επιτρέπουν τη διέλευση των ακτίνων φωτός μέσα από τη μάζα τους: μεμβράνες ~ας. [< γαλλ. intransparence]
  • αδιαφανής , ής, ές [ἀδιαφανής] α-δι-α-φα-νής επίθ. {αδιαφανέστ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. διαφανής 1. (μτφ.) που σχετίζεται με την απόκρυψη ή συγκάλυψη στοιχείων, με την απουσία σαφώς οριοθετημένων κανόνων: ~ής: διαχείριση (των) κονδυλίων/χρηματοδότηση. ~είς: μεθοδεύσεις/προσλήψεις. Αυθαίρετες, ~είς και σκανδαλώδεις διαδικασίες. Συγκάλυψη ~ών ενεργειών. Λήψη αποφάσεων με βάση ~ατα συμφέροντα. 2. ΦΥΣ. που δεν διαπερνάται από τις ακτίνες του φωτός, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται οτιδήποτε βρίσκεται πίσω από αυτόν: ~ής: ταινία. ~ές: τζάμι/υγρό/χαρτί. ~είς: κουρτίνες. ~ή: ρούχα. Ημιδιαφανείς και ~είς επιφάνειες. Πβ. οπάκ. Βλ. -φανής. ● επίρρ.: αδιαφανώς [-ῶς]: στη σημ. 1: Διαχειρίστηκε ~ (= με ~ή τρόπο) τα χρήματα του Δήμου. [< γαλλ. intransparent]
  • αδιαφήμιστος , η, ο [ἀδιαφήμιστος] α-δια-φή-μι-στος επίθ.: που δεν έχει διαφημιστεί: ~η: παράσταση. ~α: προϊόντα. ΑΝΤ. διαφημισμένος. [< αγγλ. unadvertised]
  • αδιάφθορος , η, ο [ἀδιάφθορος] α-δι-ά-φθο-ρος επίθ.: που δεν έχει διαφθαρεί ή δεν διαφθείρεται, ακέραιος, έντιμος: ~ος: αστυνομικός/δικαστής (= αδέκαστος)/εφοριακός (πβ. αλάδωτος)/πολιτικός. ~η: δικαιοσύνη/ψυχή (= αγνή). ~ες: αξίες/υπηρεσίες. ~α: ήθη/στελέχη. ΑΝΤ. διεφθαρμένος ● Ουσ.: αδιάφθοροι (οι): κρατικοί συνήθ. λειτουργοί επιφορτισμένοι με τη διεκπεραίωση υποθέσεων που απαιτούν ακεραιότητα και εντιμότητα: οι ~ της Αστυνομίας. [< αρχ. ἀδιάφθορος, γαλλ. incorruptible]
  • αδιαφιλονίκητος , η, ο [ἀδιαφιλονίκητος] α-δι-α-φι-λο-νί-κη-τος επίθ.: αδιαμφισβήτητος: ~ος: νικητής/πρωταθλητής (ΣΥΝ. αναμφισβήτητος, αναντίρρητος). ~η: αξία/απόδειξη (= αδιάψευστη)/επιτυχία/υπεροχή. ~ο: επίτευγμα/φαβορί. ~α: δικαιώματα/προνόμια/προσόντα. ● επίρρ.: αδιαφιλονίκητα [< γαλλ. indisputable, incontestable]
  • αδιαφορία [ἀδιαφορία] α-δι-α-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ανεξήγητη/απαράδεκτη/γενική/εγκληματική/κρατική/παντελής/προκλητική ~. ~ των αρμοδίων/της κοινωνίας/της οικογένειας/της Πολιτείας (ΑΝΤ. μέριμνα). ~ γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (ΣΥΝ. απάθεια)/τη ζωή/τα κοινά/το περιβάλλον/την πολιτική. (εμφατ.) ~ και απάθεια. Έντονα ίχνη εγκατάλειψης και ~ας στην επαρχία. Κλίμα ~ας στην αγορά. Κατηγορώ κάποιον για/προσάπτω σε κάποιον ~.|| Αντιμετωπίζει τον θάνατο με ~ (= αταραξία). Βλ. -φορία. ΑΝΤ. ενδιαφέρον (1) 2. ΨΥΧΟΛ. έλλειψη αντίδρασης στα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα. Βλ. αυτισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της αδιαφορίας: ΦΙΛΟΣ. απουσία οποιουδήποτε καταναγκασμού ή αιτίας που υποχρεώνει ή κατευθύνει τον άνθρωπο να πράττει σύμφωνα με ορισμένο τρόπο., καμπύλες αδιαφορίας: ΟΙΚΟΝ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απεικονίζουν συνδυασμούς αγαθών μεταξύ των οποίων ο καταναλωτής είναι αδιάφορος. [< αγγλ. indifference curves] [< μτγν. ἀδιαφορία, γαλλ. indifférence]
  • αδιαφοροποίητος , η, ο [ἀδιαφοροποίητος] α-δι-α-φο-ρο-ποί-η-τος επίθ. 1. που δεν διαφοροποιείται από κάποιον ή κάτι: ~η: κατηγορία/μάζα/οντότητα/σκέψη. ~ο: σύνολο. ΑΝΤ. διαφοροποιημένος 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. (για ιστό, κύτταρο) που δεν έχει υποστεί διαφοροποίηση, δεν έχει αναπτύξει εξειδικευμένη δομή και λειτουργία (εμβρυϊκό) ή που έχει υποστεί αποδιαφοροποίηση (καρκινικό): ~ος: αδένας/όγκος.|| ~η: αρθρίτιδα/λευχαιμία. [< 2: γαλλ. indifférencié]
  • αδιάφορος , η, ο [ἀδιάφορος] α-διά-φο-ρος & α-δι-ά-φο-ρος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ~η: έκφραση/ματιά/στάση. ~ο: ύφος. ~ για τα μαθήματα. Κάθομαι/μένω/παρακολουθώ/στέκομαι ~ (= απαθής). Κάνω/παριστάνω/προσποιούμαι τον ~ο. Ερωτικά (= ψυχρός)/πολιτικά ~. Η συζήτηση αυτή με αφήνει εντελώς/παγερά/παντελώς/τελείως ~ο (= ασυγκίνητο). 2. που δεν ενεργοποιεί το ενδιαφέρον κάποιου: ~η: εκπομπή/συζήτηση/ταινία (= ανιαρή, ανούσια, κενή, πληκτική). ~ο: παιχνίδι. ΑΝΤ. ενδιαφέρων ● επίρρ.: αδιάφορα 1. χωρίς ενδιαφέρον: Μου απάντησε/με κοίταξε/μου μιλούσε (δήθεν) ~. 2. (καταχρ.) αδιαφόρως. ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάφορη ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση ισορροπίας των σωμάτων η οποία, εφόσον διαταραχθεί, οδηγεί σε νέα θέση ισορροπίας. ● ΦΡ.: αδιάφορο αν: ανεξάρτητα από το αν, άσχετα αν: ~ ~ της αρέσει ή όχι, θα το δεχτεί., μου είναι αδιάφορο(ς): δεν μ' ενδιαφέρει: ~ ~ος ως άνθρωπος και ως άντρας. (Μου είναι) ~ο αν έρθει ή όχι., σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα βλ. σφυρίζω [< μτγν. ἀδιάφορος, γαλλ. indifférent]
  • αδιαφορώ [ἀδιαφορῶ] α-δια-φο-ρώ ρ. (αμτβ.) {αδιαφορ-είς ..., -ώντας | αδιαφόρ-ησα, -ήσει}: δείχνω αδιαφορία για κάτι ή σπανιότ. κάποιον, δεν δίνω σημασία: ~ εντελώς/πλήρως. ~ για τις εξελίξεις/τα έξοδα/τα λόγια του κόσμου (= αγνοώ, αψηφώ, παραβλέπω)/όλα/την πολιτική/τις συνέπειες/τιμές και διακρίσεις. ~εί για τα παιδιά του (= δεν ενδιαφέρεται, τα παραμελεί, είναι αδιάφορος, ΑΝΤ. νοιάζεται). ~εί για τον κίνδυνο (= τον περιφρονεί). ~ αν σου αρέσει ή όχι/σου κακοφανεί/συμφωνείς ή όχι (πβ. καρφί δεν μου καίγεται). Της παραπονέθηκα, μα εκείνη ~ησε. Δεν ασχολούμαι πλέον με το θέμα, ~ (= με αφήνει αδιάφορο). ΑΝΤ. ενδιαφέρομαι [< μτγν. ἀδιαφορῶ, γαλλ. indifférer]
  • αδιαφόρως [ἀδιαφόρως] α-δι-α-φό-ρως επίρρ. (+γεν./αν) (επίσ.): αδιακρίτως, ασχέτως: Συμμετείχαν όλοι, ~ (= ανεξαρτήτως) εθνικότητας και ηλικίας. Βλ. αδιάφορα. [< μτγν. ἀδιαφόρως]
  • αδιαφώτιστος , η, ο [ἀδιαφώτιστος] α-δι-α-φώ-τι-στος επίθ. 1. που δεν έχει διαφωτιστεί, δεν έχει ενημερωθεί για κάτι: ~ος: αναγνώστης (= ακατατόπιστος/απληροφόρητος). ~η: κοινή γνώμη. ~οι: πολίτες (= ανενημέρωτοι). 2. αδιευκρίνιστος: ~ο: έγκλημα/μυστήριο. Παραμένουν ακόμα ~ες (= ανεξιχνίαστες, σκοτεινές) ορισμένες πλευρές του θέματος.
  • αδιαχώρητο [ἀδιαχώρητο] α-δι-α-χώ-ρη-το ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.) μεγάλος συνωστισμός, στρίμωγμα: Δημιουργήθηκε/έγινε/επικράτησε το ~ στο αεροδρόμιο/στην αίθουσα. 2. ΦΥΣ. ιδιότητα της ύλης σύμφωνα με την οποία δύο σώματα δεν είναι δυνατόν να κατέχουν ταυτόχρονα την ίδια θέση: απόλυτο/σχετικό ~. [< 2: γαλλ. impénétrabilité]
  • αδιαχώριστος , η, ο [ἀδιαχώριστος] α-δι-α-χώ-ρι-στος επίθ.: που δεν διαχωρίζεται, δεν αποσπάται: ~ο: οικόπεδο/σύνολο (ΣΥΝ. αδιαίρετο, ΑΝΤ. διαχωρισμένο). Κοινά και ~α συμφέροντα. Μεγέθη αλληλένδετα και ~α. ΣΥΝ. αξεχώριστος [< αρχ. ἀδιαχώριστος]
  • αδιάψευστος , η, ο [ἀδιάψευστος] α-δι-ά-ψευ-στος επίθ.: που δεν μπορεί να διαψευστεί: ~η: απόδειξη/μαρτυρία/πληροφορία. ~ο: γεγονός/ντοκουμέντο/τεκμήριο. ~α: επιχειρήματα/στοιχεία/συμπεράσματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάψευστος/αψευδής μάρτυρας βλ. μάρτυρας [< μτγν. ἀδιάψευστος]

αυτισμός

αυτισμός [αὐτισμός] αυ-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αναπτυξιακή διαταραχή που οφείλεται σε νευροβιολογικά αίτια και χαρακτηρίζεται από στροφή του ατόμου στον εαυτό του, αδυναμία επικοινωνίας, μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και στερεοτυπική συμπεριφορά: κλασικός/νηπιακός ~. ~ υψηλής λειτουργικότητας. Πβ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ. Εκπαίδευση παιδιών και ενηλίκων με ~ό. Βλ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ, σχιζοφρένεια, -ισμός. 2. (μτφ.) εσωστρέφεια, εγκλωβισμός: ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. Βλ. ομφαλοσκόπηση. [< γερμ. Autismus, 1911, γαλλ. autisme, 1913, αγγλ. autism, 1944]

μάρτυρας

μάρτυρας μάρ-τυ-ρας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {(θηλ. γεν. μάρτυρος) | μαρτύρ-ων} 1. πρόσωπο που βλέπει ή αντιλαμβάνεται κάποιο γεγονός και είναι σε θέση να μιλήσει γι' αυτό: αξιόπιστος ~. ~ του ατυχήματος/της δολοφονίας/του εγκλήματος/του τροχαίου. Βρέθηκα/ήμουν ~ στο περιστατικό.|| (μτφ.) Η περιοχή έγινε ~ καταστροφών (: γνώρισε καταστροφές). 2. ΝΟΜ. & (λόγ.) μάρτυς: πρόσωπο που καταθέτει ενόρκως ενώπιον Αρχής για δικαστική υπόθεση και απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με το τι είδε και γνωρίζει· που παρίσταται σε επίσημη πράξη, με στόχο την πιστοποίησή της: αυτόκλητος/βασικός/κύριος/προστατευόμενος ~. ~ κατηγορίας/υπεράσπισης. ~ σε δίκη. ~-κλειδί. ~ ενώπιον ανακριτή/δικαστή/δικαστηρίου/ενόρκων/επιτροπής/στρατοδικείου. ~ εναντίον/υπέρ του ... Κατάθεση/κλήτευση/προσαγωγή/ψευδορκία ~α. Εμφανίζομαι/εξετάζομαι/παρουσιάζομαι/προσέρχομαι ως ~. Η αξιοπιστία του ~α αμφισβητήθηκε. Ο ~ ορκίστηκε στο Ευαγγέλιο. Είστε σίγουρος, κύριε μάρτυς, ότι αυτοί είναι οι δράστες; Καθεστώς προστασίας ~ων. Βλ. ψευδο~.|| Η δήλωση έγινε ενώπιον ~ων. Η διαθήκη συντάχθηκε/υπογράφηκε παρουσία ~ων. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε χρησιμεύει ως ένδειξη ή απόδειξη: Τα ευρήματα αποτελούν ~ες της ύπαρξης προϊστορικών λαών. 4. ΕΚΚΛΗΣ. & (λόγ.) μάρτυς: χριστιανός που διώχθηκε, υπέστη βασανιστήρια και θανατώθηκε για την πίστη του: ~ της Εκκλησίας. Η κάρα/το λείψανο του ~α. Το αίμα/η μνήμη των ~ων. Πβ. ιερο~. Βλ. άγιος, μεγαλο~, νεο~, οσιο~, πρωτο~, ομολογητής. 5. (μτφ.) αυτός που έχασε τη ζωή του για κάποιο ιδανικό ή/και για τα πιστεύω του· κατ' επέκτ. πρόσωπο που δεινοπαθεί, ταλαιπωρείται: ~ της ειρήνης/της ελευθερίας. Βλ. εθνο~, ηρωο~.|| Πώς αντέχει τόση γκρίνια; Είναι ~ (πβ. ήρωας)! ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάψευστος/αψευδής μάρτυρας & αδιάψευστη/αψευδής μαρτυρία: βέβαιο, αδιάσειστο αποδεικτικό στοιχείο: Το βιντεοσκοπημένο υλικό είναι ο ~ ~ της συνάντησής τους., αυτήκοος μάρτυρας βλ. αυτήκοος, αυτόπτης μάρτυρας βλ. αυτόπτης, μάρτυρες του Ιεχωβά βλ. Ιεχωβά ● ΦΡ.: μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός: (σε όρκο) για διαβεβαίωση περί της αλήθειας των λεγομένων: ~ ~, δεν το ήθελα/ήξερα!, τι χρείαν έχομεν (άλλων) μαρτύρων; βλ. χρεία [< μεσν. μάρτυρας, 4,5: γαλλ. martyr]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

-φανής

-φανής, ής, ές {-φανούς | -φανείς (ουδ. -φανή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά 1. φαίνεται να είναι αυτό που δείχνει η πρωτότυπη λέξη: αληθο~/δημοτικο~/πρωτο~.|| (μειωτ.) Σοβαρο~. 2. (κυρ. μτφ.) είναι φανερό, σαφές: εμ~/οφθαλμο~/πασι~/προ~.

-φορία

-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.