Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1800-1820]


  • αδίδακτος , η, ο [ἀδίδακτος] α-δί-δα-κτος επίθ. & (προφ.) αδίδαχτος 1. που δεν διδάχθηκε: ~η ύλη (ΑΝΤ. διδαγμένη, διδαχθείσα). 2. (για θεατρικό έργο) που δεν έχει παρουσιαστεί σε κοινό. ΣΥΝ. άπαιχτος (2) 3. (σπάν.-προφ.) (για πρόσ.) που δεν διδάχθηκε κάτι και κατ' επέκτ. αυτοδίδακτος: Επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, ~οι και αδιόρθωτοι.|| ~ος: καλλιτέχνης. ● ΣΥΜΠΛ.: αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο [< 2: αρχ. ἀδίδακτος]
  • αδιεκπεραίωτος , η, ο [ἀδιεκπεραίωτος] α-δι-εκ-πε-ραί-ω-τος επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που δεν διεκπεραιώθηκε, δεν ολοκληρώθηκε: ~η: αλληλογραφία. ~ο: έγγραφο. ~ες: εργασίες/υποθέσεις. ΑΝΤ. διεκπεραιωμένος.
  • αδιέξοδο [ἀδιέξοδο] α-δι-έ-ξο-δο ουσ. (ουδ.) {αδιεξόδ-ου | -ων} 1. (μτφ.) δύσκολη κατάσταση, με ανυπέρβλητα εμπόδια, χωρίς εξέλιξη, πρόοδο: κυβερνητικό/κυκλοφοριακό/συναισθηματικό/τραγικό/ψυχικό ~. Κοινωνικά/οικονομικά/πολιτικά ~α. Βρίσκομαι/καταλήγω/περιέρχομαι/φτάνω (μπροστά) σε ~. Οδηγώ/φέρνω κάποιον σε ~/προ ~ου. Έξοδος από το ~. Βγάζω/βγαίνω από το ~. Δημιουργούν ~α. Η αδιαλλαξία των δύο πλευρών οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ορατό/ πλήρες ~. Άρση/επίλυση του ~ου στην παιδεία. ΑΝΤ. διέξοδος (1) 2. δρόμος που δεν έχει πέρασμα από ή προς ένα μέρος: Το σοκάκι οδηγεί σε ~. ΑΝΤ. διέξοδος (2) 3. ΠΛΗΡΟΦ. κατάσταση κατά την οποία τίθενται σε αναμονή δύο ή περισσότερες διεργασίες εξαιτίας του ότι προσπαθούν να αντλήσουν ταυτοχρόνως στοιχεία από τις ίδιες μη διαθέσιμες πηγές. [< 1,2: γαλλ. impasse 3: deadlock]
  • αδιέξοδος , η, ο [ἀδιέξοδος] α-δι-έ-ξο-δος επίθ.: που δεν έχει διέξοδο: ~ος: δρόμος (= αδιέξοδο). ~ο: στενό.|| (μτφ.) ~ος: αγώνας. ~η: κατάσταση/πολιτική. ~ες: συζητήσεις (: που δεν οδηγούν πουθενά). [< αρχ. ἀδιέξοδος]
  • αδιερεύνητος , η, ο [ἀδιερεύνητος] α-δι-ε-ρεύ-νη-τος επίθ.: που δεν έχει διερευνηθεί, δεν έχει εξεταστεί προσεκτικά: ~ος: κόσμος (ΣΥΝ. ανεξερεύνητος). ~η: περιοχή/ψυχή. ~ο: θέμα. ~α: αίτια/κίνητρα/σκάνδαλα. Το ασυνείδητο παραμένει ~ χώρος (= ανεξιχνίαστος). ~α και αξεδιάλυτα μυστήρια. [< αρχ. ἀδιερεύνητος]
  • αδιευκρίνιστος , η, ο [ἀδιευκρίνιστος] α-δι-ευ-κρί-νι-στος επίθ.: που δεν έχει διευκρινιστεί, δεν έχει διασαφηνιστεί, ώστε να είναι ξεκάθαρος: ~η: ερώτηση/ψήφος. ~ο: θέμα. ~οι: όροι. ~α: γεγονότα/κίνητρα/σημεία (ΣΥΝ. αδιασαφήνιστα). Ο αριθμός των τραυματιών/των υποψηφίων παραμένει ~. Το ατύχημα έγινε κάτω από/υπό ~ες συνθήκες. Τα αίτια της πυρκαγιάς παραμένουν ακόμη ~α (ΣΥΝ. ανεξιχνίαστα). [< πβ. μτγν. ἀδιευκρίνητος «αδιαφοροποίητος, μπερδεμένος’]
  • αδικαιολόγητος , η, ο [ἀδικαιολόγητος] α-δι-και-ο-λό-γη-τος επίθ. 1. που δεν επιδέχεται λογική εξήγηση, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς: ~ος: ενθουσιασμός/πανικός/πυρετός. ~η: απόλυση/άρνηση/ενέργεια/χρέωση. ~ο: άγχος/αίτημα/κόστος. ~οι: φόβοι (= αβάσιμοι). ~ες: απουσίες (ΑΝΤ. δικαιολογημένες)/υποψίες. ~ες αυξήσεις στα καύσιμα. Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από το θέμα είναι ~. Πβ. αναιτιολόγητος, αναίτιος, ανεξήγητος.|| (ως ουσ., λόγ.) Το ~ο μιας απόφασης. || Πάνε να δικαιολογήσουν τα ~α. ΑΝΤ. δικαιολογημένος 2. που δεν του αναγνωρίζονται ελαφρυντικά, ώστε να αντιμετωπιστεί με επιείκεια και ανοχή: ~ος: εφησυχασμός. ~η: άγνοια/αδιαφορία/διάκριση (πβ. αυθαίρετη)/καθυστέρηση/παράλειψη/πράξη/σκληρότητα/στάση/συμπεριφορά (πβ. απαράδεκτη). ~ο: λάθος/φάουλ (βλ. εσκεμμένο). ~ες: αντιδράσεις/σπατάλες. Ό,τι και να λέει είναι ~ (ΣΥΝ. ασυγχώρητος)! ● επίρρ.: αδικαιολόγητα & (λόγ.) αδικαιολογήτως: Απουσιάζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αδικαιολόγητος πλουτισμός βλ. πλουτισμός [< μτγν. ἀδικαιολόγητος, γαλλ. injustifié]
  • αδικαίωτος , η, ο [ἀδικαίωτος] α-δι-καί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει δικαιωθεί, δεν έχει βρει δικαιοσύνη ή δεν έχει αναγνωριστεί η αξία του: ~ος: αγώνας/καλλιτέχνης/πολιτικός. ~η: ζωή. ~ο: αίτημα/έργο/ιδανικό. ~ες: ελπίδες. ~α: θύματα/λόγια. Έμεινε/έφυγε ~. Οι πόθοι των λαών παραμένουν ~οι. Πβ. ανικανοποίητος. ΑΝΤ. δικαιωμένος. [< μεσν. αδικαίωτος]
  • αδίκαστος , η, ο [ἀδίκαστος] α-δί-κα-στος επίθ.: που δεν έχει δικαστεί ή εκδικαστεί: ~ος: κρατούμενος. ~ες: υποθέσεις. [< αρχ. ἀδίκαστος]
  • αδίκημα [ἀδίκημα] α-δί-κη-μα ουσ. (ουδ.) {αδικήμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΝΟΜ. παράβαση του νόμου και γενικότ. πράξη ή παράλειψη που επιφέρει τιμωρία: αστικό/αυτόφωρο/οικονομικό/πειθαρχικό/ποινικό/στρατιωτικό/φορολογικό ~. Ποινικά κολάσιμο ~. ~ εξ αμελείας/εκ προμελέτης/κατά προσώπου. Πράξη που στοιχειοθετεί ~. Διαπράττω/καταγγέλλω ένα ~. Καταδικάστηκε/κατηγορείται/συνελήφθη για ~. Δράστης/τέλεση ~ατος. Παραγραφή ~άτων. Βλ. πλημμέλημα, πταίσμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιώνυμο αδίκημα/έγκλημα: ΝΟΜ. η ποινή του οποίου διαφοροποιείται από εκείνες των αδικημάτων στα οποία υπάγεται. [< γαλλ. délit particulier] , πολιτικό έγκλημα/αδίκημα βλ. έγκλημα [< αρχ. ἀδίκημα, γαλλ. délit]
  • αδικία [ἀδικία] α-δι-κί-α ουσ. (θηλ.) {αδικι-ών}: απουσία δικαιοσύνης και ειδικότ. πράξη ή συμπεριφορά αντίθετη προς το δίκαιο, τους γραπτούς ή άγραφους νόμους: κοινωνική ~. Αίσθημα ~ας. Αγώνας ενάντια στην/αντίσταση στην ~ (ΑΝΤ. δικαιοσύνη). Είναι ~ (= άδικο, κρίμα) να ... Δεν ανέχεται/δεν αντέχει την ~.|| Καταφανής/κατάφωρη/κραυγαλέα/πρόδηλη ~. Εγκλήματα και ~ες. Αποκατάσταση/άρση/επανόρθωση των ~ών. Κάνω/μου έγινε/υφίσταμαι ~. Συντελείται σε βάρος τους (μια) μεγάλη ~. Διέπραξε ~ (= αδίκημα). ● ΦΡ.: αδικία από το(ν) Θεό (εμφατ.): για άδικη και απροσδόκητη έκβαση ενός γεγονότος: Θα ήταν ~ ~ να μην περάσει το μάθημα μετά από τόσο διάβασμα! [< αρχ. ἀδικία]
  • άδικο [ἄδικο] ά-δι-κο ουσ. (ουδ.): πράξη που αντιτίθεται σε κάθε έννοια δικαίου και ηθικής, αδικία: Πολεμά/τιμωρεί το ~. Ρίχνω (όλο το) ~ σε κάποιον (= επιρρίπτω ευθύνες). Δεν σου δίνω ~ (= δεν σε αδικώ)! Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ~ που μου έγινε! (λαϊκό, σε ευχή) Ο Θεός να σε φυλάει από τ' ~! ΑΝΤ. δίκιο ● ΦΡ.: έχω άδικο: υποστηρίζω κάτι λάθος, έχω εσφαλμένη άποψη: Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Είναι απαράδεκτη! ~ ~ (= κάνω λάθος); ~εις ~ να μιλάς για εκβιασμό. Δεν έχεις (και) άδικο (= έχεις δίκιο) να/που είσαι επιφυλακτικός., κρίμα κι άδικο βλ. κρίμα, με πνίγει/με τρώει το δίκιο (μου)/τ' άδικο βλ. δίκιο [< μεσν. άδικο(ν)]
  • αδικο- : α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία μάταια ή με άδικο τρόπο: ~πραξία (βλ. κακο-). ~χαμένος.
  • αδικοπραγία βλ. αδικοπραξία
  • αδικοπραγώ [ἀδικοπραγῶ] α-δι-κο-πρα-γώ ρ. (αμτβ.) {αδικοπραγ-είς ... | αδικοπραγ-ήσει}: (σπάν.-επίσ.) διαπράττω άδικη ή παράνομη πράξη: ~εί συστηματικά. ~ούν εις βάρος/εναντίον του. Πβ. παρανομώ. [< μτγν. ἀδικοπραγῶ]
  • αδικοπρακτικός , ή, ό [ἀδικοπρακτικός] α-δι-κο-πρα-κτι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την αδικοπραξία: ~ή: ευθύνη/συμπεριφορά. ~ές: ενοχές. [< γαλλ. délictuel]
  • αδικοπραξία [ἀδικοπραξία] α-δι-κο-πρα-ξί-α ουσ. (θηλ.) & αδικοπραγία: ΝΟΜ. παράνομη πράξη σε βάρος κάποιου ή πρόκληση ζημίας σε άλλον, με υποχρέωση του δράστη σε αποζημίωση: διεθνείς ~ες. Ευθύνη εξ ~ας. Τελέστηκε ~. Διαπράττω ~ (= αδίκημα). [< γαλλ. délit]
  • άδικος , η, ο [ἄδικος] ά-δι-κος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίκου} 1. που παραβιάζει το νομικό δίκαιο ή το γενικό περί δικαίου αίσθημα: ~ος: άνθρωπος/κανονισμός/κόσμος/κριτής (ΑΝΤ. (ακριβο)δίκαιος, αμερόληπτος)/νόμος/χαρακτηρισμός. ~η: απόφαση/δίωξη/επίθεση/κατηγορία/κριτική/µεταχείριση (πβ. άνιση, ανισότιμη. ΑΝΤ. δίκαιη, ίση, ισότιμη)/ποινή/πράξη/τιμωρία. ~α: κέρδη (: που αποκτήθηκαν παράνομα)/μέτρα. Μη γίνεσαι ~! Γιατί είσαι ~η απέναντί/μαζί μου; Θα ήμουν ~, αν έλεγα ότι δεν με στήριξε (πβ. αχάριστος).|| (ως ουσ.) Η καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης αποθαρρύνει τους δικαίους και ενθαρρύνει τους αδίκους. 2. που δεν έχει αποτέλεσμα, ανώφελος: ~ος: αγώνας. ~η: προσπάθεια/ταλαιπωρία. ΣΥΝ. μάταιος (1) 3. για κάτι δυσάρεστο που συνέβη σε κάποιον χωρίς να του αξίζει: ~ος: θάνατος. ~η: ήττα (ομάδας)/μοίρα. ~ο: τέλος. ~α: έξοδα. Ο ξαφνικός και ~ χαμός της μας συγκλόνισε. ● επίρρ.: άδικα & (λόγ.) αδίκως 1. με τρόπο άδικο, αντίθετο προς το δίκαιο: ~ βασανίστηκε/καταδικάστηκε. Έφυγε/χάθηκε ~ (= πέθανε, ΣΥΝ. πήγε άδικα). 2. αδικαιολόγητα, μάταια, ανώφελα, άσκοπα: ~ στενοχωριέμαι/χάνω τον καιρό μου. Έχει δοθεί μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα και όχι ~. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος βλ. κόπος ● ΦΡ.: άδικα των αδίκων (επιτατ.): πολύ άδικα: ~ ~ θρηνήσαμε τόσα θύματα., ήρξατο χειρών αδίκων (αρχαιοπρ.): διέπραξε πρώτος μια άδικη, μεμπτή, αξιόποινη πράξη., πάει άδικα: για πρόσ. που παθαίνει κάτι χωρίς να του αξίζει ή γενικότ. για κάτι που δεν αξιοποιείται, πηγαίνει χαμένο: Κρίμα νέο παιδί να πάει έτσι ~ (: να πεθάνει)!|| Δεν πήγε ~ η θυσία/προσπάθειά τους., (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, τελεί εν αδίκω βλ. τελώ, τζάμπα κι άδικα βλ. τζάμπα [< αρχ. ἄδικος]
  • αδικοχαμένος , η, ο [ἀδικοχαμένος] α-δι-κο-χα-μέ-νος επίθ.: (για πρόσ.) που έχασε τη ζωή του άδικα, πρόωρα, βίαια: ~ο: παλικάρι. ~ες: ζωές/ψυχές.
  • αδικώ [ἀδικῶ] α-δι-κώ ρ. (μτβ.) {αδικ-είς ..., -ώντας | αδίκ-ησα, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} 1. διαπράττω αδικία, παραβαίνω το δίκαιο: Τον ~ησαν (: τον έριξαν) τ' αδέρφια του στη μοιρασιά της περιουσίας. Δεν θέλω να ~ήσω (: να βλάψω) κανένα. Τα μικρά κόμματα ~ούνται (: ζημιώνονται) από το εκλογικό σύστημα. Αισθάνεται μονίμως ~ημένη (= ριγμένη). ~ημένος από τη φύση/τον ~ησε η φύση (: για άνθρωπο με σωματική ή πνευματική αναπηρία). 2. κρίνω άδικα: Οι δικαστές τον ~ησαν. Ήθελες κι εσύ να ξεσκάσεις, δεν σ' ~ (: έχεις δίκιο, δεν σε κατηγορώ, πβ. παρεξηγώ). Ο μεγάλος ~ημένος της απονομής των φετινών μουσικών βραβείων (πβ. χαμένος). 3. παρουσιάζω, καθιστώ, θεωρώ κάποιον ή κάτι κατώτερο ή χειρότερο από ό,τι είναι, μειώνω, υποτιμώ: ~είς τον εαυτό σου με τέτοιες επιλογές. Το κούρεμα/το ντύσιμο αυτό την ~εί (: δεν την κολακεύει). Το αποτέλεσμα ~εί κατάφωρα την ομάδα (: είναι πολύ κατώτερο της εμφάνισής/απόδοσής της).|| ~είται σ' αυτή τη δουλειά, αξίζει κάτι καλύτερο. [< 1: αρχ. ἀδικῶ 2,3: γαλλ. faire injustice]

αδικοπραξία

αδικοπραξία [ἀδικοπραξία] α-δι-κο-πρα-ξί-α ουσ. (θηλ.) & αδικοπραγία: ΝΟΜ. παράνομη πράξη σε βάρος κάποιου ή πρόκληση ζημίας σε άλλον, με υποχρέωση του δράστη σε αποζημίωση: διεθνείς ~ες. Ευθύνη εξ ~ας. Τελέστηκε ~. Διαπράττω ~ (= αδίκημα). [< γαλλ. délit]

δίκαιος

δίκαιος, η, ο δί-και-ος επίθ. 1. που είναι σύμφωνος με το δίκαιο: ~ος: αγώνας/διακανονισμός/όρος. ~η: αμοιβή/απαίτηση/αποζημίωση/διανομή (κληρονομιάς)/διεκδίκηση/δίκη/επιλογή/κρίση/μεταχείριση/ποινή/πολιτική/ρύθμιση. ~ο: αίτημα. Είναι ~ο να/που ... (: ορθό, πρέπον, σωστό). Αν θέλουμε να είμαστε ~οι, … Η διεθνής κοινότητα αναζητά μια ~η και βιώσιμη λύση/διευθέτηση του ζητήματος.|| (για πρόσ.) ~ος: εξεταστής/κριτής (= ακριβο~, αμερόληπτος, αντικειμενικός, ΑΝΤ. μεροληπτικός). ΑΝΤ. άδικος (1) 2. δικαιολογημένος: ~ος: εκνευρισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αγανάκτηση/αντίδραση/αντιμετώπιση/αυστηρότητα/δυσφορία/έκρηξη οργής/επιθυμία. ~ο: παράπονο. ΑΝΤ. αδικαιολόγητος (1) 3. επάξιος: ~ος: έπαινος. ~η: αναγνώριση/επιτυχία/νίκη. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο βλ. εμπόριο ● ΦΡ.: (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους (ΚΔ, λόγ.) & (εσφαλμ.) επί δικαίων και αδίκων: (συνήθ. για κάτι δυσάρεστο) προς όλους ανεξαιρέτως: Η υποψία αιωρείται ~ ~., κοιμάται τον ύπνο του δικαίου βλ. ύπνος, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος ● βλ. δίκαια [< αρχ. δίκαιος]

δίκιο

δίκιο δί-κιο ουσ. (ουδ.): αυτό που είναι ηθικό, ορθό ή κοινωνικά αποδεκτό, που βασίζεται σε δικαίωμα ή στο δίκαιο: Είναι/έχω το ~ με το μέρος μου. Δεν είχα ~ που σου είπα ότι ...; Ο πελάτης έχει πάντα ~. Έχετε κάθε ~ (= λόγο) να διαμαρτύρεστε για την καθυστέρηση. Τελικά είχες απόλυτο ~. Σκοπεύω να διεκδικήσω το ~ μου! Πολεμώ για το ~ μου. (προφ.) Έχεις χίλια ~ια/όλα τα ~ια του κόσμου. ΑΝΤ. άδικο ● ΦΡ.: (και) με το δίκιο του/με όλο του το δίκιο (προφ.-εμφατ.): δικαιολογημένα, σωστά: Θύμωσε ~ ~., βρίσκω το δίκιο μου (προφ.): δικαιώνομαι: Έτσι είναι, αλλά πού να βρεις το ~ σου;, δίνω δίκιο (σε κάποιον): τον δικαιολογώ, κρίνω ότι έπραξε ορθά: Όλοι μου έδωσαν ~ και με υποστήριξαν στον αγώνα μου., με πνίγει/με τρώει το δίκιο (μου)/τ' άδικο (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση ή/και αδυναμία αντίδρασης σε αδικία., για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, χάνω το δίκιο μου βλ. χάνω [< μεσν. δίκιο]

έγκλημα

έγκλημα [ἔγκλημα] έ-γκλη-μα ουσ. (ουδ.) {εγκλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. άδικη πράξη ή παράλειψη καθήκοντος που τιμωρείται από τον νόμο· ειδικότ. ανθρωποκτονία: αυτόφωρο ~. ~ βίας/μίσους/πάθους. ~ κατά της ζωής/της ιδιοκτησίας/της φύσης (= οικολογικό ~). ~ εκ προμελέτης/εξ αμελείας/με δόλο/με πρόθεση. Το ~ της αρχαιοκαπηλίας/του εμπρησμού/της εσχάτης προδοσίας/της σεξουαλικής κακοποίησης. Καταδικάστηκε/κατηγορείται για ~. (Ηθικός) αυτουργός/διαλεύκανση/εκδίκαση/ένοχος/εξιχνίαση/θύμα/κίνητρα/μάρτυρες/παραγραφή/πρόληψη/καταστολή/τέλεση ~ατος. Συνεργοί στο ~. Βασικά/θρησκευτικά/οικονομικά (βλ. φοροδιαφυγή)/ρατσιστικά ~ατα. Αποκαλύπτω/διαπράττω/ομολογώ/σκεπάζω ένα ~. Στα ίχνη του ~ατος. ~ σε βαθμό κακουργήματος. Βλ. πλημμέλημα, πταίσμα.|| Άγριο/αποτρόπαιο/ειδεχθές/πρωτοφανές/στυγερό/φρικιαστικό ~. ~ εν ψυχρώ. Βασικός ύποπτος για το ~. (ως παραθετικό σύνθ.) ~-μυστήριο (= μυστηριώδες). Πβ. δολοφονία, φόνος. ΣΥΝ. εγκληματική ενέργεια (1) 2. (μτφ.-εμφατ.) ενέργεια που θεωρείται απαράδεκτη· λάθος, συνήθ. με πολύ δυσάρεστες συνέπειες: ~ κατά/σε βάρος του λαού. Μέγιστο/έσχατο ~. Είναι ~ να λέω τη γνώμη μου ξεκάθαρα; ● ΣΥΜΠΛ.: διαρκές έγκλημα: ΝΟΜ. του οποίου η ενέργεια συνεχίζεται και μετά την τέλεσή του, π.χ. αρπαγή ανηλίκου· κατ' επέκτ. που δεν παραγράφεται λόγω των σοβαρών του συνεπειών: ~ ~ κατά του περιβάλλοντος., εγκλήματα πολέμου: που διαπράττονται κατά τη διάρκεια πολέμου, παραβιάζοντας διεθνείς συμβάσεις (π.χ. βασανιστήρια αιχμαλώτων). [< αγγλ. war crimes, 1906] , ηλεκτρονικό έγκλημα & ηλεκτρονική εγκληματικότητα: ΔΙΑΔΙΚΤ. κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται μέσω υπολογιστή ή δικτύου: κράκερ/χάκερ και ~ ~. Πάταξη του ~ού ~ατος. Υπηρεσία Δίωξης ~ού ~ατος. Βλ. δικτυοπειρατεία, ηλεκτρονικό εμπόριο. ΣΥΝ. κυβερνοέγκλημα [< αγγλ. electronic/e- crime] , οργανωμένο έγκλημα: εγκληματικές οργανώσεις ή/και η παράνομη δραστηριότητά τους: διασυνοριακό/διεθνές ~ ~. Τα δίκτυα/τα κυκλώματα/οι νονοί του ~ου ~ατος. Το εμπόριο ανθρώπων ως μορφή ~ου ~ατος. Βλ. μαφία, συμμορία, τρομοκρατία, υπόκοσμος. [< αγγλ. organized crime, 1929] , πειστήρια του εγκλήματος: αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξή του: Εξαφάνισε/ψάχνει για τα ~ ~. Τα ~ ~ εξετάζονται στο εγκληματολογικό εργαστήριο. Πβ. τεκμήριο., πολιτικό έγκλημα/αδίκημα: κάθε πράξη που παραβιάζει την έννομη λειτουργία ή την οργάνωση ενός κράτους., στιγμιαίο έγκλημα: ΝΟΜ. έγκλημα που ολοκληρώνεται τη στιγμή που τελείται. Βλ. φόνος., τόπος του εγκλήματος: το σημείο όπου διαπράχθηκε ένα έγκλημα: Εξέταση/έρευνα στον ~ο ~. Συνελήφθη στον ~ο ~. Ο δολοφόνος γυρνάει/επιστρέφει πάντα στον ~ο ~., αναπαράσταση (του) εγκλήματος βλ. αναπαράσταση, έγκλημα καθοσιώσεως βλ. καθοσίωση, ιδιώνυμο αδίκημα/έγκλημα βλ. αδίκημα, οικονομικό έγκλημα βλ. οικονομικός, σώμα του εγκλήματος βλ. σώμα ● ΦΡ.: έγκλημα και τιμωρία: σε περιπτώσεις που μια αξιόποινη πράξη τιμωρείται τελικά με δίκαιο και παραδειγματικό τρόπο., έγκλημα κατά της ανθρωπότητας : κτηνώδης, ανήθικη πράξη (π.χ. εξολόθρευση ή υποδούλωση) σε βάρος ολόκληρου πληθυσμού ή τμήματός του για φυλετικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους. Βλ. γενοκτονία, ολοκαύτωμα., εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: ΝΟΜ. βιασμός, αποπλάνηση ανηλίκου, σεξουαλική κακοποίηση: ~ ~ και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής., αποδοχή προϊόντων εγκλήματος βλ. αποδοχή, εγκλήματα κατά των ηθών βλ. ήθος [< αρχ. ἔγκλημα ‘κατηγορητήριο, μήνυση’, γαλλ.-αγγλ. crime]

κατάρα

κατάρα κα-τά-ρα ουσ. (θηλ.) 1. φράση που δηλώνει επιθυμία να πάθει κάποιος κάτι κακό, συχνά με επίκληση υπερφυσικής δύναμης: βαριά ~. Η ~ της έπιασε (= πραγματοποιήθηκε). Την ~ μου να 'χει! Εκστομίζει ~ες.|| (ως επιφών.) ~ (σ)τη στιγμή/(σ)την ώρα που ... (= ανάθεμα)! Βλ. ευλογία. 2. (μτφ.) συμφορά, δυστυχία: η ~ του πολέμου (πβ. μάστιγα). Η χαρτοπαιξία είναι ~. Κάποια ~ τον βαραίνει/βρήκε. ~ έπεσε στο ... Τι ~ είν' αυτή να μη στεριώνει πουθενά! Είναι κατάρα και ευχή μαζί. Βλ. ευτυχία. ● ΦΡ.: γυρίζει σαν την άδικη κατάρα (προφ.): περιφέρεται άσκοπα., ευχή και κατάρα 1. για κάτι που έχει θετικές και αρνητικές πλευρές: Η δόξα/ομορφιά είναι ~ ~ (μαζί). 2. (προφ.) για να δηλωθεί εντολή επιτακτική και δεσμευτική για τον αποδέκτη της: ~ ~ σου αφήνω/δίνω, μην ασχοληθείς ποτέ σου με .../φύγε μακριά!, κατάρα στον λαδέμπορα! βλ. λαδέμπορος [< αρχ. κατάρα]

κείμενο

κείμενο κεί-με-νο ουσ. (ουδ.) {κειμέν-ου | -ων} 1. αυτοτελής συνήθ. ενότητα γραπτού λόγου: αυθεντικό/εισαγωγικό/ενημερωτικό/επισυναπτόμενο/έτοιμο/καλογραμμένο/λογοτεχνικό/νομικό/ξενόγλωσσο/πεζό/ποιητικό/πολιτικό/σατιρικό/τυπωμένο/χειρόγραφο ~. Εκκλησιαστικά/κλασικά ~α (: της κλασικής περιόδου). Ανάγνωση/δημοσίευση/διόρθωση/κατανόηση/μετάφραση/παραγωγή/περίληψη/συγγραφή ~ου. Δημιουργός (βλ. συγγραφέας)/παράγραφοι/συντάκτης/τίτλος του ~ου. ~ γεμάτο αντιφάσεις/λάθη. Το ~ της αγγελίας/της διαθήκης/της επιστολής/της ομιλίας/της όπερας (= λιμπρέτο)/της πρόσκλησης/της συνέντευξης/του τραγουδιού (: οι στίχοι). Εικονογράφηση/επιμέλεια ~ου. ~ αρχών/διαμαρτυρίας. Υπογράφω ~ συμπαράστασης. ~ αρχών. Διαβάστε το παρακάτω/παραπάνω ~. Βλ. έγγραφο.|| (ΠΟΛΙΤ.-ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ εργασίας. Το ~ της απόφασης/της παραίτησης/της συνθήκης/του Συντάγματος/του σχεδίου νόμου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικό/πρότυπο (βλ. σχεδιότυπο)/ψηφιακό ~. Αρχείο/επεξεργασία ~ου. Βλ. υπερ~.|| Προφορικό ~. Οπτικό ~ (= εικόνα). Βλ. τηλε~. 2. ΦΙΛΟΛ. (& πρωτότυπο κείμενο) γραπτό έργο στην αρχική του μορφή, όπως γράφτηκε από τον δημιουργό του, σε αντιδιαστολή προς τα αντίγραφα ή τις μεταφράσεις του: έκδοση/ερμηνεία/παραλλαγές/σχολιασμός του ~ου. Διασκευή ~ων. Πβ. αυτόγραφο. 3. ΓΛΩΣΣ. απόσπασμα προφορικού ή γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία και χαρακτηρίζεται από τις κειμενικές λειτουργίες: αφηγηματικό/διαλογικό/επιχειρηματολογικό/περιγραφικό ~. Βλ. δια~, μικρο~, περι~, συγ~. ● Υποκ.: κειμενάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο): (σε εξετάσεις, για απόσπασμα αρχαιοελληνικού συνήθ. έργου) που δεν έχουν ή έχουν διδαχθεί, αντίστοιχα, οι εξεταζόμενοι: μετάφραση ~ου ~ου., κριτική του κειμένου: ΦΙΛΟΛ. συγκριτική μελέτη των αντιγράφων που σώζονται από ένα έργο με σκοπό την αποκατάσταση της αρχικής, αυθεντικής του μορφής· ο αντίστοιχος κλάδος: η ~ ~ της Καινής/Παλαιάς Διαθήκης. Βλ. παλαιογραφία, παπυρολογία., παράλληλο κείμενο: (στην εκπαίδευση, συνήθ. στο μάθημα της λογοτεχνίας, της γλώσσας και της ιστορίας) που διδάσκεται, μελετάται ή εξετάζεται συγκριτικά με κάποιο άλλο βασικό, για να γίνει περισσότερο κατανοητό, να εμπλουτιστεί ή να αντικρουστεί το περιεχόμενο του δευτέρου., πολυτροπικό κείμενο: που περιλαμβάνει συνδυασμό σημειωτικών τρόπων (π.χ. γλώσσα, εικόνα, μουσική) για τη μετάδοση μηνύματος: Το ~ ~ στη διδασκαλία της γλώσσας. Βλ. Νέες Τεχνολογίες, πολυμέσα. [< αγγλ. multimodal text] , σώμα κειμένων {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΓΛΩΣΣ. ευρεία συστηματική συλλογή αυθεντικών γραπτών, συνήθ. αποθηκευμένων σε ηλεκτρονική μορφή, ή ηχογραφημένων προφορικών κειμένων, που αντιπροσωπεύουν παραδείγματα χρήσης μιας γλώσσας ή των ποικιλιών της και συλλέγονται ή είναι διαθέσιμα για γλωσσική και γλωσσολογική ανάλυση. Βλ. θησαυρός. ΣΥΝ. κόρπους, επεξεργαστής κειμένου βλ. επεξεργαστής, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, συνεργατική συγγραφή κειμένων βλ. συνεργατικός ● ΦΡ.: εκτός κειμένου 1. για υλικό που δεν περιλαμβάνεται στη σελιδαρίθμηση εντύπου: εικόνες/πίνακες/σχέδια/φωτογραφίες/χάρτες ~ ~. 2. για κάτι που λέγεται προφορικά και δεν περιέχεται σε γραπτό: ~ ~ τόνισε τα εξής ... [< μτγν. κείμενον < κεῖμαι ‘βρίσκομαι, είμαι’, αγγλ. text, γαλλ. texte]

κόπος

κόπος κό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

κρίμα

κρίμα κρί-μα ουσ. (ουδ.) 1. (κυρ. σε απρόσ. ρηματικές εκφρ.) οτιδήποτε συμβαίνει άδικα ή από κακοτυχία και προκαλεί απογοήτευση, λύπη ή/και συμπάθεια (για το πρόσωπο που το υφίσταται): Tο ~ είναι πως ... (Είναι) ~ να τον κατηγορείς, χωρίς να είσαι σίγουρος. Ήταν πραγματικά ~ (= λυπηρό) που έχασε τέτοιο θέαμα! Πβ. αδικία, ατυχία.|| (ως επίρρ., & (λαϊκό) κρίμας) ~ (σ)τον κόπο μου (βλ. χαρά στο κουράγιο)/(σ)τα νιάτα του! ~ τα λεφτά που έδωσες! ~ που δεν είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε! ~ τόση δουλειά να πάει χαμένη!|| (ως επιφών.) (Αχ,) τι ~, Θεέ μου! Δεν θα 'ρθεις; ~! Πβ. πω πω. 2. {πληθ. κρίμ-ατα} παράβαση θείου ή ηθικού νόμου, αμαρτία: ανομολόγητο/ασυγχώρητο/βαρύ/θανάσιμο/νεανικό ~. Εξομολογούμαι/λέω το ~ μου. Ομολόγησε/πλήρωσε τα ~ατά του. Πβ. παράπτωμα, φταίξιμο. ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα ● ΦΡ.: κρίμα κι άδικο (λαϊκό-εμφατ.): μεγάλη αδικία: Είναι ~ ~ να χάσει μια τέτοια ευκαιρία!, το κρίμα στο λαιμό σου! (προφ.-εμφατ.): εσύ είσαι αποκλειστικά υπεύθυνος για το ενδεχόμενο κακό: Αν γίνει λάθος, ~ ~!, κρίμα (σ)το μπόι σου! βλ. μπόι [< αρχ. κρίμα]

πλημμέλημα

πλημμέλημα πλημ-μέ-λη-μα ουσ. (ουδ.) {πλημμελήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. παράπτωμα που τιμωρείται με φυλάκιση (από δέκα μέρες έως πέντε έτη), πρόστιμο ή (ειδικότ. για εφήβους) περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα: απλό/αυτόφωρο ~. Διάπραξη/τέλεση ~ατος. Αδικήματα/απιστία/διώξεις/κατηγορίες/πλαστογραφία σε βαθμό ~ατος. Σωρεία ~άτων. Τριμελές Εφετείο ~άτων. Βλ. έγκλημα, κακούργημα, πταίσμα. 2. (κατ' επέκτ.) μικρής σπουδαιότητας λάθος, ατόπημα. Πβ. ολίσθημα, πλημμέλεια, σφάλμα. [< 1: αρχ. πλημμέλημα]

πλουτισμός

πλουτισμός πλου-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): απόκτηση υλικού ή σπανιότ. πνευματικού πλούτου: αθέμιτος (βλ. κερδοσκοπία)/γρήγορος/εύκολος/ξαφνικός/παράνομος/προσωπικός ~. ~ των λίγων. Βλ. νεο~.|| (μτφ.) ~ της γλώσσας/των γνώσεων. Πβ. αύξηση, διεύρυνση, επέκταση, εμ~. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αδικαιολόγητος πλουτισμός: ΝΟΜ. αρχή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται να γίνει κάποιος πλουσιότερος σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία για αυτό. [< μτγν. πλουτισμός]

τελώ

τελώ [τελῶ] τε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τελ-είς ...| τέλε-σα, τελέ-σει, -στηκε, -στεί, (λόγ.) τετελεσμένος, τελ-ώντας, -ούμενος} (λόγ.) 1. εκτελώ, πραγματοποιώ επίσημη εκδήλωση ή θρησκευτικό μυστήριο, διαπράττω: ~εί (= έχει αναλάβει) χρέη ταμία. Έθιμο που ~είται (= γίνεται) και σήμερα.|| Τον γάμο ~σε ο ιερέας της Ενορίας. Η βάπτιση θα ~στεί στον ιερό ναό ... Η κηδεία ~στηκε δημοσία δαπάνη.|| (ΝΟΜ.) ~ούμενα: αδικήματα/εγκλήματα. ΣΥΝ. διενεργώ 2. βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση, υφίσταμαι, αντιμετωπίζω: ~εί εν αποστρατεία. Η έκθεση ~εί υπό την αιγίδα του Υπουργείου. ~ούν εν αναμονή των εξελίξεων. Η κατάσταση ~εί υπό έλεγχο. ~εί υπό παρακολούθηση. ~εί εν αγνοία του ... Η ισχύς του μέτρου ~εί εν αμφιβόλω. Η περιοχή ~εί υπό κατοχή. Η σχολή ~εί υπό κατάληψη. Το κίνημα ~εί υπό διωγμό(ν). Η χώρα ~εί υπό καθεστώς επιτήρησης/ομηρίας.|| (ειρων.) Η επιτροπή ~εί εν υπνώσει.|| (ΝΟΜ.) ~εί εν χηρεία. Η εταιρεία ~εί υπό πτώχευση. Ο κατηγορούμενος ~εί υπό προσωρινή κράτηση. Πβ. δια~. ● ΦΡ.: είμαι/τελώ εν γνώσει: (+ γεν.) είμαι ενήμερος, γνώστης ενός πράγματος: ~ ~ του γεγονότος/των κινδύνων/των συνεπειών. Το θέμα είναι ~ του αρμόδιου υπουργείου., τελεί εν αδίκω: έχει άδικο, διαπράττει άδικη πράξη. [< 1: αρχ. τελῶ 2: γαλλ. être]

τζάμπα

τζάμπα τζά-μπα επίρρ. & τσάμπα (προφ.) 1. δωρεάν ή πολύ φτηνά: Το ηχείο το πήρα ~ από ένα φίλο (: μου το χάρισε). (ως επίθ.) ~ φαγητό. Βρήκα ~ εισιτήρια/προσκλήσεις.|| Το αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, σχεδόν ~. Πβ. πάμφθηνα.|| ~ δουλεύει (: για πολύ λίγα χρήματα).|| (ως ουσ.) Έχει μάθει/συνηθίσει στο ~. Πβ. τζαμπέ. 2. (μτφ.) μάταια: ~ ο ενθουσιασμός/ο κόπος (= κρίμα, χαράμι· ΑΝΤ. χαλάλι)/η κούραση/η φασαρία. ~ ανησυχείς/ταλαιπωρείσαι/χάνεις την ώρα σου. ~ ήρθαμε, δεν είναι κανείς εδώ. 3. (ως επίθ.) (μτφ.-ειρων.) που δεν έχει βαρύτητα ή συνέπειες, χωρίς αιτία ή κόστος: ~ αντίσταση/κριτική/λόγια/μαγκιά/υποσχέσεις (πβ. ανέξοδος, εύκολος). ~ επαναστάτες.|| Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ~ είναι! ● ΣΥΜΠΛ.: πεταμένα/τζάμπα/κοροϊδίστικα λεφτά βλ. λεφτά ● ΦΡ.: στο τζάμπα (προφ.-ειρων.): χωρίς καθόλου χρήματα ή με πολύ λίγα: Δεν πλήρωσαν είσοδο, μπήκαν ~ ~. Τη βγάζουν ~ ~, πάντα τους κερνάνε., τζάμπα και βερεσέ (προφ.): άδικα, άσκοπα: Τόση δουλειά πήγε ~ ~ (= στράφι)!, τζάμπα κι άδικα (προφ.): χωρίς λόγο, μάταια: ~ ~ στενοχωριέσαι., τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που προσφέρεται χωρίς αντάλλαγμα είναι πάντα ευχάριστο και καλοδεχούμενο., τζάμπα πράμα & πράγμα (προφ.): κυρ. για προϊόν σε πολύ καλή τιμή: Παρ' το, ~ ~ είναι. Βλ. κελεπούρι., τζάμπα μάγκας βλ. μάγκας, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< τουρκ. caba]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.