αδιοίκητος , η, ο [ἀδιοίκητος ] α-δι-οί-κη-τος επίθ.: που δεν έχει διοίκηση, δεν διοικείται (συνήθ. σωστά): ~η: εταιρεία. ~ο: ίδρυμα. Ο οργανισμός λειτουργεί ~, χωρίς έλεγχο από κανέναν. Πβ. ακέφαλος, ακυβέρνητος. [< αρχ. ἀδιοίκητος]
αδιόρατος , η, ο [ἀδιόρατος] α-δι-ό-ρα-τος επίθ.: που φαίνεται αμυδρά, γίνεται αντιληπτός με δυσκολία: ~ος: φόβος. ~η: απειλή (βλ. αόρατος)/ειρωνεία/θλίψη/ρυτίδα (ΣΥΝ. δυσδιάκριτη). ~ο: χαμόγελο. ~ες: αλλαγές (ΣΥΝ. ανεπαίσθητες). Το μέλλον είναι ~ο (= αβέβαιο). ● επίρρ.: αδιόρατα [< μτγν. ἀδιόρατος ‘μη ορατός’, γαλλ. imperceptible]
αδιόρθωτος , η, ο [ἀδιόρθωτος] α-δι-όρ-θω-τος επίθ. 1. που δεν έχει διορθωθεί· σπανιότ. που δεν έχει επισκευαστεί: ~η: άσκηση/έκθεση. ~ο: γραπτό/διαγώνισμα. ~α: τυπογραφικά λάθη (ΑΝΤ. διορθωμένα).|| ~ο: μηχάνημα/ρολόι.2. που παραμένει ίδιος, δεν διορθώνεται, δεν βελτιώνεται: ~ος: γυναικάς/τεμπέλης/ψεύτης (ΣΥΝ. αγιάτρευτος, αμετανόητος). Παραμένει αμετανόητα/πεισματικά/προκλητικά ~.|| (ως ουσ.) Άντε τώρα να διορθώσεις τα ~α! ● επίρρ.: αδιόρθωτα:Είναι ~ αισιόδοξος/αφελής/ρομαντικός (ΣΥΝ. αθεράπευτα). [< 1: αρχ. ἀδιόρθωτος 2: μτγν. ~, γαλλ. incorrigible]
αδιοριστία [ἀδιοριστία] α-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): η κατάσταση του αδιόριστου: ~ των αποφοίτων των καθηγητικών σχολών. Βλ. επετηρίδα.
αδιόριστος , η, ο [ἀδιόριστος] α-δι-ό-ρι-στος επίθ.: που δεν έχει διοριστεί, κυρ. σε δημόσια υπηρεσία: ~οι: εκπαιδευτικοί. ~οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. [< μτγν. ἀδιόριστος 'απροσδιόριστος']
αδιπικός , ή, ό [ἀδιπικός] α-δι-πι-κός επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αδιπικό οξύ: ΧΗΜ. κορεσμένο οξύ που χρησιμοποιείται ως βασική πρώτη ύλη για πλαστικά, λιπαντικά και νάιλον. [< γαλλ. acide adipique]
αδίστακτος , η, ο [ἀδίστακτος ] α-δί-στα-κτος επίθ. & (προφ.) αδίσταχτος (αρνητ. συνυποδ.): που δεν έχει ηθικούς φραγμούς: ~ος: δημαγωγός/εγκληματίας/εκμεταλλευτής/κακοποιός/πολιτικός (ΣΥΝ. ανενδοίαστος)/τυχοδιώκτης. ~η: κερδοσκοπία/συμμορία. ~ο: κύκλωμα. ~οι: καταπατητές. Αμείλικτος/σκληρός/στυγνός και ~. ● επίρρ.: αδίστακτα & (προφ.) αδίσταχτα [< μτγν. ἀδίστακτος]
αδιύλιστος , η, ο [ἀδιύλιστος] α-δι-ύ-λι-στος επίθ.: που δεν έχει διυλιστεί, φιλτραριστεί: ~ο: νερό/πετρέλαιο. ~α: λάδια. ΣΥΝ. αφιλτράριστος (1) [< μτγν. ἀδιύλιστος, αγγλ. undistilled]
αδίωκτος , η, ο [ἀδίωκτος] α-δί-ω-κτος επίθ. (σπάν.-επίσ.): που δεν διώκεται (συνήθ. δικαστικά για τη διάπραξη αδικήματος): ~ από τη δικαιοσύνη. Οι δολοφόνοι έμειναν/παραμένουν ~οι και ατιμώρητοι.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο των οφειλετών. Πβ. ακαταδίωκτος. [< μτγν. ἀδίωκτος]
αδογμάτιστος , η, ο [ἀδογμάτιστος] α-δογ-μά-τι-στος επίθ.: που δεν χαρακτηρίζεται από δογματισμό: ~ος: διάλογος/πολιτικός/στοχαστής. ~η: διδασκαλία/θέση/κριτική. ~ο: πνεύμα. ~ και αφανάτιστος. ΑΝΤ. δογματικός (1) ● επίρρ.: αδογμάτιστα [< μεσν. αδογμάτιστος]
αδόκητος , η, ο [ἀδόκητος] α-δό-κη-τος επίθ. (επίσ.): (για κάτι αρνητικό, κυρ. για θάνατο) που δεν ήταν αναμενόμενος, που συμβαίνει ξαφνικά: ~ος: χαμός. ~η: απώλεια/εισβολή/συμφορά. ~ο: χτύπημα (της μοίρας). ΣΥΝ. απροσδόκητος ● επίρρ.: αδόκητα & (λόγ.) αδοκήτως [< αρχ. ἀδόκητος]
αδοκίμαστος , η, ο [ἀδοκίμαστος] α-δο-κί-μα-στος επίθ. 1. που δεν έχει δοκιμαστεί, ελεγχθεί, εξεταστεί: ~η: μέθοδος/συσκευή. ~ο: αυτοκίνητο/ρούχο/φάρμακο. ΑΝΤ. δοκιμασμένος.2. (σπάν.) που δεν έχει υποστεί δοκιμασίες, ταλαιπωρίες, βάσανα: ~ από τη ζωή. Άπειρος και ~. [< αρχ. ἀδοκίμαστος]
αδόκιμος , η, ο [ἀδόκιμος] α-δό-κι-μος επίθ. (λόγ.) 1. που αποκλίνει από τα καθιερωμένα, δεν θεωρείται σωστός: ~ος: νεολογισμός/όρος/τύπος (: διδάσκοντας αντί διδάσκων). ~η: διατύπωση (: αντιβαίνει τους νόμους)/έκφραση/λέξη (λ.χ. αδειανοσύνη)/μετάφραση (π.χ. χημική μηχανική)/χρήση. ~ο: ύφος. ΑΝΤ. δόκιμος (2), καθιερωμένος (1) 2. που δεν έχει καθιερωθεί: ~ος: συγγραφέας (ΑΝΤ. αναγνωρισμένος, καθιερωμένος). [< αρχ. ἀδόκιμος ‘αβάσιμος, αναξιόπιστος (για επιχείρημα)]
άδολος , η, ο [ἄδολος] ά-δο-λος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει δόλο, πονηριά, αγνός, γνήσιος: ~ος: θαυμασμός/λυρισμός/χαρακτήρας (ΣΥΝ. αγαθός, αθώος, άκακος. ΑΝΤ. δολερός, δόλιος, πονηρός). ~η: αγάπη (πβ. ανυστερόβουλη)/καρδιά/φιλία/ψυχή. ~ο: ενδιαφέρον. ~ες: προθέσεις. ~α: αισθήματα/ιδανικά/κίνητρα. Αθώα και ~α (: απονήρευτα) παιδιά. ● επίρρ.: άδολα [< αρχ. ἄδολος]
αδόμητος , η, ο [ἀδόμητος] α-δό-μη-τος επίθ. 1. που δεν έχει οικοδομηθεί, χτιστεί: ~ος: χώρος. ~η: έκταση. ~ο: οικόπεδο (= άκτιστο). ΑΝΤ. δομημένος (2) 2. που δεν έχει δομή, συγκρότηση, συνοχή: ~ος: λόγος (= ασυγκρότητος). ~ο: κείμενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~η: πληροφορία. ~α: δίκτυα. [< 2: αγγλ. unstructured]
αδόξαστος [ἀδόξαστος] α-δό-ξα-στος ουσ. (αρσ.) {μόνο στην αιτ. εν.}: διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται, να εξυμνείται): (προφ.-υβριστ.) Τον ~ό σου (= τον διάολό σου)! Κυρ. στις ● ΦΡ.: μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία (προφ.): (κάποιος/κάτι) με βασάνισε, ταλαιπώρησε, εξουθένωσε: Μου έβγαλε τον ~/την πίστη, μέχρι να το φτιάξω. (απειλητ.) Θα τον στρώσω στη δουλειά και θα του αλλάξω τον ~! ΣΥΝ. μου άλλαξε τα φώτα, τραβώ τον αδόξαστο (σπάν.): βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά. ΣΥΝ. τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου [< αρχ. ἀδόξαστος 'βέβαιος']
άδοξος , η, ο [ἄδοξος] ά-δο-ξος επίθ.: που δεν έχει αίσια έκβαση, δεν αντιστοιχεί στη φήμη κάποιου: ~η: κατάληξη/πορεία/τύχη. ~ο: τέλος (= κακό).|| Βρήκε ~ο (= άδικο, μη αντάξιο της δόξας του) θάνατο. Πβ. άσημος. ΑΝΤ. ένδοξος. ● επίρρ.: άδοξα: χωρίς δόξα και τιμή. [< αρχ. ἄδοξος]
αδούλευτος , η, ο [ἀδούλευτος] α-δού-λευ-τος επίθ. (λαϊκό) 1. που δεν έχει τύχει επεξεργασίας: ~o: ξύλο (= ακατέργαστο).|| (μτφ.) ~ος: λόγος (πβ. γνήσιος, φυσικός. ΑΝΤ. δουλεμένος). ~η: γραφή/φωνή (ΣΥΝ. καλλιεργημένη). ~ο: κείμενο/ύφος (πβ. φροντισμένο). ΣΥΝ. ανεπεξέργαστος. ΑΝΤ. επεξεργασμένος.2. αμεταχείριστος, καινούργιος: ~η: συσκευή. ~ο: μηχάνημα. Πωλείται Η/Υ, ~, στο κουτί του (ΑΝΤ. από δεύτερο χέρι). ΣΥΝ. αχρησιμοποίητος ΑΝΤ. μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος (1) 3. που αποκτήθηκε χωρίς εργασία: ~α: χρήματα. ΑΝΤ. δεδουλευμένος 4. που δεν έχει γυμναστεί, ασκηθεί: ~ο: σώμα (ΣΥΝ. αγύμναστο. ΑΝΤ. γυμνασμένο). ~η: ομάδα.5. (για γη) που δεν έχει καλλιεργηθεί: ~ο: χωράφι. Τόπος χέρσος, ~. ΣΥΝ. ακαλλιέργητος (1) ΑΝΤ. καλλιεργημένος (1) [< αρχ. ἀδούλευτος 'που δεν ήταν ποτέ δούλος']
αδούλωτος , η, ο [ἀδούλωτος] α-δού-λω-τος επίθ.: που δεν υποδουλώνεται ή δεν ανέχεται την υποδούλωση: ~ος: λαός (ΣΥΝ. ασκλάβωτος· ΑΝΤ. σκλαβω-, υποδουλω-, υποταγ-μένος)/τόπος. ~η: πατρίδα.|| (μτφ.) ~ο: πνεύμα. ~α: νιάτα. Φλογερός στην ψυχή και ~ (= ανυπότακτος, ελεύθερος) στο φρόνημα. ● επίρρ.: αδούλωτα [< μτγν. ἀδούλωτος]
επετηρίδα
επετηρίδα [ἐπετηρίδα] ε-πε-τη-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. επίσημος κατάλογος ονομάτων υπαλλήλων υπηρεσίας, αποφοίτων σχολής, τα οποία καταχωρίζονται σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, όπως η αρχαιότητα: εγγραφή στην ~. Η ~ των αξιωματικών/των δικαστών. Κατάργηση της ~ας (: ως μέσου διορισμού εκπαιδευτικών, βλ. ΑΣΕΠ). Παραβίαση της ~ας. Τηρείται η ~.|| (ειρων.) Κομματική ~ (: ιεραρχία).2. & (λόγ.) επετηρίς: βιβλίο που εκδίδεται ανά έτος από ίδρυμα ή σύλλογο και στο οποίο καταγράφονται οι δραστηριότητες του προηγούμενου χρόνου, τα δημοσιεύματά του, τα μέλη, το προσωπικό και οι υπηρεσίες του: επιστημονική/στατιστική ~. Επετηρίς της Ακαδημίας Αθηνών/της Εταιρείας (Βυζαντινών Σπουδών). Βλ. -ετηρίδα. [< γαλλ. annuaire]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.