Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1820-1840]


  • αδιοίκητος , η, ο [ἀδιοίκητος ] α-δι-οί-κη-τος επίθ.: που δεν έχει διοίκηση, δεν διοικείται (συνήθ. σωστά): ~η: εταιρεία. ~ο: ίδρυμα. Ο οργανισμός λειτουργεί ~, χωρίς έλεγχο από κανέναν. Πβ. ακέφαλος, ακυβέρνητος. [< αρχ. ἀδιοίκητος]
  • αδιόρατος , η, ο [ἀδιόρατος] α-δι-ό-ρα-τος επίθ.: που φαίνεται αμυδρά, γίνεται αντιληπτός με δυσκολία: ~ος: φόβος. ~η: απειλή (βλ. αόρατος)/ειρωνεία/θλίψη/ρυτίδα (ΣΥΝ. δυσδιάκριτη). ~ο: χαμόγελο. ~ες: αλλαγές (ΣΥΝ. ανεπαίσθητες). Το μέλλον είναι ~ο (= αβέβαιο). ● επίρρ.: αδιόρατα [< μτγν. ἀδιόρατος ‘μη ορατός’, γαλλ. imperceptible]
  • αδιόρθωτος , η, ο [ἀδιόρθωτος] α-δι-όρ-θω-τος επίθ. 1. που δεν έχει διορθωθεί· σπανιότ. που δεν έχει επισκευαστεί: ~η: άσκηση/έκθεση. ~ο: γραπτό/διαγώνισμα. ~α: τυπογραφικά λάθη (ΑΝΤ. διορθωμένα).|| ~ο: μηχάνημα/ρολόι. 2. που παραμένει ίδιος, δεν διορθώνεται, δεν βελτιώνεται: ~ος: γυναικάς/τεμπέλης/ψεύτης (ΣΥΝ. αγιάτρευτος, αμετανόητος). Παραμένει αμετανόητα/πεισματικά/προκλητικά ~.|| (ως ουσ.) Άντε τώρα να διορθώσεις τα ~α! ● επίρρ.: αδιόρθωτα: Είναι ~ αισιόδοξος/αφελής/ρομαντικός (ΣΥΝ. αθεράπευτα). [< 1: αρχ. ἀδιόρθωτος 2: μτγν. ~, γαλλ. incorrigible]
  • αδιοριστία [ἀδιοριστία] α-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): η κατάσταση του αδιόριστου: ~ των αποφοίτων των καθηγητικών σχολών. Βλ. επετηρίδα.
  • αδιόριστος , η, ο [ἀδιόριστος] α-δι-ό-ρι-στος επίθ.: που δεν έχει διοριστεί, κυρ. σε δημόσια υπηρεσία: ~οι: εκπαιδευτικοί. ~οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. [< μτγν. ἀδιόριστος 'απροσδιόριστος']
  • αδιπικός , ή, ό [ἀδιπικός] α-δι-πι-κός επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αδιπικό οξύ: ΧΗΜ. κορεσμένο οξύ που χρησιμοποιείται ως βασική πρώτη ύλη για πλαστικά, λιπαντικά και νάιλον. [< γαλλ. acide adipique]
  • αδίστακτος , η, ο [ἀδίστακτος ] α-δί-στα-κτος επίθ. & (προφ.) αδίσταχτος (αρνητ. συνυποδ.): που δεν έχει ηθικούς φραγμούς: ~ος: δημαγωγός/εγκληματίας/εκμεταλλευτής/κακοποιός/πολιτικός (ΣΥΝ. ανενδοίαστος)/τυχοδιώκτης. ~η: κερδοσκοπία/συμμορία. ~ο: κύκλωμα. ~οι: καταπατητές. Αμείλικτος/σκληρός/στυγνός και ~. ● επίρρ.: αδίστακτα & (προφ.) αδίσταχτα [< μτγν. ἀδίστακτος]
  • αδιύλιστος , η, ο [ἀδιύλιστος] α-δι-ύ-λι-στος επίθ.: που δεν έχει διυλιστεί, φιλτραριστεί: ~ο: νερό/πετρέλαιο. ~α: λάδια. ΣΥΝ. αφιλτράριστος (1) [< μτγν. ἀδιύλιστος, αγγλ. undistilled]
  • αδίωκτος , η, ο [ἀδίωκτος] α-δί-ω-κτος επίθ. (σπάν.-επίσ.): που δεν διώκεται (συνήθ. δικαστικά για τη διάπραξη αδικήματος): ~ από τη δικαιοσύνη. Οι δολοφόνοι έμειναν/παραμένουν ~οι και ατιμώρητοι.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο των οφειλετών. Πβ. ακαταδίωκτος. [< μτγν. ἀδίωκτος]
  • αδογμάτιστος , η, ο [ἀδογμάτιστος] α-δογ-μά-τι-στος επίθ.: που δεν χαρακτηρίζεται από δογματισμό: ~ος: διάλογος/πολιτικός/στοχαστής. ~η: διδασκαλία/θέση/κριτική. ~ο: πνεύμα. ~ και αφανάτιστος. ΑΝΤ. δογματικός (1) ● επίρρ.: αδογμάτιστα [< μεσν. αδογμάτιστος]
  • αδόκητος , η, ο [ἀδόκητος] α-δό-κη-τος επίθ. (επίσ.): (για κάτι αρνητικό, κυρ. για θάνατο) που δεν ήταν αναμενόμενος, που συμβαίνει ξαφνικά: ~ος: χαμός. ~η: απώλεια/εισβολή/συμφορά. ~ο: χτύπημα (της μοίρας). ΣΥΝ. απροσδόκητος ● επίρρ.: αδόκητα & (λόγ.) αδοκήτως [< αρχ. ἀδόκητος]
  • αδοκίμαστος , η, ο [ἀδοκίμαστος] α-δο-κί-μα-στος επίθ. 1. που δεν έχει δοκιμαστεί, ελεγχθεί, εξεταστεί: ~η: μέθοδος/συσκευή. ~ο: αυτοκίνητο/ρούχο/φάρμακο. ΑΝΤ. δοκιμασμένος. 2. (σπάν.) που δεν έχει υποστεί δοκιμασίες, ταλαιπωρίες, βάσανα: ~ από τη ζωή. Άπειρος και ~. [< αρχ. ἀδοκίμαστος]
  • αδόκιμος , η, ο [ἀδόκιμος] α-δό-κι-μος επίθ. (λόγ.) 1. που αποκλίνει από τα καθιερωμένα, δεν θεωρείται σωστός: ~ος: νεολογισμός/όρος/τύπος (: διδάσκοντας αντί διδάσκων). ~η: διατύπωση (: αντιβαίνει τους νόμους)/έκφραση/λέξη (λ.χ. αδειανοσύνη)/μετάφραση (π.χ. χημική μηχανική)/χρήση. ~ο: ύφος. ΑΝΤ. δόκιμος (2), καθιερωμένος (1) 2. που δεν έχει καθιερωθεί: ~ος: συγγραφέας (ΑΝΤ. αναγνωρισμένος, καθιερωμένος). [< αρχ. ἀδόκιμος ‘αβάσιμος, αναξιόπιστος (για επιχείρημα)]
  • αδολεσχία [ἀδολεσχία] α-δο-λε-σχί-α ουσ. (θηλ.) (αρχαιοπρ.): φλυαρία, πολυλογία: ακατάσχετη/δημαγωγική ~. Φληναφήματα και ~ες. Πβ. αμετροέπεια, βερμπαλισμός, παπαρδέλα. [< αρχ. ἀδολεσχία]
  • άδολος , η, ο [ἄδολος] ά-δο-λος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει δόλο, πονηριά, αγνός, γνήσιος: ~ος: θαυμασμός/λυρισμός/χαρακτήρας (ΣΥΝ. αγαθός, αθώος, άκακος. ΑΝΤ. δολερός, δόλιος, πονηρός). ~η: αγάπη (πβ. ανυστερόβουλη)/καρδιά/φιλία/ψυχή. ~ο: ενδιαφέρον. ~ες: προθέσεις. ~α: αισθήματα/ιδανικά/κίνητρα. Αθώα και ~α (: απονήρευτα) παιδιά. ● επίρρ.: άδολα [< αρχ. ἄδολος]
  • αδόμητος , η, ο [ἀδόμητος] α-δό-μη-τος επίθ. 1. που δεν έχει οικοδομηθεί, χτιστεί: ~ος: χώρος. ~η: έκταση. ~ο: οικόπεδο (= άκτιστο). ΑΝΤ. δομημένος (2) 2. που δεν έχει δομή, συγκρότηση, συνοχή: ~ος: λόγος (= ασυγκρότητος). ~ο: κείμενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~η: πληροφορία. ~α: δίκτυα. [< 2: αγγλ. unstructured]
  • αδόξαστος [ἀδόξαστος] α-δό-ξα-στος ουσ. (αρσ.) {μόνο στην αιτ. εν.}: διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται, να εξυμνείται): (προφ.-υβριστ.) Τον ~ό σου (= τον διάολό σου)! Κυρ. στις ● ΦΡ.: μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία (προφ.): (κάποιος/κάτι) με βασάνισε, ταλαιπώρησε, εξουθένωσε: Μου έβγαλε τον ~/την πίστη, μέχρι να το φτιάξω. (απειλητ.) Θα τον στρώσω στη δουλειά και θα του αλλάξω τον ~! ΣΥΝ. μου άλλαξε τα φώτα, τραβώ τον αδόξαστο (σπάν.): βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά. ΣΥΝ. τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου [< αρχ. ἀδόξαστος 'βέβαιος']
  • άδοξος , η, ο [ἄδοξος] ά-δο-ξος επίθ.: που δεν έχει αίσια έκβαση, δεν αντιστοιχεί στη φήμη κάποιου: ~η: κατάληξη/πορεία/τύχη. ~ο: τέλος (= κακό).|| Βρήκε ~ο (= άδικο, μη αντάξιο της δόξας του) θάνατο. Πβ. άσημος. ΑΝΤ. ένδοξος. ● επίρρ.: άδοξα: χωρίς δόξα και τιμή. [< αρχ. ἄδοξος]
  • αδούλευτος , η, ο [ἀδούλευτος] α-δού-λευ-τος επίθ. (λαϊκό) 1. που δεν έχει τύχει επεξεργασίας: ~o: ξύλο (= ακατέργαστο).|| (μτφ.) ~ος: λόγος (πβ. γνήσιος, φυσικός. ΑΝΤ. δουλεμένος). ~η: γραφή/φωνή (ΣΥΝ. καλλιεργημένη). ~ο: κείμενο/ύφος (πβ. φροντισμένο). ΣΥΝ. ανεπεξέργαστος. ΑΝΤ. επεξεργασμένος. 2. αμεταχείριστος, καινούργιος: ~η: συσκευή. ~ο: μηχάνημα. Πωλείται Η/Υ, ~, στο κουτί του (ΑΝΤ. από δεύτερο χέρι). ΣΥΝ. αχρησιμοποίητος ΑΝΤ. μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος (1) 3. που αποκτήθηκε χωρίς εργασία: ~α: χρήματα. ΑΝΤ. δεδουλευμένος 4. που δεν έχει γυμναστεί, ασκηθεί: ~ο: σώμα (ΣΥΝ. αγύμναστο. ΑΝΤ. γυμνασμένο). ~η: ομάδα. 5. (για γη) που δεν έχει καλλιεργηθεί: ~ο: χωράφι. Τόπος χέρσος, ~. ΣΥΝ. ακαλλιέργητος (1) ΑΝΤ. καλλιεργημένος (1) [< αρχ. ἀδούλευτος 'που δεν ήταν ποτέ δούλος']
  • αδούλωτος , η, ο [ἀδούλωτος] α-δού-λω-τος επίθ.: που δεν υποδουλώνεται ή δεν ανέχεται την υποδούλωση: ~ος: λαός (ΣΥΝ. ασκλάβωτος· ΑΝΤ. σκλαβω-, υποδουλω-, υποταγ-μένος)/τόπος. ~η: πατρίδα.|| (μτφ.) ~ο: πνεύμα. ~α: νιάτα. Φλογερός στην ψυχή και ~ (= ανυπότακτος, ελεύθερος) στο φρόνημα. ● επίρρ.: αδούλωτα [< μτγν. ἀδούλωτος]

επετηρίδα

επετηρίδα [ἐπετηρίδα] ε-πε-τη-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. επίσημος κατάλογος ονομάτων υπαλλήλων υπηρεσίας, αποφοίτων σχολής, τα οποία καταχωρίζονται σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, όπως η αρχαιότητα: εγγραφή στην ~. Η ~ των αξιωματικών/των δικαστών. Κατάργηση της ~ας (: ως μέσου διορισμού εκπαιδευτικών, βλ. ΑΣΕΠ). Παραβίαση της ~ας. Τηρείται η ~.|| (ειρων.) Κομματική ~ (: ιεραρχία). 2. & (λόγ.) επετηρίς: βιβλίο που εκδίδεται ανά έτος από ίδρυμα ή σύλλογο και στο οποίο καταγράφονται οι δραστηριότητες του προηγούμενου χρόνου, τα δημοσιεύματά του, τα μέλη, το προσωπικό και οι υπηρεσίες του: επιστημονική/στατιστική ~. Επετηρίς της Ακαδημίας Αθηνών/της Εταιρείας (Βυζαντινών Σπουδών). Βλ. -ετηρίδα. [< γαλλ. annuaire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.