Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1001 εγγραφές  [0-20]


  • προ πρόθ. (+ γεν.) (λόγ.) 1. (για χρόνο) πριν από: ~ των γευμάτων/των εκλογών/της ενάρξεως (του αγώνα)/της επέμβασης/του θανάτου/της παρελεύσεως (πενταετίας)/του ύπνου. ~ ημερησίας διατάξεως συζήτηση (βλ. διάταξη). Οι ~ των εορτών νηστείες. Υπέβαλε ~ μηνός την αίτησή του. Παρουσίασε ~ έτους τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος. Αύξηση σημείωσαν τα καθαρά ~ φόρων κέρδη της τράπεζας. Δυο μήνες ~ της ημερομηνίας διεξαγωγής των εξετάσεων. Τα ~ του πολέμου γεγονότα. 2. (για τόπο ή κατάσταση) μπροστά από ή σε: Παρέλαση ~ του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Ο στρατός βρισκόταν/είχε στρατοπεδεύσει ~ των τειχών της πόλης. Εμφανίζεται ~ (= ενώπιον) του δικαστηρίου. Χώροι στάθμευσης ~ της εισόδου του κτιρίου.|| (μτφ.) ~ (= ενόψει) του κινδύνου άρχισαν τις διαπραγματεύσεις. ● ΦΡ.: προ παντός βλ. προπαντός., προ πάντων βλ. προπάντων., βρίσκομαι προ εκπλήξεων/εκπλήξεως βλ. έκπληξη, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, μηδένα προ του τέλους μακάριζε βλ. μακαρίζω, προ ημερών βλ. ημέρα, προ καιρού βλ. καιρός, προ μεσημβρίας βλ. μεσημβρία, προ ολίγου βλ. ολίγος, προ πολλού βλ. πολύς, πολλή, πολύ, προ των πυλών βλ. πύλη, προ Χριστού/μετά Χριστόν βλ. Χριστός, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προ/ενώπιον των ευθυνών βλ. ευθύνη [< αρχ. πρό]
  • προ- & πρό- η πρόθεση προ ως πρόθημα με τη σημασία 1. πριν, εκ των προτέρων: προ-βιομηχανικός/~πολεμικός (ΑΝΤ. μετα-). Προ-ϊστορία.|| Προ-αναγγέλλω. Προ-απαιτούμενο.|| Προ-δικάζω. Προ-κρίνω. 2. μπροστά (από), προς τα εμπρός ή προς τα έξω: προ-πύλαια. Πρό-ναος.|| Προ-χωρώ (βλ. οπισθο-).|| Προ-άγω/~ωθώ.|| Προ-βάλλω. 3. (εμφατ.) εντελώς: προ-φανώς Πβ. κατα-.
  • προαγάγω βλ. προάγω
  • προαγγελία προ-αγ-γε-λί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): εκ των προτέρων αναγγελία γεγονότος: ~ αγώνα (ποδοσφαίρου)/γάμου. ΣΥΝ. προαναγγελία [< μτγν. προαγγελία]
  • προαγγέλλω προ-αγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {προήγγειλα, προαγγέλθηκε, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): γνωστοποιώ δημόσια εκ των προτέρων, προαναγγέλλω: Η κυβέρνση ~ει νέα φορολογικά μέτρα.προαγγέλλει: προμηνύει: Το μέλλον ~εται δυσοίωνο. [< αρχ. προαγγέλλω]
  • προάγγελμα προ-άγ-γελ-μα ουσ. (ουδ.) (λόγ.): προμήνυμα. Πβ. πρελούδιο. [< μτγν. προάγγελμα]
  • προάγγελος προ-άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.): φαινόμενο ή γεγονός που προαγγέλλει, που προμηνύει κάτι: ~ εξελίξεων/επιτυχιών/μιας νέας εποχής/νίκης. Το χελιδόνι είναι ~ της άνοιξης. ~ συνεργασίας η συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών. Πβ. πρόδρομος, προπομπός. ● ΦΡ.: άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων βλ. άγγελος [< μτγν. προάγγελος]
  • προαγορά προ-α-γο-ρά ουσ. (θηλ.): αγορά προϊόντος, που θα παραδοθεί στον αγοραστή ή θα χρησιμοποιηθεί από αυτόν σε μεταγενέστερο χρόνο: ~ εισιτηρίων/μετοχών/συναλλάγματος/χρόνου (ομιλίας). Βλ. -αγορά, κράτηση, προπώληση. [< γαλλ. préachat]
  • προαγοράζω προ-α-γο-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {προαγόρα-σα, -στηκε, -σμένος, προαγοράζ-οντας}: αγοράζω προϊόν, η παράδοση ή χρήση του οποίου θα γίνει σε μεταγενέστερο και εκ των προτέρων συμφωνημένο χρόνο. Βλ. προπωλώ. [< μτγν. προαγοράζω]
  • προάγω προ-ά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. προ-ήγαγε, -αγάγει, -άχθηκε κ. -ήχθηκε (συχνότ. -ήχθη, μτχ. -αχθείς, -αχθείσα, -αχθέν), -αχθεί, -ηγμένος} (λόγ.) 1. ενεργώ ώστε να εξελιχθεί κάποιος ή κάτι, ενισχύω, προωθώ την πρόοδο ή την ανάπτυξή του: Δράσεις που ~ουν τον πολιτισμό/τη συνεργασία μεταξύ των χωρών. Το διάβασμα ~ει τη γνώση/την ανθρώπινη σκέψη. Ερευνητικά κέντρα που ~ουν την επιστήμη. 2. προβιβάζω ή εγκρίνω τη μετάβαση κάποιου σε ανώτερο ιεραρχικά βαθμό ή θέση: Στην επόμενη τάξη ~ονται οι μαθητές: ...|| ~ήχθη σε διευθυντή/ταγματάρχη. ● βλ. προηγμένος [< 1: αρχ. προάγω 2: γαλλ. promouvoir]
  • προαγωγέας προ-α-γω-γέ-ας ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ουσία που αυξάνει τη δράση καταλύτη ή επιταχύνει την καρκινογένεση. 2. ΒΙΟΛ. τμήμα του DNA που σηματοδοτεί την έναρξη της μεταγραφής. [< πβ. μτγν. προαγωγεύς 'αυτός που οδηγεί σε κάτι', γαλλ. promoteur , αγγλ. promoter, 1911]
  • προαγωγή προ-α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} ανάπτυξη, πρόοδος: ~ (των) γραμμάτων/επιστημών/συμφερόντων/(διμερών) σχέσεων/τεχνών. ~ της έρευνας και της καινοτομίας.|| ~ της (ψυχικής) υγείας. Πβ. αναβάθμιση, προώθηση. ΑΝΤ. υποβάθμιση 2. προβιβασμός ή μετάβαση σε ανώτερη ιεραρχικά θέση ή βαθμό: ~ μαθητών (ενν. στην επόμενη τάξη).|| Μισθολογική ~. Πήρε ~ (= προήχθη). Ανακοινώθηκε η ~ του σε συνταγματάρχη. ΑΝΤ. υποβιβασμός. [< μτγν. προαγωγή, γαλλ. promotion, avancement]
  • προαγωγικός , ή, ό προ-α-γω-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται κυρ. με τον προβιβασμό μαθητών σε επόμενη τάξη ή με τη μετάβαση σε ανώτερη ιεραρχικά βαθμίδα: ~ές: εξετάσεις (Γυμνασίου). Βλ. απολυτήριος.|| ~ές: κρίσεις (στελεχών). [< πβ. μτγν. προαγωγικός 'που συντελεί στην πρόοδο']
  • προαγωγός προ-α-γω-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.): πρόσωπο που εξωθεί συνήθ. γυναίκα στην πορνεία, με σκοπό την οικονομική της εκμετάλλευση. Πβ. αγαπητικός, τσατσά. ΣΥΝ. μαστροπός, νταβατζής (1), πορνοβοσκός, προστάτης (2), σωματέμπορος [< μτγν. προαγωγός]
  • προαίρεση προ-αί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. εσωτερική ώθηση που οδηγεί σε συγκεκριμένη επιλογή ή ενέργεια, ελεύθερη απόφαση: ελεύθερη ~ (= αυτεξουσιότητα). Ενεργώ/κάνω κάτι με καλή ~. Είχε αγαθή ~. Κακή ~ (= κακοπιστία). Κατά ~ (= προαιρετικά, χωρίς δεσμεύσεις).|| (ΝΟΜ.) Σύμφωνο ~έσεως. ΣΥΝ. πρόθεση (1) 2. ΦΙΛΟΣ. ο προσανατολισμός της σκέψης, του στοχασμού προς κάτι εφικτό, που βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαίωμα προαίρεσης/προαιρέσεως: ΟΙΚΟΝ. σύμβαση που δίνει στον κάτοχό της το δικαίωμα να προβεί σε αγορά ή πώληση νομίσματος, μετοχής σε μελλοντική χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένη τιμή. Πβ. οψιόν. Βλ. παράγωγο. [< αρχ. προαίρεσις, γαλλ.-αγγλ. option]
  • προαιρετικός , ή, ό προ-αι-ρε-τι-κός επίθ.: που γίνεται με ελεύθερη βούληση: ~ός: εξοπλισμός (αυτοκινήτου). ~ή: εργασία/παρακολούθηση (παραδόσεων)/συμμετοχή/ψηφοφορία. ~ή: εκδρομή/επίσκεψη (σε μουσείο). ~ό: γεύμα/μάθημα/πρόγραμμα. ~ές: εισφορές. Πβ. εθελοντικός, εκούσιος. ΑΝΤ. αναγκαστικός, υποχρεωτικός (1) ● επίρρ.: προαιρετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. προαιρετικός, γαλλ. facultatif]
  • προαιρούμαι [προαιροῦμαι] προ-αι-ρού-μαι ρ. (αμτβ.) {προαιρείσαι ...· μόνο σε ενεστ.} (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: ό,τι προαιρείσθε: (σε εράνους) ό,τι επιθυμείτε, ό,τι έχετε ευχαρίστηση. [< αρχ. προαιροῦμαι ‘αποφασίζω, προκρίνω’]
  • προαισθάνομαι προ-αι-σθά-νο-μαι ρ. (μτβ.) {προαισθάν-θηκα, -όμενος} (λόγ.): αισθάνομαι από πριν κάτι που πρόκειται να συμβεί: ~εται ότι κάτι καλό/κακό θα του συμβεί. ~θηκε τον κίνδυνο/τη συμφορά/το τέλος του. Πβ. διαισθάνομαι, ψυχανεμίζομαι. [< αρχ. προαισθάνομαι]
  • προαίσθημα προ-αί-σθη-μα ουσ. (ουδ.): ό,τι προαισθάνεται κάποιος: Έχω ένα καλό/κακό ~ για κάτι. Από το πρωί είχε ~ ότι/πως θα τον συναντήσει. Πβ. προαίσθηση, προμήνυμα. [< γαλλ. pressentiment]
  • προαίσθηση προ-αί-σθη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): διαίσθηση. Πβ. προαίσθημα. Βλ. τηλαισθησία. [< μτγν. προαίσθησις]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

-αγορά

-αγορά: β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην αγορά: κεφαλαι~/κτηματ~/χρηματ~.|| (για τόπο διάθεσης προϊόντων:) Kρεατ~/λαχαν~/ψαρ~.

αμνημόνευτος

αμνημόνευτος, η, ο [ἀμνημόνευτος] α-μνη-μό-νευ-τος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν του γίνεται μνεία, δεν αναφέρεται, δεν γίνεται λόγος γι' αυτόν: ~οι αγωνιστές (= ξεχασμένοι, λησμονημένοι). 2. ΕΚΚΛΗΣ. που το όνομά του δεν αναφέρθηκε από ιερέα σε ακολουθία ή σπανιότ. για κάποιον για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο: Κηδεύτηκε ~. Βλ. ακοινώνητος. ● ΦΡ.: προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων (σε σχήμα υπερβολής): πριν από πολλά χρόνια. [< αρχ. ἀμνημόνευτος]

απολυτήριος

απολυτήριος, α, ο [ἀπολυτήριος] α-πο-λυ-τή-ρι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την απόλυση από την τελευταία τάξη του Γυμνασίου ή του Λυκείου: ~ος: τίτλος. ~ες: εξετάσεις. Βλ. προαγωγικός, -τήριος.

έκπληξη

έκπληξη [ἔκπληξη] έκ-πλη-ξη ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση συναισθηματικής διέγερσης που καταλαμβάνει κάποιον, όταν πληροφορείται ή αντιλαμβάνεται κάτι αναπάντεχο: αρνητική/δυσάρεστη/θετική ~. Πολλές ευχάριστες ~ήξεις. Έκφραση/επιφωνήματα ~ης και θαυμασμού. Προς μεγάλη μου ~ (: αντίθετα απ' ό,τι ήλπιζα), διαπίστωσα ότι ... Μου προκαλεί ~ (= με εκπλήσσει) το γεγονός ότι ... Πβ. κατάπληξη, ξάφνιασμα. 2. (συνεκδ.) γεγονός, πράξη ή σπανιότ. πρόσωπο που ξαφνιάζει συνήθ. ευχάριστα κάποιον: (ως παραθετικό σύνθ.) δώρο/εμφάνιση/επίσκεψη/νίκη/πάρτι/συνεργασία/τιμή-~! Γευστικές ~ήξεις. Τον περίμενε μια μεγάλη/μικρή ~. Τι (ωραία) ~ είναι αυτή! Ήταν η ~ της βραδιάς. Ήρθε χωρίς να της το πει, για να της κάνει ~. Του ετοίμασε μια ~. Μια παράσταση γεμάτη ~ήξεις. Η ζωή του επιφύλασσε ~ήξεις. ● ΦΡ.: βρίσκομαι προ εκπλήξεων/εκπλήξεως: αντιμετωπίζω μια απροσδόκητη κατάσταση ή εξέλιξη, συνήθ. αρνητική: Πάρε όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, για να μη βρεθείς ~! [< 1: αρχ. ἔκπληξις, γαλλ. surprise]

ευθύνη

ευθύνη [εὐθύνη] ευ-θύ-νη ουσ. (θηλ.) {ευθυν-ών} 1. οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια θέση ή ιδιότητα κάποιου, όπως το να εκπληρώνει τα καθήκοντά του ή/και να λογοδοτεί γι' αυτά: ακαδημαϊκή/βασική/διοικητική/επαγγελματική/ιατρική/κεντρική/κύρια/μερική/περιβαλλοντική/πλήρης/πολιτική ~. Από κοινού ~ (= συν~). Η ηθική ~ του επιστήμονα. Θέση ~ης (= υπεύθυνη). Όλοι έχουμε ~. Οι αγωνιζόμενοι συμμετέχουν με δική τους αποκλειστική ~. Ο νέος ΚΟΚ καθιερώνει την ατομική/προσωπική ~ των επιβατών για τη χρήση της ζώνης. Η ~ ανήκει εξ ολοκλήρου στην/βαραίνει την κυβέρνηση. Έχει ανεπτυγμένο/έντονο το αίσθημα (της) ~ης απέναντι στους γονείς του (= υπευθυνότητα). Με υψηλό αίσθημα ~ης. Ο λαός με την ψήφο του τού ανέθεσε την ~ της διακυβέρνησης. Ο διευθυντής φέρει την ~ της εφαρμογής του προγράμματος. Το ερευνητικό κέντρο είναι στην ~ του Υπουργείου ... (πβ. αρμοδιότητα, καθήκον, χρέος). Από μικρή φορτώθηκε με πολλές ~ες.|| Νόμος περί ~ης υπουργών (βλ. ανεύθυνο). Νομική ~ (: αστική, πειθαρχική, ποινική). Βλ. δικαίωμα. 2. ενοχή, υπαιτιότητα: Αρνήθηκαν κάθε ~. Διενεργείται έρευνα για απόδοση ~ών. Ανέλαβε/παραδέχτηκε τις ~ες του. Έχει την ~/τεράστιες ~ες για τα λάθη που έγιναν. Ο ένας ρίχνει την ~/το μπαλάκι των ~ών στον άλλο. Αυτός φέρει ~. Του απέδωσαν/καταλόγισαν την ~ για ... Μετέθεσε τις ~ες στους ανωτέρους της. Απέσεισε από πάνω του τις ~ες (πβ. νίπτω τας χείρας μου). Αποποιήθηκε κάθε ευθύνη/τις ευθύνες του (συχνότ. εσφαλμ. των ευθυνών του). Απεκδύθηκε κάθε ~ης/~η της εταιρείας για ...|| Αποποίηση ~ών. Περιορισμός ~ης. Πβ. φταίξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (όλο) το βάρος της ευθύνης: κάθε υποχρέωση και καθήκον που απορρέει από κάτι: Επωμίστηκε ~ ~ μόνος του. Έριξαν ~ ~ για το τραγικό συμβάν στους αρμοδίους., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών (+ για/+ γεν.): δημόσια παραδοχή από κάποιον ότι είναι υπεύθυνος για κάτι: ~ ~ για τις βομβιστικές επιθέσεις (από την τρομοκρατική οργάνωση). Απαιτείται ~ πολιτικών ευθυνών., εταιρική κοινωνική ευθύνη (ακρ. ΕΚΕ) & (συχνότ.) εταιρική υπευθυνότητα: οικειοθελής δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, πέρα από νομοθετικές επιταγές και κερδοφορία, σε πρακτικές που προάγουν το κοινό συμφέρον: ~ ~ των ΜΜΕ. ~ ~ και πολιτιστική κληρονομιά. Η ~ ~ συνδέεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση της απασχόλησης. Δείκτης ~ ~. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη. [< αγγλ. corporate social responsibility (CSR), δεκαετία '90] , συλλογική ευθύνη: τα μέλη μιας ομάδας θεωρούνται συνυπεύθυνα για πράξη που διέπραξε ένα τουλάχιστον από αυτά: Όλοι έχουμε ~ ~ απέναντι στη φύση., αλληλέγγυα ευθύνη βλ. αλληλέγγυος, άμοιρος ευθυνών βλ. άμοιρος, αστική ευθύνη βλ. αστικός, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης βλ. εταιρεία & εταιρία, μερίδιο ευθύνης βλ. μερίδιο ● ΦΡ.: (με) ιδία ευθύνη (λόγ.): με ευθύνη του ίδιου του προσώπου: Η χρήση της ιστοσελίδας γίνεται ~ ~., αναζητώ/ζητώ ευθύνες: απαιτώ από κάποιον να απολογηθεί για τις πράξεις, τη συμπεριφορά του: Ο υπουργός ζήτησε ~ από την κατασκευάστρια εταιρεία για τις κακοτεχνίες. Αναζητούνται ~ για το ναυάγιο., με (την) ευθύνη/(λόγ.) υπό την ευθύνη/υπ' ευθύνη (κάποιου): όντας υπεύθυνος: Τα γραπτά φυλάσσονται ~ ~ του εξεταστή για δύο εξάμηνα. Οι εργασίες συνεχίζονται ~ ~ των τοπικών Αρχών. Το ιατρείο έχει ~ ~ (= επιβλέπει, παρακολουθεί) του μεγάλο αριθμό νεφροπαθών., προ/ενώπιον των ευθυνών (λόγ.): αντιμέτωπος με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα: Ήρθε προ ~ του. Το άρθρο έφερε τους αρμοδίους ~ ~ τους. Σύντομα όλοι θα βρεθούν ~ ~ τους., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον βλ. επιρρίπτω, θέτω κάποιον προ των ευθυνών (του) βλ. θέτω [< μτγν. εὐθύνη, αρχ. εὔθηνα ‘έλεγχος, απολογισμός, κατηγορία για κατάχρηση’, γαλλ. responsabilité]

ημέρα

ημέρα [ἡμέρα] η-μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {ημερών} (επίσ.) & (προφ.) μέρα 1. (συνήθ. στον τ. μέρα) η περίοδος φωτός μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ήλιου: ανοιξιάτικη/βροχερή/ζεστή/ηλιόλουστη/λαμπερή/συννεφιασμένη/φωτεινή/χειμωνιάτικη/ωραία ~. Η μικρότερη ~ του χρόνου. Το ξεκίνημα/η μέση/το τέλος της ~ας. Με το φως της ~ας (= της αυγής). Η ~ έρχεται/φεύγει. Θέλω να τελειώσω όσο είναι ακόμα ~. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ~! Μια καινούργια ~ αρχίζει/ξεκινά/ξημερώνει. Μεγάλωσε/μίκρυνε η ~ (: με την αλλαγή της ώρας). (ευχετ.) Καλή ~ (= καλημέρα)! ΑΝΤ. βράδυ (1), νύχτα (1) 2. (ως υποδιαίρεση του χρόνου) το εικοσιτετράωρο διάστημα κατά το οποίο η Γη ολοκληρώνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της· γενικότ. οποιοδήποτε αντίστοιχο διάστημα· ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που χρειάζεται ένα ουράνιο σώμα για μια παρόμοια περιστροφή: ~ γέννησης (πβ. ημερομηνία). Οι ~ες της εβδομάδας. Μια ~ του καλοκαιριού.|| Κρίσιμη/περίεργη/συνηθισμένη ~. Η επόμενη (/αυριανή· ΣΥΝ. αύριο)/σημερινή (= σήμερα)/χθεσινή (/προηγούμενη· ΣΥΝ. χθες) ~. Η ωραιότερη ~ της ζωής μου! Πρώτη ~ στο σχολείο. Μια ~ μετά/πριν. Ανοιχτά κάθε μέρα (= όλη την εβδομάδα), όλη μέρα (= όλες τις ώρες της ~ας). Οι ζυγές/μονές ~ες του μήνα. Οι τριακόσιες εξηνταπέντε ~ες του χρόνου. Πέντε ~ες άδεια. Τι ~ είναι σήμερα/πέφτει της Παναγίας; Τι ~ κι αυτή! Ήταν μια άσχημη/ξεχωριστή ~ για την ομάδα. Αύριο (είναι) η μεγάλη ~! Πόσες ώρες την ~ δουλεύει; Για τρίτη κατά σειρά/συνεχή ~ ... Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν κάθε ~ (= καθημερινά). Διάβασα το βιβλίο σε μια μόνο ~. (Απο)μένουν δύο ~ες μέχρι ... Έχω ~ες να/πάνε ~ες που έχω να τον δω. Σε λίγες ~ες θα συναντηθούμε. Θέλω ακόμη δυο ~ες, για να τελειώσω. Βλ. ανθρωπο~. ΣΥΝ. εικοσιτετράωρο, ημερονύκτιο 3. (συνήθ. στον τ. ημέρα) εικοσιτετράωρη περίοδος ή καθορισμένο τμήμα της, αφιερωμένη σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, γεγονός, γιορτή, επέτειο ή ορισμένο γεγονός: γιορτινή/ελεύθερη/εργάσιμη/ιστορική ~. ~ αργίας/δράσης/εθελοντικής αιμοδοσίας/επισκέψεων/μνήμης/πένθους/χαράς. Η ~ του γάμου/της δίκης/των εκλογών/(ΕΚΚΛΗΣ.) του Κυρίου (= Κυριακή)/του Πάσχα. Παγκόσμια ~ (της) Ειρήνης/κατά του Έιτζ/(της) Μουσικής/(του) Περιβάλλοντος/Προσφύγων. Η ~ της Γυναίκας/του Παιδιού. ~ες κινηματογράφου/πολιτισμού.|| Εφημερεύει δέκα ~ες τον μήνα. Ζητάει/παίρνει ... ευρώ την ~ (: για το χρονικό διάστημα της ~ας που εργάζεται). Το αφεντικό μου οφείλει δώδεκα ~ες (: μισθό αντίστοιχο των δώδεκα ~ών εργασίας). 4. (συνήθ. στον τ. μέρα) απροσδιόριστο χρονικό σημείο: Ήρθε η ~ που περίμενα! Κάποια ~ θα γυρίσει, δεν μπορεί! Δεν έχω χρόνο, θα τα πούμε μια άλλη ~. Την άλλη ~ (= πρόσφατα, τις προάλλες) μου έλεγες πως θα πας ταξίδι κι είσαι ακόμη εδώ; Μια ~ θα με θυμηθείς (ΣΥΝ. κάποτε). Πβ. στιγμή, ώρα.|| Μία από αυτές τις ~ες θα την επισκεφτώ (= σύντομα). 5. (ως επίρρ.) όσο φέγγει το φως του ήλιου: Δουλεύει/έφτασε/έφυγε/ξεκίνησε/ταξίδεψε ~.ημέρες/μέρες: περίοδος, εποχή, καιρός: ~ του 19... /δόξας/πολέμου. Διανύουμε δύσκολες/ευτυχισμένες/ήσυχες/μεγάλες/παράξενες ~. Έρχονται καλύτερες/μαύρες μέρες. Στις μέρες μας τα πράγματα ήταν αλλιώς. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακή ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος (περ. εικοσιτέσσερις ώρες) που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του Ήλιου από τον μεσημβρινό ενός τόπου, μια πλήρης τροχιά του γύρω από τη Γη από το ένα μεσημέρι ως το επόμενο: Η μέση ~ ~ είναι τέσσερα λεπτά μεγαλύτερη από την αστρική ημέρα. Βλ. ηλιακός χρόνος., πλήρης ημερών & (σπάν.) πλήρης ετών (ΠΔ): (λόγ., για πρόσ. που πέθανε) σε προχωρημένη ηλικία: Απεβίωσε/έφυγε ~ ~., πολιτική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. το εικοσιτετράωρο διάστημα, με σημείο εκκίνησης τα μεσάνυχτα, κατά το οποίο η Γη εκτελεί μια πλήρη περιστροφή γύρω από την εαυτό της. [< αγγλ. civil day] , αστρική ημέρα βλ. αστρικός, γόνιμες (η)μέρες βλ. γόνιμος, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών βλ. γλώσσα, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, ημέρα καριέρας βλ. καριέρα ● ΦΡ.: επί των ημερών (κάποιου) (λόγ.): κατά την περίοδο που κυβερνούσε, κατείχε υψηλό αξίωμα ή βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του: ~ ~ του ... έγιναν μεγάλες μεταρρυθμίσεις., προ ημερών (λόγ.): πριν από λίγες μέρες: Τον είδα ~ ~., στο τέλος της ημέρας: τελικά, σε τελική ανάλυση: ~ ~ είχες δίκιο. [< αγγλ. at the end of the day γαλλ. à la fin de la journée] , της ημέρας: για κάτι που συμβαίνει σήμερα ή που βρίσκεται τώρα στην πρώτη θέση, στην επικαιρότητα: οι εκδηλώσεις/το πιάτο/η προσφορά/οι ταινίες ~ ~.|| Το ανέκδοτο/η είδηση/το θέμα/το πρόσωπο/η φωτογραφία ~ ~!, άδραξε τη(ν) (η)μέρα βλ. αδράχνω, είδε το (πρώτο) φως της της ζωής/ της (η)μέρας/ /του ήλιου βλ. φως, εντός της ημέρας/των ημερών βλ. εντός, έργα και ημέρες βλ. έργο, τη(ν) σήμερον ημέρα(ν) βλ. σήμερον [< αρχ. ἡμέρα, μεσν. μέρα, γαλλ. jour, αγγλ. day, γερμ. Tag]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

μακαρίζω

μακαρίζω μα-κα-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {μακάρι-σε, -σει, -σμένος, μακαρίζ-οντας, συνήθ. στον ενεστ.}: θεωρώ κάποιον ευτυχισμένο, καλότυχο: ~ει την τύχη του. Τον ~ουν για την υπομονή του. Πβ. καλοτυχίζω. ΑΝΤ. ελεεινολογώ ● ΦΡ.: μηδένα προ του τέλους μακάριζε (γνωμ.): μη θεωρείς κάποιον ευτυχισμένο, προτού φτάσει στο τέλος της ζωής του (: με την έννοια ότι μπορεί να επέλθουν ριζικές αλλαγές, λ.χ. από πλούσιος να γίνει φτωχός). Βλ. από δήμαρχος κλητήρας. [< αρχ. μακαρίζω]

μεσημβρία

μεσημβρία με-σημ-βρί-α ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) μεσημέρι. 2. ο Νότος και κατ' επέκτ. όλες οι περιοχές που βρίσκονται στον Νότο· συνήθ. στις ● ΦΡ.: μετά μεσημβρία(ν) (συντομ. μ.μ.): μετά το μεσημέρι: Η παράσταση θα αρχίσει στις 4 μ.μ., προ μεσημβρίας (συντομ. π.μ.): πριν από το μεσημέρι: Το κατάστημα ανοίγει καθημερινά στις 9 π.μ. [< αρχ. μεσημβρία]

ολίγος

ολίγος, η, ο [ὀλίγος] ο-λί-γος επίθ. {ουδ. κ. -ον} (λόγ.): λίγος. ΑΝΤ. πολύς, πολλή, πολύ ● Ουσ.: ολίγον (το): ΜΟΥΣ. χαρακτήρας ποσότητας της βυζαντινής σημειογραφίας που συμβολίζει το ανέβασμα της μελωδίας κατά ένα φθόγγο (μία φωνή). Βλ. κέντημα, πεταστή. ● ΦΡ.: εν ολίγοις/δι' ολίγων: χωρίς πολλά λόγια: Αυτά εν ολίγοις. ΣΥΝ. διά βραχέων, λακωνικά ΑΝΤ. σχοινοτενώς, εντός ολίγου: σε λίγη ώρα, σύντομα: Αναχωρούν ~ ~. ΣΥΝ. οσονούπω, ουκ ολίγος {κυρ. στον πληθ.}: πολύς: ~ ~οι ήταν οι συμμετέχοντες. Έχει απασχολήσει τα ΜΜΕ ~ ~ες φορές. Αντιμετωπίζει ~ ~α προβλήματα., προ ολίγου: πριν από λίγο: Ήρθε/πέρασε ~ ~ από εδώ. Πβ. τώρα δα/μόλις. [< αρχ. ὀλίγος]

οφθαλμός

οφθαλμός [ὀφθαλμός] ο-φθαλ-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μάτι. 2. ΒΟΤ. το μέρος του φυτού από όπου εκφύεται άνθος, φύλλο, βλαστός: ανθοφόρος ~. Πβ. κόμπος, (ρ)όζος. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) 3. ΤΥΠΟΓΡ. η ανάγλυφη επιφάνεια του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο. ● ΣΥΜΠΛ.: βυθός του ματιού/του οφθαλμού βλ. βυθός, παντεπόπτης οφθαλμός βλ. Παντεπόπτης ● ΦΡ.: έχω προ οφθαλμών (κάτι): κοιτάζω ή έχω κατά νου κάτι: Ας έχουμε ~ το παράδειγμά του., οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος): για να δηλωθεί η ανταπόδοση κακού που υπέστη κάποιος, αντεκδίκηση. Πβ. μάχαιρα(ν) έδωσες, μάχαιρα(ν) θα λάβεις, μία σου και μία μου, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα., εν ριπή οφθαλμού βλ. ριπή, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά βλ. ορώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, χάρμα οφθαλμών βλ. χάρμα, ως κόρη(ν) οφθαλμού βλ. κόρη [< 1, 2: αρχ. ὀφθαλμός]

παράγωγο

παράγωγο πα-ρά-γω-γο ουσ. (ουδ.) {παραγώγ-ου | -ων} 1. ό,τι παράγεται, προέρχεται από κάποιον ή κάτι άλλο: ~α αίματος/φυτικής προέλευσης. Το ελαιόλαδο είναι ~ της ελιάς.|| (ΧΗΜ., ένωση που παράγεται από κάποια άλλη, συνήθ. παρόμοιας δομής, με αντικατάσταση ή προσθήκη στοιχείων:) ~α του πετρελαίου (π.χ. παραφίνη). Βλ. συμ~. 2. ΟΙΚΟΝ. χρηματοπιστωτικό μέσο που παράγεται από την αξία ενός υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού, όπως μετοχές και ομόλογα. 3. ΓΛΩΣΣ. κάθε λέξη που σχηματίζεται με την προσθήκη προσφύματος στο θέμα άλλης λέξης: τα ~α ενός ονόματος/ρήματος. Λεξικό ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: χρηματιστήριο παραγώγων βλ. χρηματιστήριο [< 1: γαλλ. dérivé, produit 2: αγγλ. derivative 3: μτγν. επίθ. παράγωγος]

προάγω

προάγω προ-ά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. προ-ήγαγε, -αγάγει, -άχθηκε κ. -ήχθηκε (συχνότ. -ήχθη, μτχ. -αχθείς, -αχθείσα, -αχθέν), -αχθεί, -ηγμένος} (λόγ.) 1. ενεργώ ώστε να εξελιχθεί κάποιος ή κάτι, ενισχύω, προωθώ την πρόοδο ή την ανάπτυξή του: Δράσεις που ~ουν τον πολιτισμό/τη συνεργασία μεταξύ των χωρών. Το διάβασμα ~ει τη γνώση/την ανθρώπινη σκέψη. Ερευνητικά κέντρα που ~ουν την επιστήμη. 2. προβιβάζω ή εγκρίνω τη μετάβαση κάποιου σε ανώτερο ιεραρχικά βαθμό ή θέση: Στην επόμενη τάξη ~ονται οι μαθητές: ...|| ~ήχθη σε διευθυντή/ταγματάρχη. ● βλ. προηγμένος [< 1: αρχ. προάγω 2: γαλλ. promouvoir]

προηγμένος

προηγμένος, η, ο προ-ηγ-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, που έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό, αναπτυγμένος: ~ος: μηχανισμός (επεξεργασίας εικόνας)/πολιτισμός/σχεδιασμός/υπολογιστής. ~η: έρευνα/κοινωνία/οικονομία/χώρα (βλ. υπανάπτυκτος). ~ο: δίκτυο επικοινωνίας. Συστήματα ~ης τεχνολογίας (= υψηλής, πρωτοποριακής).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η: αναζήτηση (στο διαδίκτυο). ~ο: λογισμικό. Πβ. εξελιγ-, προχωρη-μένος. ● βλ. προάγω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. προάγω, αγγλ. advanced]

προπαντός

προπαντός προ-πα-ντός επίρρ. (λόγ.): κυρίως, κατά κύριο λόγο, πάνω απ' όλα: όμορφο, άνετο και ~ λειτουργικό σπίτι. Η κίνηση είναι ιδιαίτερα αυξημένη, ~ στο κέντρο της πόλης. ~ ψυχραιμία! ΣΥΝ. προπάντων, πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα (2), πρωτευόντως, πρωτίστως [< αρχ. φρ. πρὸ παντός]

προπάντων

προπάντων προ-πά-ντων επίρρ. (λόγ.): προπαντός: χαμογελαστός και ~ ευγενικός. Μην απογοητεύεσαι και ~ μη βιάζεσαι. [< πληθ. της φρ. πρὸ παντός]

προπωλώ

προπωλώ [προπωλῶ] προ-πω-λώ ρ. (μτβ.) {προπωλ-εί, -ώντας | προπώλ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: πουλώ κάτι από πριν: Εισιτήρια ~ούνται στα εκδοτήρια/στο ταμείο του θεάτρου. [< αρχ. προπωλῶ ‘μεσιτεύω σε κάποια πώληση’, γαλλ. vendre par avance]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

τηλαισθησία

τηλαισθησία τη-λαι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.): (στην παραψυχολογία) ικανότητα ορισμένων ατόμων να αντιλαμβάνονται ένα αντικείμενο, ένα γεγονός ή μια κατάσταση χωρίς τη μεσολάβηση των φυσικών τους αισθήσεων. Βλ. δι-, προ-αίσθηση, διόραση, τηλεπάθεια. [< πβ. γαλλ. télésthésie, 1908, αγγλ. telesthesia]

Χριστός

Χριστός Χρι-στός ουσ. (αρσ.): ΘΕΟΛ. ο Υιός του Θεού, ιδρυτής του Χριστιανισμού και κεφαλή της Εκκλησίας: ο (Κύριος ημών) Ιησούς (βλ. ΙΧ)/ο Σωτήρας (βλ. ΙΧΘΥΣ) ~. Η Ανάσταση (βλ. Πάσχα)/η Βάπτιση (βλ. Φώτα)/η ενανθρώπηση ή ενσάρκωση/τα θαύματα/η θεία και ανθρώπινη φύση (βλ. περιχώρηση)/η θυσία/οι μαθητές/οι παραβολές/η Σταύρωση/το σώμα και το αίμα (βλ. Θεία Κοινωνία, μετουσίωση)/η Ταφή (βλ. αποκαθήλωση, Πανάγιος/Άγιος Τάφος) του ~ού. Πιστεύω/προσεύχομαι στον ~ό. Πβ. αλιέας/αλιεύς ανθρώπων, ο Αμνός (του Θεού), ο άρτος της ζωής, Δεσπότης, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Θεάνθρωπος, ο Λόγος (του Θεού), Λυτρωτής, Μέγας Αρχιερέας, ο Μέγας Βασιλεύς, μεσσίας, νυμφίος, ραβί, φως ιλαρόν. Βλ. Άγιοι Τόποι, Ευαγγέλιο, Ιερά/Ιερή Παράδοση, Μεγάλη Εβδομάδα, Χριστούγεννα.|| (στην αγιογραφία:) Ο ~ Παντοκράτορας. Βλ. ο καλός ποιμήν. ● Υποκ.: Χριστούλης (ο) (συνήθ. όταν απευθυνόμαστε σε μικρό παιδί): ο μικρός/νεογέννητος ~ (: ο Χριστός βρέφος).|| Μην ανησυχείς! Ο καλός ~ θα σε βοηθήσει! Βλ. Παναγίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Ελκόμενος (Χριστός) βλ. ελκόμενος ● ΦΡ.: (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! (προφ.): προς δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας: ~ ~! Τι είν' αυτά τα πράγματα!|| Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Ο κόσμος είναι τρελός!, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! (προφ.): τίποτα απολύτως!, είδα τον Χριστό φαντάρο! (αργκό): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. τα είδα όλα! (2), κατά Χριστόν: ΕΚΚΛΗΣ. σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού: η ~ ~ αγάπη. Έζησε ~ ~ (βλ. όσιος)., κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες (προφ.): βρίζω, βλαστημώ. ΣΥΝ. κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες, προ Χριστού/μετά Χριστόν (συντομ. π.Χ., μ.Χ.): (μέθοδος χρονολόγησης στον χριστιανικό κόσμο) πριν από ή μετά τη γέννηση του Χριστού: τον 5ο αι. π.Χ. Η 2η χιλιετία μ.Χ., του Χριστού (λαϊκό): την ημέρα των Χριστουγέννων: Ήρθαν/χιόνισε (ανήμερα) ~ ~., Χριστέ μου/Χριστούλη μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (έκπληξη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία:) Τι ντροπή, ~ ~!|| (παράκληση, ευχή:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~!|| (φόβος:) ~ ~ (: μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστός!: λέγεται σε κάποιον που βήχει, επειδή στραβοκατάπιε., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, μετά Χριστόν προφήτης βλ. προφήτης, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, Χριστός ανέστη βλ. ανασταίνω, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός [< μτγν. Χριστός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.