Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 966 εγγραφές  [0-20]


  • ρ (πρόφ. ρο) 1. το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον συμφωνικό φθόγγο [r]: ~ κεφαλαίο (Ρ). ~ μικρό (ρ). Πβ. ρο. Βλ. σύμφωνο. 2. (σε αρίθμηση) εκατοστός: (συνήθ. με τόνο ρ΄/Ρ΄) Κεφάλαιο/εδάφιο ~.|| (καταχρ. χωρ. τόνο, ρ/Ρ: δέκατος έβδομος). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ρ ή ,ρ) εκατό χιλιάδες. [< αρχ. Ρ, μεσν. ρ]
  • Ρ/Σ (ο): Ραδιοφωνικός Σταθμός.
  • ραβανί ρα-βα-νί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ρεβανί: ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό του ταψιού από σιμιγδάλι ή αλεύρι, αβγά, ζάχαρη και βούτυρο: ~ με καρύδα. [< τουρκ. revani]
  • ραβασάκι ρα-βα-σά-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (ειρων.) σημείωμα ή επιστολή με δυσάρεστο συνήθ. περιεχόμενο για τον παραλήπτη: απειλητικό ~. Ήρθε το ~ της Εφορίας/της Τροχαίας. Πβ. λυπητερή, μπουγιουρντί. 2. (κυρ. παλαιότ.) ερωτικό σημείωμα που έστελνε κάποιος, συνήθ. κρυφά. Πβ. μπιλιέτο.
  • ραββί βλ. ραβί
  • ραββινικός βλ. ραβινικός
  • ραββίνος βλ. ραβίνος
  • ραβδί ρα-βδί ουσ. (ουδ.) {ραβδ-ιού}: μικρή ράβδος: μεταλλικό/πλαστικό/σιδερένιο ~. Πβ. βακτηρία, βέργα, μαγκούρα, μπαστούνι. ● Υποκ.: ραβδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός [< μεσν. ραβδί(ν)]
  • ραβδιά ρα-βδιά ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): χτύπημα με ραβδί, μπαστουνιά. Πβ. ξυλιά, ράβδισμα. [< μεσν. ραβδιά]
  • ραβδία ρα-βδί-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ραβδίο}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. κύτταρα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, αναγκαία για την όραση σε αμυδρό φως καθώς και για την αντίληψη της φωτεινότητας και του σχήματος των αντικειμένων. Βλ. κωνία, φωτοϋποδοχείς. [< μτγν. ῥαβδίον, αγγλ. rod]
  • ραβδίζω [ῥαβδίζω] ρα-βδί-ζω ρ. (μτβ.) {ράβδι-σα, ραβδί-στηκε, -σμένος, ραβδίζ-οντας}: χτυπώ με ραβδί, συνήθ. τα κλαδιά δέντρου, για να πέσουν στο έδαφος οι καρποί του: ~ουν τις ελιές (πβ. τινάζω). ~ουμε αμυγδαλιές/καρυδιές/χαρουπιές. [< αρχ. ῥαβδίζω]
  • ράβδισμα ρά-βδι-σμα ουσ. (ουδ.) & ραβδισμός (ο): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ραβδίζω: συγκομιδή με ~. Πβ. τίναγμα. [< μτγν. ῥαβδισμός, μεσν. ράβδισμα]
  • ραβδιστήρι ρα-βδι-στή-ρι ουσ. (ουδ.) & ραβδιστήρα (η) (παλαιότ.-προφ.): μακριά βέργα για ράβδισμα των δέντρων. Βλ. ελαιοραβδιστικό, -τήρι.
  • ραβδιστής ρα-βδι-στής ουσ. (αρσ.): αγρότης που ραβδίζει δέντρα, κυρ. τις ελιές, για τη συγκομιδή των καρπών τους. [< μτγν. ῥαβδιστής ‘αυτός που χτυπά με ραβδί στάχυα ή μαλλί’]
  • ραβδιστικός , ή, ό ρα-βδι-στι-κός επίθ.: που χρησιμεύει στο ράβδισμα κυρ. των ελαιόδεντρων: ~ό: μηχάνημα.|| (ως ουσ.) Δονητικό ~ό. ~ό ελιών (πβ. ελαιοραβδιστικό). Βλ. ραβδιστήρι.
  • ραβδόγραμμα ρα-βδό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΣΤΑΤΙΣΤ. γράφημα που αποτελείται από κάθετες ή οριζόντιες μπάρες, το μέγεθος των οποίων είναι ανάλογο με τις τιμές που αναπαριστούν: ~ συχνοτήτων. Πβ. ακιδωτό διάγραμμα. Βλ. ιστόγραμμα, πίτα. [< αγγλ. bar diagram, 1923]
  • ραβδοειδής , ής, ές ρα-βδο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει σχήμα ράβδου: ~ής: μαγνήτης. ~ή: ηλεκτρόδια. Πβ. ραβδόμορφος. Βλ. -ειδής, ραβδωτός. [< μτγν. ῥαβδοειδής, αγγλ. rhabdoid]
  • ραβδοκώδικας ρα-βδο-κώ-δι-κας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. γραμμωτός/γραμμικός κώδικας.
  • ραβδόμορφος , η, ο ρα-βδό-μορ-φος επίθ. (επιστ.): που έχει μορφή ράβδου: ~ος: μαγνήτης. ~α: βακτήρια (βλ. βάκιλος). Πβ. ραβδοειδής. Βλ. -μορφος. [< αγγλ. rhabditiform]
  • ραβδομυοσάρκωμα ρα-βδο-μυ-ο-σάρ-κω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. όγκος υψηλής κακοήθειας που σχηματίζεται στους σκελετικούς μυς και προσβάλλει συνήθ. παιδιά: εμβρυϊκό/κυψελιδικό ~. [< γερμ. Rhabdomyosarkom, αγγλ. rhabdomyosarcoma, γαλλ. rhabdomyosarcome]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ελαιοραβδιστικό

ελαιοραβδιστικό [ἐλαιοραβδιστικό] ε-λαι-ο-ρα-βδι-στι-κό ουσ. (ουδ.) & (προφ.) ραβδιστικό: ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα για τη συγκομιδή του καρπού της ελιάς: ηλεκτρικά ~ά. Βλ. ραβδιστήρι.|| (ως επίθ.) Παλμικό ~ό σύστημα.

ιστόγραμμα

ιστόγραμμα [ἱστόγραμμα] ι-στό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΣΤΑΤΙΣΤ. γράφημα που απεικονίζει την κατανομή συχνότητας μέσω της χρήσης ορθογώνιων παραλληλογράμμων σε σύστημα κάθετων αξόνων. Βλ. διά-, ραβδό-γραμμα. [< αγγλ. histogram, γαλλ. histogramme, 1956]

κωνία

κωνία κω-νί-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. κωνίο}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. (στον άνθρωπο και τα σπονδυλωτά) φωτοϋποδοχείς που είναι υπεύθυνοι κυρ. για την αντίληψη των χρωμάτων: τα τρία είδη ~ων (: για την αναγνώριση του μπλε, του κόκκινου και του πράσινου). Βλ. ραβδία. [< μτγν. κωνίον 'μικρός κώνος', γαλλ. cônes, αγγλ. cones]

μαγικός

μαγικός, ή, ό μα-γι-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με τη μαγεία, την ταχυδακτυλουργία ή λειτουργεί με τρόπο ανεξήγητο: ~ός: καθρέφτης/λόγος. ~ή: δύναμη/ζώνη/πέτρα/πηγή/σκέψη/σκόνη/σκούπα/σφαίρα/τέχνη. ~ό: δαχτυλίδι/λυχνάρι/σύμβολο/φίλτρο/χαλί (= ιπτάμενο). ~οί: πάπυροι. ~ές: ιδιότητες/ικανότητες/τελετές. ~ά: βότανα.|| ~ή: τράπουλα. ~ό: κουτί. ~ά: κόλπα (= τρικ).|| Δεν υπάρχει ~ή θεραπεία για τις ασθένειες. 2. (μτφ.) μαγευτικός ή εντυπωσιακός: ~ός: κόσμος (του διαδικτύου/της μουσικής)/τόπος. ~ή: ατμόσφαιρα/βραδιά/εμπειρία/πόλη/στιγμή/φωνή. ~ό: καλοκαίρι/νησί/ταξίδι. Πβ. γοητευτ-, θελκτ-, σαγηνευτ-, συναρπαστ-ικός, ονειρεμένος.|| (ΑΘΛ.) ~ή: ενέργεια/κεφαλιά/μπαλιά. ~ό: γκολ/πλασέ/σουτ. Πβ. θαυμαστός. 3. (μτφ.) εξαιρετικά σημαντικός και δυσεύρετος: Άφαντα τα ~ά χαρτάκια (= εισιτήρια) για το ντέρμπι. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγικά τετράγωνα: ΜΑΘ. τετραγωνικοί πίνακες που περιέχουν ακέραιους αριθμούς τοποθετημένους σε γραμμές και στήλες με τέτοιον τρόπο, ώστε κάθε γραμμή, στήλη και οι δύο διαγώνιοι να έχουν το ίδιο άθροισμα. [< γαλλ. carré magique] , μαγική εικόνα 1. που περιέχει μια δεύτερη κρυμμένη εικόνα: σταυρόλεξα, κρυπτόλεξα και ~ές ~ες. 2. (μτφ.) κατάσταση που δεν απεικονίζει την πραγματικότητα: ~ ~ η οικονομική ανάπτυξη., μαγικό νούμερο (μτφ.): που αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο: Στο ~ ~ (: εκπληκτικό ποσοστό) 60% έφτασε η θεαματικότητα της εκπομπής. ΣΥΝ. μαγικός αριθμός (1), μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος (μτφ.): εύκολoς τρόπος που οδηγεί αυτόματα σε εντυπωσιακά αποτελέσματα: Δεν υπάρχει ~ ~ για να χάσει κανείς βάρος. Πβ. βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος., μαγικός αριθμός 1. μαγικό νούμερο. 2. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. που εμφανίζει θαυμαστές ή αξιοπερίεργες ιδιότητες: To 7 και το 12 θεωρούνταν ~οί ~οί από πολλούς αρχαίους λαούς. 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. καθένας από τους αριθμούς 2, 8, 20, 28, 50, 82, 126, όταν εκφράζουν το σύνολο των πρωτονίων, των νετρονίων ή και των δύο σε έναν ατομικό πυρήνα, στον οποίο προσδίδουν μεγάλη ευστάθεια. ● ΦΡ.: κάνω μαγικά 1. (προφ.) εντυπωσιάζω με τις ικανότητες ή τις επιδόσεις μου: (για ποδοσφαιριστή) ~ει ~ με την μπάλα. Η νέα έκδοση του προγράμματος ~ει ~. 2. κάνω μάγια. [< 1: μτγν. μαγικός 2,3: γαλλ. magique, enchanteur, αγγλ. magic]

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

ραβδιστήρι

ραβδιστήρι ρα-βδι-στή-ρι ουσ. (ουδ.) & ραβδιστήρα (η) (παλαιότ.-προφ.): μακριά βέργα για ράβδισμα των δέντρων. Βλ. ελαιοραβδιστικό, -τήρι.

ραβί

ραβί ρα-βί ουσ. (αρσ.) {άκλ.} & ραββί 1. (στην ΚΔ) προσφώνηση του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του. 2. ΘΡΗΣΚ. (παλαιότ.) ραβίνος. [< μτγν. ῥαββί]

ραβινικός

ραβινικός, ή, ό ρα-βι-νι-κός επίθ. & ραββινικός: ΘΡΗΣΚ. που σχετίζεται με τους ραβίνους ή τη διδασκαλία τους. ΡΑΒΙΝΙΚΟΣ

ραβίνος

ραβίνος ρα-βί-νος ουσ. (αρσ.) & ραββίνος: ΘΡΗΣΚ. θρησκευτικός ηγέτης, λειτουργός εβραϊκής κοινότητας. Βλ. αρχι~. ΣΥΝ. ραβί (2) [< μεσν. ραμπίνος, ιταλ. rabbino]

σύμφωνο

σύμφωνο σύμ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ώνου} 1. ΓΛΩΣΣ. φθόγγος που δημιουργείται από φραγμό ή στένεμα στη φωνητική οδό, έτσι ώστε η ροή του αέρα να εμποδίζεται ολικώς ή μερικώς· συνεκδ. το αντίστοιχο γράμμα του αλφαβήτου: (διάκριση ως προς τον τρόπο άρθρωσης:) άηχα (π, τ, κ, φ ...)/ηχηρά (μπ, ντ, γκ, γ ...)/κλειστά (π, τ, κ ...) (πβ. στιγμιαία)/παλλόμενα (ρ)/πλευρικά (λ) (πβ. υγρά)/ρινικά (μ, ν) (πβ. έρρινα)/τριβόμενα (β, χ, ζ ...) (πβ. διαρκή, εξακολουθητικά) ~α.|| (Διάκριση ως προς τον τόπο άρθρωσης:) Διχειλικά/μεσοδοντικά/ουρανικά/συριστικά/χειλοδοντικά/υπερωικά ~α. Τελικά ~α (ς, ν). 2. ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών, διεθνών οργανισμών: άτυπο/διακρατικό/διεθνές/εμπορικό/ιδιωτικό (πβ. συμβόλαιο) ~. ~ ειρήνης (πβ. συνθήκη)/μη επιθέσεως/σταθερότητας (βλ. ΣΣΑ)/συνεργασίας/τιμής/φιλίας. Αναθεώρηση/εφαρμογή/παραβίαση/σύναψη ~ώνου.|| Σχέδιο/υπογραφή ~ώνου. Βλ. προ~, προικο~, συμφωνητικό. ● ΣΥΜΠΛ.: οικουμενικό σύμφωνο βλ. οικουμενικός, πάθη συμφώνων/φωνηέντων βλ. πάθος, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση [< 1: μτγν. σύμφωνον 2: γαλλ. accord]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.