αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]
-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
άλγη [ἄλγη] άλ-γη ουσ. (θηλ.) & άλγη (τα): ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. φυτικοί οργανισμοί (φύκια και μονοκύτταρα φυτά του γλυκού νερού) που αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, συνήθ. κατά αποικίες, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν χλωροφύλλη: γονίδιο της ~ης. Εμφάνιση ανεπιθύμητης ~ης σε ενυδρείο/στο χώμα. Απομακρύνω/εξαφανίζω/καταπολεμώ/περιορίζω την ~. Ψάρια που τρέφονται με ~ (βλ. γλείφτης). Βλ. κυανοβακτήρια, χλωρέλα. [< γαλλ. algue, αγγλ. alga]
-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
ενδοκρινής, ής, ές [ἐνδοκρινής] εν-δο-κρι-νής επίθ. {ενδοκριν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} ΑΝΤ. εξωκρινής: ΙΑΤΡ. ενδοκρινικός. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ενδοκρινείς αδένες: που παράγουν ορμόνες και τις διοχετεύουν στο αίμα. Βλ. γονάδες, επινεφρίδια, επί-, υπό-φυση, θυρεοειδής (αδένας), πάγκρεας, παραθυρεοειδείς αδένες. [< γαλλ. endocrine, 1919, αγγλ. endocrine, 1914]
θυρεοειδής, ής, ές θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή παράγεται από αυτόν: ~ές: νεύρο. ~είς: ορμόνες. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. θυρεοειδικός ● ΣΥΜΠΛ.: θυρεοειδής (αδένας): ΑΝΑΤ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού και παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την αύξηση του βάρους του σώματος: δυσλειτουργία του ~ούς (~α). Βλ. παραθυρεοειδείς αδένες, υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός., θυρεοειδής χόνδρος: ΑΝΑΤ. το μήλο του Αδάμ. [< μτγν. θυρεοειδής, γαλλ. thyroïde, αγγλ. thyroid]
ιδρωτοποιός, ός, ό [ἱδρωτοποιός] ι-δρω-το-ποι-ός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιδρωτοποιοί αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν ιδρώτα. Βλ. -ποιός. [< μτγν. ἱδρωτοποιός, γαλλ. sudorifère]
κότα κό-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το θηλυκό του κόκκορα (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus) που εκτρέφεται για τα αβγά και το κρέας του: αλανιάρα ~ (= ελεύθερης βοσκής). Η ~ κακαρίζει. Μαδώ μια ~. Οι ~ες κουρνιάζουν μέσα στο κοτέτσι. Πβ. όρνιθα. Βλ. αγριό-, νερό-, ξυλό-, φραγκό-κοτα, κοτόπουλο, πουλάδα.|| (ΜΑΓΕΙΡ., το κρέας της) ~ βραστή/λεμονάτη. Ζωμός/κύβος/στήθος ~ας. 2. (μτφ.) άβουλος, δειλός άνθρωπος: Τελικά είσαι μεγάλη ~! Έπαιξαν σαν ~ες (= χωρίς δυναμισμό). 3. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα χαμηλού επιπέδου, επιπόλαιη και κουτσομπόλα. Πβ. κατίνα, τσόκαρο. Βλ. γαϊδούρα, γουρούνα, δαμάλα, κατσίκα, φοράδα. ● Υποκ.: κοτούλα & κοτίτσα (η) ● Μεγεθ.: κοτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κότα λειράτη (αργκό-επιτατ.): πολύ φοβητσιάρης, δειλός άνθρωπος., χρυσοφόρος κότα/όρνιθα βλ. χρυσοφόρος ● ΦΡ.: δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα (προφ.): δεν ξέρει τίποτα, είναι εντελώς ανίδεος., η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για φαύλο κύκλο., η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά & (σπάν.) η χήνα με τα χρυσά αβγά (μτφ.): για κάθε πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού: Βρήκε την ~ ~. [< γαλλ. la poule aux œufs d'or] , θα γελάσουν και οι κότες (προφ.): για κάποιον που γίνεται περίγελος ή για κάτι γελοίο. Πβ. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι., κάθομαι σαν (την) κότα (προφ.): μένω αδρανής, δεν αντιδρώ, δεν διεκδικώ: Καθόταν ~ μπροστά στον διευθυντή., κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες (προφ.): πολύ νωρίς το βράδυ/το πρωί. Πβ. με τα κοκόρια. [< γαλλ. se coucher/se lever comme (avec) les poules] , να φαν κι/φάνε και οι κότες (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αφθονία: Έχει λεφτά ~ ~., οδηγεί/πάει σαν κότα (προφ.): πολύ αργά., σαν την κότα στο μύλο (παροιμ.): για κάποιον που βρίσκει τα πάντα έτοιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια., το ξέρουν και οι κότες (προφ.): για κάτι πασίγνωστο., αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα βλ. ζωή, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< μτγν. κόττος] ΚΟΤΑ
λεμφαδένες λεμ-φα-δέ-νες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. λεμφαδένας}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. ωοειδή όργανα μεγέθους λίγων χιλιοστών, τα οποία αποτελούνται από λεμφοκύτταρα, βρίσκονται σε διάφορα σημεία του σώματος, συνδέονται με τα λεμφαγγεία και βοηθούν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων: επιχώριοι/μασχαλιαίοι/τραχηλικοί ~. ~ της βουβωνικής χώρας/του λαιμού/του μαστού/του μεσοθωρακίου.|| Πρησμένοι/ψηλαφητοί ~. Αφαίρεση (: σε περίπτωση καρκίνου των ~ων)/διήθηση/διόγκωση (= λεμφαδενοπάθεια)/φλεγμονή (= λεμφαδενίτιδα) των ~ων. Βλ. σαρκοείδωση. ΣΥΝ. λεμφογάγγλια ● ΣΥΜΠΛ.: φρουρός λεμφαδένας & λεμφαδένας φρουρός: ΙΑΤΡ. ο πρώτος λεμφαδένας στον οποίο γίνεται μετάσταση καρκινικών κυττάρων από έναν πρωτοπαθή όγκο: βιοψία/χαρτογράφηση του ~ού ~α. [< αγγλ. sentinel lymph node] [< νεολατ. lymphaden]
μελάτος, η, ο [μελᾶτος] με-λά-τος επίθ.: πυκνόρρευστος και μαλακός· γλυκός σαν μέλι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μελάτο αβγό & αβγό μελάτο: που δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ακόμη παχύρρευστος. Βλ. σφιχτός.
μεταξογόνος, ος, ο με-τα-ξο-γό-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεταξογόνος αδένας: ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αδένας του μεταξοσκώληκα που εκκρίνει την ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.
ομελέτα [ὀμελέτα] ο-με-λέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά τα οποία τηγανίζονται και ανακατεύονται με άλλα υλικά: απλή/ατομική/ισπανική (πβ. τορτίγια)/σπέσιαλ/χωριάτικη ~. ~ με ζαμπόν/λαχανικά/μανιτάρια/πατάτες/τυρί. Eτοιμάζω/κάνω/φτιάχνω ~. Πβ. καγιανάς, πιπεράδα, στραπατσάδα, σφουγγάτο. Βλ. -έτα. ● ΦΡ.: δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά: τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο κόστος. [< γαλλ. on ne fait pas d'omelette sans casser des oeufs] [< γαλλ. omelette]
-παραγωγή: το ουσιαστικό παραγωγή ως β' συνθετικό με αναφορά σε συγκεκριμένο προϊόν ή είδος: βαμβακο~/γαλακτο~/ελαιο~/ιχθυο~/καπνο~/σπορο~/σταφιδο~.|| Βιβλιο~.
παραθυρεοειδής, ής, ές πα-ρα-θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθυρεοειδείς αδένες: ΑΝΑΤ. καθένας από τους τέσσερις μικρούς ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται κοντά στον θυρεοειδή αδένα και εκκρίνουν την παραθορμόνη. Βλ. -ειδής. [< γαλλ. parathyroïdes, αγγλ. parathyroid glands] , παραθυρεοειδής ορμόνη: ΒΙΟΧ. παραθορμόνη. [< , αγγλ. parathyroid, 1907, γαλλ. parathyroïde, 1907]
πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]
ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω. ● ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]
σιελογόνος, ος, ο σι-ε-λο-γό-νος επίθ. & σιαλογόνος: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: σιελογόνοι αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν σάλιο το οποίο απελευθερώνεται στο στόμα. [< γαλλ. sialogène, αγγλ. sialogenous]
σμηγματογόνος, ος, ο σμηγ-μα-το-γό-νος επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει ή περιέχει σμήγμα: ~ος: σπίλος. ~ος: κύστη.|| ~ος: υπερπλασία. Βλ. -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: σμηγματογόνοι αδένες: που εκκρίνουν σμήγμα και βρίσκονται κυρ. στους θύλακες των τριχών του κεφαλιού και του σώματος, εκτός από παλάμες και τις πατούσες. Βλ. κυψελίδα. [< γαλλ. sébacé]
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
ωόν [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ