άγραφος, η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
αζωτούχος, ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]
άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]
ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]
αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]
άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]
άλφα [ἄλφα] άλ-φα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. το πρώτο γράμμα και το πρώτο φωνήεν του ελληνικού αλφαβήτου και όσων προήλθαν από αυτό (του λατινικού, του κυριλλικού): κεφαλαίο/μικρό/πεζό ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιτατικό ~ (: α-χανής). Στερητικό ~ (: α-όμματος, αν-όμοιος). Πβ. α.|| (ΙΑΤΡ.) Αναστολέας ~.|| (ΦΥΣ.) ~ διάσπαση/σωματίδιο. 2. (για κάποιον ή κάτι που δηλώνεται αόριστα) κάποιος: Κάνω μια ~ δουλειά σε έναν ~ χρόνο. 3. (μτφ.) (πάντα με το άρθρο "το") η αρχή, τα στοιχειώδη· το πρώτο μέρος, το πρώιμο στάδιο: Μαθήματα που αρχίζουν από το ~. Είμαστε ακόμη στο ~ (= στην αρχή). 4. ΑΣΤΡΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) ο πιο φωτεινός αστέρας ενός αστερισμού: Το ~ του Κενταύρου/του Σκορπιού. Το ~ του Μεγάλου Κυνός (= ο Σείριος). 5. για να δηλωθεί εξαιρετική ποιότητα (συνήθ. με επανάληψη): ξενοδοχείο/ποικιλία/προϊόν ~ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμή άλφα & άλφα γραμμή: κόψιμο φούστας, φορέματος που φαρδαίνει στο κάτω μέρος: νυφικό σε ~ ~. Πβ. εβαζέ γραμμή., ακτινοβολία άλφα βλ. ακτινοβολία ● ΦΡ.: άλφα ή βήτα: για αόριστη αναφορά σε κάτι: για τον ~ ~ λόγο (: για κάποιον λόγο). Με τον ~ ~ τρόπο (: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο)., από το άλφα ως το ωμέγα: (μτφ.) από την αρχή ως το τέλος, χωρίς εξαίρεση: Έμαθα όλες τις λεπτομέρειες, ~ ~., δεν ξέρει/δεν έμαθε ούτε το άλφα: (μτφ.) για πρόσωπο τελείως αγράμματο., ο άλφα και ο βήτα (συνήθ. μειωτ.): ο ένας και ο άλλος: Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύει ~ ~., το άλφα και το ωμέγα (μτφ.) (ΚΔ): το σημαντικότερο ή σπουδαιότερο στοιχείο, η αρχή και το τέλος: Η οργανωμένη εκπαίδευση είναι ~ ~ (= το παν) για την πρόοδο μιας κοινωνίας. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]
άμβωνας [ἄμβωνας] άμ-βω-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) άμβων: ΕΚΚΛΗΣ. ημικυκλικό ή πολυγωνικό βήμα στο εσωτερικό εκκλησίας που τοποθετείται ψηλά, συνήθ. σε κίονα της αριστερής κιονοστοιχίας με ελικοειδή σκάλα και προορίζεται για ανάγνωση του Ευαγγελίου ή για το κήρυγμα του θείου λόγου: ξύλινος/μαρμάρινος ~. ● ΦΡ.: από άμβωνος (λόγ.) 1. (μτφ.) με δογματικό, υπεροπτικό ή αλαζονικό τρόπο, αφ' υψηλού: ~ ~ παραινέσεις. Πβ. από καθέδρας. 2. (σπάν.) (για κήρυγμα, ομιλία) που γίνεται από τον άμβωνα: ~ ~ λόγοι. [< μτγν. ἄμβων]
αμέλεια [ἀμέλεια] α-μέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. έλλειψη φροντίδας, αδιαφορία, απροσεξία και κατ' επέκτ. σφάλμα που οφείλεται σε αυτή: εγκληματική/μοιραία ~. ~ για το περιβάλλον. Λάθος από ~ (πβ. αβλεψία). Δεν δικαιολογείται ~ σε τόσο σοβαρά ζητήματα. Πβ. ολιγωρία.|| Παραλείψεις/παρατυπίες και ~ες. 2. ΝΟΜ. μορφή υπαιτιότητας κατά την οποία ο δράστης μπορούσε ή όφειλε να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του, αλλά δεν το έκανε: άνευ συνειδήσεως/αποδεδειγμένη/ενσυνείδητη/επαγγελματική/ιατρική ~. ~ καθήκοντος. Ποινικές διώξεις για ~. Καταλογίζω (σε κάποιον) ~. Κατηγορώ (κάποιον) για ~. Το ατύχημα προκλήθηκε από ~. Ζημίες που προξενήθηκαν από ~. Τεκμαίρεται βαρεία ~. ● ΦΡ.: από αμέλεια & (λόγ.) εξ αμελείας: ΝΟΜ. για αξιόποινη πράξη που δεν έγινε σκόπιμα ή με δόλο, αλλά από απροσεξία, χωρίς προσχεδιασμό: αδίκημα/ανθρωποκτονία/έγκλημα/παράβαση/ποινική ευθύνη/πρόκληση πυρκαγιάς/σωματική βλάβη/φόνος ~ ~. Έχει ενεργήσει εκ δόλου ή εξ αμελείας; ΑΝΤ. από/με πρόθεση, εκ προμελέτης [< 1: αρχ. ἀμέλεια 2: γαλλ. négligence]
ανα- & αν- & ανά- & άν- (λόγ.) πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επανάληψη: (κυρ. σε ουσ. και ρ.) ανα-βαθμολόγηση/~βίωση (πβ. επανα-)/~δάσωση/~παλαίωση/~σχηματισμός. Ανα-θαρρώ. Ανα-γεννιέμαι (πβ. ξανα-).|| (σε επιστ. όρους) Ανα-βολισμός/~διπλασιασμός. 2. κίνηση προς τα πάνω: ανα-βάτης. Αν-οδικός. Ανά-βαση. Άν-οδος. ΑΝΤ. κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- (3) 3. έμφαση: ανα-βοώ. Αν-αγαλλιάζω/~αγγελία. Ανά-λαφρος.
αναβολή [ἀναβολή] α-να-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβάλλω: προσωρινή ~. ~ του αγώνα/της επίσκεψης (πβ. μετάθεση). ~ δύο μηνών. Συνεχείς ~ές στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η δουλειά πρέπει να γίνει δίχως την παραμικρή ~. Βλ. ακύρωση, τρενάρισμα.|| (ΝΟΜ.) Εισηγήθηκε/πέτυχε την ~ έκδοσης απόφασης. ~ της δίκης/συζήτησης. Πβ. αναστολή, διακοπή, ματαίωση. 2. ΣΤΡΑΤ. καθυστέρηση του χρόνου στράτευσης κάποιου: ~ κατάταξης λόγω σπουδών/για λόγους υγείας. Έχω/ζητώ/παίρνω ~. Διακόπτω την ~ μου. Χορήγηση ~ής. ● ΦΡ.: από αναβολή σε αναβολή: για κάτι που αναβάλλεται συνεχώς: ~ ~ το πας., δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει/δεν επιδέχεται (άλλη) αναβολή/αναβολές: είναι επείγον, δεν πρέπει να καθυστερήσει (άλλο): Το ζήτημα/το πράγμα/η υπόθεση ~ ~., χωρίς αναβολή/αναβολές: αμέσως, δίχως καθυστέρηση: Εφαρμογή σχεδίου ~ ~. [< αρχ. ἀναβολή, γαλλ. sursis]
ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]
ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο. 2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]
άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]
Άννας [Ἅννας] Άν-νας ουσ. (αρσ.): στη ● ΦΡ.: από τον Άννα στον Καϊάφα (ΚΔ): σε περιπτώσεις συνεχούς παραπομπής κάποιου σε διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο ή φορέα, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία και την κωλυσιεργία στη διεκπεραίωση της υπόθεσής του: Πηγαίνω/με στέλνουν/τρέχω ~ ~. Πβ. από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη.
αντανάκλαση [ἀντανάκλαση] α-ντα-νά-κλα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. ανάκλαση: ηχητική (βλ. ηχώ)/οπτική ~. ~ των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων/του φωτός. Οθόνη χαμηλής ~ης. Βλ. διάθλαση.|| Κοίταζε την ~ή της στον καθρέφτη. Πβ. αντικατοπτρισμός, αντιφέγγισμα, καθρέφτισμα. 2. (μτφ.) απήχηση, επίδραση, αποτέλεσμα: Η άνοδος των διεθνών τιμών είχε άμεση ~ στην εσωτερική αγορά. Πβ. αντίκτυπος, απόηχος. ● ΦΡ.: εξ αντανακλάσεως (λόγ.) & από αντανάκλαση 1. (μτφ.) έμμεσα: Οι πληροφορίες έφτασαν σε μας ~ ~ (ΑΝΤ. άμεσα). 2. λόγω ανάκλασης: Οι ακτίνες λέιζερ προκαλούν εγκαύματα στο δέρμα, όταν προσπίπτουν σε αυτό απευθείας ή ~ ~. [< 1: μτγν. ἀντανάκλασις 2: γαλλ. répercussion]
απόσταση [ἀπόσταση] α-πό-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μήκος, διάστημα που χωρίζει ένα σημείο, πράγμα ή πρόσωπο από άλλο: γεωγραφική/κατακόρυφη/οριζόντια/χιλιομετρική ~. Αναγκαία/απαραίτητη ~. ~ ... μέτρων/μιας ώρας/ναυτικών μιλίων. ~ φρεναρίσματος. Η ~ μεταξύ δύο ουράνιων σωμάτων. Δρομέας/ταξίδι μεγάλων/μικρών ~άσεων. Διανύω/μετρώ/υπολογίζω την ~. Η ~ καλύπτεται με τα πόδια σε μισή ώρα (ΣΥΝ. διαδρομή). Το λιμάνι βρίσκεται σε κοντινή/μικρή (= κοντά)/μεγάλη (= μακριά) ~ από την πόλη. Χάρη στην τεχνολογία έχουν εκμηδενιστεί/μειωθεί οι ~άσεις.|| (ΓΕΩΜ.) ~ σημείου από ευθεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ανάγνωσης/γραμμών/παραγράφων/χαρακτήρων.|| (ΦΥΣ.) Εστιακή ~ (: η ~ σε mm του οπτικού κέντρου του φακού από τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια). Βλ. χρονο~. 2. χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο στιγμές, περιόδους, εποχές: Κείμενα γραμμένα με ~ πολλών χρόνων. 3. (μτφ.) σημαντική διαφορά που διαχωρίζει πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις: ~ στις απόψεις/ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα (πβ. διάσταση). Μας χωρίζει τεράστια ~ στον τρόπο σκέψης (πβ. άβυσσος, χάσμα). Αυξάνεται/γεφυρώνεται/διευρύνεται/μειώνεται η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (ΣΥΝ. ψαλίδα). ● ΣΥΜΠΛ.: απόσταση ασφαλείας: που αποτρέπει οποιονδήποτε κίνδυνο: Βρίσκεται/είναι σε ~ ~. Αφήνω/τηρώ ~ ~ από το προπορευόμενο αυτοκίνητο.|| (μτφ.) Κρατάει από όλους ~άσεις ~., γωνιακή/γωνιώδης απόσταση: ΑΣΤΡΟΝ. η γωνία υπό την οποία φαίνονται δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας κατά την παρατήρησή τους από τον ίδιο παρατηρητή. [< αγγλ. angular distance] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, ζενιθιακή απόσταση βλ. ζενιθιακός ● ΦΡ.: (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις: (μτφ.) δεν παίρνω θέση σε διαμάχη ή ζήτημα: ~ ~ από τις δυο πλευρές. Τηρούν ~ ~ ανάμεσα στους δύο συμμάχους. Πολιτική ίσων ~άσεων. Βλ. ουδετερότητα., εξ αποστάσεως/από απόσταση 1. μέσω τηλεφώνου, τηλεόρασης, διαδικτύου ή άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου: αγορές/πωλήσεις/συμβάσεις/συναλλαγές/σχέσεις ~ ~. Βλ. διαδικτυακός, ονλάιν, τηλε-. 2. από μακριά: Παρακολουθούν τις εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. εκ του μακρόθεν, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση (μτφ.): είμαι απόμακρος, επιφυλακτικός απέναντί του: Κρατά τους άλλους ~ με τη σοβαροφάνειά του. Έχει πάντα ~ τους συνομιλητές του. [< γαλλ. tenir quelqu'un à distance] , παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις (μτφ.) 1. αποστασιοποιούμαι, δεν αναμιγνύομαι σε κάτι: Κρατά τις ~ του από το επίμαχο ζήτημα. Ο δημοσιογράφος πήρε ~ από το συμβάν. 2. έχω τυπικές σχέσεις με κάποιον: Δεν ανοίγομαι εύκολα και κρατώ ~. [< γαλλ. prendre/garder ses distances] , σε απόσταση αναπνοής (μτφ.): πάρα πολύ κοντά: ~ ~ από τη θάλασσα. Η ομάδα βρέθηκε ~ ~ από τη νίκη., σε απόσταση/θέση βολής 1. (μτφ.) πολύ κοντά: Βρίσκονται ~ ~ από την επίτευξη συμφωνίας.|| (ΑΘΛ.) (για ποδοσφαιριστή:) Είναι σε θέση ~ (: σε ιδανικό ή πολύ καλό σημείο για γκολ). (για ομάδα:) Βρίσκεται σε απόσταση ~ απ' την κορυφή. 2. ΣΤΡΑΤ. σε περίπτωση που ο στόχος βρίσκεται σε κοντινό σημείο, ώστε να μπορεί εύκολα να βληθεί από όπλο. [< αρχ. ἀπόστασις ‘απομάκρυνση, απόσταση, πυώδες οίδημα], γαλλ. distance]
αποτέλεσμα [ἀποτέλεσμα] α-πο-τέ-λε-σμα ουσ. (ουδ.) {αποτελέσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κατάληξη ή συνέπεια ενέργειας ή διαδικασίας: αισθητικό/άμεσο/αναμενόμενο/απρόβλεπτο/απροσδόκητο/αρνητικό/έμμεσο/εξαιρετικό/επιδιωκόμενο/ευνοϊκό/θετικό/λογικό/στατιστικό/τραγικό ~. Ακουστικό/ηχητικό/οπτικό ~. Τα ~ατα του πειράματος. Σχέση αιτίου ~ατος. Το καλύτερο/χειρότερο δυνατό ~. ~ διαπραγματεύσεων/πίεσης. Αναμενόμενα μαθησιακά ~ατα. Καταλήγω/οδηγούμαι/φτάνω σε ~. Το ~ ήταν να ... Οι θεραπείες δεν είχαν κανένα ~. Σημασία έχει η προσπάθεια και όχι το ~ (: το ~ μετράει). Η επανάσταση ήταν ~ (= απόρροια, επακόλουθο) της κοινωνικής καταπίεσης. ~ μηδέν (: για παταγώδη αποτυχία). Και ποιο το ~; Θεαματικά ~ατα από ...|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ατα αναζήτησης (στο διαδίκτυο). 2. επίσημη κρίση, αξιολόγηση -συχνά με αριθμητικά δεδομένα- αγώνα, διαγωνισμού, εξετάσεων, ψηφοφορίας· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) το αντίστοιχο επίσημο έγγραφο: εκλογικό/τελικό ~. Οριστικά/προσωρινά/συγκριτικά ~ατα. Δίκαιο/ισόπαλο/νικηφόρο ~ (= σκορ). Ιατρικά ~ατα. Αλλοίωση/αμφισβήτηση/πρόβλεψη (του) ~ατος. ~ατα ερευνών (πβ. πόρισμα)/προπό. Παίρνω (τα) ~ (: τα μαθαίνω). Βγήκαν τα ~ατα (= ανακοινώθηκαν επίσημα). Σύμφωνα με τα ~ατα της έρευνας ...|| Ανάρτηση των ~άτων. 3. ΜΑΘ. αυτό που εξάγεται και γενικότ. προκύπτει από αριθμητική πράξη, λύση μαθηματικού προβλήματος: γενικό/μερικό/συνολικό ~. ~ αφαίρεσης/πρόσθεσης. Η άσκηση έχει δύο τρόπους επίλυσης, που οδηγούν στο ίδιο ~. Πβ. εξαγόμενο. 4. ΦΙΛΟΣ. γεγονός που προκαλείται από ορισμένη αιτία. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτελέσματα χρήσης & (λόγ.) χρήσεως: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των κερδών ή ζημιών από τις οικονομικές πράξεις, δραστηριότητες επιχείρησης. ● ΦΡ.: από το αποτέλεσμα & (λόγ.) εκ του αποτελέσματος: για κρίση, διαπίστωση, συμπέρασμα που βασίζεται στην τελική έκβαση κατάστασης και όχι σε ό,τι προηγήθηκε: ~ ~ συνάγεται/τεκμαίρεται (ότι/πως) … Όλα κρίνονται ~ ~. ~ ~ φαίνεται ότι οι ενέργειές μας απέδωσαν καρπούς., έχει ως αποτέλεσμα: προκαλεί (κάτι), έχει ως συνέπεια, οδηγεί σε: Η κρίση είχε ~ την ανάσχεση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας. ~ ~ να ..., με αποτέλεσμα να ...: Καθυστέρησε, ~ ~ μη βρει θέση. ΣΥΝ. με συνέπεια να ..., φέρνει αποτέλεσμα: έχει επιθυμητή κατάληξη: Η επιμονή/προσπάθειά της έφερε ~. Η συζήτηση δεν έφερε κανένα ~., χωρίς/δίχως αποτέλεσμα: μάταια, άδικα, χωρίς αντίκρισμα: αναζήτηση/διάλογος/έρευνα ~ ~. Αγωνίζομαι/πολεμώ ~ ~. Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, αλλά ~ ~., ως αποτέλεσμα (+ γεν.): λόγω, εξαιτίας, ως συνέπεια: Η κλιματική αλλαγή ~ ~ του φαινομένου του θερμοκηπίου., συνδυασμός αποτελεσμάτων βλ. συνδυασμός [< αρχ. ἀποτέλεσμα, γαλλ. résultat, αγγλ. result]
άποψη [ἄποψη] ά-πο-ψη ουσ. (θηλ.) 1. τρόπος αντίληψης θέματος, γεγονότος, κατάστασης· γνώμη, κρίση: αιρετική/ακραία/αντίθετη/αντικειμενική/δημόσια/διαφορετική/ενδιαφέρουσα/προσωπική/συνολική/σφαιρική/τεκμηριωμένη/υποκειμενική ~. Η επικρατέστερη/κυρίαρχη ~. Αντικρουόμενες απόψεις. Διαμόρφωση/υιοθέτηση (μιας) ~ης. Έχω την ~ ότι ... (πβ. αίσθηση, εντύπωση). Εσύ δεν έχεις ~; Τι ~ έχεις για ...; Ποια είναι η ~ή σου για ...; Κείμενο με ~. Απόψεις (= ιδέες) για το σπίτι. Ανταλλαγή/αντιπαράθεση/ελευθερία/σύγκλιση/σύνθεση/ταύτιση απόψεων. Κατά μία ~/την ~ή μου ... Η ~ή (= θέση) μου είναι ότι ... Αν έτσι νομίζεις, ~ή σου! Είναι θέμα ~ης. Απορρίπτω/διατυπώνω/εκφέρω/επιβάλλω/κρίνω μια ~. Εμμένω σε μία ~. Έχω διαφορετική ~ (= διαφωνώ). Συμφωνώ με την ~ ότι ... Γράφω/εκφράζω/καταθέτω/λέω/υποστηρίζω την ~ή μου για ... 2. θεώρηση, σκοπιά, εκτίμηση: Έδωσε μια ολοκληρωμένη ~ της κατάστασης. Πβ. διάσταση, πλευρά. 3. θέα, εικόνα σημείου, τόπου από απόσταση: γενική/εξωτερική/εσωτερική/καθολική/μερική/πανοραμική ~ της πόλης. Πβ. ορίζοντας. 4. ΓΛΩΣΣ. ποιόν ενεργείας: ρηματική ~. ● απόψεις (οι): θέσεις, πεποιθήσεις: Ακούω/αποδέχομαι/ασπάζομαι/ενστερνίζομαι/συμμερίζομαι τις ~ κάποιου. Βασανίστηκε/διώχθηκε για τις ~ του. ● ΦΡ.: από κάθε άποψη & (λόγ.) από πάσης απόψεως: ως προς όλα τα σημεία, όλες τις διαστάσεις ενός πράγματος ή μιας κατάστασης: Η ταινία ήταν καταπληκτική ~ ~!, από την άποψη/από ... άποψη/από απόψεως & από άποψης: (για συγκεκριμένη οπτική γωνία) σχετικά με, με βάση: Βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση από την ~ της υγείας του. Από επιστημονική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική/φιλοσοφική ~ (: σκοπιά). Από αυτή την/από μια ~ έχεις δίκιο, από την άλλη όμως ... Είναι σωστό από πολλές απόψεις. Είναι τέλειο από κάθε ~/(λόγ.) από πάσης απόψεως (ΣΥΝ. σε κάθε περίπτωση). Σημαντικά θέματα από απόψεως επικαιρότητας. [< γαλλ. du point de vue de ...] , είμαι της άποψης & (λόγ.) της απόψεως: υποστηρίζω την άποψη, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω: ~ ~ ότι με την προσπάθεια πετυχαίνεις πολλά πράγματα.|| Και εγώ είμαι αυτής της ~ (= συμφωνώ). [< γαλλ. je suis d'avis] [< αρχ. ἄποψις ‘το να κοιτάζει κανείς από μακριά, θέα’, γαλλ. point de vue]
αρχαίος, α, ο [ἀρχαῖος] αρ-χαί-ος επίθ. {συγκρ. αρχαιό-τερος, υπερθ. -τατος): που χρονολογείται σε πολύ πρώιμη εποχή, πριν από τον Μεσαίωνα και ειδικότ. από την αρχή των ιστορικών χρόνων (1100 π.Χ.) μέχρι τη διάλυση του Δ. ρωμαϊκού κράτους (395 ή 476 μ.Χ): ~ος: κόσμος/ναός/οικισμός/πολιτισμός/τάφος. ~α: αγορά/γραμματεία/Ελλάδα/κωμωδία. ~ο: θέατρο. ~α: κείμενα. ~α Εκκλησία (= πρωτοχριστιανική). Οι ~οι ημών πρόγονοι.|| ~τατο έθιμο (= πανάρχαιο).|| (προφ.-ειρων.) Πού το βρήκες αυτό το ~ο (= παμπάλαιο) φόρεμα (βλ. αρχαιολογία); ● Ουσ.: αρχαία (τα): (προφ.) ενν. ευρήματα, μνημεία: Βρέθηκαν ~. Πβ. αρχαιότητες., Αρχαίοι (οι): ενν. Έλληνες (και Ρωμαίοι)., ο αρχαιότερος: ο παλαιότερος σε έναν χώρο (π.χ. εργασίας) και συνήθ. ανώτερος ιεραρχικά: ~ στη δουλειά/στον στρατό. [< αγγλ. senior] ● ΣΥΜΠΛ.: Αρχαία Ελληνική & Αρχαία Ελληνικά (συντομ. ΑΕ) & (προφ.) Αρχαία (τα) & (σπάν.) Αρχαία (η): η ελληνική γλώσσα από το 2000 π.Χ. ως το 300 περ. π.Χ.· ειδικότ. η Ελληνική των κλασικών χρόνων (5ου και 4ου αι. π.Χ.): γραμματική/συντακτικό της ~ας (~ής).|| (συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα, Αρχαία (Ελληνικά):) ~ από μετάφραση/το πρωτότυπο. Πόσο πήρες στα ~; ● ΦΡ.: από αρχαιοτάτων χρόνων (λόγ.) & από τα πανάρχαια χρόνια: από πολύ παλιά: Η περιοχή κατοικείται ~ ~. Πβ. ανέκαθεν, από καταβολής κόσμου. [< αρχ. ἀρχαῖος, γαλλ. antique, ancien]
αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]
αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]
βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]
βράδυ βρά-δυ ουσ. (ουδ.) {πληθ. βράδ-ια} 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου μέχρι τα μεσάνυχτα· κατ' επέκτ. νύχτα: βροχερό/γλυκό/δροσερό/ζεστό/κυριακάτικο ~. Ανοιξιάτικα/καλοκαιρινά/χειμωνιάτικα ~ια. Το ~ των εκλογών/της Πρωτοχρονιάς. Αργά/νωρίς το ~. Κατά/προς το ~. Απόψε το/αύριο (το)/χθες (το) ~. Το ~ της 3ης προς 4η Ιουλίου ... Στις εννιά το ~. Έπεσε/έρχεται/ζυγώνει το ~. Κοντεύει ~. Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για το ~ της Τρίτης. (ως πρόταση για έξοδο:) Είσαι ελεύθερη/κάνεις κάτι (σήμερα) το ~; (επαναλαμβανόμενη συνήθεια:) Κάθε ~/το ~/τα ~ια βλέπει τηλεόραση. (σε διήγηση:) Ήταν Σάββατο ~, όταν ... Περάσαμε ένα ήρεμο/ήσυχο ~ (= βραδιά). Πβ. εσπέρα. Βλ. απόγευμα, πρωί.|| Ατελείωτο ~. Τι όνειρο είδες το ~; (λογοτ.) ~ια αξημέρωτα. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ΄επέκτ.) κοινωνική δραστηριότητα (δείπνο, έξοδος) που έλαβε χώρα το συγκεκριμένο διάστημα: Σ’ ευχαριστώ πολύ για το αξέχαστο/όμορφο/υπέροχο ~! ● Υποκ.: βραδάκι (το): οι πρώτες βραδινές ώρες: Έλα (κατά) το ~. Βλ. απογευματ-, μεσημερ-άκι. ● ΦΡ.: από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ & (λόγ.) από πρωίας μέχρι νυκτός: διαρκώς, συνεχώς: Διαβάζει/τρέχει ~ ~. Είναι μαζί ~ ~ (= είναι αχώριστοι)., βράδυ-βράδυ (προφ.-λογοτ.): το σούρουπο, πριν νυχτώσει πολύ., καλό βράδυ! (ευχετ.): καληνύχτα: ~ ~ και όνειρα γλυκά! ~ ~, τα λέμε αύριο!|| Να έχεις (ένα) ~ ~!, πρωί βράδυ 1. & (λογοτ.) βράδυ πρωί: συνέχεια, όλη μέρα: Δουλεύει ~ ~ (= νυχθημερόν). Το κατάστημα είναι ανοιχτό ~ ~. Βλ. χειμώνα καλοκαίρι. 2. δύο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ: Βουρτσίζει τα δόντια του ~ ~. Βγάζει τον σκύλο βόλτα ~ ~., μας πήρε (το) μεσημέρι/μας πήρε το βράδυ βλ. παίρνω, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα [< μεσν. βράδυ, πιθ. βράδι(ον), συγκρ. βαθμός του επιρρ. βραδέως]
βρομώ [βρομῶ] βρο-μώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {βρομάς ... | βρόμ-ησε, συνήθ. στο γ΄πρόσ.} & βρομάω & βρωμώ: αναδίδω δυσάρεστη οσμή, μυρίζω άσχημα: ~άς ποδαρίλα/τσιγαρίλα/από την κορυφή ως τα νύχια. ~ά η ανάσα/το στόμα του. Τα παπούτσια/ρούχα του ~άνε.|| Ο αέρας ~ά καυσαέριο. ~άει αμμωνία/θειάφι/χλωρίνη. Κάτι ~άει εδώ μέσα! Τα σκουπίδια ~άνε απαίσια. ~ησε το σπίτι καμένο φαγητό/τσίκνα.|| Το κρέας/ψάρι ~ησε. ΣΥΝ. βρομοκοπώ ΑΝΤ. ευωδιάζω, μοσχομυρίζω ● βρομά & βρομάει (μτφ.): υπάρχουν ενδείξεις απάτης, σήψης: Η δουλειά/το θέμα/η υπόθεση ~ (άσχημα). Το πράγμα ~ από μακριά. Κάτι μου ~ σε αυτή την ιστορία. Πβ. ζέχνει, μυρίζει, όζει. ● ΦΡ.: βρόμησε ο τόπος 1. η άσχημη μυρωδιά απλώθηκε παντού: ~ ~ σκορδίλα! ~ ~ από την μπόχα! 2. (μτφ.-ειρων., για να δηλωθεί κορεσμός) γέμισε: ~ ~ (από) αγγελίες/αυτόκλητους σωτήρες., μέχρι/ώσπου να κουνήσει/να σηκώσει το ένα πόδι, βρομάει/έχει βρομήσει το άλλο (προφ.): για κάποιον που κινείται ή ενεργεί με αργούς ρυθμούς, είναι νωθρός., ο ένας/η μία/το ένα του βρομάει (και) ο άλλος/η άλλη/το άλλο του μυρίζει/του ξινίζει & όλα του βρομάνε (προφ.): για άτομο ιδιότροπο, που δεν ικανοποιείται με τίποτα: Το ένα σου ~, τ' άλλο σου ~! Δεν της αρέσει κανένας· ο ένας της ~, ο άλλος της ~!, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι (παροιμ.): το αίτιο του κακού, η διαφθορά ξεκινάει από τους υψηλά ιστάμενους. [< γαλλ. c' est par la tête que le poisson pourrit] , βρομάει και ζέχνει βλ. ζέχνω, βρομούν τα χνότα του από την πείνα βλ. πείνα, κάτι βρομά(ει)/μυρίζει μπαρούτι βλ. μπαρούτι, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι [< αρχ. βρομῶ, μτγν. βρωμώ ‘έχω κακοσμία’]
γεγονός γε-γο-νός ουσ. (ουδ.) {γεγονότ-ος | -α, -ων}: κάτι, συνήθ. σημαντικό, που έχει ήδη συμβεί ή βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη: αδιαμφισβήτητο/αναπάντεχο/απροσδόκητο/ατυχές/ευχάριστο/λυπηρό/συγκινητικό/τραγικό/τυχαίο ~. Το ευτυχές ~ του γάμου/της γέννησης. (εμφατ.) πραγματικά ~~α. Δυσάρεστα ~α (π.χ. ατυχήματα, θάνατοι). Μετά τα χθεσινά ~α (= επεισόδια) επικράτησε ηρεμία. Η εξέλιξη/πορεία/σειρά των ~ων.|| Αθλητικό/καλλιτεχνικό/πολιτιστικό ~. Δεν είναι τυχαίο το ~ ότι … Πβ. εκδήλωση, ιβέντ, χάπενινγκ.|| Το ~ της χρονιάς! Κοσμοϊστορικά/μεγάλα ~α. Η ιστοσελίδα της εταιρείας είναι (πλέον) ~ (: πραγματικότητα). Παρακολουθώ τα ~α (= τα νέα, τις τρέχουσες εξελίξεις). ΣΥΝ. περιστατικό (1), συμβάν ● ΣΥΜΠΛ.: τετελεσμένο γεγονός: που θεωρείται οριστικό και δεν μεταβάλλεται εύκολα: Βρέθηκε προ ~ων ~ων., ορίζοντας γεγονότων βλ. ορίζοντας, πιστωτικό γεγονός βλ. πιστωτικός ● ΦΡ.: από το γεγονός ότι & από το ότι ...: προκειμένου να γίνει αναφορά σε άποψη, κατάσταση που ισχύει χωρίς αμφισβήτηση: ~ ~ λέει ψέματα, μπορείς να καταλάβεις τι άνθρωπος είναι., είναι γεγονός ότι ...: για αδιαμφισβήτητη κατάσταση (από την πλευρά του ομιλούντος ή του γράφοντος): ~ ~/το γεγονός είναι ότι τα πράγματα ολοένα και δυσκολεύουν (= είναι αλήθεια/πέρα από κάθε αμφιβολία)., παρά το γεγονός ότι .../παρά το ότι .../παρ' ότι ...: αν και, μολονότι: ~ ~ αρχικά ήταν αντίθετος, στο τέλος συμφώνησε. [< αρχ. γεγονός, μτχ. ουδ. του ρ. γίγνομαι]
γεννησιμιό γεν-νη-σι-μιό ουσ. (ουδ.) (προφ.): μόνο στη ● ΦΡ.: από γεννησιμιού (μου/σου/του): για χαρακτηριστικό που έχει κάποιος από τη στιγμή της γέννησής του ή από πολύ μικρή ηλικία ή από τα πρώτα στάδια: Έχει αυτό το ελάττωμα/κουσούρι/σημάδι ~ ~ του. Είναι χαρισματικός /έχει ταλέντο ~ ~ του. Πβ. από τα γεννοφάσκια (μου/σου/του), εκ γενετής, εκ φύσεως.
γεννοφάσκια γεν-νο-φά-σκια ουσ. (ουδ.) (τα): κυρ. στις ● ΦΡ.: από τα γεννοφάσκια (μου/σου/του): από πολύ μικρή ηλικία και κατ' επέκτ. από τα πρώτα στάδια δημιουργίας: δημοκράτης ~ ~. Τραγουδάει ~ ~ του.|| (μτφ.) Παρακολουθούμε την πορεία του περιοδικού ~ ~ του. ΣΥΝ. από γεννησιμιού (μου/σου/του), εκ γενετής (2), στα σπάργανα/γεννοφάσκια βλ. σπάργανα
-γώνιος, α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.
δεύτερος, η, ο δεύ-τε-ρος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δευτ-έρου, (λόγ.) θηλ. δευτέρα} (σύμβ. 2ος, Β' ή β', ΙI) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δύο (2) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/κύκλος/μήνας/τόμος. ~η: ανάγνωση/βαθμίδα/δοκιμή/δόση/εβδομάδα/έκδοση/ενότητα/κατοικία/σελίδα/τάξη/φάση. ~ο: δεκαπενθήμερο/επεισόδιο/επίπεδο/ερώτημα/έτος/ημίχρονο/θέμα/μέρος/παιδί/παράδειγµα/πτυχίο/σκέλος/τεύχος/τμήμα/φύλλο.|| Φίλιππος ο ~ (B'). Ο ~ (Β’) Παγκόσμιος Πόλεμος. 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ος: αντιπρόεδρος/νικητής/ρόλος. ~η: ομάδα/φωνή. ~ο: βραβείο/ρεκόρ. Έμεινε/ήρθε/κατετάγη/τερμάτισε ~. ~ στην κατάταξη. Η ~η θέση της βαθμολογίας/της κατηγορίας/του ομίλου/του πρωταθλήματος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η: κλίση. ~ο: πρόσωπο.|| (κατ' επέκτ.) Προϊόντα ~ης ποιότητας (= ευτελή, κατώτερα, φτηνιάρικα). 3. (επι)πρόσθετος, εναλλακτικός, συμπληρωματικός: ~ος: δρόµος/λογαριασμός/τρόπος. ~η: γνώμη/επιλογή/ονομασία/προσπάθεια. ~ο: αντίγραφο/εισόδημα. Πβ. επιπλέον. 4. που συνδέεται με δεύτερο βαθμό συγγένειας: ~ος: θείος. ~η: ξαδέλφη. Συγγενής ~έρου βαθμού. 5. (για κάποιον, κάτι) συγκρίσιμο με κάτι άλλο, παρόμοιο: Έγινε/ήταν (σαν)/στάθηκε ~ πατέρας για μένα. Χώρα που έγινε η ~η πατρίδα του. Πβ. καινούργιος, νέος. Βλ. άλλος. ● Ουσ.: δευτέρα (η) 1. (κ. με κεφαλ. Δ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Β΄). 2. ενν. ταχύτητα οχήματος: Πάτα συμπλέκτη και βάλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στη ~ (22 = 2 Χ 2). Υψώνουμε τον αριθμό εις τη/στη ~. ΣΥΝ. τετράγωνο (2) [< γαλλ. la seconde] , δεύτερος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω/μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Φεβρουάριος: στις 3/2 (: τρεις ~έρου). 3. ΝΑΥΤ. ο δεύτερος στην ιεραρχία μηχανικός σε επιβατηγό ή εμπορικό πλοίο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη θέση: οικονομική θέση, κυρ. σε πλοίο, τρένο: εισιτήριο/επιβάτες ~ης ~ης. Βλ. πρώτη θέση., δεύτερη φύση (μτφ.-εμφατ.): για στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με κάποιον ή πολύ οικείο σε αυτόν: Όταν συνηθίζεις κάτι, σου γίνεται ~ ~. [< γαλλ. seconde nature] , δεύτερο χέρι: για επανάληψη βαψίματος, πλυσίματος, ξεπλύματος· το ίδιο χρώμα του δεύτερου βαψίματος: (Ξε)πλένω τα ρούχα ~ ~.|| Πέρασα και το ~ ~ στον τοίχο., Δευτέρα Παρουσία βλ. παρουσία, δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, δεύτερη γλώσσα βλ. γλώσσα, δεύτερη νιότη/νεότητα/εφηβεία βλ. νιότη, δεύτερη σκέψη βλ. σκέψη, δεύτερο (λεπτό) βλ. λεπτό, δεύτερο αντάρτικο βλ. αντάρτικο, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: από δεύτερο χέρι 1. για μεταχειρισμένα προϊόντα: βιβλία/ρούχα/συσκευές/υλικά ~ ~. Αγοράζω/ψωνίζω ~ ~. Πβ. χρησιμοποιημένος. 2. με διαμεσολάβηση, έμμεσα, χωρίς άμεση πρόσβαση στις αρχικές πηγές: διηγήσεις ~ ~. Πληροφορίες ~ ~. Βλ. από πρώτο χέρι. [< γαλλ. de seconde main] , για δεύτερη φορά: ξανά: πρωταθλητής ~ ~. ~ ~ μέσα σε έναν μήνα., κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο: μέρα παρά μέρα, χρόνο παρά χρόνο: Τους επισκέπτομαι ~ ~ μέρα., κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον: για να δηλωθεί ότι κάτι κατέχει τη θέση που βρίσκεται αμέσως μετά την πρώτη., κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα (προφ.): (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) για ομάδα που αγωνίζεται με πολλούς αναπληρωματικούς ή νεαρούς και άπειρους παίκτες., το έν(α) δεύτερο: το ήμισυ ενός συνόλου (σύμβ. 1/2): ~ ~ του πληθυσμού/του συνόλου/της τιμής., χωρίς δεύτερη σκέψη (εμφατ.): αμέσως, χωρίς ενδοιασμό: Ανταποκρίθηκε ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Χωρίς ~η ματιά/προειδοποίηση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, έξις, δευτέρα φύσις βλ. φύση, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, σε δεύτερη μοίρα βλ. μοίρα, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< 1,2,3,4: αρχ. δεύτερος 5: γαλλ. second]
δήμαρχος δή-μαρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κ. (σπάν.-λαϊκό) θηλ. δημαρχίνα}: αιρετός άρχοντας ενός δήμου: εκλεγμένος ~. Το αξίωμα/οι αρμοδιότητες/το γραφείο/η θητεία του ~ου. Βάζει(/θέτει) υποψηφιότητα (= είναι υποψήφιος ~)/κατεβαίνει/πάει για ~. Εξελέγη ~ για δεύτερη συνεχή τετραετία. Βλ. -αρχος, αντι~, βλαχο~, υπερ~. ● ΦΡ.: από δήμαρχος κλητήρας (προφ.): για άτομο που υποβαθμίστηκε, συνήθ. κοινωνικά ή επαγγελματικά: Έχασε τα πάντα και βρέθηκε/έγινε/κατάντησε ~ ~! Πβ. απ' τα ψηλά στα χαμηλά., τα παράπονά σου στον δήμαρχο (προφ.): λέγεται ως απάντηση σε κάποιον που εκφράζει παράπονα ή διαμαρτυρίες, για να του δηλώσει την πλήρη αδιαφορία του. [< αρχ. δήμαρχος ‘αρχηγός του δήμου’]
διαδικτυακός, ή, ό δι-α-δι-κτυ-α-κός επίθ.: ΔΙΑΔΙΚΤ. που σχετίζεται με το διαδίκτυο: ~ός: ακτιβισμός/διαγωνισμός/εκφοβισμός/κόμβος/φίλος. ~ή: αγορά/διαφήμιση/εκπαίδευση/επικοινωνία/εφημερίδα/κοινότητα/μηχανή αναζήτησης/παρουσίαση/πλατφόρμα/πύλη (= πόρταλ)/σελίδα (= ιστοσελίδα)/συζήτηση/συνάντηση/συνέντευξη/τηλεόραση/τηλεφωνία (βλ. σκάιπ). ~ό: έγκλημα/περιβάλλον/περιοδικό/ραδιόφωνο. ~οί: σύνδεσμοι (= λινκς)/χρήστες. ~ές: εφαρμογές/παραπομπές/υπηρεσίες. ~ά: εργαλεία/παιχνίδια/προϊόντα. Πβ. δικτυακός, ηλεκτρονικός, ιντερνετικός, η-. ● επίρρ.: διαδικτυακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: διαδικτυακό σεξ βλ. σεξ, διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός [< αγγλ. internet, 1974]
εαυτός [ἑαυτός] ε-αυ-τός αυτοπ. αντων. {προηγείται πάντα το οριστικό άρθρο και ακολουθεί κάποιος από τους αδύνατους τ. της προσ. αντων. στη γεν. (μου, σου, του, μας, σας, τους)}: εγώ, εσύ, ... (ο ίδιος): Να είσαι ο ~ σου (πβ. αυθεντικός, γνήσιος)! Δεν είμαι ο ~ μου (= δεν με αναγνωρίζω). Νιώθει σίγουρος/ντρέπεται/φοβάται για τον ~ό του. Παραμελώ/περιποιούμαι/σέβομαι/φροντίζω τον ~ό μου. Την ξέρω καλύτερα κι από τον ίδιο της τον ~ (= πάρα πολύ καλά). Δεν εμπιστεύεται κανέναν, παρά μόνο τον ~ό του (πβ. δύσπιστος). Παιδί που αποκτά την αίσθηση/συνείδηση του ~ού του (= εγώ, πβ. αυτο-αντίληψη, -εικόνα). Είναι ένα κομμάτι/μέρος του ~ού μου. Έδειξε μια άγνωστη πλευρά/πτυχή του ~ού της. Έκανα ένα δώρο στον ~ό μου. Κοιτάζουν μόνο τους ~ούς τους. Πβ. είναι, προσωπικότητα, ταυτότητα, χαρακτήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: πράγμα καθ' εαυτό βλ. πράγμα ● ΦΡ.: (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς (λόγ.): (αυτός) ο ίδιος, όχι σε σύγκριση ή σχέση με άλλον: Ο τουρισμός ~ ~ είναι ισχυρός κλάδος ανάπτυξης. Οι γενετικές μελέτες δεν είναι κακές ~ές ~ές. Δεν θα σταθώ στα καθ' εαυτά σχόλια περισσότερο απ' όσο πρέπει. [< αρχ. αὑτοί καθ' αὑτούς] , (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου: συνέρχομαι, ανακάμπτω, ορθοποδώ: Έκανα ένα ταξίδι, ηρέμησα και βρήκα ~. Η ομάδα ξαναβρήκε τον ~ της στο τέλος του πρωταθλήματος. , (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου: ανακτώ τη θετική συμπεριφορά ή την καλή επίδοση που είχα κατά το παρελθόν: Με βοήθησε πολύ να βρω ~ ~., αφ' εαυτού/αφεαυτού (μου/του/της) & (θηλ.) αφ' εαυτής/αφεαυτής (επίσ.) 1. από μόνος μου/του/της: Η κατάσταση ~ής δεν είναι άσχημη. 2. με δική μου/σου ... βούληση: ~ού μου και αυτοθέλητα. Ξεστομίζω κάτι ~ού μου. Ενεργεί/αποφασίζει ~ού του. Πβ. αυτόβουλα., δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό: καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια, συμπεριφέρομαι όσο καλύτερα γίνεται: Αν και δεν κυνηγώ το μετάλλιο, υπόσχομαι ότι θα δώσω ~ ~. Είναι αποφασισμένοι να δείξουν τον ~ τους ~ στην παράσταση., εαυτούς και αλλήλους (λόγ.): τους εαυτούς μας/σας/τους και τους άλλους: Οικτίρουν/συγχαίρουν ~ ~. Ας είμαστε ειλικρινείς προς ~ ~ (= αναμεταξύ μας). , καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό (λόγ.) : κατ’ εξοχήν, κυρίως, πρώτιστα, προπαντός: Αναπτύσσονται δραστηριότητες ~ (= καθαρά) εμπορικές. Τα έργα καλύπτουν τόσο τον ~ χώρο της ζωγραφικής όσο και του θεάτρου. [< αρχ. καθ΄ αὑτό] , κρατάω για τον εαυτό μου 1. δεν αποκαλύπτω, δεν φανερώνω: Κάποια πράγματα καλό θα ήταν να τα κρατάς ~ ~ σου. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) μέσα μου 2. δεν δίνω σε άλλους: Το αγουρέλαιο οι ελαιοπαραγωγοί το κρατούν συνήθως ~ ~ τους., κρίνω από τον εαυτό μου {συνήθ. στο α' κ. β' πρόσ. εν.}: χρησιμοποιώ ως κριτήριο τα δικά μου βιώματα, τον δικό μου τρόπο σκέψης: Αν ~ ~, ... Μην ~εις ~ σου, εσύ μπορεί να έχεις άλλες ανάγκες. ΣΥΝ. κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια), ξεπερνώ τον εαυτό μου 1. σημειώνω την καλύτερή μου επίδοση σε έναν τομέα ή αντιμετωπίζω κάτι αρνητικό με επιτυχία: Ο αθλητής ξεπέρασε ~ του και τις προσδοκίες όλων. 2. (ειρων.) δείχνω τη χειρότερη συμπεριφορά μου: Ήξερα ότι λες ψέματα, όμως αυτή τη φορά ξεπέρασες ~ σου. , τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου: είμαι θυμωμένος μαζί του, τον κατηγορώ: Τα έχω βάλει ~ ~ που δεν μπορώ να κόψω το κάπνισμα. Πβ. έχω κάτι/τα έχω με κάποιον., τα βρίσκω με τον εαυτό μου: συμφιλιώνομαι μαζί του, τον αποδέχομαι: Όταν τα βρεις με τον ~ό σου, θα τα βρεις και με τους άλλους. , (είμαι) σκιά του εαυτού μου βλ. σκιά, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο βλ. αφήνω, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βέβαιος για τον εαυτό μου βλ. βέβαιος, εκτός εαυτού βλ. εκτός, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του βλ. ιδέα, κλείνομαι στον εαυτό μου βλ. κλείνω, κύριος/κυρία του εαυτού μου βλ. κύριος, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, ο σώζων εαυτόν σωθήτω βλ. σώζω [< αρχ. ἑαυτοῦ, μεσν. ο εαυτός μου]
εδώ [ἐδῶ] ε-δώ επίρρ. & (προφ.) δω κ. 'δω 1. (ως προς αυτόν που μιλά) σε αυτόν τον χώρο, τόπο, σε αυτό το σημείο: ~ μένω. Είναι κανείς ~; Έχει υγρασία ~ κάτω. Τι γίνεται ~ πέρα; Κάπου ~ γύρω θα 'ναι. Ελάτε λίγο πιο ~ (= κοντά· πβ. παραδώ). Δεν είμαι (= δεν κατάγομαι, δεν κατοικώ) από ~. Έρχεται/κοίταζε προς τα ~. Όπως λέμε εμείς ~ στην ... Αν βρεθείς κατά δω ...|| (συνήθ. με ανάλογη κίνηση του χεριού) Να σας συστήσω: από ~ η μητέρα μου, από ~ ο/η ...|| (ως επίθ.) Σύμφωνα με την ~ παράδοση (πβ. τοπική). Η ~ ζωή (= η επίγεια).|| (Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου) Ο κύριος από ~ ζήτησε ...|| (σε ιστοσελίδα) Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ ~.|| (παλαιότ. σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικών συνήθ. εκπομπών) ~ ραδιοφωνικός σταθμός ... (ΙΣΤ.) ~ Πολυτεχνείο.|| (συνήθ. στο τηλέφωνο:) ~ Πέτρος, μπορώ να μιλήσω με ...;|| Το λάθος ~ έγκειται. ~ φτάσαμε, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα. ΑΝΤ. αλλού (1), εκεί (1) 2. (προηγείται η δεικτική αντων. αυτός, -ή, -ό) για έμφαση: αυτός ~ ο δίσκος. Αυτή ~ η πόλη. Αυτό ~ το κείμενο. ● ΦΡ.: άκου εδώ: για να δηλωθεί έκπληξη, εκνευρισμός, θυμός ή όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά: ~ ~ ερώτηση/λογική!|| ~ ~ που σου μιλάω κι άσε τα παιχνίδια!|| ~ ~ φίλε, ..., από εδώ και από εκεί & από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί: πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ρωτούσε ~ ~ μήπως είχε δει κάποιος το παιδί της. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν ~ ~. Ρούχα πεταμένα ~ ~ (: σκόρπια, σε διάφορα σημεία)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος & (λόγ.) από τούδε και στο εξής: από τώρα και μετά, από τώρα και στο μέλλον: Σου υπόσχομαι ότι ~ ~ θα τα λέμε πιο συχνά. ΣΥΝ. στο εξής, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ (μτφ.): όταν προσφέρεται κάποιος να βοηθήσει: Μην στενοχωριέσαι καθόλου, ~ ~. Ό,τι θέλεις, ~ ~!, εδώ και: για χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται κάτι:~~ χιλιάδες χρόνια. ~ ~ (πολύ) καιρό/μήνες ψάχνω για καινούργιο σπίτι., εδώ και τώρα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως ένα αίτημα: λύση ~ ~!, εδώ που τα λέμε (οικ.): για να αναφερθεί κάτι συνήθ. με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση: ~ ~, δεν έγινε και τίποτε/καλά έκανε/του χρειαζόταν!, εδώ/εκεί που φτάσαμε: για δήλωση μιας κρίσιμης κατάστασης: ~ ~ δεν γίνεται αλλιώς/δεν μας σώζει τίποτα., είμαι ως/μέχρι εδώ & με έχει(ς) φέρει ως/μέχρι εδώ (μτφ.): (μπορεί να συνοδεύεται με ανάλογη κίνηση του χεριού, συνήθ. ως το μέτωπο) έχω αγανακτήσει, νευριάσει, έχω φτάσει στα όρια της υπομονής, ανοχής μου: Άσε με, ~ ~! Μην αρχίζεις τις ειρωνείες, γιατί ~ ~! Πβ. μπουχτίζω., μέχρι/ως εδώ: για την ώρα, μέχρι στιγμής, προς το παρόν: ~ ~ όλα καλά!, ως εδώ (και μη παρέκει) & (σπάν.) ως εκεί (εμφατ. με επιφωνηματική χρήση): για δήλωση αγανάκτησης για κατάσταση, συμπεριφορά που δεν είναι πλέον ανεκτή: Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά ~ ~. Πβ. δεν πάει άλλο, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, φτάνει πια., ως εδώ ήταν: για να δηλωθεί ότι κάτι πρέπει να σταματήσει ή ότι έφτασε στο τέλος του: ~ ~, καιρός να σοβαρευτούμε. ~ ~· σκέφτομαι να αποσυρθώ., από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; βλ. παπάς, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος βλ. κόλαση, εδώ θα τα χαλάσουμε βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τούτος εδώ/'δω βλ. τούτος [< μεσν. εδώ] ΕΔΩ
εκ- & εξ- & έκ- & έξ- {εκ- πριν από σύμφωνο}: λόγια πρόθεση που χρησιμοποιείται ως πρόθημα, κυρ. σε ρήματα και ουσιαστικά και δηλώνει μεταβολή, αφαίρεση, κίνηση από τόπο, υπέρβαση χρονικού ορίου: εξ-αϋλώνω/~αερώνω. Εκ-ριζώνω (πβ. ξε-). Εκ-χιονισμός (πβ. απο-).|| Εκ-βάλλω/~φεύγω. Εξ-έρχομαι (ΑΝΤ. εισ-.). Εκ-τόπιση.|| Εκ-πρόθεσμος (ΑΝΤ. εμ-).|| (επιτατ.) Έκ-θαμβος.|| (με στερητική σημ.) Εκ-τόνωση.
εκεί [ἐκεῖ] ε-κεί επίρρ. & (προφ.) κει & 'κει 1. για τη δήλωση τοπικού σημείου που είτε το δείχνει κανείς είτε έχει ήδη αναφερθεί σε αυτό: ~ γύρω/έξω/κάτω/κοντά/μέσα/πέρα/ψηλά. Κάπου/(λίγο) πιο ~ (πβ. παρακεί). Ήμουν κι εγώ ~. Είναι κανείς ~; ~ γεννήθηκε/έζησε/μεγάλωσε. ~ που θα πας. Ο ναός βρισκόταν ~ που σήμερα υπάρχουν ερείπια. (εμφατ., συχνά με δείξιμο του χεριού) Αυτός/εκείνος ~. Ε, εσύ ~! Από (= αποκεί)/κατά/προς τα ~. Ίσαμε/μέχρι/ως ~. Κοίτα/περίμενε/πήγαινε/στάσου ~. ~ να το αφήσεις.|| Δούλεψε ~ για δέκα χρόνια. ΑΝΤ. εδώ (1) 2. (μτφ.) για αναφορά σε κάποιο στοιχείο, σε προσδιορισμένο σημείο: Δεν είναι ~ το θέμα. Συνεχίζουμε το μάθημα από ~ που μείναμε χθες. Υπάρχει πρόβλημα οργάνωσης και ~ οφείλεται η αποτυχία. ~ εντοπίζονται και οι περισσότερες δυσκολίες. 3. για τη δήλωση χρονικού σημείου συνήθ. κατά προσέγγιση: ~ κατά το βραδάκι. Κάπου ~ (= περίπου) στις δύο. ● ΦΡ.: από κει που ήρθε/'ρθε (υβριστ.): για κάποιον που δεν πέτυχε τίποτα ή που είναι ανεπιθύμητος: Γύρισε πίσω/έφυγε ~ ~. Τον έστειλε ~ ~. Να πάει ~ ~., εκεί που: για τη δήλωση χρόνου, αντίθεσης ή σύγκρισης: ~ ~ οδηγούσε, σκάει το λάστιχο.|| ~ ~ (: πάνω που) νόμιζα ότι δεν θα μιλούσαμε ποτέ ξανά, με πήρε τηλέφωνο., κι αυτός εκεί (εμφατ.): για να δηλωθεί η πεισματική επιμονή κάποιου: ~ ~, "βράχος"/τον χαβά του., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί βλ. εδώ, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, από κει και πέρα βλ. από, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί που φτάσαμε βλ. εδώ, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, εκεί/πού να δεις βλ. βλέπω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, χτυπάω εκεί που πονάει βλ. χτυπώ, ως εδώ (και μη παρέκει) βλ. εδώ [< αρχ. ἐκεῖ]
εκπαίδευση [ἐκπαίδευση] εκ-παί-δευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΑΙΔΑΓ. συστηματική, οργανωμένη και χρονικά καθορισμένη διαδικασία μετάδοσης γνώσεων, αξιών, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, η οποία υλοποιείται από την Πολιτεία ή άλλους φορείς: γλωσσική/δημόσια (δωρεάν)/δίγλωσση/ελληνόγλωσση/ιδιωτική/συμπεριληπτική/φροντιστηριακή (πβ. παραπαιδεία) ~. Εγκύκλια ~. Υποχρεωτική (: νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο) και μη υποχρεωτική (: λύκειο) ~. Ανώτατη (: ακαδημαϊκή, πανεπιστημιακή) και ανώτερη (: τεχνολογική) ~. (Προ)σχολική ~. Προ-/μετα-πτυχιακή ~. Κοινωνιολογία της ~ης. Σύμβουλος ~ης (= σχολικός σύμβουλος). Οι νέες τεχνολογίες στην ~. Ο δημόσιος χαρακτήρας της ~ης. Πβ. παιδεία. Βλ. μετ~, συν~, τηλ~. 2. (κατ' επέκτ.) κατάρτιση: επαγγελματική ~. Συνεχής ~ (προσωπικού/υπαλλήλων). Βλ. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε., αυτο~, (εξ)ειδίκευση, επιμόρφωση. 3. άσκηση: αθλητική ~. Λαμβάνω θεωρητική (πχ. ως υποψήφιος οδηγός)/ταχύρυθμη (βλ. σεμινάριο) ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Βασική ~ (: στα ΚΕΝ). ~ στα όπλα.|| ~ σκύλων (= εκγύμναση). Βλ. προ~. 4. αγωγή, γαλούχηση, διαπαιδαγώγηση: ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/την υγεία. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη εκπαίδευση/μάθηση & (σπάν.) ανεπίσημη εκπαίδευση/μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που πραγματοποιείται μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες και την προσωπική αναζήτηση του ατόμου. [< αγγλ. informal education/learning] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση: το Γυμνάσιο και το Λύκειο, η βαθμίδα της εκπαίδευσης μεταξύ της πρωτοβάθμιας και της τριτοβάθμιας: δημόσια/ιδιωτική ~ ~., διά βίου μάθηση/εκπαίδευση: που συντελείται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής και καλύπτει όλα τα είδη και επίπεδα της τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης. Βλ. Λαϊκό Πανεπιστήμιο, συνεχιζόμενη/διά βίου/διαρκής κατάρτιση. [< αγγλ. lifelong learning, 1930, lifelong education] , εκπαίδευση ενηλίκων: κάθε οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία το ενήλικο άτομο αναπτύσσει τις ικανότητές του, εμπλουτίζει τις γνώσεις του, βελτιώνει τα προσόντα του, με σκοπό την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την ενεργό συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη: άτυπη ~ ~. Γενική γραμματεία ~ης ~ (ακρ. ΓΓΕΕ). ~ ~ μεταναστών στην ελληνική γλώσσα. Η ~ ~ συμβάλλει στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Πβ. συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Βλ. σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. [< αγγλ. adult education, 1814] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση & διδασκαλία/μάθηση/σπουδές εξ αποστάσεως/από απόσταση: που γίνεται χωρίς φυσική παρουσία στον ίδιο χώρο διδασκόντων και διδασκομένων και βασίζεται στην επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα, όπως το διαδίκτυο. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, τηλεκατάρτιση. ΣΥΝ. τηλεκπαίδευση, τηλεμάθηση [< αγγλ. distance education, distance learning, 1972] , επίσημη/τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που παρέχεται μέσα από ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα σπουδών και εκτείνεται σε τρεις βαθμίδες. Βλ. πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια εκπαίδευση. [< αγγλ. formal education] , ηλεκτρονική εκπαίδευση: σύγχρονη μέθοδος εκμάθησης από απόσταση που βασίζεται σε ηλεκτρονικά μέσα: (α)σύγχρονη ~ ~. ~ ~ των ατόμων με ειδικές ανάγκες/των εργαζομένων στη χρήση των νεώτερων τεχνολογιών (πβ. τηλε-κατάρτιση, -µάθηση). Μοντέλο/περιβάλλον/πλατφόρμα/πρόγραμμα/σύστημα/υπηρεσίες ~ής ~ης. ~ ~ και χρήση πολυμέσων. Πβ. τηλεκπαίδευση. Βλ. κινητή μάθηση. [< αγγλ electronic/e- learning, e-education] , μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη και παρέχει συμπληρωματικές γνώσεις και δεξιότητες. Βλ. περιβαλλοντική εκπαίδευση. [< αγγλ. non-formal education] , πρωτοβάθμια εκπαίδευση & στοιχειώδης: το Δημοτικό Σχολείο., συνεχιζόμενη εκπαίδευση: επιμορφωτικά προγράμματα, που απευθύνονται κυρ. σε επαγγελματίες, για τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο του ενδιαφέροντός τους: ~ ~ και κατάρτιση (ακρ. ΣΕΚ). ~ ~ και διά βίου μάθηση. Πβ. εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. continuing education, 1927, further education, 1937] , τριτοβάθμια εκπαίδευση: η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση: εισαγωγή στην ~ ~. Βλ. ΑΕΙ, ΤΕΙ., ανοιχτή εκπαίδευση βλ. ανοιχτός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, ασύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση, βασική εκπαίδευση βλ. βασικός, διαπολιτισμική εκπαίδευση βλ. διαπολιτισμικός, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, περιβαλλοντική εκπαίδευση βλ. περιβαλλοντικός, τεχνική εκπαίδευση βλ. τεχνικός [< γαλλ. éducation, αγγλ. education]
εμπρός [ἐμπρός] ε-μπρός επίρρ. & (προφ.) μπρος 1. & (λαϊκό) ομπρός: μπροστά: (με τοπική σημασία:) Κάνε ένα βήμα ~.|| (+ πρόθ.) Είσοδος από ~.|| (ως πρόθ., συνήθ. + από/σε) Συνάντηση ~ από τον σταθμό. Στάθηκε ~ στην πόρτα. Εμφανίστηκε ξαφνικά ~ μου. (ενώπιον, παρουσία:) Δήλωσε ~ στις τηλεοπτικές κάμερες ότι ...|| (ως επίθ.) Οι ~ (= μπροστινοί) τροχοί ενός αυτοκινήτου. ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (ως επιφών.) ως έντονη προτροπή ή προσταγή: ~ για τη νίκη! ~ στον αγώνα για ... ~ σηκωθείτε! Πβ. γιούρια. 3. (σε επιφωνηματική χρ.) ως απάντηση στο χτύπημα του τηλεφώνου ή της πόρτας: ~, παρακαλώ/ποιος είναι/ποιον θέλετε! ● ΦΡ.: από μπρος κι από πίσω: από όλες τις μεριές, τις κατευθύνσεις., μπρος πίσω 1. προς τα εμπρός και προς τα πίσω: Περπατούσε κουνώντας τα χέρια της ~ ~. 2. στο μπροστινό και στο πίσω μέρος: εκτύπωση σελίδας ~ ~ (πβ. διπλής όψης/όψεως). Αυτοκίνητο με ηλεκτρικά παράθυρα ~ ~. 3. (με χρον. σημασία) στο μέλλον, στο παρόν και στο παρελθόν: (ως ουσ.) Η συγγραφέας διαπλέκει τρεις ιστορίες με συνεχή ~ ~ στον χρόνο. Πβ. αναδρομές. 4. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ένας παίκτης φέρνει την μπάλα στο μπροστινό μέρος του γηπέδου και στη συνέχεια την επιστρέφει σε συμπαίκτη του που βρίσκεται στο πίσω μέρος ή γυρίζει ο ίδιος σε αυτό, κρατώντας τη: Ο διαιτητής έδωσε ~ ~., παίρνει μπρος/μπροστά 1. (για μηχανές) τίθεται σε λειτουργία: Το αυτοκίνητο δεν έπαιρνε ~ (με τίποτα). 2. (μτφ., για πρόσ.) αρχίζει να αποδίδει: Η ομάδα πήρε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. 3. (μτφ., για πρόσ.) καταλαβαίνει, μπαίνει στο νόημα: Πρέπει να του το πω πολλές φορές για να πάρει ~., προς τα (ε)μπρός 1. προς την κατεύθυνση που κινείται ή κοιτάζει κάποιος: βήμα ~ ~. Γέρνω/σκύβω ~ ~. 2. με χρονική σημασία: Ο χρόνος κυλάει ~ ~. 3. (μτφ.) για πρόοδο, εξέλιξη: Είναι καιρός να πάμε ~ ~ (: να προχωρήσουμε, να προοδεύσουμε)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα βλ. γκρεμός, μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος βλ. κάλλος, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, πίσω μπρος βλ. πίσω [< μεσν. εμπρός]
ένστικτο [ἔνστικτο] έν-στι-κτο ουσ. (ουδ.) {ενστίκτ-ου | ων} & (σπάν.-λαϊκό) ένστιχτο 1. έμφυτη και ισχυρή τάση, κοινή σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς ή σε όλα τα μέλη του ίδιου είδους, εντονότερη στα ζώα παρά στους ανθρώπους· ειδικότ. εγγενής ροπή για συγκεκριμένες πράξεις που εκτελούνται χωρίς προηγούμενη εμπειρία και για ανταπόκριση σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα χωρίς παρεμβολή της λογικής: μητρικό/φυσικό ~. Το αρχέγονο ~ της αναπαραγωγής/της διαιώνισης του είδους. (ΨΥΧΑΝ.) Το ~ της ζωής/του θανάτου (πβ. ενόρμηση).|| (συνήθ. στον πληθ., αρνητ. συνυποδ.) Επιθετικά/ζωώδη/πρωτόγονα/σκοτεινά/(δολο)φονικά ~α. Πβ. ορμέμφυτο. 2. (μόνο για τον άνθρωπο) διαίσθηση, αίσθημα, σε αντιδιαστολή με το λογικό: αλάνθαστο/σωστό ~. Ακολούθησε/εμπιστεύεται το ~ό του. Το ~ό μου δεν με έχει προδώσει/λέει ότι θα κερδίσουμε. Λειτούργησε με το ~. Βλ. οξυδέρκεια. 3. φυσικό χάρισμα, ταλέντο· ικανότητα κάποιου να κάνει ή να γνωρίζει κάτι: δημοσιογραφικό/καλλιτεχνικό/μουσικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετήσια ορμή/γενετήσιο ένστικτο βλ. γενετήσιος, ένστικτο (της) αυτοσυντήρησης/επιβίωσης βλ. αυτοσυντήρηση ● ΦΡ.: από ένστικτο & (σπάν.-λόγ.) εξ ενστίκτου: αυθόρμητα, με φυσικό, πηγαίο τρόπο, χωρίς πολλή σκέψη: Αντέδρασα ~ ~ (= ενστικτωδώς). [< γαλλ.-αγγλ. instinct]
εξάντας [ἑξάντας] ε-ξά-ντας ουσ. (αρσ.) ΝΑΥΤ.-ΑΣΤΡΟΝ.: όργανο για τη μέτρηση της γωνιακής απόστασης μεταξύ ουράνιων σωμάτων και ορίζοντα. Βλ. αζιμούθιο, αστρολάβος, οκτάντας. [< πβ. αρχ. ἑξᾶς 'το ρωμαϊκό νόμισμα sextans', γαλλ.-αγγλ. sextant]
εξουδετέρωση [ἐξουδετέρωση] ε-ξου-δε-τέ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξολόθρευση, εξαφάνιση, εξάλειψη: ~ του αντιπάλου/εχθρού (πβ. συντριβή). ~ της τρομοκρατικής οργάνωσης (πβ. εξάρθρωση). Επιδιώκεται η πολιτική του ~ (πβ. αφοπλισμός).|| ~ του θορύβου/της κακοσμίας. ~ βακτηρίων από αντισώματα του οργανισμού (πβ. αδρανοποίηση). ~ του κινδύνου που την απειλούσε. Πβ. εκμηδένιση.|| ~ βόμβας/εκρηκτικών μηχανισμών/ναρκών (πβ. απενεργοποίηση). 2. ΧΗΜ. ουδετεροποίηση. [< γαλλ. neutralisation]
ευγένεια [εὐγένεια] ευ-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. εκδήλωση καλών, κοινωνικά αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς: αστική/δήθεν/έμφυτη/επαγγελματική/επιτηδευμένη/προσποιητή/στοιχειώδης/τυπική/υπερβολική/φυσική/ψεύτικη (= ψευτο~) ~. Έλλειψη ~ας. Η ~ επιβάλλει να ... Έκφραση/ένδειξη/κίνηση/πράξη ~ας. Κανόνες/υπόδειγμα κοινωνικής ~ας. Είναι θέμα ~ας να μη διακόπτεις τους άλλους, όταν μιλούν. Συμπεριφέρομαι με ~. Διακρίνεται για την ~ και το ήθος του. Δεν είχε καν την ~ να απαντήσει στην πρόσκλησή μου.|| (στον πληθ., συχνά ειρων.) Άσε τώρα τις ~ες (πβ. αβρότητες, αβροφροσύνες) και τις τυπικότητες. Χαμόγελα και ~ες. Οι ~ες μας μάραναν. Πβ. διακριτικότητα, ευπρέπεια, κοσμιότητα. ΑΝΤ. αγένεια 2. ανωτερότητα, μεγαλείο: αισθητική/ηθική/ψυχική ~. ~ ψυχής. Η ~ των αισθημάτων/των κινήτρων/του ύφους/του χαρακτήρα της. Πβ. αρχοντιά, κομψότητα, λεπτότητα, υψηλοφροσύνη. 3. η κοινωνική τάξη των ευγενών: (ΙΣΤ.) βενετική/κρητική ~. Προνόμια ~είας. Πβ. αριστοκρατία. ● ΣΥΜΠΛ.: πληθυντικός (της) ευγενείας: η χρήση πληθυντικού αριθμού, όταν απευθύνεται κάποιος σε ένα μόνο πρόσωπο, από ευγένεια ή σεβασμό., τίτλος ευγενείας: που δηλώνει την αριστοκρατική καταγωγή, την υψηλή κοινωνική θέση κάποιου. Βλ. βαρόνος, δούκας, κόμης, λαίδη, λόρδος, σερ., γαλατική ευγένεια βλ. γαλατικός ● ΦΡ.: από ευγένεια/για λόγους ευγένειας: για να φανεί κάποιος ευγενικός: Δέχτηκα/τον ευχαρίστησα/δεν το λέω/χαμογέλασα ~ ~. ~ ~ της άνοιξα την πόρτα., η ευγένειά σου/του ... (παρωχ.): τιμητική προσφώνηση αντί της προσωπικής αντωνυμίας εσύ, αυτός: Τι επιθυμεί η ~ σας; Βλ. αφεντιά, μεγαλειότητα, του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του., η ευγένεια υποχρεώνει: το να είναι κάποιος ευγενικός δημιουργεί υποχρέωση ανταπόδοσης στους άλλους. [< γαλλ. noblesse oblige] [< 1, 2: αρχ. εὐγένεια, γαλλ. noblesse]
έχω [ἔχω] έ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. είχα, έχ-οντας} 1. κατέχω, διαθέτω ή κρατώ πάνω μου: ~ αυτοκίνητο/κατοικίδιο/λεφτά/μαγαζί/μετοχές/περιουσία/σπίτι (= είμαι ιδιοκτήτης).|| (προφ.) Τα ’χει (= είναι πλούσιος).|| ~ δίπλωμα/πτυχίο. ~ μεγάλη θέση στην εταιρεία. Δεν ~ δουλειά (= είμαι άνεργος). Δεν είχα ευκαιρίες στη ζωή μου. ~ δικαιοδοσία/πρόσβαση σε κάτι/το ελεύθερο για κάτι. Δεν ~ άποψη επί του θέματος. ~εις λίγο χρόνο; Δεν ~ χρόνο για χάσιμο. ~εις άδικο/δίκιο. Δεν ~ει τα λογικά του (: τα έχει χάσει). Η θεραπεία δεν ~ει αποτέλεσμα/πιθανότητες επιτυχίας. Το επάγγελμα αυτό δεν ~ει ενδιαφέρον/μέλλον/προοπτικές. Δεν ~ουμε επαρκή στοιχεία/πληροφορίες. Θα ~ουμε τον κόσμο στο πλευρό μας.|| ~εις χρήματα/ψιλά πάνω σου (πβ. βαστώ); ~εις μαζί σου ομπρέλα/τις σημειώσεις/καμιά φωτογραφία του/χαρτομάντιλα; ~εις φωτιά (= αναπτήρα); ~ετε ώρα (= τι ώρα είναι); Λυπάμαι, δεν ~ ώρα (= ρολόι). Πρόσεχε! ~ει όπλο. Δεν είχες (= φορούσες) παλτό; ~ει τατουάζ στο χέρι. Ποιος ~ει τσίχλα (να μου δώσει); ΑΝΤ. στερούμαι 2. (για χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) διαθέτω: Ο άνθρωπος ~ει δύο αυτιά. Τα μαλάκια δεν ~ουν κέλυφος. Τι ηλικία/μάτια (ενν. χρώμα)/ύψος ~ει; ~ει μακριά δάχτυλα/μουστάκι/ωραία μύτη. Δεν ~ει μαλλιά (= είναι φαλακρός)/μάτια (= είναι τυφλός). Τα ~ει όλα, δεν της λείπει τίποτε (για υλικά ή ψυχικά αγαθά, ευτυχία). ~ει άνεση/γούστο (= καλαισθησία)/εξυπνάδα/καλοσύνη/θράσος/ομορφιά/πείσμα/πλάκα/ταλέντο. Δεν ~ το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Δεν ~ει φωνή (ενν. καλή, μελωδική). ~ει γλώσσα (= είναι αυθάδης). ~ει παρελθόν (= έχει ζήσει πολλά). Κάθε άνθρωπος ~ει τις ιδιοτροπίες/τις παραξενιές του. Το ~ει αυτό, να μην σε αφήνει να μιλάς. Τι χρώμα ~ει το πουκάμισο; Ο κύβος ~ει τρεις διαστάσεις. Η ταινία ~ει δράση. Το σπίτι ~ει κεντρική θέρμανση. Η πόλη δεν ~ει τουριστική υποδομή. Τα δέντρα δεν ~ουν πια φύλλα (= έχουν πέσει). Βλ. παρα~.|| (για έθιμα) Έτσι το ~ουμε (= συνηθίζουμε) στα μέρη μας. 3. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαίτηση (= απαιτώ)/το δικαίωμα (= δικαιούμαι)/σκοπό (= σκοπεύω)/τη συνήθεια (= συνηθίζω)/την υποχρέωση ή το χρέος (= υποχρεούμαι)/φιλοδοξία (= φιλοδοξώ) (+ να). ~ αγωνία (= αγωνιώ)/ανησυχία (= ανησυχώ)/αμφιβολίες (= αμφιβάλλω)/απορία ή απορίες (= απορώ)/ελπίδα ή ελπίδες (= ελπίζω)/ενδιαφέρον (= ενδιαφέρομαι)/ευθύνη (= ευθύνομαι) για κάτι. ~ εμπιστοσύνη σε ... (= εμπιστεύομαι). ~ γιορτή (= γιορτάζω)/πένθος (= πενθώ). ~ αγώνα αύριο (= αγωνίζομαι). ~ επιρροή πάνω του (= επηρεάζω). Τι σχέδια ~εις (= σχεδιάζεις); ~ει τη φήμη του δύσκολου (= φημίζεται για). Τα λεφτά ~ουν αξία (= αξίζουν). Οι δυο υποθέσεις δεν ~ουν σχέση μεταξύ τους (= δεν σχετίζονται). Κάθε πράγμα ~ει αρχή (= αρχίζει) και τέλος (= τελειώνει). ~ουμε διαφορές (= διαφέρουμε ή διαφωνούμε). Στο μέλλον θα ~ουμε αλλαγές/ανακατατάξεις (= θα αλλάξουν τα πράγματα). ~ουμε συζητήσεις (= συζητάμε). Αύριο ~ουμε απεργία (= απεργούμε). 4. κρατώ, φυλάω κάτι σε κάποιον χώρο ή σε συγκεκριμένη θέση, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ γάλα στο ψυγείο/τα λεφτά στην τράπεζα. Πού τα ~εις (ενν. κρύψει) τα κλοπιμαία;|| ~ τα παιδιά στους παππούδες (= αναθέτω τη φύλαξη).|| Τον ~ουν στην Ασφάλεια/μέσα (ενν. στη φυλακή)/υπό κράτηση/υπό περιορισμό. ~ει τον γιο της στην εντατική (= νοησηλεύεται).|| Μην ~εις τα μάτια κλειστά! Είχε το κεφάλι σκυφτό.|| (μτφ.) Τα ~ όλα υπό έλεγχο. Να το ~εις υπόψη σου. ~ει έτοιμη τη δικαιολογία. 5. σχετίζομαι με πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο: ~ αδέρφια/οικογένεια/παιδιά/πολλούς γνωστούς/συγγενείς/σύζυγο/φίλους. Δεν ~ σχέση/φίλο (= ερωτικό δεσμό, σύντροφο). Τον είχα δάσκαλο/μαθητή/υπάλληλο. Δεν ~ γονείς (= είμαι ορφανός)/κανέναν στη ζωή (= είμαι μόνος). Μόνο εσένα ~. -Την Ελένη τι την ~εις; -Ξαδέρφη. Είχα πάντα κοντά μου τους δικούς μου (: με στήριζαν, βοηθούσαν). ~ έναν καλό γιατρό (= γνωρίζω) να σου συστήσω. 6. {τριτοπρόσ.} περιέχει· (συνήθ. απρόσ.) υπάρχει: Τι ~ει το ντουλάπι; Η θάλασσα ~ει τσούχτρες. Το βουνό δεν ~ει δέντρα (= είναι γυμνό). Η αίθουσα είχε πολύ κόσμο. Το γράμμα δεν ~ει διεύθυνση/υπογραφή (πβ. φέρω).|| Δεν ~ει ψωμί στο σπίτι. ~ει θέση για μένα; Εδώ είχε κάποτε ένα ποταμάκι. Τι (φαγητό) ~ει/~ουμε σήμερα; Δεν ~ει/ουμε νερό ούτε ρεύμα (σε περίπτωση διακοπής). Αύριο δεν ~ει μετρό και τρένο λόγω της απεργίας. Δεν τελείωσα, ~ει και συνέχεια! 7. {τριτοπρόσ.} αποτελούμαι από, περιλαμβάνω: Πόσα δωμάτια ~ει το διαμέρισμα; Η μέρα ~ει εικοσιτέσσερις ώρες. Πόσα μέλη ~ει ο σύλλογος; 8. παρέχω, προσφέρω: ~ει λύση για κάθε πρόβλημα. Η εταιρεία ~ει δύο δρομολόγια την εβδομάδα. Μας είχε πλούσιο τραπέζι. Τι ~ουν οι κινηματογράφοι σήμερα (ΣΥΝ. παίζουν, προβάλλουν); Σε λίγο ~ει ειδήσεις. Η τηλεόραση δεν ~ει τίποτα (: δεν δείχνει κάτι αξιόλογο) σήμερα. 9. παίρνω λαμβάνω ή δέχομαι: ~ γράμμα. ~εις τον λόγο μου. Δεν ~ νέα της. Πότε μπορώ να ~ απάντηση; Είχα μία αναπάντητη κλήση (στο κινητό)/μια πρόσκληση για χορό. Είχες δύο τηλεφωνήματα. (για να ζητήσουμε κάτι ευγενικά:) Μπορώ να ~ το αλάτι, παρακαλώ;|| ~ επισκέψεις/καλεσμένους/κόσμο/ξένους (στο σπίτι). 10. (+ για/σαν/ως) θεωρώ, χρησιμοποιώ: ~ κάποιον για παράδειγμα/πρότυπο. Το ~ για γρουσουζιά να ... Δεν τον ~ ικανό να έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν με ~ει άξιο για τίποτα. Εύκολο το ~εις να κάνω διαίτα; ~ει σίγουρη την επανεκλογή του. Το ~ει καμάρι που ... Την είχα για φίλη. Τον ~ει σαν θεό. Το είχε σαν παιδί της. Πβ. νομίζω, πιστεύω.|| Τον ~ για τις δύσκολες δουλειές. ~εις κάτι για πανωφόρι; Πβ. μεταχειρίζομαι. 11. νιώθω, αισθάνομαι: ~ διάθεση/κέφια/πικρία/πόνο στην καρδιά/φιλικά αισθήματα για κάποιον. Του 'χω μεγάλη αγάπη (= τον αγαπώ πολύ)/αδυναμία. 12. πάσχω, υποφέρω: ~ει την καρδιά του (= είναι καρδιοπαθής)/μυωπία. -Τι ~εις; -~ βήχα/γρίπη/πονοκέφαλο/πυρετό/το στομάχι μου (= με πονάει)/συνάχι/φαγούρα.|| (για βλάβη, δυσλειτουργία) Κάτι ~ει το μηχάνημα και βουίζει. 13. βρίσκομαι σε μία κατάσταση και (ειδικότ. για καιρικές συνθήκες, χρονική στιγμή) επικρατεί, συμβαίνει κάτι: ~ διακοπές. ~ει δυσκολίες (συνήθ. οικονομικές)/πρόβλημα. Αύριο δεν ~ουμε σχολείο. ~ουμε Αρχαία (: ως σχολικό μάθημα). Ελπίζω να μην ~ουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πριν ένα μήνα είχε νέο καρδιακό επεισόδιο (ΣΥΝ. παθαίνω, υφίσταμαι). Τα πράγματα ~ουν ως εξής: ...|| Φέτος θα ~ουμε καύσωνα/δύσκολο χειμώνα. Τι (μέρα) ~ουμε σήμερα; Πόσες του μηνός ~ουμε;/Πόσες ~ει ο μήνας;|| {απρόσ.} ~ει αέρα (πβ. φυσά)/ήλιο/ζέστη/κρύο/κύμα (ενν. η θάλασσα)/λιακάδα/παγωνιά (πβ. κάνει)/συννεφιά. Έξω ~ει σαράντα βαθμούς. Απόψε ~ει φεγγάρι. ~ει πολλή κάπνα εδώ μέσα. Την Κυριακή ~ει παζάρι στο κέντρο. 14. πουλώ προϊόν σε συγκεκριμένη τιμή και (στο γ' πρόσ., για προϊόν) κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο τις ~εις τις ντομάτες; Τις ~ουν πιο φτηνές στο σούπερ-μάρκετ. ~ετε παγωτό φράουλα;|| Αυτό το φόρεμα ~ει (= κάνει, αξίζει) ... ευρώ. 15. (+ ουσ. παράγωγο ρήματος ή πρόταση) πρέπει, θέλω, μπορώ, ξέρω, υπάρχει, πρόκειται: (+ ουσ.) ~ δουλειά/μάθημα/σιδέρωμα (: οφείλω, σκοπεύω να κάνω κάτι).|| (+ να) ~ να πάρω το παιδί από το σχολείο. Δεν ~εις (= δεν χρειάζεται) να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν.|| ~ κάτι να σας πω. ~εις κάτι να απαντήσεις/προσθέσεις/ρωτήσεις; ~εις (= θες) κάτι άλλο (ενν. να αναφέρεις, να πεις);|| Δεν ~εις κάτι καλύτερο να κάνεις;|| (+ πλάγια ερώτηση) Δεν ~ πού να πάω/τι να κάνω/τι να πω. Πβ. γνωρίζω.|| (+ να) Δεν ~ να κρύψω/πω τίποτε! Δεν ~ τίποτα να κερδίσω/φοβηθώ/χάσω! Δεν ~ κανέναν να μιλήσω. Δεν ~ουμε κάτι να χωρίσουμε.|| {απρόσ.}(+ να) ~ει να (= θα) γίνει το έλα να δεις/χαμός!|| (απειλητ.) Δεν ~εις (= δεν επιτρέπεται) να πας πουθενά! 16. κάνω ή δεν έχω κάνει κάτι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (+ να/που + χρον. προσδιορισμό): ~ να κοιμηθώ/να φάω τρεις μέρες. ~ να τη δω μήνες. ~ καιρό/κάτι χρόνια να παίξω μπάλα. ~εις πέντε λεπτά να αποφασίσεις. ~ τρία χρόνια που κάνω σκι. ~ει ώρα που έφυγε/δεν φάνηκε. 17. ως βοηθητικό ρ. για τον σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων: Το βιβλίο δεν ~ει ολοκληρωθεί ακόμη. Θα μπορούσαν να ~ουν συμβεί χειρότερα. Όταν έφτασα, είχε φύγει. Θα ~εις τελειώσει, ώσπου να έρθω; 18. με απρόσ. εκφράσεις (+ ότι/να): Αξία/σημασία ~ει ότι αγαπιέστε. Δεν ~ει νόημα να μπούμε σε λεπτομέρειες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει να κάνει που (προφ.): (δεν) παίζει ρόλο: Δεν ~ ~ δεν έχεις λεφτά, κερνάω εγώ., από δω τον είχα, από κει τον είχα (προφ.): για επίμονη προσπάθεια να πείσει κανείς κάποιον: ~ ~, τον κατάφερα τελικά/του το πούλησα., αυτά έχει/έχουν ...: έτσι είναι (η κατάσταση): ~ ~ει η δημοσιότητα/η ζωή. ~ ~ουν τα γεράματα. Πβ. έτσι/αυτός είναι ο κόσμος!, δεν έχει (προφ.): για δυνατότητα που αποκλείει, απαγορεύει κάποιος, δεν υπάρχει: ~ ~ άλλο, αρκετά. (σε παιδιά) Απόψε ~ ~ τηλεόραση, αν δεν κοιμηθείτε το μεσημέρι! ~ ~ γιατί! Γιατί έτσι λέω εγώ! ~ ~ "δεν μπορώ", μπορείς και παραμπορείς! Α, όλα κι όλα, ~ ~ (= δεν επιτρέπονται) τέτοια!, δεν έχω παρά να: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ απλό, χρειάζεται μόνο να: Για να μπεις μέσα, δεν ~εις ~ στρίψεις το κλειδί., δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα: για ενέργεια που γίνεται χωρίς δισταγμό ή δυσκολία: Δεν το έχει ~ να μας εκθέσει μπροστά στον κόσμο. ΣΥΝ. δεν (μου) κοστίζει τίποτα να, είχα δεν είχα (προφ.) 1. για αναμενόμενη συμπεριφορά κάποιου: Είχε δεν είχε, τα κατάφερε πάλι! 2. μόλις και μετά βίας, ούτε καν: Όταν έφυγε από το πατρικό του, είχε δεν είχε κλείσει τα δεκατρία., έχει γούστο/πλάκα (να ...) (προφ.) 1. για κάτι ευχάριστο, διασκεδαστικό: ~ ~ να παίζεις στη θάλασσα! 2. για κάποιο δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ενδεχόμενο: ~ ~ να άκουσε όσα είπαμε/να με δουλεύει! -Λες να χάσουμε το πλοίο; -~ ~! Πβ. για φαντάσου., έχουμε και λέμε (προφ.): για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων: Λοιπόν, ~ ~, μαγιό, πετσέτα, ομπρέλα και είμαστε έτοιμοι για παραλία., έχω δεν έχω (προφ.): για κάτι που πρέπει να γίνει, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητα κάποιου: ~εις ~εις, πρέπει να τον βοηθήσεις., έχω κάτι/τα έχω με κάποιον (προφ.): είμαι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, προβληματισμένος: ~εις κάτι εναντίον μου/με μένα; Κάτι ~εις και δεν μου λες. Δεν ~ τίποτα (: κανένα πρόβλημα, είμαι καλά). Τα ~ει μαζί μου γιατί ...|| Τι ~εις (= σου συμβαίνει);, έχω να κάνω (με) (προφ.): έχω σχέση, σχετίζομαι με: Η δουλειά μου έχει να κάνει με παιδιά/με τη φιλολογία. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Το θέμα δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα (= είναι άσχετο, δεν σε αφορά)., έχω να το λέω (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων: ~ ~, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του., έχω παρτίδες/πάρε-δώσε/νταραβέρια (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): συναλλάσσομαι, σχετίζομαι με κάποιον: ~ει ~ με τη μαφία/τον υπόκοσμο. Δεν θέλει να ~ει ~ ~ μαζί τους. Με ποιον ~ει νταραβέρια είναι δικό της θέμα., έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου & είμαι στις μαύρες/στις κακές μου (προφ.): βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Μην του μιλάς σήμερα, έχει ~ του. Βλ. στις καλές μου., όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) (ειρων.): για δυσκολία που προστίθεται σε ήδη υπάρχουσες., τα έχω με κάποιον & τα έχουμε (προφ.): είμαστε ζευγάρι., την έχω καλά/άσχημα (προφ.): βρίσκομαι σε ευχάριστη/δυσάρεστη, δύσκολη θέση, σε κίνδυνο: Εγώ την ~ καλά, εσείς να δω πώς θα τη γλιτώσετε! Αν τον πιάσουνε, την ~ει (πολύ) άσχημα!, τι είχαμε, τι χάσαμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μεταβάλλεται μία κατάσταση, ανεξάρτητα από αυτόν ή αυτό που αποχωρεί, παύει να υφίσταται, να λειτουργεί. Πβ. ούτε γάτα ούτε ζημιά., τι έχει και τι δεν έχει (εμφατ.): για να δηλωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Δεν μπορώ να ξέρω/δεν με ενδιαφέρει ~ ~ ο καθένας τους., το έχω σε καλό/σε κακό να ...: θεωρώ κάτι καλοτυχία/κακοτυχία., το 'χω (νεαν. αργκό): το έχω κατανοήσει, το κατέχω., τον έχω (νεαν. αργκό): τον νικώ, υπερέχω: ~ ~ χαλαρά., ως έχει (λόγ.) & όπως έχει: ακριβώς όπως είναι: Θα ήθελα να μου περιγράψεις την κατάσταση ~ ~. Η διάταξη διατηρείται/παραμένει ~ ~. Να μου πεις την αλήθεια ~ ~., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη βλ. ανάγκη, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου βλ. μάτι, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, δεν έχει όμοιο/όμοια βλ. όμοιος, δεν έχει όρια/όριο βλ. όριο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, δεν έχει το Θεό του βλ. θεός, δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) βλ. τσίπα, δεν έχει τύχη βλ. τύχη, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν έχω θέση κάπου βλ. θέση, δεν έχω ιδέα βλ. ιδέα, δεν έχω μάτια (γι' άλλον) βλ. μάτι, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν έχω μία βλ. ένας, μία/μια, ένα, δεν έχω ξυπνημό βλ. ξυπνημός, δεν έχω τα μέσα βλ. μέσο, δεν έχω τίποτα εναντίον (του) βλ. τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν έχω φράγκο βλ. φράγκο, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν ξέρει τι έχει βλ. ξέρω, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είναι/το έχω στο αίμα μου βλ. αίμα, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, εύκολο το' χεις; βλ. εύκολος, έχε χάρη ... βλ. χάρη, έχει (γερές) πλάτες βλ. πλάτη, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει (μεγάλη) πέραση βλ. πέραση, έχει άκρες βλ. άκρη, έχει διπλό ρόλο βλ. διπλός, έχει ζουμί βλ. ζουμί, έχει καλώς βλ. καλώς, έχει κώλο βλ. κώλος, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, έχει μπάρμπα στην Κορώνη βλ. μπάρμπας, έχει να κάνει βλ. κάνω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, έχει ο Θεός βλ. θεός, έχει ο καιρός γυρίσματα βλ. καιρός, έχει ρεύμα βλ. ρεύμα, έχει τα ρούχα της βλ. ρούχο, έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχει τον αμάζευτο βλ. αμάζευτος, έχει τον τρόπο του βλ. τρόπος, έχει χάζι βλ. χάζι, έχει ψωμί/φαΐ βλ. ψωμί, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, έχεις πρόβλημα; βλ. πρόβλημα, έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ... βλ. καλοσύνη, έχουμε μέλλον βλ. μέλλον, έχω (καλό) χέρι βλ. χέρι, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού βλ. περί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου βλ. μέρα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, έχω άδεια βλ. άδεια, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο, έχω κάποιον άχτι βλ. άχτι, έχω κάποιον δεμένο βλ. δένω, έχω κάποιον στα όπα όπα βλ. όπα, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου βλ. τσέπη, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου βλ. μυαλό, έχω κάτι άχτι βλ. άχτι, έχω λαμβάνειν βλ. λαμβάνειν, έχω λόγο βλ. λόγος, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, έχω μπέσα βλ. μπέσα, έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα βλ. μπλέξιμο, έχω να (το) λέω βλ. λέω, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον βλ. προηγούμενο, έχω ρέντα βλ. ρέντα, έχω σε υπόληψη βλ. υπόληψη, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) βλ. νους, έχω σώας τας φρένας βλ. σώος, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, έχω την αξίωση να βλ. αξίωση, έχω την τιμητική μου βλ. τιμητικός, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, έχω υπόψη βλ. υπόψη, έχω/κάνω κενό βλ. κενό, έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα βλ. σούζα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, έχω/με πιάνουν τα διαόλια μου βλ. διαόλια, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, και οι ... έχουν ψυχή βλ. ψυχή, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λαμβάνω/έχω την τιμή να ... βλ. τιμή, λίγο το 'χεις; βλ. λίγος, μένει ως έχει βλ. μένω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πόθεν έσχες βλ. πόθεν, ποιος/τι έχει σειρά; βλ. σειρά, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, στο ενεργητικό του/της βλ. ενεργητικό, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα, τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα έχει τα χρονάκια του! βλ. χρόνος, τα έχω καλά με κάποιον βλ. καλά, τα 'χω τετρακόσια βλ. τετρακόσιοι, τα 'χω χαμένα βλ. χαμένος, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης, τι ψυχή έχει (κάτι); βλ. ψυχή, το έχει/το 'χει η μοίρα μου βλ. μοίρα, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, το 'χω μέσα μου βλ. μέσα, το 'χω παράπονο βλ. παράπονο, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο ● βλ. έχων [< αρχ. ἔχω]
ζενιθιακός, ή, ό ζε-νι-θι-α-κός επίθ. & ζενιθικός: ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με το ζενίθ. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ζενιθιακή απόσταση: η γωνιακή απόσταση αστέρα ή σημείου της ουράνιας σφαίρας από το ζενίθ ενός τόπου. [< γαλλ. zénithal]
θεός θε-ός ουσ. (αρσ.) 1. {χωρ. πληθ.} (με κεφαλ. Θ) (στις μονοθεϊστικές θρησκείες και συνήθ. στη χριστιανική) η υπέρτατη οντότητα που λατρεύεται ως δημιουργός του κόσμου: ο αληθινός/ένας και μοναδικός/πάνσοφος/παντοδύναμος/φιλεύσπλαχνος ~. Ο τριαδικός/τρισάγιος ~ (= η Αγία Τριάδα). Η βασιλεία/ο δούλος/το έλεος/η πρόνοια/το τέκνο/η ύπαρξη του ~ού. Οι τρεις υποστάσεις του ~ού (: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα). Παράκληση/πίστη/προσευχή στον ~ό. Λατρεύω τον/πιστεύω στον ~ό. Ζητώ από τον ~ό να ... Υπάρχει ~; Χαρίσματα που έδωσε ο ~ στον άνθρωπο. Να ευχαριστείς τον ~ό για όσα έχεις. Πβ. Κτίστης, Κύριος, Πανάγαθος, Παντοκράτορας, Πλάστης. Βλ. Παναγία, Χριστός.|| (ευχετ.) Ο ~ να σε ευλογεί/φωτίζει! Ο ~ να μας λυπηθεί! Με τη βοήθεια του ~ού ... (λόγ.) Είθε ο ~ να μας βοηθήσει! Πβ. Μεγαλοδύναμος.|| (προφ.) Δεν είμαι ~ να ξέρω τι θα συμβεί! Ζει ξεχασμένος από τον ~ό (: τον έχουν εγκαταλείψει όλοι). (για δήλωση απορίας:) Τι στον ~ό (= τι στο καλό) συμβαίνει;|| (στη γεν.) Βροχούλα/νεράκι/πλάσμα του ~ού (για κάτι αγνό, αθώο). Άνθρωπος του ~ού (για κληρικό ή ευσεβή άνθρωπο).|| Ο ~ των Εβραίων (: Ιεχωβά)/των μουσουλμάνων (: Αλλάχ).|| (για φυσικά φαινόμενα:) Αστράφτει/βρέχει ο ~. Βλ. θεούλης. 2. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) κάθε οντότητα με υπερφυσικές δυνάμεις, θεότητα: ποτάμιος ~. Αθάνατοι/ουράνιοι/τοπικοί/χθόνιοι ~οί.|| (ΜΥΘ.) ~ του κάτω κόσμου (: ο Πλούτωνας)/της μουσικής (: ο Απόλλωνας)/του πολέμου (: ο Άρης). Ο ~ Διόνυσος/Ήφαιστος/Ποσειδώνας. Οι δώδεκα ~οί του Ολύμπου/οι ολύμπιοι ~οί (πβ. πάνθεον). ~οί και ημίθεοι (βλ. ισόθεος)/ήρωες. ~οί και θνητοί. Δίας, ο πατέρας των ~ών και των ανθρώπων.|| Ο ~ του χρήματος (: ο μαμωνάς). 3. (μτφ.) όποιος ή ό,τι αποτελεί αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού: ~ της υποκριτικής. Οι σύγχρονοι ~οί του ελληνικού αθλητισμού. (προφ.-επιτατ.) Eίσαι ~ (: άπαικτος, καταπληκτικός, φοβερός)! Τον έχουν σαν ~ό (βλ. αποθεώνω).|| Είναι ~ (= κούκλος, παίδαρος)! Τον έχουν κάνει ~ό (βλ. είδωλο, ίνδαλμα).|| Ο μοναδικός ~ του είναι το χρήμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης (οικ.) 1. για δήλωση της καλοσύνης και της μεγαλοσύνης του Θεού: ~ ~ δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο. Με λυπήθηκε ~ ~. 2. επίκληση στη θεία δύναμη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: Μακάρι ~ ~ να σε βοηθήσει να πάρεις τη σωστή απόφαση., ο Λόγος (του Θεού) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η Βίβλος ή γενικότ. η χριστιανική διδασκαλία, διδαχή: Δίδαξε τον ~ο ~. Ζει σύμφωνα με τον ~ο. Πβ. Ευαγγέλιο. 2. ΘΕΟΛ. & ο Υιός και Λόγος του Θεού/ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού: το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός: η ενανθρώπηση του ~ου ~., (η) ευλογία (του) Θεού βλ. ευλογία, Άγνωστος Θεός βλ. άγνωστος, αρνάκι του Θεού βλ. αρνί, δώρο Θεού βλ. δώρο, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, ο Αμνός (του Θεού) βλ. αμνός, ο οίκος (του) Θεού βλ. οίκος, ο φτερωτός θεός βλ. φτερωτός ● ΦΡ.: (και/κι) ο Θεός βοηθός (ευχετ.): σε περιπτώσεις που κάποιος πρόκειται να αποτολμήσει κάτι: Άντε και/προχώρα και ~ ~! Πβ. ο Θεός να βάλει το χέρι του., από Θεού άρξασθε/άρξασθαι (λόγ.): πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας προσευχηθούμε πρώτα στον Θεό να μας βοηθήσει., δεν έχει το Θεό του (οικ.): για πρόσωπο που δεν έχει φραγμούς ή συμπεριφέρεται με παράτολμο τρόπο: Άκου θράσος! Αυτός ο άνθρωπος ~ ~ (: είναι αθεόφοβος)! Δεν έχεις ~ σου πια (= δεν αντέχεσαι, είσαι ανυπόφορος)!, δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος (προφ.): έκφρ. ικανοποίησης από πιστό σε περιπτώσεις που πάνε καλά τα πράγματα: ~ ~ είμαι καλά/πέρασα τις εξετάσεις.|| (ειρων.) ~ ~, μας θυμήθηκες!, έδωσε ο Θεός (προφ.): ευτυχώς, επιτέλους: ~ ~ και προσγειωθήκαμε/φτάσαμε κάποια στιγμή., εκ/από Θεού (λόγ.): δοσμένος από τον Θεό: ~ ~ Λόγος/σοφία., ελέω Θεού (λόγ.): με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού: ~ ~ αυτοκράτορας/βασιλεία/πάπας.|| (ειρων.) ~ ~ εξουσία., ένας Θεός ξέρει (προφ.): κανείς δεν γνωρίζει: ~ ~ πότε θα τον ξαναδώ/πώς γλίτωσε/τι απέγινε! ΣΥΝ. Κύριος οίδε, ο Θεός και η ψυχή του!, έχει ο Θεός & κι έχει ο Θεός για όλους: προς δήλωση αισιοδοξίας, υπομονής, προσδοκίας για κάτι καλύτερο: Μην ανησυχείς, καλά να 'σαι ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~., Θεέ και Κύριε! (προφ.): για να δηλωθεί ευχάριστη ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: ~ ~ τι πράγματα είναι αυτά/τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας (: έλα Χριστέ και Παναγιά/Χριστέ μου)!, Θεέ μου! (ως επιφών.): προς δήλωση: (αποδοκιμασίας/δυσαρέσκειας/έκπληξης:) Τι άλλο θ΄ακούσω, ~ ~! Τι ντροπή, ~ ~! Τι άνθρωπος, ~ ~! Έλα ~ ~! Τι πράγματα είν’ αυτά! (πβ. Θεός φυλάξοι, Χριστός κι Απόστολος).|| (παράκλησης/ευχής:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~! ~ ~, κάνε/μακάρι να ...! ~ ~, δωσ' του δύναμη/φώτιση!|| (φόβου:) ~ ~ (= μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, θέλημα (του) Θεού: η θεϊκή βούληση ως νόμος ή παρέμβαση στα ανθρώπινα: Ήταν ~ ~ να συναντηθούμε (: ήταν γραφτό, μοιραίο)., Θεοί και δαίμονες: όλοι, οι πάντες: τους κυνηγούν ~ ~, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! & να συγχωρεθεί η ψυχή του (ευχετ.): ο Θεός να τον συγχωρήσει, να τον αναπαύσει., Θεός φυλάξοι!: έκφραση απευχής ή έντονης αποδοκιμασίας: Φαντάσου να συμβεί και τίποτα χειρότερο! ~ ~!|| Τι πράγματα είναι αυτά! ~ ~!, ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω (προφ.): για κανέναν λόγο, σε καμία περίπτωση: ~ ~, δεν αλλάζω γνώμη., ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί (παροιμ.): η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται τελικά κι ας καθυστερεί: Από κάπου θα το βρει: ~ ~! Πβ. όλα εδώ πληρώνονται, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά., ο Θεός είναι μεγάλος (προφ.): για δήλωση ελπίδας, αισιοδοξίας: ~ ~, θα μας βοηθήσει!, ο Θεός και η ψυχή του! (προφ.): για κάτι που δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι: Τώρα, τι θα γίνει/τι έγραψε/πώς πήγε στις εξετάσεις, ~ ~! ΣΥΝ. ένας Θεός ξέρει, ο Θεός μαζί σου!: (συχνά σε αποχαιρετισμό) ο Θεός να σε προστατεύει: Γεια σου/στο καλό και ~ ~!, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει (προφ.): να (σε/μας) προστατεύει: ~ να μας ~ από τις αρρώστιες/τους σεισμούς! ~ να σε ~ απ' τη γλωσσοφαγιά της!, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός & να μη (το) δώσει ο Θεός (προφ.): μακάρι ή μακάρι να μη: ~ ~ (και) να μην αρρωστήσει/να πάνε όλα καλά.|| Εύχομαι να μη δώσει σε κανέναν ο Θεός τέτοιο πόνο!, ο Θεός να το κάνει (προφ.-μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος/κάτι δεν πληροί τις προδιαγραφές: Μείναμε σ' ένα ξενοδοχείο, (που) ~ ~ (ξενοδοχείο), σκέτο αχούρι!, προς Θεού/για το Θεό (επιτατ.): έκφραση αποτροπής, παράκλησης ή απόρριψης κάποιου ενδεχομένου: ~ ~, όχι άλλα λάθη! ~ ~, ας τους δοθεί μια ευκαιρία!|| ~ ~ δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο/δεν το εννοούσα. ~ ~ δεν το έκανα εσκεμμένα., πρώτα ο Θεός: με τη βοήθεια του Θεού, αν όλα πάνε καλά: Στο τέλος του χρόνου, ~ ~, επιστρέφει. Πβ. αν θέλει ο Θεός., συν Θεώ (λόγ.): με τη βοήθεια του Θεού., υπάρχει Θεός!: για να δηλωθεί ότι κάποιος νιώθει δικαίωση: Κατάλαβε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ~ ~!, (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός βλ. θέλω, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, αμαρτία από τον Θεό βλ. αμαρτία, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται βλ. ανάγκη, απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! βλ. βρίσκω, απειλεί θεούς και δαίμονες βλ. απειλώ, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης βλ. ευχέτης, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η δόξα του Θεού βλ. δόξα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, κι/και άγιος ο Θεός βλ. άγιος, κοιμήθηκε ο θεός βλ. κοιμάμαι, μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός βλ. μάρτυρας, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με βλ. συγχωρώ, οργή Θεού βλ. οργή, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, στο έλεος του Θεού βλ. έλεος, τα ελέη του Θεού βλ. έλεος, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τέρμα Θεού βλ. τέρμα, το Θεό μπάρμπα να 'χεις βλ. μπάρμπας, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ, φόβος Θεού βλ. φόβος, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, χαρά θεού βλ. χαρά, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. θεά [< αρχ. θεός]
καθέδρα κα-θέ-δρα ουσ. (θηλ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (σε ναό) δεσποτικός θρόνος· συνεκδ. η (αρχι)επισκοπική ή πατριαρχική έδρα. Βλ. σύνθρονο.|| Η ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πβ. θώκος. 2. (σπάν.-λόγ.) υπερυψωμένη έδρα. Πβ. βάθρο. ● ΣΥΜΠΛ.: από καθέδρας διδασκαλία & διδασκαλία από καθέδρας: ΠΑΙΔΑΓ. μορφή διδασκαλίας η οποία στηρίζεται στην αυθεντία του δασκάλου και δεν προάγει τον διάλογο και τη συμμετοχική μάθηση. Βλ. ομαδοσυνεργατική διδασκαλία. ● ΦΡ.: από καθέδρας (μτφ.-λόγ.): με δογματικό ύφος, όπως μια αυθεντία: Κρίνει/μιλάει ~ ~. Πβ. αδιάλλακτα, απόλυτα, αυταρχικά, μονολιθικά, αφ' υψηλού. [< νεολατ. ex cathedra] [< μτγν. καθέδρα, γαλλ. cathèdre 1: αγγλ. cathedra]
καθήκον [καθῆκον] κα-θή-κον ουσ. (ουδ.) {καθήκ-οντος | -οντα, -όντων}: ηθική υποχρέωση, χρέος: εθνικό/επιτακτικό/θεμελιώδες/θρησκευτικό/ιερό/κοινωνικό/πολιτικό/πρώτιστο/συλλογικό/υπέρτατο/ύψιστο ~. Το ~ των γονιών/του πολίτη. Το ~ προς την πατρίδα. Αίσθημα/(υψηλή) αίσθηση του ~οντος (πβ. ευσυνειδησία). Άνθρωπος του ~οντος (: που βάζει το ~ πάνω από όλα). Στον βωμό/στην υπηρεσία του ~οντος. (λόγ.) Εν ώρα ~οντος. Παράλειψη ~οντος. Έπεσε θύμα του ~οντος. Προσήλωση στο ~. Αφοσιωμένος/πιστός στο ~. Είναι/θεωρώ ~ μου να ... Με καλεί το ~. Η λογική επιβάλλει και το ~ επιτάσσει. Η αντιμετώπιση της διαφθοράς είναι ~ όλων μας. Έχει συναίσθηση του ~οντος. Έχω ~ απέναντι στους άλλους/στον εαυτό μου να ... Είναι ~ μου/σου/του να ... Επιτελώ το ~ μου. Έπραξες το ~ σου και με το παραπάνω/στο ακέραιο. (Έκανα απλώς το) ~ μου (: ως απάντηση σε ευχαριστίες για βοήθεια, εξυπηρέτηση)! Επωμίστηκε το θλιβερό ~ να ... Πβ. επιταγή. ● καθήκοντα (τα): κάθε έργο που ανατίθεται σε κάποιον να φέρει σε πέρας· αρμοδιότητες: αυξημένα/διδακτικά/διευρυμένα/διοικητικά/επίσημα/επιστημονικά/εργασιακά/ερευνητικά/ιατρικά/κυβερνητικά/νόμιμα/πνευματικά (κυρ. των ιερωμένων)/πρωθυπουργικά/υπηρεσιακά ~. Ανάθεση/άσκηση/εκπλήρωση/καταμερισμός/παραμέληση/παύση ~όντων. Αστυνομικοί/υπάλληλοι γενικών ή ειδικών ~όντων. Ορίστηκαν τα ~ του Διοικητικού Συμβουλίου. Ασκεί/εκτελεί/έχει ~ Γραμματέα. Ανέλαβε τα νέα του ~ ο ... Αμελεί/εκπληρώνει τα ~ά του. Καλή επιτυχία στα νέα σου ~! [< γαλλ. office, αγγλ. duties] ● ΣΥΜΠΛ.: παράβαση καθήκοντος: ΝΟΜ. αξιόποινη παράβαση των κείμενων διατάξεων και γενικότ. των κανονισμών που πρέπει να τηρεί ένας υπάλληλος: ~ ~ καθ' υποτροπήν/κατ' εξακολούθηση/κατά συρροή. Ασκήθηκε ποινική δίωξη/καταδικάστηκε/κατηγορείται για ~ ~., σύγκρουση καθηκόντων ΝΟΜ. 1. σε περιπτώσεις που το ίδιο πρόσωπο αδυνατεί να εκπληρώσει κάποια νομική κυρ. υποχρέωσή του, χωρίς να παραβιάσει μια άλλη. 2. σύγκρουση αρμοδιοτήτων: ~ ~ μεταξύ (διοίκησης και) δικαστηρίων., συζυγικά καθήκοντα: αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην αρνούνται τη σεξουαλική επαφή: αποχή από τα ~ ~. Παραμελεί τα ~ του ~., υπέρβαση καθήκοντος/καθηκόντων: ΝΟΜ. πράξη που ξεπερνά τα όρια της δικαιοδοσίας δημοσίου υπαλλήλου ή δημόσιας υπηρεσίας. Βλ. κατάχρηση εξουσίας. ● ΦΡ.: από καθήκον & (επίσ.) εκ καθήκοντος: από αίσθημα υποχρέωσης, που απορρέει από συγκεκριμένες αρμοδιότητες: Τον βοήθησα ~ ~., απαλλάσσω/απομακρύνω κάποιον από το καθήκοντά του βλ. απαλλάσσω [< αρχ. καθῆκον, γαλλ. devoir]
καθοδικός, ή, ό κα-θο-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. ανοδικός 1. (μτφ.) πτωτικός: Σε ~ή πορεία/τροχιά ο πληθωρισμός. Πβ. φθίνων.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αναθεώρηση (του ΑΕΠ/της ανάπτυξης)/τάση (της τιμής του πετρελαίου). ~ές: μετοχές. 2. που έχει κατεύθυνση, κίνηση προς τα κάτω: ~ός: άνεμος (= καταβατικός). ~ή: ροή. Το ~ό ρεύμα της λεωφόρου ... Πβ. κατιών. 3. ΦΥΣ. που σχετίζεται με την κάθοδο: ~ός: παλμογράφος. Το ~ό (= αρνητικό) ηλεκτρόδιο. ● επίρρ.: καθοδικά ● ΣΥΜΠΛ.: καθοδικές ακτίνες: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. δέσμη ηλεκτρονίων που εκπέμπεται από την κάθοδο λυχνίας κενού., καθοδική λυχνία & καθοδικός σωλήνας: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. σωλήνας κενού, στον οποίο παράγονται καθοδικές ακτίνες, που μεταφέρονται σε φθορίζουσα οθόνη, δημιουργώντας φωτεινές κουκκίδες, για τη δημιουργία εικόνας. Βλ. οθόνη υγρών κρυστάλλων. [< αγγλ. cathode-ray tube] , καθοδική προστασία: ΜΕΤΑΛΛ. ηλεκτροχημική τεχνική προστασίας μετάλλου από τη διάβρωση. Βλ. ανοδική προστασία. [< αγγλ. cathodic protection, 1930] [< 1,2: γαλλ. descendant 3: γαλλ. cathodique, αγγλ. cathodic]
καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]
κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]
καλή κα-λή ουσ. (θηλ.) (προφ.): η κανονική, εξωτερική όψη αντικειμένου, κυρ. υφάσματος. ● ΦΡ.: απ' την καλή (κι απ' την ανάποδη) 1. πολύ καλά: Τον γνωρίζω/τον έμαθα πια (κι) ~ ~. ΣΥΝ. απέξω κι ανακατωτά, απέξω/απ' έξω κι από μέσα 2. απερίφραστα: Του τα ΄πα ~ ~ (= έξω από τα δόντια, στα ίσα). Θα τ' ακούσεις απ' την καλή!, μια/μία και καλή: οριστικά: Στο λέω/ξεκαθαρίζω ~ ~! Τι πρέπει να κάνω για να λυθεί το ζήτημα ~ ~; Απαλλαγείτε ~ ~ απ' τους πόνους. ΣΥΝ. άπαξ (και) διά παντός, μια (και) για πάντα, μια/μία κι έξω, πιάνω την καλή {συνήθ. στο θέμα αορίστου}: βγάζω χρήματα, πλουτίζω., στις καλές μου: σε καλή διάθεση, στα κέφια μου: Έχε χάρη που είμαι ~ ~ μου σήμερα, αλλιώς θα σου ΄λεγα! Δεν φαίνεται να είναι στις ~ του (= είναι ντάουν/πεσμένος).
καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]
καταβολή κα-τα-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) εξόφληση, πληρωμή χρηματικού ποσού: αχρεώστητη/ελάχιστη/μηνιαία ~. ~ αναδρομικών/αποζημίωσης/δεδουλευμένων/εισφορών/ενοικίου/επιδόματος/επιχορήγησης/μερίσματος/μετρητών/μισθού/νοσηλίων/οφειλής/προστίμου/συντάξεων/τόκων/φόρων. Βλ. αντι~, κατάθεση, προ~. ΑΝΤ. είσπραξη 2. κατανάλωση ενέργειας για συγκεκριμένο σκοπό: ~ κόπου (και χρόνου). ~ προσπαθειών για επίλυση του προβλήματος. 3. εξάντληση, εξασθένηση, καταπόνηση: ~ και άλγος σπονδυλικής στήλης. 4. (σπάν.-λόγ.) κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου, νίκη. Πβ. εξουδετέρωση. ● καταβολές (οι) 1. αξίες, αρχές, συνήθειες που έχουν μεταβιβαστεί σε πρόσωπο ή σε σύνολο ατόμων από την οικογένειά του ή από γενιά σε γενιά αντίστοιχα, και αποτελούν ξεχωριστά γνωρίσματα της φυσιογνωμίας του: συμβίωση λαών με διαφορετικές πολιτισμικές ~. Έχουν κοινές ιδεολογικές/κοινωνικές/πολιτικές ~. Πβ. καταγωγή. Βλ. επιρροή. 2. απαρχές, ρίζες: οι ιστορικές ~ μιας θεωρίας/ενός κινήματος. Έθιμο με πανάρχαιες ~. ● ΣΥΜΠΛ.: καταβολή δυνάμεων & (προφ.) καταβολή: ΙΑΤΡ. εξάντληση, εξουθένωση: η ~ ~ ως σύμπτωμα της αναιμίας. Εμφανίζει ~ ~. Πβ. αδυναμία, κόπωση.|| Νιώθω μεγάλη ~. ● ΦΡ.: από καταβολής κόσμου (λόγ.): ανέκαθεν, από πολύ παλιά: Θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο ~ ~. ΣΥΝ. από αρχαιοτάτων χρόνων, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης (1), έναντι καταβολής (επίσ.): με (προ)πληρωμή: Έκδοση άδειας ~ ~ του καθορισμένου τέλους. Βλ. έναντι αμοιβής. [< αρχ., μτγν. καταβολή ‘θεμελίωση, γένεση, πληρωμή, παροξυσμός’]
κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]
κλωστή κλω-στή ουσ. (θηλ.) 1. σύνολο από υφαντουργικές ίνες ενωμένες με στρίψιμο, ώστε να δημιουργούν έναν μακρόστενο και λεπτό σχηματισμό· νήμα: άσπρη/βαμβακερή/μάλλινη/μεταξωτή (πβ. μπρισίμι)/νάιλον/συνθετική (πβ. ρεγιόν)/χοντρή/χρυσή/χρωματιστή/ψιλή ~. ~ές κεντήματος (= ~ές για κέντημα)/πλεξίματος/ραφής (= ~ές ραψίματος). Καρούλια ~ών. Δένω/κόβω/τυλίγω την ~. Περνώ την ~ στη βελόνα. Πβ. μίτος. Βλ. κουβάρι, στημόνι. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει το αντίστοιχο σχήμα και μορφή: Καθαρίζω τις ~ές (= ίνες) από τα φασολάκια. ● Υποκ.: κλωστίτσα, κλωστούλα (η) ● ΦΡ.: κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή (μτφ.): βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση: Η ζωή/το μέλλον τους ~ ~. Πβ. βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί, στο χείλος του γκρεμού. ΣΥΝ. κρέμεται από μια τρίχα [< μεσν. κλωστή]
κοινός, ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]
κοίτη κοί-τη ουσ. (θηλ.) 1. μακρόστενη φυσική κοιλότητα εδάφους, μέσα στην οποία ρέει υδάτινη μάζα: η ~ του ποταμού/χειμάρρου. (Ανα)διαμόρφωση/αποκατάσταση/διαπλάτυνση/εκτροπή της ~ης. Τα πρανή της ~ης. Βλ. αυλάκι, κανάλι. 2. (σπάν.-λόγ.) κλίνη. ● ΦΡ.: χωρισμός από τραπέζης και κοίτης (επίσ.): διακοπή της έγγαμης συμβίωσης: διαδικασία διαζυγίου ή ~ού ~. Υπήρξε ~ ~. [< αρχ. κοίτη]
κόκαλο κό-κα-λο ουσ. (ουδ.) & κόκκαλο 1. οστό: απολιθωμένο/εύθραυστο ~. Το ~ της κλείδας/της κνήμης/της λεκάνης/του μηρού. Ράγισε/έσπασε το ~ (πβ. κάταγμα). Η οστεοπόρωση αδυνατίζει τα ~α. Πονάνε τα ~ά μου.|| Πέταξε στον σκύλο τα ~α.|| (συνεκδ.) Έχει βαρύ ~.|| (απειλητ.) Θα σου σπάσω τα ~α (= θα σε δείρω)! Βλ. ψαχνό. 2. εργαλείο σε σχήμα γλώσσας που διευκολύνει το πόδι να μπει στο παπούτσι: μεταλλικό/ξύλινο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γερό κόκαλο (προφ.): για άνθρωπο υγιή, ανθεκτικό, δυνατό: Είναι ~ ~ και αντέχει στις κακουχίες. ● ΦΡ.: από κόκαλο: κοκάλινος: εργαλεία/χάντρες ~ ~., αφήνω τα κόκαλά μου κάπου 1. πεθαίνω κυρ. σε ξένο τόπο. 2. (προφ-ειρων.) για καθετί δύσκολο και μακροχρόνιο: Θα αφήσω ~ σ' αυτή τη δουλειά., κόκαλα έχει;: για ποτό ή φαγητό που αργεί να σερβιριστεί ή (σπάν.) σε περιπτώσεις που καθυστερεί η υλοποίηση κάποιου πράγματος: Μα καλά, ~ ~ ο καφές; Περιμένουμε εδώ και μισή ώρα., μένω/αφήνω κόκαλο (μτφ.-προφ.): μένω άναυδος ή αφήνω κάποιον άναυδο από την έκπληξη: Μόλις την είδε, έμεινε ~ (= άγαλμα, κάγκελο, στήλη άλατος, σύξυλος)., σπάει/τσακίζει κόκαλα (μτφ.): είναι πάρα πολύ σκληρός, καυστικός: Γραφή/κριτική/σάτιρα που ~ ~., ως/μέχρι το κόκαλο (μτφ.): σε πολύ μεγάλο βαθμό, εντελώς: βρεγμένος/ιδρωμένος/χρεωμένος ~ ~. Πβ. μέχρι/ως τον λαιμό. ΣΥΝ. ως/μέχρι το μεδούλι, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, ζεσταίνω το κόκαλό/κοκαλάκι μου βλ. ζεσταίνω, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει βλ. γλώσσα, θα τρίζουν τα κόκαλά του βλ. τρίζω, λεπτός-λεπτός/μακρύς-μακρύς/ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει βλ. καλόγερος, πετσί και κόκαλο βλ. πετσί [< μεσν. κό(κ)καλον]
κόλαση κό-λα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. τόπος αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών μετά τον θάνατό τους: ~ και παράδεισος. Τα βασανιστήρια/οι δαίμονες/οι δυνάμεις/τα καζάνια/οι φλόγες/οι φωτιές της ~ης. Θα πας στην ~. Ο Διάβολος και η ~. Βλ. Άδης, Τάρταρα. ΑΝΤ. παράδεισος (2) 2. (μτφ.-επιτατ.) συνθήκες ή χώρος όπου επικρατεί μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, καταστροφή: πύρινη ~ (= μεγάλη πυρκαγιά). Ημέρα/νύχτα ~ης (εξαιτίας του καύσωνα). Η ~ των ναρκωτικών/του πολέμου/των φυλακών. Η ζωή τους είναι/έχει γίνει πραγματική ~ (: ανυπόφορη). Ζει την προσωπική του ~ (πβ. δράμα). Σε ~ μετατράπηκαν οι διακοπές μας. Πενήντα σπίτια αποτεφρώθηκαν, σωστή ~!|| (ως παραθετικό σύνθ.) Γήπεδο-~ (: όπου επικρατεί μεγάλη αναταραχή, πανικός). 3. (αργκό) για κάτι πολύ ωραίο, στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς: βλέμμα/γλυκό σκέτη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλαση του Δάντη/δαντική κόλαση (μτφ.): φρικιαστική κατάσταση, μεγάλη καταστροφή: Σκηνές που θύμιζαν ~ ~ εκτυλίχθηκαν στη βομβαρδισμένη πρωτεύουσα., άρχοντας του σκότους βλ. άρχοντας, οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: από την κόλαση στον παράδεισο & από τον παράδεισο στην κόλαση: για τη ριζική μεταβολή μιας κατάστασης από το χειρότερο στο καλύτερο (ή αντιστρόφως): Η ομάδα βρέθηκε/γύρισε/επέστρεψε/πήγε ~ ~ με γκολ που σημείωσε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης., έγινε κόλαση/της κολάσεως (αργκό): έγινε χαμός: ~ ~ στο χθεσινό ντέρμπι. ΣΥΝ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος: ο άνθρωπος τιμωρείται ή ανταμείβεται αντίστοιχα για τις πράξεις του, όσο ζει στη Γη. ΣΥΝ. όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις: τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να προέρχονται από καλούς στόχους. [< γερμ. Der Weg zur Hölle ist mit guten Vorsätzen gepflastert] , όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ανέφικτο ή πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί: Μόνο ~ ~ θα του ξαναμιλήσω. [< αγγλ. when/until hell freezes (over), 1919] , να/θα καείς στην κόλαση! βλ. καίω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< 1: αρχ. κόλασις 'τιμωρία']
κοντά κο-ντά επίρρ. {κοντύτερα} 1. (με τοπική σημασία) σε μικρή απόσταση ως προς κάποιο σημείο αναφοράς: Έλα εδώ/πιο ~. Δεν θα αργήσουμε, το σινεμά είναι ~. Είχαν φτάσει πολύ ~, ακολουθώντας τα ίχνη του. Γυαλιά για ~ (= για διάβασμα· βλ. πρεσβυωπία). Κάθισε ~ μου. Το γραφείο μας είναι ~ στην πλατεία. Τα περισσότερα σπίτια είναι κτισμένα το ένα ~ στο άλλο.|| (μτφ.) Βρέθηκε ένα βήμα πιο ~ στην πρόκριση. Βρισκόμαστε ~ στις διακοπές. Είμαστε ~ στη λύση. Σύντομα ~ σας. Ζώντας ~ του, έμαθε πολλά. Είμαστε ~ (= δεμένοι). Θα είμαι για πάντα ~ σου (= μαζί σου). Το γεγονός αυτό μας έφερε ~. Πβ. δίπλα, εγγύς, πλάι, πλησίον. ΑΝΤ. αλάργα, μακριά (1) 2. (με χρονική ή ποσοτική σημασία) περίπου, σχεδόν: Έχει ~ δυο μήνες να με πάρει τηλέφωνο. ~ στα (= κατά τα) μεσάνυχτα.|| Έφαγε ~ μισή τούρτα. Πβ. ίσαμε, κάπου, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω. 3. εκτός από, επιπλέον: ~ σ' όλα αυτά, αρρώστησα κι εγώ. 4. (προηγείται η φρ. "δεν είναι τίποτα") σε σύγκριση με: Αυτό δεν είναι τίποτα ~ σ' αυτά που έχουν δει τα μάτια μου. ΣΥΝ. μπροστά (4) ● ΦΡ.: από κοντά (προφ.) 1. από απόσταση εγγύτητας ως προς το αντικείμενο αναφοράς: Γνωρίστε/ελάτε να δείτε/θαυμάστε ~ ~ το ... Να βρεθούμε/να τα πούμε ~ ~. Είχα την ευκαιρία να τον ζήσω/συναντήσω ~ ~. Έφυγε ~ ~ μας (= πέθανε) ο μεγάλος ηθοποιός. Πβ. απόκοντα.|| (μτφ.) Παρακολουθώ ~ ~ τα γεγονότα. Ακολουθεί ~ ~ τους πρωτοπόρους (ενν. στη βαθμολογία· πβ. σε απόσταση αναπνοής, κατά πόδας). ΣΥΝ. εκ του σύνεγγυς 2. (μτφ.) προς δήλωση στενής επαφής ή μίμησης: Τον πήρε ~ ~, του μίλησε.|| ~ ~ κι ο ... καταδίκασε τα επεισόδια., κοντά-κοντά (επιτατ.): σε ελάχιστη απόσταση, συνήθ. τοπική: Κάθονταν η μία ~ ~ στην άλλη., τώρα κοντά: πρόσφατα ή σύντομα: ~ ~ έφυγαν. ~ ~ θα τα ξαναπούμε (πβ. οσονούπω)., ένα βήμα πιο κοντά βλ. βήμα, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, κοντά στο(ν) νου κι η γνώση βλ. νους, μαζί με τα/κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά βλ. ξερός, μεταξύ (των) άλλων βλ. άλλος, την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) βλ. δίπλα, φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά βλ. φέρνω [< μεσν. κοντά]
κορυφή κο-ρυ-φή ουσ. (θηλ.) & (προφ.) κορφή 1. το πιο ψηλό σημείο· ειδικότ. βουνοκορφή: ~ δέντρου/κεφαλιού/κτιρίου/κύματος/σελίδας. (ΒΟΤ.) ~ βλαστού (: η τρυφερή άκρη του). ΑΝΤ. βάση.|| Απότομη/γυμνή/επιβλητική/χιονισμένη/η ψηλότερη ~. ~ λόφου. Κατάκτηση μιας ~ής. Ανάβαση στην ~. Πβ. κορφοβούνι. Βλ. πλαγιά. 2. (μτφ.) το ανώτερο σημείο κλίμακας, ιεραρχίας: η μοναξιά της ~ής. Μάχη για την/πτώση από την ~. Ανεβαίνω/επιστρέφω/στοχεύω/συνεχίζω/φτάνω στην ~. Αμετάβλητη παρέμεινε η ~ της βαθμολογίας. Κατακτώ/πιάνω την ~ της επιτυχίας. Σταθερά στην ~. Πβ. Έβερεστ, ρετιρέ.|| (συνεκδ.-προφ., για πρόσ.) Είναι/θεωρείται ~ στον τομέα του (: ο καλύτερος, κορυφαίος· πβ. διάνοια, ιδιο-, μεγαλο-φυΐα). 3. ΓΕΩΜ. (σε πολύγωνο ή πολύεδρο) το σημείο όπου τέμνονται πλευρές ή ακμές και το οποίο βρίσκεται απέναντι από την πλευρά ή έδρα που θεωρείται βάση του: ~ κώνου/πυραμίδας/τριγώνου. ● κορυφής: που γίνεται σε επίπεδο αρχηγών ή γενικότ. υψηλά ιστάμενων προσώπων: συμφωνία/συνάντηση/συνδιάσκεψη/συνεργασία/σύνοδος ~ (: ηγεσίας κρατών). ● Υποκ.: κορυφούλα & κορφούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κορυφή γωνίας: ΓΕΩΜ. το σημείο όπου ενώνονται οι δύο πλευρές της., Ευρωπαϊκό Συμβούλιο & (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο Κορυφής βλ. συμβούλιο, η κορυφή του παγόβουνου βλ. παγόβουνο, κατά κορυφήν γωνίες βλ. γωνία ● ΦΡ.: από την κορυφή ως τα νύχια & (προφ.) απ' την κορφή ως τα νύχια & (σπάν.-λόγ.) από κορυφής έως/μέχρις ονύχων: σε όλο το σώμα, παντού: Με κοιτούσε ~ ~ (: από πάνω μέχρι κάτω). Ακτινοβολούσε/έγινε μούσκεμα/έσταζε ~ ~. Πβ. πατόκορφα.|| Αλλαγές ~ ~., από την κορυφή ως τον πάτο βλ. πάτος, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα [< 1: αρχ. κορυφή 2,3: γαλλ. sommet, αγγλ. summit]
κόσκινο κό-σκι-νο ουσ. (ουδ.): σκεύος με στρογγυλό πλαίσιο και διάτρητη βάση ή πλέγμα, όπου ρίχνονται συνήθ. κοκκώδη υλικά, για να διαχωριστούν από ξένα σώματα: λεπτό/ξύλινο/χοντρό/ψιλό ~. ~ αλευριού. Η διάμετρος/οι οπές του ~ου. Πβ. κρησάρα, σήτα. Βλ. σουρωτήρι.|| (ΤΕΧΝΟΛ., αντίστοιχο μηχάνημα:) Βιομηχανικά/δονούμενα/εργαστηριακά/μηχανικά/περιστρεφόμενα ~α. ~α για καθαρισμό και διαλογή αδρανών υλικών. Φίλτρα-~α. Κοκκομετρική ανάλυση με ~α. ● Υποκ.: κοσκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μοριακό κόσκινο: ΧΗΜ. πορώδης κρυσταλλική ουσία, ικανή να απορροφήσει μικρά μόρια αερίων και υγρών: Οι ζεόλιθοι είναι ~ά ~α. [< αγγλ. molecular sieve, 1926] , το κόσκινο του Ερατοσθένη: ΜΑΘ. αλγόριθμος για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών από το ένα μέχρι κάποιον δεδομένο φυσικό αριθμό ν. ● ΦΡ.: βάλε κόσκινο (προφ.-ειρων.): για ντροπαλό, συνεσταλμένο άτομο: Αν ντρέπεσαι, να βάλεις ~., καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω/καινούργιο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο (παροιμ.): για την υπερβολική φροντίδα, αδυναμία που δείχνουμε σε πρόσφατο απόκτημα και κατ' επέκτ. σε νέα γνωριμία, σχέση., κάνω κάποιον/κάτι κόσκινο (προφ.): το(ν) κατατρυπώ με σφαίρες. ΣΥΝ. γαζώνω (2), παλιά μου τέχνη κόσκινο (παροιμ.): για την εμπειρία ή επιδεξιότητα κάποιου σε ορισμένο τομέα., περνώ από (ψιλό) κόσκινο (μτφ.): υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε εξονυχιστική εξέταση: Από ψιλό κόσκινο θα περάσουν οι εξεταζόμενοι/οι φορολογικές δηλώσεις. ΣΥΝ. κοσκινίζω (2) [< αρχ. κόσκινον]
κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]
κούνια κού-νια ουσ. (θηλ.) 1. μικρό κρεβάτι για μωρό: βρεφική/ξύλινη/παιδική ~. ~ με κουνουπιέρα. Κουνάει την ~. ΣΥΝ. λίκνο (2) 2. κάθισμα κρεμασμένο με αλυσίδες ή σχοινιά από ψηλό, σταθερό σημείο, που βρίσκεται συνήθ. σε κήπο, βεράντα ή παιδική χαρά: απλή/κρεμαστή (πβ. αιώρα) ~. ~ μίας ή δύο θέσεων. ~ με/χωρίς στήριγμα (για την πλάτη). Κάνω ~ (= κουνιέμαι πάνω στην ~). Πέφτω από την ~. Ανεβαίνω στην ~. Βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα. ● κούνιες (οι): παιδική χαρά: Πάμε να παίξουμε στις ~; ● ΦΡ.: από κούνια (μτφ.): εκ φύσεως, από πολύ μικρός: ηθοποιός/παραμυθάς/τυχερός ~ ~. Πβ. εκ γενετής., κούνια μπέλα: αρχή παιδικού τραγουδιού που λέγεται πάνω στην κούνια και συνεκδ. η ίδια η κούνια ή το κούνημα., κούνια που σε κούναγε (ειρων.): για να αμφισβητηθεί η ελπίδα ή βεβαιότητα κάποιου για κάτι: Πιστεύεις ότι θα γράψεις καλά με λίγες ώρες διάβασμα; ~ ~ (= γελιέσαι, κάνεις λάθος)! Ήταν σίγουρος πως θα τον βοηθήσουν, μα ~ που τον ~!, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα [< μεσν. κούνια]
κρέμομαι κρέ-μο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., μτχ. κρεμάμενος} 1. στηρίζομαι, στερεώνομαι από κάπου ψηλά σε σχέση με το έδαφος και αιωρούμαι ή έχω το κάτω μέρος ελεύθερο: Ο πολυέλαιος ~εται από το ταβάνι. Άνθρωποι ~ονταν από σχοινιά και σκάλες.|| Κάδρο/καθρέφτης που ~εται (πβ. κρεμιέται) στον τοίχο/πάνω από το τζάκι. Το χρυσό μετάλλιο ~όταν στον λαιμό του.|| (προφ.) Σου ~εται μια κλωστή (: εξέχει). Οι κοιλιές/τα προγούλια του ~ονται.|| (μτφ.) Το μοναστήρι ~εται πάνω από το φαράγγι. Τα σύννεφα ~ονταν βαριά πάνω από τα κεφάλια τους.|| (για αφηρημένη έννοια που προκαλεί ανασφάλεια ή φόβο) Η απειλή της απέλασης/η δαμόκλειος σπάθη της ανεργίας/ο κίνδυνος της απόλυσης ~εται από πάνω τους. Πβ. επικρέμαται. 2. (μτφ.) (+ από) εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Το μέλλον της ~εται από την απόφασή του. Πβ. βασίζομαι. ● ΦΡ.: κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου (μτφ.): τον ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον, προσοχή, αγωνία, προσμονή ή γοητευμένος: Το ακροατήριο/το κοινό ~όταν κυριολεκτικά από τα χείλη του., κρέμεται από μια τρίχα βλ. τρίχα, κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή βλ. κλωστή, κρέμονται σαν (τα) σταφύλια βλ. σταφύλι ● βλ. κρεμάμενος, κρεμώ [< μεσν. κρέμομαι]
κτίση κτί-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. ΘΕΟΛ. (κ. με κεφαλ. Κ) το σύνολο των δημιουργημάτων του Θεού: άλογη (: τα ζώα και η φύση)/άψυχη/λογική (: οι άγγελοι και οι άνθρωποι) ~. Η ομορφιά της ~ης. Ο πρωτότοκος πάσης ~εως (= ο Χριστός). Βλ. δημιουργία. ΣΥΝ. πλάση (1) 2. κτίσιμο, ίδρυση: επιγραφή/έτος ~ης (= ανέγερσης, οικοδόμησης) Ναού. ● ΦΡ.: από κτίσεως κόσμου/Ρώμης 1. από πολύ παλιά, από αρχαιοτάτων χρόνων. ΣΥΝ. από καταβολής κόσμου 2. (παλαιότ.) σύστημα χρονολόγησης το οποίο ξεκινά από το έτος δημιουργίας του κόσμου, δηλ. συνήθ. από το 5508 π.Χ. για το βυζαντινό και από το 3761 π.Χ. για το εβραϊκό ημερολόγιο ή από το έτος ίδρυσης της Ρώμης (753 π.Χ.) για το ρωμαϊκό ημερολόγιο. [< αρχ. κτίσις]
κύμα [κῦμα] κύ-μα ουσ. (ουδ.) {κύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μάζα νερού που υψώνεται και υποχωρεί στην επιφάνεια υδάτινου όγκου και προκαλείται συνήθ. από φυσικές δυνάμεις (άνεμο, παλίρροια, σεισμική δόνηση)· κατ' επέκτ. ό,τι έχει παρόμοια κίνηση ή μορφή: άγρια/αφρισμένα/γιγάντια/θαλάσσια/θεόρατα/ισχυρά/μανιασμένα/μεγάλα/ορμητικά/τεράστια/ωκεάνια ~ατα. Φονικό ~ (πβ. τσουνάμι). Ο αφρός/η βοή/ο ήχος/ο παφλασμός/ο φλοίσβος των ~άτων. ~ατα βουνά (= πελώρια). Η θάλασσα έχει/σήκωσε ~ (βλ. τρικυμία). Τα ~ατα ξέβρασαν μια νεκρή φάλαινα. Τα ~ατα χτυπούσαν με δύναμη/μανία στους βράχους. Το ~ σκάει στην ακτή/στα πόδια μας. Τα παιδιά έπαιζαν με τα ~ατα. Τους κατάπιαν τα ~ατα (= πνίγηκαν). Οι δύο ναυαγοί πάλευαν με τα ~ατα όλη (τη) νύχτα. Βλ. κυματισμός.|| (συνεκδ.) Οικόπεδα/ταβέρνες δίπλα/κοντά/πάνω/πλάι στο ~. Το σπίτι βρίσκεται πενήντα μέτρα από το ~ (πβ. θάλασσα, παραλία).|| ~ατα άμμου (βλ. αμμόλοφος, θίνα). Οι φίλαθλοι κάνουν ~ στις εξέδρες. 2. (μτφ.) φυσικό, κοινωνικό ή άλλο φαινόμενο, τάση, συναίσθημα που εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση ή/και σε ευρεία έκταση: πρωτοφανές/σφοδρό ~ ζέστης/κακοκαιρίας πλήττει τη χώρα.|| Αντιπολεμικό/επαναστατικό ~. Παγκόσμιο ~ διαμαρτυρίας. Γενικευμένο/κλιμακούμενο/ογκούμενο ~ αντιδράσεων/βίας/εγκληματικότητας/επιθέσεων/κινητοποιήσεων. ~ απολύσεων/προσλήψεων/φυγής (υπαλλήλων). Καλλιτεχνικό ~ αλληλεγγύης/συμπαράστασης (για τα θύματα του σεισμού). Μεγαλώνει/φουντώνει το ~ των καταλήψεων στα σχολεία. Απεργιακό ~ σάρωσε τις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ανοδικό ~ στο χρηματιστήριο. Έρχεται νέο ~ ακρίβειας/ανατιμήσεων.|| ~ ανησυχίας/πανικού. Επιδημικό/πανδημικό ~. Η αθώωσή του ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ οργής. Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα ~ ενθουσιασμού. 3. (μτφ.) μεγάλος αριθμός ανθρώπων που μετακινούνται συγχρόνως: ~ εκδρομέων/(λαθρο)μεταναστών/προσφύγων. Καταφθάνουν στη χώρα μας τα πρώτα ~ατα τουριστών. 4. ΦΥΣ. περιοδική ταλάντωση που ξεκινά από συγκεκριμένη πηγή και διαδίδεται στον χώρο είτε μέσω κάποιου υλικού σώματος είτε στο κενό· ειδικότ. ένας πλήρης κύκλος αυτής της ταλάντωσης: ακουστικά (βλ. ήχος)/αρμονικά/εγκεφαλικά (: ~ατα άλφα/βήτα/δέλτα)/ελαστικά/ερτζιανά (βλ. ραντάρ)/μηχανικά/σεισμικά/φωτεινά ~ατα. Ημιτονοειδές ~ (: το πλάτος της διαταραχής μεταβάλλεται ημιτονοειδώς στον χώρο και τον χρόνο). Ανάκλαση/διάδοση/διάθλαση/ένταση/εξίσωση/κορυφή/πλάτος/συνάρτηση (= κυματοσυνάρτηση)/ταχύτητα/φάση ~ατος. Επαλληλία/υπέρθεση ~ων. ~ατα εδάφους (: ραδιοκύματα που μεταδίδονται κατά μήκος της επιφάνειας της Γης)/μεταφοράς (: που μεταφέρουν ύλη)/υπερήχων/χώρου. Βλ. μικροκύματα. ● Υποκ.: κυματάκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: κυματάρα (η): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: διαμήκη κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση των μορίων της ύλης και η διάδοση της ταλάντωσης γίνονται κατά την ίδια κατεύθυνση. [< αγγλ. longitudinal waves, 1936] , εγκάρσια κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση της ύλης γίνεται κάθετα ως προς την διεύθυνση διάδοσης της ταλάντωσης. [< αγγλ. transverse waves, 1912] , ηχητικά κύματα: ΦΥΣ. που διαδίδονται με τη μεσολάβηση ενός φυσικού μέσου, όπως ο αέρας, και μεταδίδουν τον ήχο. Βλ. ακουστικά κύματα. [< γαλλ. ondes sonores] , κρουστικό κύμα: ΦΥΣ. που οφείλεται σε έκρηξη ή δημιουργείται συνήθ. όταν ένα σώμα, κυρ. αεροπλάνο ή βλήμα, κινείται στον αέρα με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του ήχου: κάθετα/πλάγια ~ά ~ατα. Βλ. υπερηχητικός.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπεία/λιθοτριψία με ~ά ~ατα. [< αγγλ. shock-wave, 1907] , κύμα καύσωνα/ψύχους: ΜΕΤΕΩΡ. ακραίο καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο επικρατούν πολύ υψηλές/χαμηλές θερμοκρασίες σε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις: ~ ~ μαστίζει/σαρώνει την Ευρώπη., μήκος κύματος : ΦΥΣ. η απόσταση ανάμεσα σε δύο αντίστοιχα σημεία διαδοχικών κυμάτων: ελάχιστο/μέγιστο ~ ~. ~ ~ του φωτός. Ακτινοβολία με ~ ~ ...νανόμετρα. [< γαλλ. longueur d'onde] , μοναχικό κύμα: ΦΥΣ. που προξενεί μικρές αλλαγές στις συνθήκες πίεσης, πυκνότητας ή ταχύτητας του υλικού που διατρέχει και δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες κυματικές διαταραχές. [< αγγλ. solitary wave] , βαρυτικά κύματα βλ. βαρυτικός, βραχέα (κύματα) βλ. βραχύς, ηλεκτρομαγνητικά κύματα βλ. ηλεκτρομαγνητικός, μακρά (κύματα) βλ. μακρός, μεσαία (κύματα) βλ. μεσαίος, μέτωπο κύματος βλ. μέτωπο, νέο κύμα βλ. νέος, οδεύον/τρέχον κύμα βλ. οδεύω, παλιρροϊκό κύμα βλ. παλιρροϊκός, πράσινο κύμα βλ. πράσινος, στάσιμο κύμα βλ. στάσιμος, ωστικό κύμα βλ. ωστικός ● ΦΡ.: κατά κύματα & κύματα κύματα: κατά τρόπο που χαρακτηρίζεται από μαζικότητα και περιοδικότητα: Η έξοδος του Πάσχα θα πραγματοποιηθεί ~ ~. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή ~ ~. Έκανε λόγο για επιθέσεις που δέχεται ~ ~., κόντρα στο κύμα 1. αντίθετα από την κατεύθυνση του κύματος: Κολυμπούσαν/κωπηλατούσαν ~ ~. 2. (μτφ.) ενάντια στη γενική τάση, στην κυρίαρχη άποψη: Με το έργο του πηγαίνει ~ ~. Πβ. κόντρα στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο. Βλ. μέινστριμ., περνώ από σαράντα/χίλια κύματα {συνήθ. στο γ' πρόσ. αορίστου} (μτφ.): συναντώ πολλές δυσκολίες, εμπόδια: Το ειδύλλιό τους έχει περάσει ~ ~. Μετά από σαράντα κύματα κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος (μτφ.): για να δηλωθεί συμφωνία, ταύτιση ή διαφορετικότητα, αντίθεση αντιστοίχως: Βρισκόμαστε/είμαστε/εκπέμπουμε στο ίδιο ~ (: έχουμε τις ίδιες απόψεις, συνήθειες, κοινούς στόχους). Πβ. συμφωνώ.|| Σε διαφορετικό/άλλο ~ ~ με τον βουλευτή κινήθηκε/μίλησε η υπουργός ... Πβ. διαφοροποιούμαι. ΣΥΝ. στην ίδια/σε διαφορετική(/άλλη) συχνότητα [< γαλλ. (être) sur la même longueur d'onde] , έρμαιο των κυμάτων βλ. έρμαιο, χύμα στο κύμα βλ. χύμα [< 1: αρχ. κῦμα 2,3,4: γαλλ. vague, onde, αγγλ. wave]
λάθος λά-θος ουσ. (ουδ.) {λάθ-ους | -η, -ών} 1. ό,τι αποκλίνει από αυτό που θεωρείται σωστό και κατ' επέκτ. αποδεκτό, λογικό και αναμενόμενο ή από αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα· ακατάλληλη ή ανεπιτυχής ενέργεια, κακή πράξη, παράβαση ή παράλειψη: ακούσιο/ανεπανόρθωτο/ασυγχώρητο/εγκληματικό/επαγγελματικό/μοιραίο/οικτρό/ολέθριο/παιδαριώδες/σοβαρό/στιγμιαίο/τραγικό/χαζό/χοντρό ~. Ιατρικό/λογιστικό/στατιστικό/τεχνικό/τυπογραφικό (πβ. παρόραμα) ~. Γλωσσικά/γραμματικά/εκφραστικά/λεκτικά/ορθογραφικά/συντακτικά/φραστικά ~η (βλ. ακυρολεξία, ασυνταξία, βαρβαρισμός, μαργαριτάρι, σολοικισμός). Επικοινωνιακά/στιλιστικά ~η. ~ από αμέλεια/απερισκεψία/απροσεξία/επιπολαιότητα. ~ εκ παραδρομής. Το μεγαλύτερο ~ της ζωής κάποιου. Ενδεχόμενο/περίπτωση/πιθανότητα ~ους. Αποφυγή/διόρθωση/σωρεία ~ών. Συγγνώμη, (δικό μου) ~! Ήταν ~ μου/προσωπικό μου ~ που ... Με το παραμικρό ~, μου βάζει τις φωνές. Αναγνωρίζω/αρνούμαι/ομολογώ/παραδέχομαι/πληρώνω το ~ μου. Διέπραξε ~η. Υπέπεσε σε πολλά ~η. Μαθαίνουμε από τα ~η μας. Δεν έμαθε από τα ~η του παρελθόντος. Έγιναν ~η στρατηγικής/τακτικής/χειρισμού. Δεν εντοπίστηκαν ~η. Ελέγχω το κείμενο για τυχόν ~η. Πβ. αμάρτημα, αστοχία, ατόπημα, γκάφα, γκέλα, κοτσάνα, ολίσθημα, παράπτωμα, πλάνη1, πλημμέλημα, στραβοτιμονιά, φάλτσο. ΣΥΝ. σφάλμα (1) 2. (ως επίθ.) λανθασμένος: ~ απάντηση (= άστοχη, ΑΝΤ. ορθή)/διεύθυνση/εντύπωση/κίνηση/νούμερο. Σε ~ βάση. ~ άνθρωπος σε ~ θέση. Πήρα ~ λεωφορείο. ΑΝΤ. σωστός (1) 3. (ως επίρρ.) λανθασμένα: Μάλλον κατάλαβα ~. ~ (= εσφαλμένα) το έγραψες. Τι κάνω/μπορεί να πήγε ~ (= στραβά); ● Υποκ.: λαθάκι (το): Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρώπινο λάθος: για απόδοση ευθυνών σε πρόσωπο: Το δυστύχημα οφείλεται σε ~ ~ και όχι σε μηχανική βλάβη., ανάλυση λαθών/σφαλμάτων βλ. ανάλυση, ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης βλ. ερώτηση, λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης βλ. φύση, μήνυμα λάθους/σφάλματος βλ. μήνυμα, περιθώριο σφάλματος/λάθους βλ. περιθώριο ● ΦΡ.: αν δεν κάνω λάθος: έκφρ. μετριασμού της βεβαιότητας για κάτι: ~ ~ (= αν δεν γελιέμαι), ασχολείται με ... Σε είδα χθες, ~ ~. ΣΥΝ. αν δεν απατώμαι, γράψε/γράψτε λάθος & σημειώσατε λάθος (προφ.): έκφρ. παραδοχής σφάλματος: Συγγνώμη, ξέχασα ότι δεν μπορείς/μπορείτε αύριο, ~ ~., κάνω λάθος: σφάλλω: ~εις (μεγάλο) ~ (= απατάσαι) αν νομίζεις πως ... ~ει συνέχεια τα ίδια ~η/το ένα ~ μετά το άλλο. Δεν πειράζει, όλοι ~ουμε ~η. Έκανα ~ στην εκτίμησή μου (= έπεσα έξω)/στην πρόσθεση/στους υπολογισμούς. Μην ~εις το ~ και/να του ξαναμιλήσεις. Πβ. λαθεύω, λανθάνω. Βλ. αλάθητο., κατά λάθος & (λόγ.) εκ λάθους: χωρίς να το θέλει κάποιος: Έσβησα το μήνυμα ~ ~. Πβ. από αβλεψία. ΑΝΤ. εκ προθέσεως, επίτηδες, εσκεμμένα, σκόπιμα., λάθη επί λαθών (λόγ.-εμφατ.): διαδοχικά λάθη: ~ ~ στα τελευταία λεπτά του αγώνα., λάθος εποχή βλ. εποχή, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, χτυπώ λάθος πόρτα βλ. πόρτα [< μτγν. λάθος ‘λήθη’, μεσν. λάθος, γαλλ. erreur, faute]
λεπτό λε-πτό ουσ. (ουδ.) & (προφ.) λεφτό 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα χρόνου (σύμβ. min) ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας ή με εξήντα δευτερόλεπτα· συνεκδ. σύντομο χρονικό διάστημα: διάρκεια ενός ~ού. Χρέωση ... ευρώ ανά/το ~. Πέντε ~ά (= πεντάλεπτο) διάλειμμα. (στην κινητή τηλεφωνία:) Δωρεάν ~ά ομιλίας. Μέσα σε δύο ~ά/εντός είκοσι ~ών. Τρία ~ά αργότερα. Πριν (από) επτά ~ά. Δεκαπέντε ~ά (= ένα τέταρτο) μετά τις δύο. Είναι τριάντα ~ά (= μισή ώρα) μακριά/με τα πόδια. Απομένουν έξι ~ά (μέχρι τη λήξη). Επιστρέφω σε δέκα ~ά (= σε ένα δεκάλεπτο). Διακόπτουμε για λίγα ~ά (: ολιγόλεπτη διακοπή). Πάλεψαν για τη νίκη μέχρι το τελευταίο ~ του αγώνα. Πβ. πρώτο.|| Τον συμπάθησα από το πρώτο ~. Θα πάρει μόνο ένα ~ (= πολύ λίγο). Ζει κάθε ~ της ζωής του. Πβ. στιγμή. 2. ΟΙΚΟΝ. νομισματική μονάδα ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ (και παλαιότ. της δραχμής)· συνεκδ. το αντίστοιχο κέρμα: δύο/πέντε/δέκα/είκοσι/πενήντα ~ά (= δί-/πεντά-/δεκά-/εικοσά-/πενηντά-λεπτο). ΣΥΝ. ευρωλεπτό, σεντ 3. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. ● Υποκ.: λεπτάκι & λεπτούλι (το): στη σημ. 1: μισό λεπτάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερο (λεπτό): δευτερόλεπτο. ● ΦΡ.: από λεπτό σε λεπτό & από το ένα λεπτό στο άλλο (προφ.) 1. σε πολύ λίγο: Τους περιμένω ~ ~. Πβ. από τη μια στιγμή/μια μέρα στην άλλη, από ώρα σε ώρα, οσονούπω. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. πολύ γρήγορα: Η κατάστασή του χειροτερεύει ~ ~. [< γαλλ. d'une minute à l'autre ] , για μισό/για ένα λεπτό (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση, διαφωνία ή για να ζητηθούν διευκρινίσεις, εξηγήσεις: ~ ~ (= όπα), πότε το είπα αυτό;|| ~ ~ (= κάτσε, περίμενε, στάσου), γιατί με μπέρδεψες, τι εννοείς;, ένα/μισό λεπτό (προφ.): για να δηλωθεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Περίμενε ~ ~ (= λιγάκι)! Επιστρέφω σε ~ ~ (= αμέσως). Μισό ~ να κοιτάξω και θα σου πω (κ. αργκό "μισό"). ~ ~, παρακαλώ!, ενός λεπτού σιγή & μονόλεπτη/-ος σιγή & τριών λεπτών σιγή: απόδοση τιμής σε αποθανόντα συνήθ. πριν από την έναρξη επίσημης εκδήλωσης, διάρκειας ενός λεπτού ή τριών λεπτών (κυρ. στη μνήμη πολλών θυμάτων), σε σιωπηλή και όρθια στάση των παρευρισκομένων: Κράτησαν/τήρησαν ~ ~. [< γαλλ. une minute de silence] , λεπτό προς λεπτό: (συνήθ. για δημοσιογραφική κάλυψη) αναλυτική παρακολούθηση γεγονότος ή διαδικασίας την ώρα που λαμβάνει χώρα: ~ ~ η επιχείρηση απεγκλωβισμού/οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις/η μάχη των εκλογών., ούτε λεπτό: καθόλου, ούτε στιγμή: Δεν υπάρχει ~ ~ για χάσιμο! Δεν σταμάτησε ~ ~ να βρέχει. Θα σε περιμένω μέχρι τις τέσσερις, ~ ~ παραπάνω., στο λεπτό: αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα: φωτογραφίες ~ ~ (πβ. της στιγμής). Ετοιμάστηκε ~ ~ (= σε κλάσμα/κλάσματα (του) δευτερολέπτου, στη στιγμή, στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς φιτίλι/τάκα-τάκα/τσακ μπαμ). [< γαλλ. à la minute] [< μτγν. λεπτόν 1,2: γαλλ. minute]
μαθηματικός μα-θη-μα-τι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τα μαθηματικά· ειδικότ. καθηγητής μαθηματικών. [< αρχ. μαθηματικός, γαλλ. mathématicien, αγγλ. mathematician, γερμ. Μathematiker]
μακριά μα-κρι-ά επίρρ. 1. σε μεγάλη απόσταση: Έχω παρκάρει ~. Η θάλασσα πέφτει ~.|| (μτφ.) Ας μην πάμε τόσο ~, γιατί ξεφύγαμε τελείως από το θέμα. Ζει ~ από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν ακούς μεγάλες υποσχέσεις, ~ (= μην τις πιστεύεις)! 2. σε σημείο που απέχει πολύ χρονικά: Υπομονή, οι διακοπές δεν είναι ~! ● ΦΡ.: (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι: η απόσταση διασφαλίζει μια αδιατάρακτη σχέση., κρατώ μακριά: απομακρύνω: Κρατήστε ~ τους αδιάκριτους! Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί τον κράτησαν ~ από τα γήπεδα.|| (μτφ.) ~ήθηκε ~ από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις., μακριά από μας/απ' εδώ (εμφατ.): ως ευχή για την αποφυγή κακού: ~ ~ οι αρρώστιες/ο πόλεμος!|| ~ μένα τέτοιες παράνομες μεθοδεύσεις! Πβ. άπαγε απ' εμού., χιλιόμετρα/μίλια μακριά (εμφατ.): πολύ μακριά: Είναι/έφυγε ~ ~ από την πατρίδα., βλέπει μακριά βλ. βλέπω, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, μακριά κι αλάργα βλ. αλάργα, μένω μακριά βλ. μένω, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος [< μεσν. μακριά]
μανά μα-νά: μόνο στη ● ΦΡ.: ξανά μανά βλ. ξανά ΜΑΝΑ
Μάρτης Μάρ-της ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. Μάρτιος. 2. (κ. με πεζό μ) βραχιολάκι πλεγμένο από λευκά και κόκκινα νήματα που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, προστατεύει από τον μαρτιάτικο ήλιο. ● ΦΡ.: από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα (παροιμ.): για τις αλλαγές του καιρού που παρατηρούνται τους συγκεκριμένους μήνες, προμηνύοντας τη μετάβαση στο καλοκαίρι και τον χειμώνα, αντίστοιχα., λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή; (παροιμ.): συνήθ. για πρόσωπο που επιδιώκει να εμφανίζεται παντού., Μάρτης γδάρτης (και κακός παλουκοκαύτης) (παροιμ.): για τις κακές καιρικές συνθήκες του Μαρτίου (κυρ. απότομο και δυνατό κρύο)., αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω [< μεσν. Μάρτης]
μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]
μεριά με-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. πλευρά: η εξωτερική/εσωτερική/κάτω/μπροστινή/πάνω/πίσω/πλαϊνή (= πλάι) ~ (πβ. επιφάνεια). Στην απέναντι ~ του δρόμου. Στην ανατολική/βόρεια ~ (= ανατολικά/βόρεια) του νησιού. Από την άλλη ~ του λόφου. Φωτοτυπία της αστυνομικής ταυτότητας κι από τις δύο ~ές (= όψεις). Γύρνα και από την άλλη ~ (ενν. του σώματος).|| (μτφ.) Από τη ~ του πατέρα/της μητέρας μου κατάγομαι από ... 2. (μτφ.) καθένα από τα δύο ή περισσότερα μέρη (π.χ. πρόσωπα, ομάδες, κράτη) που βρίσκονται σε αντιπαράθεση ή σχετίζονται μεταξύ τους: Με ποιανού (τη) ~ (: το μέρος) είσαι; Οι απώλειες κι απ' τις δύο ~ιές (= αμφοτέρωθεν, ένθεν κακείθεν) ήταν μεγάλη. Συκοφαντίες εξαπολύονται από διάφορες ~ιές. Το έχω ακούσει από πολλές ~ιές. 3. (μτφ.) θέση, όψη, σκοπιά, διάσταση: η τέχνη από τη ~ της ψυχανάλυσης. Το θέμα θα εξεταστεί απ' όλες τις ~ιές (= πλήρως). Απ' όποια ~ κι αν δει κάποιος τα μέτρα, είναι άδικα. Πβ. οπτική γωνία. ΣΥΝ. πλευρά (4) 4. συγκεκριμένο μέρος, θέση, σημείο: απόμερη/ήσυχη ~ (πβ. γωνιά).|| (συνήθ. σε αφηγήσεις) Έπρεπε να ήσουν/να σ' είχα σε μια ~, να δεις πώς έκανε! 5. κατεύθυνση: κατά/προς Αθήνα ~. Η θέα από το βουνό είναι φανταστική προς όλες τις ~ιές.|| Άνθρωποι απ' όλες τις ~ιές του κόσμου (: από παντού) καταφθάνουν στο νησί. ● ΦΡ.: από/απ' τη μεριά (μου/σου ...) & από μεριάς (μου/σου ...): όσον αφορά εμένα/εσένα ...: (Εγώ) ~ ~ μου θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας. Καθένας ~ ~ του έκανε ό,τι μπορούσε., σε καλή μεριά!: (ως ευχή) για σωστή αξιοποίηση χρημάτων ή άλλων αγαθών που απόκτησε πρόσφατα κάποιος: Άντε/συγχαρητήρια και ~ ~ (τα κέρδη)! Βλ. καλοφάγωτος., σε μια μεριά: σε μια θέση, παράμερα: Κάτσε (ακίνητος) ~ ~, με ζάλισες! Καθόταν αμίλητη ~ ~ (: στην άκρη)., από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. άλλος [< μεσν. μεριά]
μέρος μέ-ρος ουσ. (ουδ.) {μέρ-ους | -η, -ών} 1. τμήμα ευρύτερου συνόλου: θεωρητικό/πειραματικό ~ ενός μαθήματος. Τα ~η του σώματος. Μεταλλικά/μηχανικά ~η οχημάτων. Έκοψε την τούρτα σε οκτώ ίσα ~η (= κομμάτια, τεμάχια). Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ~η (πβ. ενότητες, κεφάλαια). Το μεγαλύτερο ~ του έργου ολοκληρώθηκε. Το δεύτερο ~ της παράστασης ήταν κουραστικό. (για ταινία) Είδες το τρίτο ~ (βλ. σίκουελ); (για ομάδα) Ήμασταν καλύτεροι στο πρώτο ~ (= ημίχρονο). Από τη σονάτα δεν σώθηκε το ~ του βιολιού. Ζήτησε το ~ (= μερίδα, μερίδιο, μερτικό) του απ' τα κέρδη. Για ό,τι έγινε, έχεις κι εσύ ~ (της) ευθύνης. Γνωρίζει μόνο ~ της αλήθειας. Αποτελείς/είσαι (σημαντικό) ~ της ζωής μου. 2. (προφ.) με τοπική σημασία: αγαπημένο/ιδανικό/μαγευτικό ~ (= τόπος) για διακοπές. Άνθρωποι από διαφορετικά ~η/απ' όλα τα ~η της Γης έρχονται στο νησί. Σε κανένα (άλλο) ~ του κόσμου (= πουθενά αλλού). Σε οποιοδήποτε άλλο ~ (= οπουδήποτε αλλού). Το διαμέρισμά σου είναι σε ωραίο ~ (= τοποθεσία). Πήγε προς αυτό/εκείνο/το άλλο ~ (= κατεύθυνση). Πώς κι ήρθες απ' τα/στα ~η μας (πβ. εδώ); Σε κάποιο ~ (= κάπου) εδώ κοντά. Από ποιο ~ είσαι/κατάγεσαι (: περιοχή, πόλη, χώρα, χωριό); Οι συνήθειες διαφέρουν από ~ σε ~. Στο πίσω ~ της οθόνης (= μεριά, πλευρά). Δεν υπάρχει ~ να καθίσουμε (= θέση, χώρος). Σε ποιο ~ χτύπησες (= πού, σε ποιο σημείο); 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} καθένα από τα δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ομάδες ή κράτη που μετέχουν σε μια διαδικασία, βρίσκονται σε αντιπαράθεση ή έχουν άμεση σχέση: εμπλεκόμενα/εμπόλεμα/ενδιαφερόμενα ~η. Τα ~η μιας δίκης (= αντίδικοι). Αναζητείται λύση που θα ικανοποιεί όλα τα ~η. Αμφότερα τα ~η κατέληξαν σε συμφωνία/συμφώνησαν. Η αίτηση θα κοινοποιηθεί και στο άλλο ~. ΣΥΝ. μεριά (2), πλευρά (3) 4. (ευφημ.-κυρ. παλαιότ.) τουαλέτα, αποχωρητήριο. ΣΥΝ. καμπινές ● ΣΥΜΠΛ.: (τα) μέρη του λόγου: ΓΡΑΜΜ. καθεμία από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται οι λέξεις μιας γλώσσας, με βάση τη μορφολογία ή τη συντακτική τους λειτουργία: Στα κλιτά ~ ~ ανήκουν τα άρθρα, τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα επίθετα, οι αντωνυμίες και οι μετοχές, ενώ στα άκλιτα τα επιρρήματα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι και τα επιφωνήματα., απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, λυρικά μέρη βλ. λυρικός, συμβαλλόμενα μέρη βλ. συμβάλλω ● ΦΡ.: από μέρους (κάποιου): από την πλευρά του, σε ό,τι τον αφορά: ~ ~ μου κανένα πρόβλημα, κάνε ό,τι θέλεις!, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος: παραμερίζω, παραβλέπω, παρακάμπτω: Ας αφήσουμε ~ την γκρίνια/τις διαφορές/τους εγωισμούς/τη μιζέρια. ~οντας ~ το γεγονός ότι ... ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (2), βάζω κατά μέρος (προφ.): αποταμιεύω. ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (1), εκ μέρους (σπάν. εκμέρους)/από μέρους (κάποιου) (λόγ.): ως εκπρόσωπός του: ~ ~ μου (= από τη δική μου πλευρά, μεριά). Ο υπουργός ... κατέθεσε στεφάνι ~ ~ της κυβέρνησης. Πβ. για λογαριασμό, εξ ονόματος. [< γαλλ. de la part de] , εν μέρει & ενμέρει (λόγ.): σε κάποιο βαθμό, όχι συνολικά: Έχεις ~ ~ δίκιο. ΣΥΝ. μερικώς, υπό/κατά μία έννοια ΑΝΤ. εν όλω, εντελώς, πλήρως [< γαλλ. en part] , επί μέρους (λόγ.): επιμέρους: Το τρίτο ~ ~ ζήτημα αφορά ..., κατά (ένα) μεγάλο μέρος & (λόγ.) κατά μέγα μέρος: σε μεγάλο βαθμό, ποσοστό: ~ ~ το πρόβλημα λύθηκε., λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι: συμμετέχω: Στον διαγωνισμό/στις εκδηλώσεις/στην κλήρωση/στη συζήτηση έλαβαν/πήραν ~ μαθητές απ' όλη τη χώρα. [< γαλλ. prendre part à ] , παίρνω (κάποιον) κατά μέρος: τον απομακρύνω από τους άλλους, συνήθ. για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως: Με πήρε ~ και μου ανέφερε το πρόβλημα. Πβ. ξεμοναχιάζω. Βλ. κατ' ιδίαν, κατά μόνας., παίρνω κάποιον με το μέρος μου: τον κάνω να με υποστηρίξει, να ασπαστεί τις απόψεις μου: Προσπάθησε με μαλαγανιές να τους πάρει με το ~ της/του., παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) & (σπάν.) έρχομαι: υποστηρίζω, υπερασπίζομαι ένα πρόσωπο: Μου θύμωσε, γιατί δεν πήρα το ~ της. Πήγε με το ~ των δυνατών. Δεν είμαι με το ~ κανενός. Αν έρθεις με το ~ μας, ...|| (μτφ.) Ο χρόνος είναι με το ~ μας (: προς όφελός μας)., προς το μέρος (κάποιου): προς τον τόπο, το σημείο όπου βρίσκεται κάποιος: Γύρισε/ήρθε/πήγε/σημάδεψε (με το όπλο) ~ ~ τους και είπε ...|| (μτφ.) Η ζυγαριά κλίνει ~ ~ της., τι μέρος του λόγου είναι ...; (προφ.-μτφ., συχνά μειωτ.): (για πρόσ.) ποιο είναι το ποιόν του;, από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη [< αρχ. μέρος, γαλλ. part, partie]
-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.
μηδέν μη-δέν ουσ. (ουδ.) {μηδεν-ός} 1. ΜΑΘ. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 0, που δείχνει την απουσία ποσότητας και αποτελεί το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης: τρία και ~ ίσον τρία. ~ τοις εκατό (0%). Το ~ δεν είναι ούτε αρνητικός ούτε θετικός αριθμός. Από το ~ ως το άπειρο.|| (σε συνάρτηση) Το x τείνει στο ~. 2. ο κατώτερος βαθμός σε βαθμολογική κλίμακα: Του έβαλε/πήρε ~ (= μηδενικό).|| (ΑΘΛ.) Η ομάδα κόλλησε στο ~ (= δεν σημείωσε κανένα γκολ). ΣΥΝ. κουλούρα (4) 3. (μτφ.) για ανάξιο ή ασήμαντο πρόσωπο ή πράγμα, κανένας ή τίποτα: Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ~ (: δεν αξίζει τίποτα). Πβ. τιποτένιος.|| (ως επίθ.) ~ αύξηση στους μισθούς/λάθη στο γραπτό. Αποτέλεσμα/σοβαρότητα ~ (= καθόλου). Πβ. μηδαμινός, μηδενικός, νούλα. 4. σημείο ή γραμμή με το σύμβολο 0 απ' όπου ξεκινάει η αρίθμηση, ο υπολογισμός σε βαθμονομημένη κλίμακα, ιδ. σε θερμόμετρο ή άλλο όργανο μέτρησης: Ο υδράργυρος κάτω/πάνω από το ~. Υγρό που ψύχεται στους ~ βαθμούς Κελσίου.|| Εκκίνηση από τη θέση ~. Η τάση γίνεται ~ (= μηδενίζεται). Σύστημα που μειώνει την κατανάλωση ενέργειας στο ~. 5. ΦΙΛΟΣ. το μη υπαρκτό, το αντίθετο του είναι. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτο μηδέν βλ. απόλυτος, ορατότης/ορατότητα μηδέν βλ. ορατότητα, σημείο μηδέν βλ. σημείο ● ΦΡ.: από το μηδέν & (λόγ.) εκ του μηδενός: από την αρχή, χωρίς βάση, στήριξη: Αρχίζω/μαθαίνω/ξεκινώ κάτι ~ ~. Έφτιαξε μόνος του την επιχείρηση ~ ~., μηδέν εις το πηλίκον & μηδέν στο πηλίκο (μτφ.-επιτατ.): για ανύπαρκτο, ασήμαντο, ανεπιτυχές αποτέλεσμα: ~ ~ από τις διαπραγματεύσεις/κατά τη χθεσινή συνάντηση (πβ. αποτυχία, τζίφος)., υπό το μηδέν 1. (για θερμοκρασία) κάτω από το μηδέν: Το θερμόμετρο έπεσε στους δέκα βαθμούς ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ χαμηλού επιπέδου ή σε πολύ κακή κατάσταση: ~ ~ η απόδοση των υπαλλήλων. Η οικονομία της χώρας βρίσκεται ~ ~., ώρα μηδέν (μτφ.): για καθοριστική, πολύ κρίσιμη στιγμή ή κατάσταση: ανεργία/εξετάσεις/οικονομία/παιδεία ~ ~. ~ ~ για τα δάση/για κρίσιμες αποφάσεις (: άρχισε η αντίστροφη μέτρηση)., καταλήγει στο μηδέν βλ. καταλήγω, μηδέν άγαν βλ. άγαν, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές βλ. χρόνος [< αρχ. μηδέν, γαλλ. nul(le), zéro]
μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]
μηχανή μη-χα-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνθετη συνήθ. συσκευή η οποία μεταδίδει, μετατρέπει ή χρησιμοποιεί ενέργεια, για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία: αλωνιστική/ανυψωτική/γεωργική/εκτυπωτική/θερμική/κινηματογραφική/ξυριστική/πλεκτική/σύγχρονη/συρραπτική/τυπογραφική/φορολογική ~. ~ αποτρίχωσης/γραφείου/(αλέσεως) καφέ/παραγωγής (φύλλου)/πλαστικοποίησης/πώλησης (π.χ. εισιτηρίων)/συσκευασίας. Άνθρωπος και ~. Ανταλλακτικά/αντικατάσταση/απόδοση/βλάβη/εξαρτήματα/ισχύς/κατασκευή/συντήρηση/σύστημα ελέγχου/χειριστής ~ής. Ψιλή ~ κουρέματος. Παγωτό ~ής. Χαλιά χειροποίητα και ~ής. Φτιαγμένο με τη ~. Πβ. μηχάνημα. Βλ. γραφο~, ραπτο~.|| Απλή/αυτόματη/οικονομική ~ (: που εξοικονομεί ενέργεια και είναι φτηνή). 2. μοτοσικλέτα μεγάλου συνήθ. κυβισμού: ~ αγώνων. Βλ. σούζα. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας: ~ αυτοκινήτου/σκάφους. Ανάβω/βάζω μπρος/ζεσταίνω/σβήνω τη ~.|| ~ τρένου. 4. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο ατόμων ή υπηρεσιών που λειτουργούν για την επίτευξη ενός σκοπού, την παραγωγή ενός έργου: διοικητική/κυβερνητική/οικονομική/πολιτική ~. Εκσυγχρονισμός της δημοτικής ~ής.|| Καλοκουρδισμένη ~ (: που έχει αποτελεσματική λειτουργία). 5. (μτφ.) για πρόσωπο που κάνει κάτι μηχανικά και αποτελεσματικά: Να ξεκουραστώ λίγο, δεν είμαι ~. Πβ. μηχανάκι, ρομπότ. 6. (σπάν.-μτφ.) δόλος, κόλπο: Στήνω ~ εις βάρος/εναντίον/κατά ... 7. ΑΡΧ. αιώρημα. ● Υποκ.: μηχανούλα (η): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: μηχανάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή & Αυτόματο Ταμειολογιστικό/Ταμειακό Μηχάνημα (ακρ. ΑΤΜ): υπολογιστική ηλεκτρονική μηχανή που εκτελεί βασικές τραπεζικές συναλλαγές με τη χρήση κάρτας και βρίσκεται σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, συνήθ. μέσα σε ειδική κατασκευή: ανάληψη από την ~ ~. Απόδειξη/δίκτυο/οθόνη/τροφοδοσία ~ης ~ής ~ής. [< αγγλ. automated teller machine, 1973] , μηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή εφαρμογή η οποία δέχεται λέξεις-κλειδιά και κάνει αναζητήσεις στη βάση δεδομένων που διατηρεί, για να βρει ιστοσελίδες που περιέχουν τις λέξεις αυτές: δημοφιλής/ελληνική/ξένη ~ ~. ~ ~ εργασίας. Πβ. ψαχτήρι. Βλ. γκουγκλ, μεταμηχανή. [< αγγλ. search engine, 1984] , μηχανή του χρόνου: χρονομηχανή., πολεμική μηχανή: (μτφ.) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμών μιας χώρας., πολιορκητική μηχανή: ΙΣΤ. βαρύ όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα: Βλ. καταπέλτης, πολιορκητικός κριός., γαζωτική μηχανή βλ. γαζωτικός, γλώσσα μηχανής βλ. γλώσσα, ηλεκτρική μηχανή βλ. ηλεκτρικός, κρατικός μηχανισμός/κρατική μηχανή βλ. κρατικός, λινοτυπική μηχανή βλ. λινοτυπικός, μηχανή ιόντων βλ. ιόν, μηχανή προβολής βλ. προβολή, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας, ταμειακή μηχανή βλ. ταμειακός, υπολογιστική μηχανή βλ. υπολογιστικός, φωτογραφική μηχανή βλ. φωτογραφικός ● ΦΡ.: από μηχανής θεός 1. (μτφ.) παράγοντας που εμφανίζεται απρόσμενα σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη κατάσταση και δίνει αίσια έκβαση: Σαν ~ ~ ήρθε και έσωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. 2. ΑΡΧ. θεός που παρουσιαζόταν στο πάνω μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, δίνοντας λύση στο δράμα. Βλ. αιώρημα., δουλεύω σαν μηχανή: με εντατικούς ρυθμούς και συχνά ανιαρά., φουλάρω τις μηχανές βλ. φουλάρω [< αρχ. 1, 6, 7: μηχανή, γαλλ.-αγγλ. machine]
μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]
μονός, ή, ό μο-νός επίθ. 1. που αποτελείται από ένα μέρος, στοιχείο: ~ός: δίσκος. ~ή: γραμμή/θήκη/ταρίφα. ~ό: διάστημα. Πβ. απλός. 2. (για αριθμό) που δεν δίνει ακέραιο πηλίκο όταν διαιρεθεί με το δύο: ~ό: ψηφίο. Tο άθροισμα δύο ~ών αριθμών είναι ζυγό. Πβ. περιττός. ΑΝΤ. ζυγός (1) 3. που αναλογεί σε ένα άτομο: ~ό: δωμάτιο (= μονόκλινο)/κρεβάτι/σεντόνι/στρώμα. Βλ. διπλός. ● Ουσ.: μονά (τα) 1. μονοί αριθμοί. 2. αυτοκίνητα με μονό αριθμό κυκλοφορίας στις πινακίδες τους: Σήμερα κυκλοφορούν τα ~. Βλ. ζυγά., μονό (το): ΑΘΛ. αγώνας (κυρ. ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) που παίζεται μόνο στη μία πλευρά του γηπέδου. ● ΣΥΜΠΛ.: μονής κατεύθυνσης: με ένα ρεύμα κυκλοφορίας: δρόμος ~ ~ (= μονόδρομος). ΑΝΤ. διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως (1) ● ΦΡ.: μονά-ζυγά (μτφ.): ονομασία παιχνιδιού κατά το οποίο ο παίκτης καλείται να μαντέψει αν τα ομοειδή αντικείμενα που κρύβει ο συμπαίκτης στην παλάμη του είναι μονά ή ζυγά., παίζω μονά-ζυγά (μτφ.): ρισκάρω, διακινδυνεύω: Παίζει την επιχείρησή του ~ ~., τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός [< 1,3: αγγλ. single 2: μεσν. μονός]
μυλωνάς μυ-λω-νάς ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): ιδιοκτήτης ή εργάτης μύλου. Βλ. -άς. ● ΦΡ.: από μυλωνάς δεσπότης: για κάποιον που παίρνει τη μια προαγωγή μετά την άλλη σε σύντομο χρονικό διάστημα ή καταλαμβάνει ανώτερη θέση χωρίς να το αξίζει. ΑΝΤ. από δήμαρχος κλητήρας, θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά (παροιμ.): για κάποιον ή κάτι εντυπωσιακό, με ωραία εξωτερική εμφάνιση, αλλά στην πραγματικότητα ασήμαντο., όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι: για να δηλωθεί ότι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του θέματα, αδιαφορώντας για τις υποθέσεις των άλλων. [< μεσν. μυλωνάς]
Νώε [Νῶε] Νώ-ε κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: στα ● ΣΥΜΠΛ.: Κιβωτός του Νώε βλ. κιβωτός ● ΦΡ.: από τον καιρό του Νώε & από τον καιρό του Αδάμ (και της Εύας) (εμφατ.): από πολύ παλιά: έπιπλα ~ ~ (= παμπάλαια). Έχω να τον δω ~ ~ (= εδώ και πολύ καιρό)., κατακλυσμός του Νώε βλ. κατακλυσμός [< μτγν. Νῶε]
οίδημα [οἴδημα] οί-δη-μα ουσ. (ουδ.) {οιδήμ-ατος}: ΙΑΤΡ. παθολογική διόγκωση σε τμήμα του σώματος λόγω συγκέντρωσης υγρού σε μεσοκυττάριους χώρους: εγκεφαλικό/ήπιο/κυστοειδές/λεμφικό (= λεμφοίδημα)/μετεγχειρητικό/οστικό/περιφερικό/τοπικό/χρόνιο ~. ~ του κερατοειδούς/του προσώπου/του ρινικού βλεννογόνου. Ανάπτυξη/εμφάνιση/περιορισμός/υποχώρηση ~ατος. Παρουσίασε ~. Πβ. υδρωπικία.|| (ΚΤΗΝ.) Νόσος ~ατος αιγών. Πβ. πρήξιμο. Βλ. απόστημα. ● ΣΥΜΠΛ.: πνευμονικό οίδημα: ανώμαλη συσσώρευση υγρού στους πνεύμονες, συνήθ. εξαιτίας συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας: θανατηφόρο/(μη) καρδιογενές/οξύ ~ ~. ~ ~ μεγάλου υψομέτρου., αγγειονευρωτικό οίδημα βλ. αγγειονευρωτικός [< αρχ. οἴδημα, γαλλ. œdème, αγγλ. oedema, edema]
οξεία [ὀξεῖα] ο-ξεί-α ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. τονικό σημείο (΄) το οποίο σημειώνεται πάνω από το φωνήεν που παρουσιάζει σε μία λέξη τη μεγαλύτερη ακουστότητα και τονικό ύψος (στο πολυτονικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας) ή τη μεγαλύτερη διάρκεια, ακουστότητα και τονικό ύψος (στο μονοτονικό σύστημα της Νέας Ελληνικής). Βλ. βαρεία, δασεία, περισπωμένη. ● ΦΡ.: δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία βλ. γιώτα [< μτγν. ὀξεῖα]
οξυ1- & οξύ- (λόγ.) α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. αιχμηρού: οξυ-κόρυφος.|| Oξυ-γώνιος.|| (μτφ.) Οξύ-νους (: με κοφτερό μυαλό, ΑΝΤ. βραδύ-). 2. (μτφ.) διαπεραστικού: οξύ-ηχος.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) Οξύ-φωνος (ΑΝΤ. βαθύ-).|| Οξύ-τονος. 3. (μτφ.) έντονου: οξύ-θυμος.
ουδετερότητα [οὐδετερότητα] ου-δε-τε-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ουδέτερου: απόλυτη ~. Αξιολογική/δημοσιονομική/επιστημονική/θρησκευτική/πολιτική/στρατιωτική/φορολογική ~. Η ~ του διαδικτύου/της τεχνολογίας. Ηθική ~ και αμεροληψία.|| Η χώρα τήρησε στάση αυστηρής ~ας (: απέφυγε κάθε ανάμειξη) κατά τη διάρκεια του πολέμου (ΑΝΤ. παρεμβατισμός). Βλ. -ότητα. [< γαλλ. neutralité]
παιδί παι-δί ουσ. (ουδ.) {παιδ-ιού | -ιών} 1. νεαρό άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, και κυρ. μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι την εφηβεία ή/και την ενηλικίωση: ανάγωγο/άτακτο/γελαστό/δυσλεξικό/έξυπνο/ζωηρό/κακομαθημένο/μεγάλο/μικρό/ντροπαλό/ορφανό/συνεσταλμένο/υπάκουο/υπερκινητικό/χαϊδεμένο ~. Άπορα/εξαφανισμένα ~ιά. ~ιά του δημοτικού. ~ιά με αυτισμό/ειδικές ανάγκες. Σπαστικά ~ιά. Ανάπτυξη/ανατροφή/διαπαιδαγώγηση/διατροφή/δικαιώματα/κοινωνικοποίηση/η προσωπικότητα/υγεία του ~ιού. Υιοθεσία ενός ~ιού (βλ. παρα-, ψυχο-παίδι). Φεστιβάλ ~ιού. Η (Παγκόσμια) Ημέρα του ~ιού (11 Δεκεμβρίου). Θηλάζω/μεγαλώνω/ταΐζω το ~ (βλ. βρέφος, μωρό, νεογέννητο). Σχέσεις γονέων-~ιών. Ασφάλεια των ~ιών στο διαδίκτυο. Δημιουργική απασχόληση ~ιών. Συναισθηματική υποστήριξη των καρκινοπαθών ~ιών. Βιβλία/παιχνίδια για ~ιά. Βλ. παιδάκι, παιδαρέλι, παίδαρος, διαβολό-, βουτυρό-, τρελό-παιδο.|| (ειδικότ.) Έχασε το ~ (= απέβαλε). Προστασία του αγέννητου ~ιού. Πβ. έμβρυο. 2. γιος ή κόρη κάποιου· απόγονος: βιολογικό (= φυσικό) ~. Γέννησε/έφερε στον κόσμο το πρώτο της/ένα υγιέστατο ~. Πατέρας τριών ~ιών. Το αγάπησαν σαν πραγματικό τους ~ (: υιοθετημένο ~). Δεν έκανε/έχει ~ιά (= δεν τεκνοποίησε). Πβ. τέκνο. Βλ. στερνοπαίδι.|| (για ζώα) Η γάτα και τα ~ιά της (πβ. νεογνό). 3. άνθρωπος νεαρής συνήθ. ηλικίας· αγόρι (για σχέση): Είναι καλό/χρυσό ~.|| (για νεαρό άτομο εντυπωσιακά όμορφο) Τι ~ είναι αυτό! Πβ. κούκλος, παίδαρος· κούκλα, κορίτσαρος.|| Γνώρισα ένα ~. Τα έχω/τα έφτιαξα με ένα ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ως οικεία προσφώνηση προς άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας: Καλώς τα ~ιά! ~ιά, ησυχία! 5. ενήλικος που παρουσιάζει στοιχεία παιδικότητας: Είναι ένα μεγάλο ~ (: αθώος, ειλικρινής, απλός, απροσποίητος). (μειωτ.) Μη γίνεσαι/μην είσαι ~ (πβ. ανώριμος, αφελής, εύπιστος)! 6. (+ γεν.) (μτφ.) γέννημα, θρέμμα· δημιούργημα: (για πρόσ.) Είναι ~ της εκκλησίας/της εποχής του/της μεταπολίτευσης.|| ~ της ανάγκης/του καπιταλισμού. Πβ. προϊόν. ΣΥΝ. τέκνο (2) 7. (σε καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια) νεαρός υπάλληλος που εκτελεί δευτερεύουσες, βοηθητικές εργασίες: ~, να παραγγείλουμε (πβ. γκαρσόν);|| (συχνά χιουμορ.-ειρων.) ~ για όλες τις δουλειές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ώρα του παιδιού: (συνήθ. για κατάσταση, δραστηριότητα) που δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή: Λίγο έλειψε το μάθημα να γίνει ~ ~., κέντρο προστασίας παιδιών: ίδρυμα που παρέχει φιλοξενία, εκπαίδευση και ψυχαγωγία σε ανήλικα άτομα 3-12 ετών, τα οποία αποδεδειγμένα στερούνται οικογενειακής προστασίας. ΣΥΝ. παιδόπολη, παιδί/τέκνο του λαού (προφ.): λαϊκός άνθρωπος: γνήσιο ~ ~. [< γαλλ. enfant du peuple] , παιδιά των φαναριών: αυτά που επαιτούν, πουλούν ή προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε οδηγούς οχημάτων που έχουν σταματήσει σε φανάρια: τα ξυπόλυτα ~ ~., προβληματικό παιδί: με κινητικά ή/και διανοητικά προβλήματα., το τρομερό παιδί: νέος ή νέα που διακρίνεται για το μεγάλο του ταλέντο ή/και τους προκλητικούς, συχνά, νεωτερισμούς του/της: Είναι ~ ~ του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. [< γαλλ. l'enfant terrible] , άνθρωπος/παιδί της πιάτσας βλ. πιάτσα, παιδί της μαμάς βλ. μαμά, παιδί του δρόμου βλ. δρόμος, παιδί του σωλήνα βλ. σωλήνας, παιδιά των λουλουδιών βλ. λουλούδι, παιδί-θαύμα βλ. θαύμα, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, προστατευόμενο μέλος/παιδί/τέκνο βλ. προστατευόμενος, σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού βλ. σύνδρομο ● ΦΡ.: από παιδί: από την παιδική ηλικία: ~ ~ ασχολείται με τη μουσική. Πβ. παιδιόθεν., δικό μας παιδί: για κάποιον που κατάγεται από τον ίδιο με εμάς τόπο ή προέρχεται από τον ίδιο με εμάς επαγγελματικό, ιδεολογικό, πολιτικό χώρο ή με τον οποίο μας συνδέει φιλική ή άλλου είδους σχέση: Ζει τόσα χρόνια στη χώρα μας, που πλέον θεωρείται ~ ~., κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι: (ειρων.) για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς., κρύβει ένα παιδί μέσα του (μτφ.): (για ενήλικο άτομο) τον χαρακτηρίζει παιδικότητα., ξαναγίνομαι παιδί (μτφ.): νιώθω και συμπεριφέρομαι σαν παιδί, κάνω πράγματα που αρμόζουν σε παιδιά., παιδί της μάνας/του πατέρα του: για αυτόν που μοιάζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή/και τη συμπεριφορά στη μητέρα ή τον πατέρα του αντίστοιχα., παιδί/παιδάκι μου: (οικ.-ειρων.) προσφώνηση προς άτομο κάθε ηλικίας η οποία συνήθ. δηλώνει εκνευρισμό ή ανησυχία: Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, ρε ~! Τι έγινε, βρε/μωρέ ~; Είσαι με τα καλά σου/τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Τι λες, ρε ~ ~, αλήθεια;, παιδιά, σκυλιά (χιουμορ.): η οικογένεια ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις: Είχαν στοιβάξει στο αυτοκίνητο ~ ~ και ομπρέλες.|| ~ ~ δεν έχει., περιμένει/περιμένουν παιδί: για γυναίκα που είναι έγκυος ή για ζευγάρι που πρόκειται να αποκτήσει παιδί: Περιμένει το πρώτο της ~., πιάνω παιδί: (για γυναίκα) μένω έγκυος: Δεν μπορεί/προσπαθεί να πιάσει ~., ρίχνω το παιδί (προφ.): κάνω έκτρωση., σαν μικρό/μωρό παιδί: για ενήλικο με παιδική ή/και ανώριμη συμπεριφορά: Γελούσε/έκλαιγε/χοροπηδούσε ~ ~. Έκανε ~ ~ από τη χαρά του. Πανηγύριζαν την πρόκριση σαν ~ά ~ιά.|| Μην κάνεις ~ ~!, τα παιδιά των παιδιών μου: τα εγγόνια ή γενικότ. οι απόγονοί μου: Το έργο αυτό θα μείνει κληρονομιά στα παιδιά σας και στα ~ ~ σας., του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου (παροιμ.): για να δηλωθεί η μεγάλη αγάπη των παππούδων προς τα εγγόνια τους., των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν (παροιμ.): οι συνετοί άνθρωποι είναι προνοητικοί., αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα, γαμώ τα παιδιά/τα άτομα βλ. γαμώ, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, κρατάω το παιδί βλ. κρατώ, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, παιδί-κουμπί/βιολί βλ. βιολί, παραμύθι για (μικρά) παιδιά βλ. παραμύθι, σπέρνω παιδιά βλ. σπέρνω, στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου βλ. ζωή, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα ● βλ. παιδούλα [< μεσν. παιδίν]
παλιά πα-λιά επίρρ. 1. στο παρελθόν, τον παλιό καιρό: Θυμήθηκα κάτι που είχαμε πει ~. Τίποτα δεν είναι όπως ~. Δεν είναι τόσο καλή όσο ~. Είχα αναφερθεί παλιότερα στο θέμα αυτό. Πβ. άλλοτε, παλαιά. 2. (προφ.-ειρων.) για κάτι που θεωρείται γνωστό, αυτονόητο: -Έχεις δίπλωμα οδήγησης; -~! ● ΦΡ.: από παλιά: από το παρελθόν, πολλά χρόνια: Είμαστε φίλοι ~ ~. ● βλ. παλιός [< μεσν. παλιός]
πάνω & επάνω [ἐπάνω] πά-νω επίρρ. 1. & (λαϊκό) απάνω: ψηλά ή σε ψηλότερο επίπεδο, ψηλότερη επιφάνεια ή θέση σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Κοίτα ~. Στερέωσε τον καθρέφτη πιο ~. (πιο πέρα, πιο βόρεια ή σε μεγαλύτερο υψόμετρο:) Ο τουρισμός δεν έχει φτάσει εδώ ~ (στο χωριό). Σηκωθείτε ~ (= όρθιοι). (για δήλωση αφετηρίας, προέλευσης:) Διάβασε προσεκτικά από ~ προς τα κάτω. (για δήλωση κατεύθυνσης:) Τέντωσε τα χέρια σου προς τα ~.|| (ως πρόθ. + από) ~ από το εκκλησάκι είναι ... Η πηγή βρίσκεται ~ από την πλατεία.|| (ως επίθ.) Το ~ μέρος/παράθυρο/πλαίσιο/τμήμα. (σε ονόματα περιοχών, χωριών) ~/κάτω Πλάτανος. Οι κάτοικοι του ~ ορόφου (σε πολυκατοικίες).|| (ως ουσ.) Οι (από) ~ (ενν. ένοικοι).|| (ειδικότ. για όχημα, μέσα:) ~ στο λεωφορείο. 2. (+ σε) σε επιφάνεια: ~ στην πόρτα. Κάνε κλικ με το ποντίκι ~ στο λινκ. Σέρβιρε το φιλέτο ~ σε φύλλα ρόκας. 3. για κάτι που συνορεύει με κάτι άλλο: Το οικόπεδο είναι ~ στον κεντρικό δρόμο. 4. (σε θέση πρόθεσης + από + αριθμητικό) περισσότερο από: Είναι ~ από σαράντα πέντε χρόνων. Μου πήρε ~ από έναν μήνα να τελειώσω την εργασία (πβ. παρα~). Η εταιρεία πούλησε ~ από εκατό χιλιάδες αυτοκίνητα πέρσι. Οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες παραμένουν ~ από το μηδέν. 5. (σε θέση πρόθεσης + από, μτφ.) για κάποιον ή κάτι που βρίσκεται σε ανώτερη, σημαντικότερη θέση από κάποιον άλλο σε αξιολογική ή ιεραρχική κλίμακα: Είναι ~ από μένα στη δουλειά. Η ευτυχία των παιδιών μου είναι ~ από τη δική μου. || (εμφατ.) ~ και πέρα από οποιοδήποτε /ότιδήποτε … 6. (+ γεν. αδύνατου τύπου της προσ. αντων. γ' προσώπου) εναντίον: (ως πρόθ.) Όρμησε ~ του, χωρίς να καταλάβουμε γιατί.|| (ως επιφών.) ~ του/τους! 7. (σε θέση πρόθεσης + σε) αναφορικά, σχετικά με κάτι: Θα ήθελα να τοποθετηθώ ~ σε αυτό το θέμα (πβ. επ' αυτού). 8. για αύξηση της αξίας, των τιμών: 50% ~ οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Οριακά ~ οι πωλήσεις. 9. (σε θέση πρόθεσης με χρονική σημασία, + σε) κατά τη διάρκεια: Έπαθε ανακοπή καρδιάς ~ στο χορό. Αποκοιμήθηκα ~ στο καλύτερο. 10. (συνήθ. επιτατ.) για δήλωση αναφοράς: Η ύλη ~ στην οποία θα εξεταστείτε είναι η εξής ... ● Ουσ.: οι επάνω: οι ανώτεροι, οι προϊστάμενοι ή αυτοί που έχουν εξουσία. Πβ. άνωθεν. ● ΦΡ.: από πάνω μέχρι/ως κάτω: από το πιο ψηλό ως το πιο χαμηλό σημείο, από την κορυφή ως τα νύχια: Ρωγμές στους τοίχους ~ ~.|| Καρφώνω με τα μάτια/κοιτάζω κάποιον ~ ~. Ήταν ντυμένος ~ ~ στα μαύρα. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας ~ ~., βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου (προφ.): ντύνομαι βιαστικά, πρόχειρα., είμαι στα πάνω μου (προφ.): είμαι σε καλή κατάσταση, έχω καλή διάθεση ή σημειώνω επιτυχία: Η ομάδα είναι ~ ~ της. ΣΥΝ. είμαι στα χάι μου ΑΝΤ. είμαι (στα) ντάουν (μου), είμαι στα κάτω μου, είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω (μτφ.-προφ.) 1. ελέγχω, επιβλέπω: Κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος ήμουν συνέχεια από ~ τους (ενν. τους μαθητές). 2. βρίσκομαι σε θέση ισχύος. Πβ. έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι. 3. (για άνδρα ή γυναίκα) ως ερωτική στάση., και πάνω: και περισσότερο: Η ένταση του ανέμου θα είναι από δέκα μποφόρ ~ ~. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν νέοι και νέες από δεκαπέντε χρονών ~ ~. Οι επιδιορθώσεις θα κοστίσουν εκατό ευρώ ~ ~., κι από πάνω (προφ., συνήθ. σε περιπτώσεις αγανάκτησης, δυσαρέσκειας): επιπλέον: Αυτό έλειπε, να σε λυπηθώ ~ ~. Ήρθες καθυστερημένος στη δουλειά και διαμαρτύρεσαι ~ ~., μια πάνω (και) μια κάτω (μτφ.-προφ.): για αλλαγή πότε προς το καλύτερο και πότε προς το χειρότερο: Στη ζωή τα πράγματα είναι ~ ~., ο ένας πάνω στον άλλο 1. (επιτατ.) για να δηλωθεί στρίμωγμα, συμφόρηση: Ζούσαν στοιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ~ ~. 2. για χρονική συνήθ. διαδοχή με μεγάλη συχνότητα: Οι σφαίρες έπεφταν η μία ~ στην άλλη. Πβ. ο ένας μετά τον άλλο., ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος (λαϊκό): η επίγεια ζωή (σε αντίθεση με τον κόσμο των νεκρών). ΑΝΤ. ο κάτω κόσμος, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου (προφ.): αναλαμβάνω: Πήρε πάνω του το βάρος της ευθύνης., παίρνω τα πάνω μου 1. αρχίζω να αποδίδω ή γνωρίζω άνθιση, επιτυχία: Στην πορεία του παιχνιδιού η Εθνική μας Ομάδα πήρε τα ~ της.|| Πήρε επιτέλους ~ του. Το καλοκαίρι ο τουρισμός ~ει ~ του. 2. (για πρόσ.) βελτιώνεται η διάθεσή μου., πάνω απ' όλα & πριν απ' όλα: το σημαντικότερο σύμφωνα με την κρίση κάποιου· κατά κύριο λόγο, κυρίως: ~ ~ η υγεία! Με ενδιαφέρει ~ ~ η ποιότητα του έργου. ΣΥΝ. πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα (2), πάνω κάτω (προφ.) 1. κατά προσέγγιση, περίπου: Όταν έφυγα, ήταν ~ ~ έξι. Κατάλαβα ~ ~ τι θέλεις να πεις (πβ. λίγο πολύ, μέσες άκρες).|| Πέντε πάνω, πέντε κάτω δεν έχει σημασία. ΑΝΤ. ακριβώς (1) 2. από τη μία πλευρά στην άλλη, πέρα δώθε: Περπατούσε ~ ~ σκεφτικός. 3. προς τα πάνω και προς τα κάτω: Μετακινήστε ~ ~ το έγγραφο με το ποντίκι., πάνω μου 1. (ως πρόθ.) μαζί μου: Δεν έχω/κρατάω ~ ~ λεφτά (= στο πορτοφόλι, στην τσάντα ή στην τσέπη μου). 2. (για πρόσ.) στο σώμα ή στον χαρακτήρα μου: Το φοράω συνέχεια ~ ~.|| Λίγο φιλότιμο δεν έχεις ~ σου; Η παιδεία επέδρασε ~ του (= στην προσωπικότητά του, στον ψυχισμό του).|| Έφυγε από ~ ~ ένα βάρος (= ανακουφίστηκα, απαλλάχτηκα). 3. (ως συμπλήρωμα διαφόρων ρημάτων) σε εμένα: Βασίσου/στηρίξου ~ ~., πάνω πάνω (προφ.) 1. στην υψηλότερη θέση: ~ ~ στο συρτάρι έχω τα έγγραφα. 2. (μτφ.) επιφανειακά, χωρίς λεπτομέρειες., πάνω που: (σε θέση χρονικού συνδέσμου) την ώρα ακριβώς, τη στιγμή ή την περίοδο που: ~ ~ ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε. ~ ~ είχα αρχίσει να συνηθίζω, μου άλλαξαν πόστο., πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι 1. (μτφ.) βρίσκω αναπάντεχα, συναντώ τυχαία: Στην επιστροφή έπεσα ~ ~ μποτιλιάρισμα. Ψάχνοντας διάφορα άρθρα, έπεσα ~ ~ ένα που είχα γράψει εδώ και καιρό.|| Έπεσα ~ ~ μια φίλη από τα παλιά. ΣΥΝ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, κουτουλώ (3) 2. (για οχήματα) συγκρούομαι: Η νταλίκα έπεσε ~ στο λεωφορείο., πιο πάνω: (στον λόγο) προηγουμένως: Τα μέτρα που αναφέρθηκαν ~ ~.|| (σε επιθετική χρήση:) Σχετικά με το ~ ~ θέμα, μπορώ να πω ..., τα κάνω πάνω μου (προφ.) 1. αφοδεύω ή ουρώ στα εσώρουχά μου: Κόντεψα να ~ ~ από τα γέλια (= να κατουρηθώ). 2. (μτφ.) νιώθω υπερβολικό φόβο, τρόμο: ~ ~ στην ιδέα του θανάτου. Πβ. χέζομαι πάνω μου., το παίρνω πάνω μου (προφ.): υπερηφανεύομαι, υπερεκτιμώ τον εαυτό μου: Μην του λες τέτοια, γιατί θα το πάρει ~ του. Πώς να μην το πάρει ~ της με τόσες επιτυχίες; Πβ. καβάλησε το καλάμι., φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω: για ριζική αλλαγή, μεγάλη ανατροπή μιας κατάστασης: Έφερε τα ~ ~ στην τέχνη της εποχής του. Ένα μήνα έλειψα και ήρθαν ~ ~., (ε)πάνω στην ώρα βλ. ώρα, από το πάνω ράφι βλ. ράφι, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι βλ. χέρι, ζαμανφού και πάνω/κι απάνω τούρλα βλ. τούρλα, ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του βλ. χρόνος, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, πάνω από το πτώμα (μου) βλ. πτώμα, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση [< αρχ. ἐπάνω]
πάππος πάπ-πος ουσ. (αρσ.) (απαρχαιωμ.): παππούς· κυρ. στη ● ΦΡ.: (από) πάππου προς πάππου: με πατροπαράδοτο τρόπο, σύμφωνα με την παράδοση: Η επιχείρησή μας είναι οικογενειακή ~ ~. Πβ. από γενιά σε γενιά. [< αρχ. πάππος]
παραγωγή πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. δημιουργία υλικών αγαθών (προϊόντων και υπηρεσιών) με σκοπό την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών· συνεκδ. το σύνολο των παραγόμενων αγαθών ή ο συγκεκριμένος τομέας επιχείρησης ή εργοστασίου: πρωτογενής/δευτερογενής/τριτογενής ~. Αγροτική/βιολογική/βιομηχανική/γεωργική/εμπορευματική/ζωική/φυτική ~. Εξατομικευμένη/μαζική/οικιακή ~. Εγχώρια/εθνική (βλ. ΑΕΠ)/κοινοτική/παγκόσμια ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών αρτοποιίας/ελαιολάδου/ενδυμάτων/ηλεκτρικής ενέργειας/κρασιού. ~ και εμπορία (λιπασμάτων)/κατανάλωση (τροφίμων)/τυποποίηση (μελιού). Δείκτης/έλεγχος/έξοδα (ή δαπάνες)/κόστος/κύκλος/μέθοδοι/(εργοστασιακή) μονάδα/συνάρτηση/τεχνολογία ~ής. Ο κλάδος ~ής πλαστικών. Βλ. κατα-, παρα-σκευή.|| Καταστράφηκε η ~ ελιάς λόγω της χαλαζόπτωσης.|| Οι εργαζόμενοι στην ~. 2. (γενικότ.) εκδήλωση, εμφάνιση, δημιουργία· συνεκδ. το σύνολο των δημιουργημάτων: ~ ήχου/θερμότητας/υδρογόνου. ~ ιδρώτα (= έκκριση)/πτυέλων (βλ. απόχρεμψη). ~ κειμένου/προφορικού και γραπτού λόγου. ~ γνώσης/διδακτικού υλικού.|| Η (εγχώρια) καλλιτεχνική/λογοτεχνική/μουσική/πνευματική/ποιητική ~. 3. οργάνωση, επίβλεψη και συνήθ. χρηματοδότηση για τη μαγνητοσκόπηση εκπομπής, την κινηματογράφηση ταινίας ή την παρουσίαση θεατρικής παράστασης· συνεκδ. η ίδια η εκπομπή, ταινία ή παράσταση· οι παραγωγοί και συντελεστές της: ακριβή (πβ. υπερ~)/ανεξάρτητη/διαφημιστική/ελληνική/εξωτερική/κινηματογραφική/ξένη/ραδιοφωνική ~. Υπεύθυνος ~ής. Οπτικοακουστικές ~ές. Εταιρεία τηλεοπτικών ~ών. Βλ. συμ~.|| Δεν επιτράπηκε στην ~ να πραγματοποιήσει γυρίσματα εντός του μουσείου. 4. ΓΛΩΣΣ. σχηματισμός νέων λέξεων με τη χρήση προσφυμάτων: ~ επιθέτων από ουσιαστικά/ρήματα. ~ και σύνθεση. Βλ. μορφολογία. 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) συλλογιστική πορεία από το γενικό στο ειδικό. Πβ. απαγωγή. ΑΝΤ. επαγωγή (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διοίκηση παραγωγής (κ. με κεφαλ. Δ, Π): επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον σχεδιασμό και τη λειτουργία συστημάτων παραγωγής. Βλ. Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων., κάθετη παραγωγή: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Πβ. καθετοποίηση. Βλ. κάθετη μονάδα, κάθετη ολοκλήρωση., μέσα παραγωγής & συντελεστές παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των στοιχείων (δηλ. ανθρώπινη εργασία, έδαφος, πρώτες ύλες, μηχανήματα, εργαλεία, κτίρια) που απαιτούνται κατά την παραγωγική διαδικασία. [< αγγλ. means of production] , ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα παραγωγής βλ. αλυσίδα, γραμμή παραγωγής βλ. γραμμή, συγκέντρωση παραγωγής βλ. συγκέντρωση ● ΦΡ.: από την παραγωγή στην κατανάλωση 1. για να τονιστεί ότι ένα προϊόν είναι αγνό, φρέσκο ή σπανιότ. πολύ φθηνό. 2. (σπάν.) για εμπορικές σχέσεις που διεξάγονται χωρίς μεσάζοντες. [< 1,2: μτγν. παραγωγή, γαλλ. production 3: αγγλ. production 4: μτγν. ~, γαλλ. dérivation 5: γαλλ. déduction]
πατέρας πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) {πατέρ-ες (προφ. στη σημ. 1, -άδες)} & (λόγ.) πατήρ {γεν. πατρός, κλητ. πάτερ} 1. άνδρας που έχει αποκτήσει παιδί: βιολογικός (βλ. τεστ πατρότητας)/φυσικός ~. Θετός ~ (= ψυχο~). Καλός/στοργικός/τρυφερός ~. Σύζυγος και ~ τριών παιδιών (= τρίτεκνος). Ο ρόλος του ~α (στην οικογένεια). Η Γιορτή/(Παγκόσμια) (Η)μέρα του ~α. Ορφανός από ~α. Η γιαγιά από τον ~α (= από την πλευρά, από το σόι του ~α). Έγινε (για πρώτη φορά) ~. Φτυστός ο ~ του. Πβ. γεννήτορας, γέρος, μπαμπάς. Βλ. γονέας, μητέρα, παππούς, -πατέρας, πατρο-.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Όνομα πατρός (= πατρώνυμο).|| Μου στάθηκε σαν (αληθινός/πραγματικός) ~. Τον είχα σαν ~α μου. 2. αρσενικό ζώο που έχει αποκτήσει νεογνά. 3. (κ. με κεφαλ. Π, μτφ.) εφευρέτης, ιδρυτής: ο ~ της Ιατρικής/Τυπογραφίας. Πβ. θεμελιωτής, πατριάρχης. Βλ. πρωτεργάτης, σκαπανέας. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) ο Θεός: ο (επ)ουράνιος ~.|| Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ιερέας ή μοναχός: αγιορείτες ~ες. Ο ~/πατήρ Νικόδημος. Βλ. πάτερ. ● πατέρες (οι): πρόγονοι: η γη/η κληρονομιά/οι παραδόσεις των ~ων (= προπατόρων) μας. ● Υποκ.: πατερούλης (ο): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Πατέρες: ΕΚΚΛΗΣ. ονομασία των Επισκόπων και ειδικότ. των μελών της Ιεράς Συνόδου· οι Πατέρες της Εκκλησίας. [< μεσν.] , Κυριακή των (Αγίων) Πατέρων: ΕΚΚΛΗΣ. καθεμία από τις τρεις Κυριακές του χρόνου, κατά τις οποίες εορτάζονται οι Πατέρες της Α', Δ' και Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αντίστοιχα., οι Πατέρες της Εκκλησίας & οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: ΘΕΟΛ. εκκλησιαστικοί άνδρες, κυρ. κληρικοί, που με τη διδασκαλία και τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν το χριστιανικό δόγμα: Αποστολικοί ~ ~. Βλ. πατερικός, πατρολογία. [< μτγν.] , πατέρας του έθνους 1. για άνδρα που υπήρξε αρχηγός και καθοδηγητής ενός έθνους. Βλ. εθνάρχης. 2. {στον πληθ.} (ειρων.) εθνοπατέρας., πατέρας-αφέντης (κυρ. παλαιότ.): αυταρχικός πατέρας, αρχηγός της οικογένειας. Πβ. κύρης. [< ιταλ. padre padrone] , πνευματικός πατέρας 1. (μτφ.) πνευματικός άνθρωπος που επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση της σκέψης ενός προσώπου: ο ~ ~ ενός λογοτέχνη/πολιτικού. Τον θεωρούσε ~ό του ~α. Πβ. δάσκαλος, μέντορας, πυγμαλίων. 2. (μτφ.) εισηγητής ιδέας ή τάσης: ο ~ ~ ενός θεσμού/κινήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. ανάδοχος ή εξομολόγος. ● ΦΡ.: από πατέρα σε γιο: με κληρονομικό τρόπο: Τα μυστικά της τέχνης τους διδάσκονται/μεταβιβάζονται/περνούν ~ ~. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου. [< γαλλ. de père en fils] , λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα βλ. σκοτώνω, μου ζητάει κάποιος τη μάνα και τον πατέρα βλ. μάνα, παιδί της μάνας/του πατέρα του βλ. παιδί, πάτερ φαμίλιας βλ. φαμίλια, πόλεμος πατήρ πάντων βλ. πόλεμος, χωράφι του πατέρα του βλ. χωράφι [< 1: μεσν. πατέρας < αρχ. πατήρ 2: γαλλ. père 3: αρχ. ~, γαλλ. ~ 4: μτγν. πατήρ 5: μτγν. κ. μεσν.]
πεποίθηση πε-ποί-θη-ση ουσ. (θηλ.) 1. βεβαιότητα ότι ισχύει αυτό που πιστεύει κάποιος· σιγουριά, πίστη: ~ για την αλήθεια/ορθότητα μιας άποψης. ‘Εχει διαμορφωθεί/επικρατεί/καλλιεργείται/υπάρχει (η) γενική/διάχυτη/λανθασμένη ~ (στην κοινή γνώμη) ότι ... Αποτελεί κοινή ~/είναι σταθερή ~ή μου ότι ... Είμαι της ~ης (= της γνώμης) ότι ... (πβ. πιστεύω, θεωρώ). Εξέφρασε την ~ για τη νίκη της ομάδας του. Έχω (την) ακράδαντη/αταλάντευτη/βαθιά/βάσιμη/ισχυρή/στέρεη ~ ότι/πως θα πετύχει. Τα πρόσφατα στοιχεία δημιουργούν/ενισχύουν/επιβεβαιώνουν την ~ ότι ... 2. εμπιστοσύνη: Είχε (απόλυτη) ~ στην αξία/στις δυνάμεις/στις ικανότητές/στην υπεροχή του. Βλ. αυτο~. ● πεποιθήσεις (οι): ιδέες, αρχές, τα πιστεύω: ηθικές/θρησκευτικές/ιδεολογικές/πολιτικές/προσωπικές/φιλοσοφικές ~. Αλλαγή ~ήσεων (= μεταστροφή). Άτομο δημοκρατικών ~ήσεων. Εκφράζω δημόσια τις ~ μου. Κατανοώ/σέβομαι τις ~ των άλλων. Έχουν διαφορετικές ~. ΣΥΝ. φρονήματα. Πβ. ιδεολογία. ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέλο πεποιθήσεων για την υγεία βλ. υγεία ● ΦΡ.: εκ πεποιθήσεως (λόγ.) & από πεποίθηση: συνειδητά: ~ ~ αντικομφορμιστής. (συνήθ. χιουμορ.) ~ ~ εργένης., με την πεποίθηση ότι ...: με την πίστη, με την ελπίδα ότι: Συνεχίζουμε ~ ~ θα τα καταφέρουμε. [< μτγν. πεποίθησις, γαλλ. conviction]
πλευρά πλευ-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΜ. καθένα από τα ευθύγραμμα τμήματα που ορίζουν ένα σχήμα ή καθεμία από τις επιφάνειες που ορίζουν ένα στερεό σώμα: το μήκος μιας ~άς. Κάθετες ~ές. Οι (τρεις) ~ές του τριγώνου. Οι ~ές μιας γωνίας. Το τετράγωνο έχει τέσσερις ~ές ίσες μεταξύ τους. Βλ. περίμετρος.|| Οι ~ές του κύβου (πβ. έδρα). 2. (κατ' επέκτ.) καθένα από τα μέρη ή τις περιοχές που περιβάλλουν ένα αντικείμενο ή μια χωρική διάταξη: οι εξωτερικές/εσωτερικές ~ές ενός κουτιού. Η κάτω/πάνω ~ του μαξιλαριού. Βλ. επιφάνεια.|| Η μπροστινή (= πρόσοψη)/πίσω ~ ενός κτιρίου. Η βόρεια/νότια ~ του ναού.|| Στη(ν) απέναντι/αριστερή/δεξιά ~ του δρόμου/ποταμού (= όχθη).|| Η ανατολική/δυτική ~ του οικοπέδου/της πόλης.|| Περιθώριο 1,5 εκ. σε κάθε ~/και από τις δύο ~ές του κειμένου.|| Γέρνει από τη μια ~ (= μπάντα).|| (μτφ.) Τι γίνεται στην άλλη ~ του Αιγαίου (= στην Τουρκία)/του Ατλαντικού (= στην Αμερική)/των συνόρων (= στη γείτονα χώρα); ΣΥΝ. μεριά (1) 3. (μτφ.) καθένα από τα δύο ή περισσότερα μέρη (πρόσωπα ή ομάδες) που λαμβάνουν μέρος σε μια αντιπαράθεση ή διαλογική συζήτηση: οι αντιμαχόμενες/εμπόλεμες/συμβαλλόμενες ~ές. Η άλλη/αντίθετη/ηττημένη ~ υποστήριξε ... Και από τη μια και από την άλλη ~ (= και από τις δυο ~ές, εκατέρωθεν). Από τη δική μου ~ (= από δικής μου ~άς). Από ελληνικής/κυβερνητικής ~άς ειπώθηκε ... Από την ~ του, ο κ. ... ανταπάντησε πως ... 4. όψη, διάσταση· άποψη: Έδειξε μια άλλη (άγνωστη)/την ευαίσθητη ~ του χαρακτήρα του.|| Η άσχημη/όμορφη/σκοτεινή/φωτεινή ~ της ζωής. Το ζήτημα δεν έχει μελετηθεί από (επιστημονικής/νομικής/οικονομικής) ~άς/από όλες του τις ~ές (: πλήρως). Βλέπει τη ζωή από την αρνητική/θετική της ~ (= οπτική, σκοπιά). Πβ. πτυχή. ΣΥΝ. μεριά (3) 5. ΑΝΑΤ. ένα από τα συναντώμενα κατά ζεύγη οστά (δώδεκα και από τις δύο πλευρές) που εκτείνονται από τους θωρακικούς σπονδύλους προς τη μέση γραμμή της πρόσθιας επιφάνειας του κορμού, σχηματίζοντας το μεγαλύτερο τμήμα του σκελετού του θώρακα: αυχενική/δέκατη/όγδοη ~. Γνήσιες ~ές (= οι επτά ανώτερες ~ές)/νόθες ~ές (= οι πέντε κατώτερες ~ές). Ασύντακτες ~ές (= οι δύο κατώτερες νόθες ~ές). Πβ. παΐδι, πλευρό. ● Υποκ.: πλευρίτσα (η), πλευρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η αθέατη πλευρά (των πραγμάτων) βλ. αθέατος ● ΦΡ.: από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το ένα μέρος ..., από το άλλο μέρος: (για αντίθεση) αφενός ... αφετέρου: ~ ~ μου αρέσουν τα παιδιά, ~ ~ φοβάμαι τις ευθύνες., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. άλλος, η άλλη όψη/πλευρά βλ. άλλος, η μια/η άλλη όψη/πλευρά του νομίσματος βλ. νόμισμα, οι δύο/διαφορετικές όψεις/πλευρές του (ίδιου) νομίσματος βλ. νόμισμα [< 1,2,5: αρχ. πλευρά 3,4: γαλλ. côté, αγγλ. side]
πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ. ● πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]
ποτήριο πο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) & ποτήριον (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. ποτήρι: το Άγιο ~ (= το άγιο/ιερό δισκοπότηρο). ● ΦΡ.: παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο (ΚΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν επιθυμεί να αναλάβει κάτι που το θεωρεί δύσκολο ή δυσάρεστο: ~ ~. Δική σου η ευθύνη. Πβ. άπαγε απ' εμού. [< αρχ. ποτήριον]
ΠΟΥ (ο): Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
πριν 1. {ως πρόθ.} (+ από) δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος προηγείται χρονικά ή τοπικά: ~ (από) λίγες μέρες. Λίγο ~ (από) την αναχώρηση/το τέλος. Ένα βήμα ~ (από) τον τελικό. Κάποτε, ~ από πολλά χρόνια... ~ από λίγη ώρα. Μίλησε ~ από μένα. Μερικά χιλιόμετρα ~ (από) την εθνική οδό. ΣΥΝ. προτού ΑΝΤ. μετά & μετ' & μεθ' (1) 2. {χρον. σύνδ.} (εισάγει δευτερεύουσα χρον. πρόταση, συχνά. + να) προτού (δηλώνει αυτό που έπεται χρονικά σε σχέση με το περιεχόμενο της κύριας πρότασης): ~ επιβιβαστείτε, πρέπει να περάσετε από τον έλεγχο. Ας συνετιστούμε, ~ να είναι αργά. ΑΝΤ. αφού (2) 3. {χρον. επίρρ.} προηγουμένως, νωρίτερα ή άλλοτε, παλιότερα, στο παρελθόν: έξι μήνες/χρόνια ~. Όπως τονίστηκε και πιο ~ (= πρωτύτερα), ... Άλλο κατάλαβα ~. Όσα συνέβαιναν ~ (= παλιά).|| (σπανιότ. κ. ως τοπικό) Ένα δρόμο/στενό ~ (= πιο πίσω).|| (ως ουσ.) Το ~ και το μετά της συμφωνίας. Ας αφήσουμε/ξεχάσουμε το/τα ~ (= το παρελθόν). ΑΝΤ. κατόπιν (2) ● ΦΡ.: από (τα) πριν: από προηγουμένως, εκ των προτέρων: Δεν ήξεραν ~ ~ ποιους θα διαλέξουν. Aυτό έγινε μετά, δεν το είχαμε προγραμματίσει ~ ~. Ήταν γνωστό/δεδομένο ~ ~., πριν την ώρα/της ώρας του (προφ.): πρωτύτερα από αυτό που θα περίμενε κάποιος: Γέρασε/επέστρεψε/πέθανε ~ ~. Το λεωφορείο αναχώρησε ~ ~. Η σχέση τους τελείωσε ~ ~ της., μια ανάσα από/πριν από βλ. ανάσα, πάνω απ' όλα βλ. πάνω & επάνω, πριν αλέκτορα φωνήσαι βλ. αλέκτορας, πριν προλάβει/προφτάσει να ... βλ. προλαβαίνω, των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν βλ. παιδί [< αρχ. πρίν]
πρόθεση πρό-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η επιθυμία, ο σκοπός κάποιου να κάνει κάτι ή να εκδηλώσει ορισμένη συμπεριφορά: δεδηλωμένη/σαφής/συνειδητή ~. ~ αγοράς/επιβολής δασμών/συμμετοχής/συνεργασίας/ψήφου. Ανακοίνωση/γνωστοποίηση/δήλωση ~ης. Αγαθές/αδιευκρίνιστες/ειρηνικές/εχθρικές ~έσεις. Ανίχνευση/διερεύνηση ~έσεων. Δεν υπάρχει ~ για περιορισμό/περιορισμού των προσλήψεων. Η ~ των δραστών ήταν να σκοτώσουν. Πήγαμε στις συνομιλίες με ~ να λύσουμε το πρόβλημα. Αναχώρησε για το εξωτερικό χωρίς ~ επανόδου. Δεν ήθελα να σε προσβάλω, δεν είχα αυτή την ~ (= δεν το έκανα σκόπιμα). Άνθρωπος με καλές/κακές ~έσεις (= καλοπροαίρετος/κακοπροαίρετος). Αποκαλύπτω/δείχνω/κρύβω τις ~έσεις μου. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν οι ~έσεις τους. Αμφισβητώ τις ~έσεις του. (λόγ.) Είμαι ενήμερος/δεν έχω ακριβή εικόνα των ~έσεών του. ΣΥΝ. προαίρεση (1) 2. ΓΡΑΜΜ. άκλιτο μέρος του λόγου που προτάσσεται κυρ. ουσιαστικών και δηλώνει ποικίλες επιρρηματικές σχέσεις ή λειτουργεί ως πρώτο συνθετικό λέξεων: κύριες ~έσεις (π.χ. αντί, από, για, κατά, με, παρά, προς, σε). ~έσεις που συντάσσονται με αιτιατική/γενική. Ρήμα σύνθετο με ~ (π.χ. διαβάλλω). Βλ. μόριο. 3. ΙΑΤΡ. χειρουργική μέθοδος αντικατάστασης σωματικού οργάνου, μέλους ή ιστού από αντίστοιχο τεχνητό· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το τεχνητό όργανο, μέλος ή εργαλείο: οδοντικές/οφθαλμικές ~έσεις. ~έσεις άνω/κάτω άκρων. ~έσεις σιλικόνης. ΣΥΝ. πρόσθεση (3) 4. ΕΚΚΛΗΣ. η προετοιμασία του άρτου και του οίνου για τη Θεία Ευχαριστία, η αντίστοιχη ιερή ακολουθία και ειδικότ. η κόγχη ή η μικρή τράπεζα στο ιερό ορθόδοξου ναού, όπου προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα. Πβ. προσκομιδή. 5. ΑΡΧ. (σπάν.) δημόσια έκθεση σορού: αμφορέας με παράσταση ~ης νεκρού. Βλ. εκφορά. ● ΣΥΜΠΛ.: καταχρηστικές προθέσεις (παλαιότ.): ΓΡΑΜΜ. προθέσεις της Ελληνικής που δεν απαντώνται σε σύνθεση με ρήματα (μέχρι, χωρίς, ένεκα, πλην)., σοβαρές προθέσεις: σχέδια, αποφάσεις που διακρίνονται από σοβαρότητα και υπευθυνότητα: Έχουν ~ ~ και διάθεση για δουλειά. Τη διαβεβαίωσε για τις ~ ~ του (: ότι σκοπεύει να την παντρευτεί). ● ΦΡ.: από/με πρόθεση & (λόγ.) εκ προθέσεως: ηθελημένα, εσκεμμένα: Είναι αφελής, δεν έκανε τίποτα από ~ (= επίτηδες).|| (NOM.) Δολοφονία/παράβαση εκ ~. Θα δικαστεί για ανθρωποκτονία από/με ~. Πβ. εκ προμελέτης. ΑΝΤ. από αμέλεια, είναι/ανήκει στις προθέσεις μου (λόγ.): έχω σκοπό να κάνω κάτι: ~ ~ του να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Δεν ~ ~ της κυβέρνησης ο ανασχηματισμός., έχω (την/ως) πρόθεση να ...: σκοπεύω να: ~ει ~ συμμετάσχει στον ανοικτό διαγωνισμό. Δεν είχα την παραμικρή ~ να σου δημιουργήσω πρόβλημα., ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση [< 1,5: αρχ. πρόθεσις 3: γαλλ. prothèse 2,4: μτγν. πρόθεσις]
πρόοδος πρό-ο-δος ουσ. (θηλ.) {προόδ-ου} 1. σταδιακή εξέλιξη προς το καλύτερο, βαθμιαία βελτίωση· γενικότ. ανάπτυξη: επαγγελματική/επιστημονική/κοινωνική/ουσιαστική/πνευματική/πολιτική/σημαντική/σταθερή/συνεχής/τεχνολογική/ψηφιακή ~. Η ~ των εργασιών/του έργου/του προγράμματος. ~ της γενετικής/της πληροφορικής/της τεχνολογίας/της χώρας (πβ. προκοπή). ~ στην ιατρική. Αναφορά/δελτίο/έκθεση/παρακολούθηση/πορεία/ρυθμός/στοιχεία ~ου. Άλμα ~ου. Επιτεύχθηκε/σημειώθηκε ~ στην αντιμετώπιση της νόσου. Έχει συντελεστεί αλματώδης/θεαματική ~ σε όλους τους τομείς. ~ στις διαπραγματεύσεις/σχέσεις των δύο χωρών. Έχουν γίνει μεγάλα βήματα ~ου στην οικονομία. Έχει κάνει μεγάλη ~ο. Πραγματική ~ θα υπάρξει μόνο αν συνεργαστούν όλοι. Νέα ~ στην εξωσωματική γονιμοποίηση. || Βαθμός ετήσιας ~ου μαθητή. 2. (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) εξέταση σε ένα μέρος της ύλης πριν από την εξεταστική περίοδο: ~ στην οργανική χημεία. Αποτελέσματα/τεστ ~ου. ~οι μαθημάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: αριθμητική πρόοδος: ΜΑΘ. ακολουθία αριθμών στην οποία κάθε όρος προκύπτει από τον προηγούμενό του με πρόσθεση του ίδιου σταθερού αριθμού: διαδοχικοί όροι ~ής ~ου. [< γαλλ. progression arithmétique] , γεωμετρική πρόοδος: ΜΑΘ. ακολουθία αριθμών στην οποία κάθε όρος προκύπτει από τον προηγούμενό του με πολλαπλασιασμό επί τον ίδιο σταθερό αριθμό: αύξουσα/φθίνουσα ~ ~. [< γαλλ. progression géométrique] , απαλλακτική εργασία/πρόοδος βλ. απαλλακτικός, έλεγχος (της) προόδου βλ. έλεγχος ● ΦΡ.: καλή πρόοδο!: ευχή κυρ. σε μαθητή, για να πάει καλά στις σπουδές του: Σας εύχομαι καλή σχολική χρονιά και ~ ~!, με γεωμετρική πρόοδο & με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου (μτφ.): με γρήγορους, ταχύτατους ρυθμούς: Τα κρούσματα της νόσου αυξάνονται ~ ~. Ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται ~ ~. [< 1: μτγν. πρόοδος, γαλλ. progrès, αγγλ. progress]
πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]
πρώτος, η, ο [πρῶτος] πρώ-τος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 1ος, Α' ή α', Ι) 1. που γίνεται, συμβαίνει, εμφανίζεται πριν από όλους τους άλλους: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/δίσκος (συγκροτήματος)/μήνας (του χρόνου)/τόμος/ύπνος (= το αρχικό στάδιο)/χορός. ~η: αντίδραση/απόπειρα/άφιξη (πλοίου)/έκδοση/εκδοχή/επαφή/εργασία/νίκη/παράσταση/προσπάθεια/τιμή (= αρχική). ~ο: αεροπλάνο/ημίχρονο/ραντεβού/σχέδιο (βλ. προσχέδιο)/φιλί. ~α: άνθη. Ο ~ παγκόσμιος πόλεμος. Η ~η μέρα της εβδομάδας (= η Κυριακή)/του έτους (= πρωτοχρονιά)/του μήνα (= πρωτομηνιά). Κέρδισε την ~η παρτίδα. Ολοκληρώθηκε η ~η φάση του έργου. Η ~η νύχτα του γάμου. Απέκτησαν το ~ο τους παιδί. Το ~ο λεπτό της ώρας/τέταρτο της Σελήνης/φως της ημέρας (πβ. λυκαυγές). Περιμένω το ~ο λεωφορείο/τρένο. Είναι στο ~ο έτος της Ιατρικής. Η αμεσότητα της ~ης εντύπωσης. Οι ~οι έρωτες της εφηβείας. Τα ~α χρόνια της ζωής/των σπουδών του. Τα ~α τεύχη του περιοδικού. ΑΝΤ. τελευταίος (1) 2. που βρίσκεται στην αρχή μιας σειράς, ακολουθίας: ~ος: στίχος. ~η: διαφάνεια/πρόταση/σελίδα/στροφή. ~ο: θρανίο/πάτωμα/σπίτι. Άρθρο ~ο. Το ~ο κεφάλαιο/μέρος ενός βιβλίου. Ο ~ αριθμός/το ~ο όνομα στον κατάλογο. Το ~ο στοιχείο του περιοδικού πίνακα είναι το υδρογόνο. Θα στρίψετε στον ~ο δρόμο δεξιά. ~ο γραφείο/~η πόρτα/~ο κτίριο αριστερά.|| (για πρόσ.) Είναι ~ στην ουρά. Βγήκε ~η από το σινεμά. Έφτασε/μίλησε ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ο: πρόσωπο. ~η: κλίση.|| ~ο (Α'/1ο) Γυμνάσιο/Ενιαίο Λύκειο (μιας πόλης). 3. που προηγείται όλων των άλλων ως προς την αξία, τη σημασία, την ποιότητα, την ποσότητα, τη συχνότητα, το αξίωμα· κατ' επέκτ. βασικός, πρωταρχικός, αναγκαίος, στοιχειώδης: (για πρόσ.) ~ος: σκόρερ/(ΙΣΤ.) ύπατος (αρμοστής).|| ~ος: τουριστικός προορισμός. ~η: δύναμη/ομάδα/χώρα. ~ο: βραβείο/καθήκον/μέλημα. Η ~η σημασία μιας λέξης (= η πιο συχνή, βασική). Η ~η κατοικία (σε αντίθεση με την εξοχική). Ο ~ πολίτης της χώρας (= ο αρχηγός του κράτους). Ο ~ δημότης (= ο δήμαρχος). (λόγ.) ~ τη τάξει. Ο ~ λαχνός. Είναι ο ~ μαθητής στην τάξη. ~ στόχος της κυβέρνησης είναι ... Είναι/έρχεται ~ στις προτιμήσεις του κοινού. Μπήκε/πέρασε ~ στη σχολή. Τερμάτισε ~η. Αναδείχτηκε ~η στον διαγωνισμό. Η εταιρεία είναι ~η στον κόσμο σε πωλήσεις. Είναι η ~η επιλογή των καταναλωτών. Κρασί ~ης ποιότητας. Εστιατόριο/ξενοδοχείο ~ης κατηγορίας. Παρέχω στο νεογέννητο τις ~ες φροντίδες. Τα ~α γράμματα.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~η: αιτία/αλήθεια/ουσία. Το νερό ως ~η αρχή. 4. που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, πρόχειρος: μια ~η προσέγγιση του θέματος. Μια ~η ματιά στα γεγονότα. Έγινε μια ~η αποτίμηση/εκτίμηση των αποτελεσμάτων. Πήρα μια ~η γεύση από το βιβλίο. ● Ουσ.: πρώτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Π) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Α΄): Πάει (στην)/τελείωσε την ~ Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου. 2. η ταχύτητα με την οποία αρχίζει να κινείται ένα όχημα: Βάζω ~. 3. πρεμιέρα: επίσημη/παγκόσμια ~. 4. η ημέρα με την οποία αρχίζει ο μήνας: ~ Μαΐου (= Πρωτομαγιά)/Ιουνίου., πρώτο (το) 1. το λεπτό της ώρας: Τερμάτισε με χρόνο έξι ~α και τριάντα δεύτερα. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. πρωτόνιο., πρώτος (ο) 1. το πρόσωπο που προηγείται σε μια σειρά: Ας περάσει ο ~ (ενν. στην ουρά). Ήταν ο ~ που αντιστάθηκε. Είναι μεταξύ των ~ων. Ο ~ των ~ων. 2. (προφ.) ο πρώτος όροφος κτιρίου: Μένει στον ~ο. 3. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιανουάριος: στις 5/01/... (: πέντε ~ου). 4. ο ανώτερος ιεραρχικά καπετάνιος ή μηχανικός του πλοίου. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ο μοναχός που προεδρεύει στις συνάξεις ή βρίσκεται στην ιεραρχία μετά τον ηγούμενο. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη ηλικία: η βρεφική και νηπιακή ηλικία· συνεκδ. τα νήπια., πρώτη θέση 1. αυτή που προηγείται όλων των άλλων σε βαθμολογική κυρ. κατάταξη: Διατήρησε/διεκδικεί/εξασφάλισε/κατέκτησε/κατέλαβε/κέρδισε/πήρε την ~ ~. Ανέβηκε/βρέθηκε/επανήλθε/κατατάσσεται/παραμένει/τερμάτισε στην ~ ~.|| Έχει την ~ ~ στη ζωή μου. 2. η πιο ακριβή θέση σε μέσο μεταφοράς: Ταξιδεύει (στην) ~ ~. Καμπίνα/σαλόνι ~ης ~ης. Πβ. διακεκριμένη θέση., πρώτη φωνή: ΜΟΥΣ. η βασική, η κύρια φωνή. Πβ. πρίμο., πρώτο χέρι: για προϊόν που αγοράζεται ολοκαίνουργιο ή για χειρωνακτική εργασία (κυρ. βάψιμο) που αποτελεί τη βάση για τις επόμενες: (σε αγγελία:) Πωλείται αυτοκίνητο σε άριστη κατάσταση, ~ ~.|| Στέγνωσε το ~ ~. Βλ. δεύτερο χέρι., πρώτος (αριθμός): ΜΑΘ. φυσικός αριθμός, διάφορος της μονάδας, που διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και τη μονάδα: Το 2 είναι ο μοναδικός ζυγός ~ ~., έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, μητρική/πρώτη γλώσσα βλ. γλώσσα, πρώτες βοήθειες βλ. βοήθεια, πρώτη Ανάσταση βλ. ανάσταση, πρώτη γραμμή βλ. γραμμή, πρώτη κυρία βλ. κυρία, πρώτη μούρη βλ. μούρη, πρώτη νιότη/νεότητα βλ. νιότη, πρώτη προτεραιότητα βλ. προτεραιότητα, πρώτη ύλη βλ. ύλη, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτης γραμμής βλ. γραμμή, πρώτο μπόι βλ. μπόι, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτος μεσημβρινός βλ. μεσημβρινός, πρώτος χορευτής βλ. χορευτής, χορεύτρια, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, ταινίες α'/β' προβολής βλ. προβολή ● ΦΡ.: (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! (εμφατ.-προφ.): ως έκφραση έντονης επιδοκιμασίας, για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ο καλύτερος: Μεγάλε/μπράβο, είσαι ~ ~! Και το πρώτο παιδί!, από πρώτο χέρι (προφ.): άμεσα, από αξιόπιστη πηγή: Ενημερωθείτε ~ ~. Ξέρουμε ~ ~ τα προβλήματα. Πληροφορίες ~ ~. Έμαθε από ~ ~ τι συνέβη. Βλ. από δεύτερο χέρι. [< γαλλ. de première main] , από τον πρώτο ως τον τελευταίο: όλοι ανεξαιρέτως: Όλοι μας, ~ ~, έχουμε ευθύνη., για πρώτη φορά: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει ξαναγίνει, ξανασυμβεί: Κάνω κάτι/πηγαίνω κάπου ~ ~., εν πρώτοις/κατά πρώτον (λόγ.): καταρχάς, προπάντων: Πρέπει να σημειωθεί ~ ~ ότι ... Πβ. πρώτα απ' όλα., έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο (μτφ.): έχει κυρίαρχο και αποφασιστικό ρόλο: Θέλει να ~ ~ στις εξελίξεις., με την πρώτη ματιά: αμέσως: έρωτας ~ ~ (= κεραυνοβόλος). Την αντιπάθησε/θα σας γοητεύσει/σε κερδίζει ~ ~. Δεν είναι εύκολο να τα δει κανείς όλα ~ ~. [< γερμ. auf den ersten Blick] , με την πρώτη/με το πρώτο: αμέσως: Μπήκε ~ ~ στα βαθιά. Τον αναγνώρισε/τα κατάφερε/πέτυχε ~ ~., οι τα πρώτα φέροντες (αρχαιοπρ.): αυτοί που κατέχουν υψηλές θέσεις: ~ ~ (= οι κορυφαίοι) υπουργοί. Πβ. υψηλά ιστάμενος., παίζει τον πρώτο ρόλο (μτφ.): αποτελεί τον βασικότερο, τον κυρίαρχο παράγοντα: Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις η εμπιστοσύνη ~ ~. Tα αγνά υλικά ~ουν ~ στην παρασκευή των εδεσμάτων., πρώτης τάξεως/τάξης: πολύ καλός, εξαιρετικός: ~ ~ διαφήμιση/υπηρεσία. Του δίνεται/παρέχεται μια ~ ~ ευκαιρία να αποδείξει την αξία του. ΣΥΝ. πρώτης γραμμής, πρώτος και καλύτερος (συχνά ειρων.): για κάποιον που πρωτοστατεί ή κατέχει την πρώτη θέση σε μια κατάταξη: όπου επεισόδια, αυτός ~ ~! Όλοι, με ~ο και ~ο εσένα, τον κατηγορούσατε!|| ~οι και ~οι στη λίστα των καλεσμένων θα είναι ..., πρώτου μεγέθους: πολύ μεγάλος ή σοβαρός, σπουδαίος, πρωτοφανής: είδηση/έκπληξη/σκάνδαλο ~ ~. Πρόβλημα ~ ~ (: μεγάλων διαστάσεων).|| (για πρόσ.) Εξελίχθηκε σε αστέρι ~ ~., (ο) πρώτος διδάξας/(η) πρώτη διδάξασα βλ. διδάξας, διδάξασα, δεν είναι/είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που ... βλ. τελευταίος, είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ... βλ. τελευταίος, εκ πρώτης όψεως/όψης βλ. όψη, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία βλ. ευκαιρία, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω βλ. αναμάρτητος, ο πρώτος τυχών/τυχόντας βλ. τυχών, οι έσχατοι έσονται πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι) βλ. έσχατος, πρώτο τραπέζι πίστα βλ. τραπέζι, πρώτος μεταξύ ίσων βλ. ίσος, πρώτος/καλύτερος (και) με διαφορά βλ. διαφορά, σε πρώτη ζήτηση βλ. ζήτηση, τα στερνά τιμούν τα πρώτα βλ. στερνός ● βλ. πρώτα, πρώτον [< αρχ. πρῶτος, γαλλ. premier]
ροδόχρους, ους, ουν ρο-δό-χρους επίθ. (επιστ.): ροδόχρωμος: ~οα: μαργαριτάρια. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή: ΙΑΤΡ. χρόνια δερματική νόσος που εμφανίζεται με ερύθημα και εξανθήματα στο πρόσωπο. [< γαλλ. acnée rosacée, 1932, αγγλ. (acne) rosacea] , ροδόχρους πιτυρίαση: ΙΑΤΡ. φλεγμονώδης δερματοπάθεια που εκδηλώνεται με την εμφάνιση πλάκας ρόδινου χρώματος, κυρ. στον κορμό. [< γαλλ. pityriasis rosé, αγγλ. pityriasis rosea] [< μτγν. ῥοδόχρους]
σκοπός σκο-πός ουσ. (αρσ.) 1. ό,τι επιχειρεί να πετύχει κάποιος· ο λόγος για τον οποίον υπάρχει ή γίνεται κάτι: αναπτυξιακός/ανθρωπιστικός/αντικειμενικός/βασικός/διαφημιστικός/διδακτικός/εθνικός/ειδικός/ειρηνικός/ερευνητικός/ευγενής/θεραπευτικός/θετικός/ιδρυτικός/ιερός/καταστατικός/κοινωνικός/κοινωφελής/παιδαγωγικός/πρακτικός/σταθερός/στρατηγικός/υπέρτατος/ψυχαγωγικός ~. ~ της λειτουργίας (ενός γραφείου)/του συνεδρίου/της υπηρεσίας. Επιδίωξη/επίτευξη/ευόδωση/πραγματοποίηση του ~ού. Για/προς αυτό(ν) το(ν) ~ό. Αγωνίζονται για έναν κοινό ~ό. Μέτρα με ~ό να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Με συγκεκριμένο ~ό. Περιπλανιέται χωρίς ~ό. Δεν έχω ~ό να προσβάλω κανέναν. ~ είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια (πβ. ζητούμενο, θέμα). Θυσιάζομαι/παλεύω για έναν ~ό. Κάνω κάτι για/με καλό ~ό. Λεπτομέρεια που εξυπηρετεί έναν ~ό. ~οί και κίνητρα/προθέσεις. Γενικοί ~οί και ειδικοί στόχοι του μαθήματος. Μπορεί να εκπληρώσει/πετύχει τους ~ούς της. Έχει ιδιοτελείς ~ούς. Πβ. επιδίωξη, πρόθεση, στόχος.|| O ~ του κόσμου. Προσπαθεί να βρει έναν ~ό στη ζωή του. Δεν έχει ~ό ύπαρξης. Πβ. νόημα, προορισμός.|| Ο ~ της εκπαίδευσης/της τέχνης. Πβ. λειτουργία. 2. ΜΟΥΣ. μελωδία: ανατολίτικος/αργός/ζωηρός/λαϊκός/οργανικός/παραδοσιακός/πένθιμος/χαρούμενος ~. Παίζει/σφυρίζει/τραγουδά έναν παλιό ~ό. Πβ. ρυθμός. 3. ΣΤΡΑΤ. οπλίτης που φρουρεί ορισμένο χώρο: ~ στην κεντρική πύλη στρατοπέδου/στον όρχο. Φυλάει ~ στο πεδίο βολής. Πβ. φρουρός. Βλ. θαλαμοφύλακας. ● ΦΡ.: από σκοπού (λόγ.): επίτηδες, σκόπιμα, με πρόθεση: ανακρίβειες είτε εκ παραδρομής είτε και ~ ~. Ζητώ συγγνώμη, δεν ήταν ~ ~., επί σκοπόν: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για σκόπευση: "~ ~, πυρ". Mε τα όπλα ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Είναι ~ ~ (: σε εγρήγορση)., με σοβαρό σκοπό: με στόχο τον γάμο: γνωριμία/σχέση ~ ~., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου δικαιολογούνται τα δόλια, ανήθικα ή γενικώς κατακριτέα μέσα., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά βλ. αλλάζω, βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... βλ. βάζω, με απώτερο σκοπό/στόχο βλ. απώτερος [< αρχ. σκοπός, γαλλ. but 2: ιταλ. motivo]
σκούφια σκού-φια ουσ. (θηλ.): σκούφος. ● Υποκ.: σκουφίτσα (η) ● ΦΡ.: από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; (λαϊκό): ποια είναι η καταγωγή ή προέλευσή του: Δεν ξέρω ~ ~., βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με (προφ.): για κάποιον που κατακρίνει τους άλλους για πράξεις που κάνει και ο ίδιος. Πβ. είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα., πετώ τη σκούφια μου (για κάτι) (μτφ.-προφ.): έχω πάντα διάθεση για κάτι: ~ει ~ της για βόλτα/χορό. ~άνε ~ τους για καβγά. Πβ. ψοφώ. [< 14ος αι. < ιταλ. scuffia]
Σκύλλα Σκύλ-λα ουσ. (θηλ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη (μτφ.): από τη μία δυσκολία ή δυσάρεστη κατάσταση στην άλλη: Η οικονομία πέρασε ~ ~. Οδηγούμαστε ~ ~. Πβ. από τον Άννα στον Καϊάφα., η Σκύλλα ... και η Χάρυβδη ... (+ γεν. ουσ.) (μτφ.): για δύο εξίσου αρνητικές καταστάσεις: ~ της υπερβολής ~ της υποτίμησης., μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης/ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη (μτφ.): σε πολύ δεινή θέση: Οι άνεργοι βρίσκονται ~ ~. Οι βιομηχανίες/επιχειρήσεις κινούνται ~ ~. [< αρχ. Σκύλλα]
σόι σό-ι ουσ. (ουδ.) {σογ-ιού | σόγ-ια} (προφ.) 1. το σύνολο των συγγενών εξ αίματος ή/και εξ αγχιστείας· κατ' επέκτ. γενιά: ο παππούς και η γιαγιά από το ~ της μητέρας/του πατέρα μου. Οι γυναίκες/τα μέλη του ~ιού. Μαζεύτηκε το ~. Τα δύο ~ια (: του γαμπρού και της νύφης). Πβ. οικογένεια, συγγενολόι.|| Αριστοκρατικό/καλό/μεγάλο ~. Πήρε από το ~ μας. (υβριστ.) Αλήτης είσαι εσύ και όλο σου το ~. Πβ. φάρα. Βλ. γενεαλογία. 2. είδος, ποιότητα: Τι ~ άνθρωπος/τύπος είναι;|| (συχνά ειρων.-μειωτ.) Τι ~ φίλες είμαστε, αν δεν μου λες τα προβλήματά σου; Αυτό το μαγαζί δεν είναι/μου φαίνεται (και πολύ) ~ (: δεν είναι καλό. ΣΥΝ. της προκοπής). ● ΦΡ.: από (μεγάλο) σόι/τζάκι: από οικογένεια που θεωρείται καλή σύμφωνα με κάποια κοινωνικά κριτήρια (πλούτο, φήμη, καταγωγή): Κατάγεται/κρατάει ~ ~. Δεν είναι ~ ~. Πβ. από (καλό) σπίτι., σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο [< τουρκ. soy]
σπίτι σπί-τι ουσ. (ουδ.) {σπιτ-ιού} 1. στεγασμένος και συνήθ. επιπλωμένος χώρος, κτίσμα, μονοκατοικία, διαμέρισμα σε πολυκατοικία, όπου ζουν ένα ή περισσότερα άτομα, κυρ. τα μέλη οικογένειας· συνεκδ. η ίδια η οικογένεια: αγροτικό/ακατοίκητο/βιοκλιματικό/διατηρητέο/διώροφο/εξοχικό/έξυπνο/ιδιόκτητο/καλαίσθητο/λαϊκό/λειτουργικό/λυόμενο/νεοκλασικό/νησιωτικό/παραδοσιακό/πατρικό/πολυτελές/προκατασκευασμένο/σύγχρονο ~. ~ με αυλή/κήπο/πισίνα. ~ στην εξοχή/πόλη. Αγοράζω/αποκτώ/χτίζω το δικό μου ~. Βάφω/καθαρίζω το ~. Επιστρέφω/μένω (στο) ~. Άλλαξε (= μετακόμισε)/έπιασε/νοίκιασε ~. Δεν έχει ~ (: είναι άστεγος). Ψάχνω για ~. Εργασία από το/στο ~. Η βία στο ~ (: ενδοοικογενειακή). Το στρώσιμο του ~ιού με χαλιά. Τρώω εκτός ~ιού. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα, ~-δουλειά, δουλειά-~. Πβ. κατοικία, οίκος. Βλ. ξυλό-, παρά-, πυργό-, φτωχό-, χαμό-σπιτο.|| Έχουν προβλήματα με το ~ τους. Διέλυσε το/έφυγε από το ~ του. Τον έδιωξε από το ~ (: χώρισαν). Τα βάρη του ~ιού. Πβ. σπιτικό. 2. το νοικοκυριό (ως εξοπλισμός, έπιπλα, εργασίες που το αφορούν, δαπάνες): τα πάγια έξοδα του ~ιού. Είδη/συσκευές για το ~. Κάνω/μαζεύω το ~ (= συγυρίζω). Κρατάει το ~ της/του υποδειγματικά. Έκανα άνω-κάτω το ~ (ψάχνοντας κάτι). 3. (συνήθ. με κεφαλ. Σ) χώρος που χρησιμοποιείται για έναν ειδικό σκοπό: το ~ του Ηθοποιού (: κοινωφελές ίδρυμα, με σκοπό κατ' αρχήν τη φιλοξενία ηθοποιών που χρειάζονται βοήθεια). Το ~ της Άρσης Βαρών (: κλειστό γυμναστήριο). Βλ. Οίκος Ναύτου. 4. (ευφημ.) οίκος ανοχής: κακόφημο ~. ~ με κόκκινο φωτάκι. Πβ. πορνείο. ● Υποκ.: σπιτάκι (το): ~ κήπου/σκύλου. ● Μεγεθ.: σπιταρόνα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δουλειές του σπιτιού: οικιακές εργασίες, όπως σκούπισμα, σφουγγάρισμα, πλύσιμο των πιάτων, των ρούχων, σιδέρωμα, μαγείρεμα: Ασχολούμαι με/βοηθώ στις/κάνω τις ~ ~. Οι καθημερινές ~ ~. ● ΦΡ.: από (καλό) σπίτι: από καλή οικογένεια: κορίτσι/παιδί ~ ~, με αρχές. Πβ. από σόι/τζάκι., από σπίτι σε σπίτι: από τη μια κατοικία ή οικογένεια στην άλλη: Γυρνάνε/πηγαίνουν ~ ~. ΣΥΝ. πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα, για σπίτι (προφ.): (για πρόσ.) κατάλληλος για δημιουργία οικογένειας: άντρας/γυναίκα/κοπέλα/κορίτσι ~ ~., πήγε σπίτι του (προφ.): εκδιώχθηκε., σαν στο σπίτι (μου/σου/του …) (προφ.): πάρα πολύ άνετα: Φιλοξενούμενοι που νιώθουν ~ ~ τους. Βολέψου, ~ ~ σου!, σπίτι μου, σπιτάκι μου (και φτωχοκαλυβάκι/σπιτοκαλυβάκι μου): για να εκφραστούν έντονα συναισθήματα ζεστασιάς, αγάπης για το σπίτι και την οικογένεια. , αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, ανοίγω σπίτι βλ. ανοίγω, εργασία για το σπίτι βλ. εργασία, η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού βλ. κολόνα, κακό χωριό τα λίγα σπίτια βλ. χωριό, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι βλ. κλείνω, ξεστρώνω (το σπίτι) βλ. ξεστρώνω, σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει βλ. Γιάννης, στέλνω κάποιον σπίτι του βλ. στέλνω, στο σπίτι του κρεμασμένου δε(ν) μιλάνε για σκοινί βλ. κρεμασμένος, συμβαίνουν αυτά βλ. συμβαίνει [< μεσν. σπίτι(ν) < μτγν. ὁσπίτιον ‘πτωχοκομείο, σπίτι’ < λατ. hospitium]
σπόντα σπό-ντα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) υπονοούμενο, υπαινιγμός: Αυτό ήταν ~ ή εμένα μου φάνηκε; Πβ. νύξη, ταβανόπροκα. 2. καθεμία από τις τέσσερις ελαστικές εσωτερικές πλευρές του τραπεζιού του μπιλιάρδου. ● ΦΡ.: από σπόντα (προφ.): τυχαία: Βρέθηκε στην παρέα μας ~ ~., αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά: κάνω υπαινικτικά σχόλια για κάποιον, με σκοπό να τον θίξω: ~ει ~ για το μέλλον της σχέσης μας. Φεύγοντας άφησε/έριξε/πέταξε ~ για τους συναδέλφους του. [< ιταλ. sponda]
σταθμός σταθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. σημείο, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου πραγματοποιείται στάθμευση και κυρ. στάση οχημάτων δημόσιας συνήθ. συγκοινωνίας για μεταφορά επιβατών και φορτίων ή ανεφοδιασμό: διαμετακομιστικός/επιβατικός/κεντρικός/σιδηροδρομικός/συνοριακός/υπόγειος ~. ~ αυτοκινήτων (= πάρκινγκ)/διοδίων/εξυπηρέτησης πλοίων/του ηλεκτρικού/(υπεραστικών) λεωφορείων/μεταφόρτωσης απορριμμάτων/ταξί (πβ. πιάτσα)/του τρένου. Θα συναντηθούμε μπροστά στον ~ό. Με υποδέχτηκε στον ~ό. Αποβιβαστείτε/επιβιβαστείτε/κατεβείτε σε ~ό της γραμμής 1 (ενν. του ΗΣΑΠ). Ποιος ~ του μετρό σε εξυπηρετεί; Βλ. αερο~.|| (μτφ.) Επόμενος/πρώτος/τελευταίος ~ της περιοδείας του ... Ενδιάμεσος ~ στο ταξίδι προς ... 2. ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις υπηρεσίας, εταιρείας, ιδρύματος με κατάλληλο εξοπλισμό για πραγματοποίηση τεχνολογικού ή ερευνητικού έργου (παραγωγή ενέργειας, παρατηρήσεις, μετρήσεις και μελέτες, εκπομπή σημάτων) και το αντίστοιχο κτιριακό συγκρότημα: αστρονομικός/ατμοηλεκτρικός/βιολογικός/δορυφορικός/θερμοηλεκτρικός/μετεωρολογικός/περιβαλλοντικός/σεισμολογικός/τηλεοπτικός (= κανάλι, τηλε~) ~. ~ (ανα)μετάδοσης/της ΔΕΗ/επεξεργασίας αποβλήτων/ηλεκτρικής ενέργειας (ή ηλεκτρικός ~: το εργοστάσιο παραγωγής ή ο υπο~)/(ΓΕΩΔ.-ΤΟΠΟΓΡ.) παρατήρησης/ραντάρ. Κινητός ~ μέτρησης (ατμοσφαιρικών ρύπων).|| (ειδικότ. για ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό ~ό) Αγαπημένος/δημοτικός/ερασιτεχνικός/μουσικός/συνδρομητικός/τοπικός ~. Ακροαματικότητα/κεραία/πρωινή ζώνη ~ού. Αλλάζω/επιλέγω ~ό. Ποιον ~ό ακούτε; Ο ~ μεταδίδει ζωντανά από το ίντερνετ. Το ραδιόφωνό μου πιάνει μόνο δέκα ~ούς (: συχνότητες). Πβ. ραδιο~. 3. χώρος, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες ή από όπου διευθύνονται συγκεκριμένες επιχειρήσεις: αστυνομικός/δασικός/πυροσβεστικός ~. Συμβουλευτικός ~ ψυχικής υγείας. ~ αιμοδοσίας/ελέγχου (διαβατηρίων)/εξυπηρέτησης/μέριμνας ζώων/φροντίδας εξαρτημένων ατόμων. Ο ~ λειτουργεί καθημερινά. Μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στον ~ό πρώτων βοηθειών (βλ. πρώτες βοήθειες). 4. καθοριστικό γεγονός, ορόσημο, καμπή: ~ στη ζωή/στην καριέρα του υπήρξε η ... Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ό στην παγκόσμια ιστορία.|| (κυρ. ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση/έργο/παράσταση/συνέδριο/συνεργασία-~. Γεγονότα/ημερομηνίες-~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικός σταθμός & (σπάν.) τροχιακός σταθμός: ΑΕΡΟΝ. μεγάλος τεχνητός δορυφόρος σε τροχιά κυρ. γύρω από τη Γη, που χρησιμεύει ως βάση και διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. space station, 1930] , πυρηνικός σταθμός: μονάδα στην οποία η πυρηνική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, ώστε να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια: Εκτός λειτουργίας τέθηκε ο ~ ~. [< αγγλ. nuclear (power) station, 1955] , ραδιοφωνικός σταθμός & (προφ.) σταθμός: χώρος παραγωγής και μετάδοσης ραδιοφωνικών εκπομπών· η αντίστοιχη υπηρεσία και ραδιοφωνική συχνότητα ή δέσμη συχνοτήτων. ΣΥΝ. ραδιοσταθμός (1), σταθμός βάσης: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις λήψης και εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων σημάτων: ~ ~ κινητής τηλεφωνίας. [< αγγλ. base station] , σταθμός εργασίας: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόνομος ηλεκτρονικός υπολογιστής, συνήθ. σε δίκτυο, με μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ από έναν προσωπικό υπολογιστή, κατάλληλα εφοδιασμένος, για να διεκπεραιώνει σειρά απαιτητικών εργασιών: ~ ~ με δύο επεξεργαστές. [< αγγλ. workstation, 1977] , σταθμός ηλεκτροπαραγωγής & ηλεκτροπαραγωγικός/ηλεκτροπαραγωγός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες μορφές, συνήθ. υδραυλική, πυρηνική, του ατμού, η οποία μεταφέρεται με γραμμές υψηλής τάσης. [< αγγλ. generating station] , τερματικός σταθμός ΣΥΝ. τέρμιναλ 1. αυτός στον οποίο καταλήγει μέσο μεταφοράς, αποβιβάζονται και επιβιβάζονται όλοι οι επιβάτες και εκφορτώνονται και φορτώνονται όλα τα εμπορεύματα: Το μετρό/τραμ έφτασε στον ~ό ~ό. Η αμαξοστοιχία προσεγγίζει (σ)τον ~ό ~ό. Ο ~ ~ του αεροδρομίου.|| (ειδικότ., για φόρτωση και εκφόρτωση προϊόντων σε λιμάνι) ~ ~ καυσίμων. 2. εγκαταστάσεις άντλησης και αποθήκευσης στο σημείο κατάληξης αγωγού πετρελαίου ή αερίου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. τερματικό: ~ ~ εργασίας. [< αγγλ. terminal station] , υγειονομικός σταθμός: ιατρικό κέντρο περιορισμένων δυνατοτήτων., υδροηλεκτρικός σταθμός: εγκαταστάσεις όπου η υδραυλική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. [< αγγλ. hydroelectric station, γαλλ. station hydroélectrique] , αιολικός σταθμός βλ. αιολικός2, βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός βλ. βρεφονηπιακός, γεωδαιτικός σταθμός βλ. γεωδαιτικός [< 1,2,3: αρχ. σταθμός, αγγλ.-γαλλ. station 4: γαλλ. étape]
στήθος [στῆθος] στή-θος ουσ. (ουδ.) {στήθ-ους | -η (λαϊκό) -ια} 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα ανθρώπου και ζώων ή/και τα όργανα που περικλείει και (ειδικότ., για σφάγια) το αντίστοιχο τμήμα της σάρκας: τριχωτό ~. Περιφέρεια ~ους. Στο ύψος του ~ους. Κάψιμο/πόνος/σφίξιμο στο ~. Ο μικρός ψήλωσε και μου φτάνει στο ~. Έγειρε το κεφάλι της στο ~ του. Έσφιξε το παιδί στο ~ της. Ο δρομέας έκοψε με το ~ του το νήμα. Παθήσεις του ~ους (: άσθμα, βήχας, βρογχίτιδα). Ο γιατρός ακροάστηκε το ~ μου. Νιώθω ένα βάρος στο ~. Πβ. μπούστο, στέρνο.|| Μπλούζα στενή/φαρδιά στο ~. Το άνοιγμα του ~ους (= ντεκολτέ).|| ~ γαλοπούλας/κοτόπουλου/πάπιας. Βλ. μπούτι. 2. οι μαστοί και ειδικότ. ο κάθε μαστός: γυναικείο/μεγάλο/μικρό/όμορφο/πεσμένο/στητό/σφριγηλό ~. ~ σιλικόνης (= σιλικονάτο). Πλαδαρά/πληθωρικά ~η. Ανόρθωση/αφαίρεση/εξέταση/εμφυτεύματα/πλαστική/προσθετική/σμίκρυνση/σύσφιξη/ψηλάφηση ~ους. Αδένας/θηλή/καρκίνος του ~ους. Όγκος στο ~. Δεν έχει ~ (: είναι επίπεδο· βλ. σανίδα).|| Αριστερό/δεξί ~. Έφερε το βρέφος στο ~ της, για να θηλάσει. Πβ. βυζί.|| Ασκήσεις για το ~. Αθλητής με γραμμωμένο/γυμνασμένο ~. 3. (μτφ.-οικ.) η πηγή, η έδρα των συναισθημάτων: Έχω ένα πλάκωμα στο ~ (: νιώθω ψυχικό πόνο, πβ. κατάστηθα). ΣΥΝ. καρδιά (3) ● Υποκ.: στηθάκι (το): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: από στήθους (λόγ.): από μνήμης, απέξω: ~ ~ απαγγελία/ομιλία. Εκφώνησε τον λόγο ~ ~. Βλ. απέξω κι ανακατωτά. , με διαφορά στήθους: (κυρ. σε αγώνα δρόμου) με ελάχιστη διαφορά: Η μάχη θα κριθεί ~ ~. Ήρθε πρώτος/δεύτερος ~ ~., προτάσσω το στήθος/τα στήθη μου (μτφ.-λόγ.): αντιστέκομαι σθεναρά: Ήρθε η ώρα να ~ξουμε τα ~ μας και να πούμε όχι., στήθος με στήθος: (για αναμέτρηση) από πολύ κοντά, σώμα με σώμα: Παλέψανε ~ ~. Πβ. εκ του συστάδην.|| (μτφ.) Μάχη ~ ~ (: με πολύ μικρή διαφορά) μεταξύ των υποψηφίων. [< 1, 2: αρχ. στῆθος]
στιγμή στιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]
στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]
συμπληρωματικός, ή, ό συ-μπλη-ρω-μα-τι-κός επίθ.: που συμπληρώνει κάτι που λείπει ή προσθέτει κάτι παραπάνω: ~ός: εξοπλισμός/κανονισμός/πίνακας (επιτυχόντων)/προϋπολογισμός/φόρος (μισθωμάτων). ~ή: αγωγή/ανακοίνωση/απάντηση/βιβλιογραφία/δήλωση/δίωξη/έκθεση/εκπαίδευση/ενίσχυση/κατανομή/σύμβαση/σχέση/χορήγηση (φαρμάκου)/χρηματοδότηση. ~ό: εισόδημα/κείμενο/πρόγραμμα/σχέδιο/υλικό (μαθήματος)/υπόμνημα. ~οί: όροι. ~ές: οδηγίες/παροχές (μητρότητας)/πιστώσεις/προτάσεις. ~ά: δικαιολογητικά/έντυπα/έργα/μαθήματα/μέτρα/στοιχεία. (ΝΟΜ.) Έδωσε ~ή κατάθεση. Ζητήθηκαν ~ές διευκρινίσεις/πληροφορίες (πβ. έξτρα, επιπλέον, επιπρόσθετος). Το άρθρο ... περιλαμβάνει ~ές διατάξεις. Υπογράμμισε τον ~ό ρόλο της ιδιωτικής συμμετοχής. Πβ. δευτερεύων, βοηθητ-, επικουρ-, παραπληρωματ-ικός. ΑΝΤ. βασικός, θεμελιώδης, κεντρικός, κύριος, πρωταρχικός. ● επίρρ.: συμπληρωματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμπληρωματικές βάσεις: ΒΙΟΧ. οι βάσεις του DNA και του RNA, μεταξύ των οποίων μπορεί να δημιουργηθούν δεσμοί υδρογόνου. Βλ. αδενίνη, γουανίνη, θυμίνη, κυτοσίνη, ουρακίλη., συμπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο οξείες γωνίες το άθροισμα των οποίων είναι ίσο με 90°. Βλ. παραπληρωματικές γωνίες., συμπληρωματική ιατρική: (κυρ. για εναλλακτικές μορφές θεραπείας) θεραπευτική που μπορεί να συμπληρώσει τη συμβατική ιατρική. [< αγγλ. complementary medicine, 1982] , συμπληρωματικά χρώματα βλ. χρώμα [< μτγν. συμπληρωματικός, γαλλ. complémentaire, supplémentaire, αγγλ. complementary]
σύμπτυξη σύ-μπτυ-ξη ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. ενοποίηση: ~ εταιρειών (= συγχώνευση)/κεφαλαίων (ενός βιβλίου)/μαθημάτων/ομάδων/σχολικών μονάδων/(πανεπιστημιακών) τμημάτων. Πβ. συνένωση. 2. μείωση, ελάττωση, περιορισμός της έκτασης ή της διάρκειας: ~ εγγράφου/εικόνας/λίστας. Τεχνικές ~ης κειμένων (πβ. περίληψη, πύκνωση). ΑΝΤ. ανάπτυξη, επέκταση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ πνευμόνων. ΑΝΤ. έκπτυξη.|| ~ του χρόνου (π.χ. εξέτασης). ΣΥΝ. συντόμευση. ΑΝΤ. παράταση. 3. ΣΤΡΑΤ. οπισθοχώρηση, υποχώρηση: αμυντική ~ του μετώπου. Διαταγή ~ης. [< μτγν. σύμπτυξις 'πτυχή, περίπτυξη']
σύμπτωση σύ-μπτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ταυτόχρονη και, φαινομενικά τουλάχιστον, τυχαία εκδήλωση γεγονότων, φαινομένων: απίστευτη/ατυχής (πβ. συγκυρία)/ιστορική/μοιραία/τραγική/χρονική ~. Κι εσύ εδώ; Κοίτα/τι/τρελή/τρομερή ~! Πρόκειται για ~. Δεν αποτελεί ~ το γεγονός ότι ... Οι όποιες ομοιότητες είναι/οφείλονται σε απλή ~. Για δες κάτι ~ώσεις! (Πολύ) περίεργες ~ώσεις συμβαίνουν τελευταία. Είναι πολλές οι ~ώσεις, για να είναι ατύχημα. Δεν πιστεύω στις ~ώσεις. Μια σειρά ~ώσεων τους έφερε στον τόπο του εγκλήματος. Πβ. τύχη. 2. (μτφ.) συμφωνία, ταύτιση: Διαπιστώθηκε (απόλυτη) ~ απόψεων μεταξύ τους (= σύγκλιση. ΑΝΤ. διάσταση). ~ (ΝΟΜ.) βουλήσεων/ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο/συμφερόντων (ΑΝΤ. σύγκρουση). Υπάρχουν σημεία ~ης (: κοινά) μεταξύ των δύο λαών. Βλ. -πτωση. ΣΥΝ. ταυτότητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: διαβολική/σατανική σύμπτωση: για γεγονός εντελώς απροσδόκητο και συχνά δυσάρεστο: Κατά ~ ~ η κληρωτίδα τούς έφερε και πάλι αντιμέτωπους. ● ΦΡ.: από/κατά σύμπτωση & (λόγ.) εκ συμπτώσεως: κατά τύχη, συμπτωματικά, χωρίς αρχική πρόθεση ή κατάλληλη προετοιμασία: Έγινε ηθοποιός ~ ~. Η φωτιά από καθαρή ~ έγινε αμέσως αντιληπτή. [< 1: αρχ. σύμπτωσις, γαλλ. coïncidence, γερμ. Zufall]
συνήθεια συ-νή-θει-α ουσ. (θηλ.) {συνηθειών} 1. ενέργεια ή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται συχνά, συνήθ. μηχανικά: απλή/διαδεδομένη/ενοχλητική/επίμονη/καθημερινή/καλή/κοινή/παλιά/υγιεινή ~. Διαιτητικές/διατροφικές/κακές ~ες. Η δύναμη της ~ας (βλ. φρ. έξις, δευτέρα φύσις). Όλα είναι ζήτημα/θέμα ~ας (βλ. προσαρμογή). Πιστοί στις ~ές τους. Η ~ σκοτώνει τον έρωτα (πβ. ρουτίνα). Αλλάζω/αποκτώ/κόβω μια ~. Έχω/συνεχίζω τη ~ να ... (Κάτι) μου έγινε ~. Το κάπνισμα/το ποτό αποτελεί βλαβερή/επικίνδυνη ~ (πβ. εξάρτηση). Πβ. εθισμός. ΣΥΝ. έξη 2. έθιμο: Είναι ~ στην πατρίδα μου/στα μέρη μας να γίνεται ... Φέρνουν μαζί τους τις ~ες του τόπου τους. Κατά τη ~ της εποχής ... Πβ. συνήθειο. ΣΥΝ. παράδοση (1) ● ΦΡ.: από συνήθεια: λόγω συνήθειας: Δεν το κάνω ~ ~, μου αρέσει. Είναι μαζί ~ ~. Ψήφος ~ ~. [< αρχ. συνήθεια]
σχέδιο σχέ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {σχεδί-ου} 1. σκοπός, στόχος και ο τρόπος επίτευξής του: επενδυτικό/επιτελικό/επιχειρησιακό/ευφυές ~. ~ αναδιάρθρωσης/ανάκαμψης/διάσωσης/ιδιωτικοποίησης/κατάσβεσης (πυρκαγιάς)/προστασίας. Στρατηγικό ~ ανάπτυξης νομού. Εκτελώ/θέτω σε εφαρμογή/καταστρώνω/πραγματοποιώ ένα ~. Έχω το ~ό μου. Ανατρέπω/χαλάω τα ~α (κάποιου). Το ~ (α)πέτυχε/ευοδώθηκε.|| Ποια είναι τα ~ά σου για το μέλλον; Στα ~ά μου είναι να ... ΣΥΝ. επιδίωξη.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ επέμβασης/επίθεσης.|| (ΠΟΛΙΤ., για πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής:) ~ Tρούμαν/Mάρσαλ. ΣΥΝ. πλάνο (1), πρόγραμμα (1) || (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ εργασίας (= πρότζεκτ). 2. αναπαράσταση μορφής ή αντικειμένου, συνήθ. του περιγράμματός του, πάνω σε επιφάνεια· ειδικότ. λεπτομερής αποτύπωση αντικειμένου ή χώρου κυρ. προς κατασκευή: ~ ζωγραφικής/πορτρέτου/προσώπου/τοπίου. ~ με κάρβουνο/λαδομπογιά/μελάνι/πένα/τέμπερα/χρώμα. Παιδικό/τρισδιάστατο ~. ΣΥΝ. σκίτσο.|| ~ αυτοκινήτου/επίπλου/ιστοσελίδας/λογότυπου/μοντέλου/παπουτσιών/ρούχων/υφασμάτων. Αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό (βλ. ντιζάιν)/διακοσμητικό/καλλιτεχνικό/κατασκευαστικό/μηχανικό/οικιστικό/τοπογραφικό ~. ~ γλύπτη/μόδιστρου/σκηνογράφου. Εκπονώ/κάνω τα ~α. Αγόρασα διαμέρισμα στα ~α (: προτού κατασκευαστεί).|| (η σχετική τεχνική:) Διδάσκω/εξετάζομαι στο/μελετώ ~.|| (σχηματική απεικόνιση χώρου:) ~ αίθουσας/τάξης. ΣΥΝ. σχεδιάγραμμα.|| Καναπές σε μοντέρνο ~. Πβ. στιλ, τεχνοτροπία. Βλ. προ~. ΣΥΝ. σχεδίαση (1), σχεδίασμα (1) 3. κάθε διακοσμητική και γενικότ. καλλιτεχνική σύνθεση πάνω σε οποιοδήποτε υλικό: γεωμετρικά ~α. Κέντημα/κουρτίνες/ποδιά/πόρτα/ταβάνι/ύφασμα με ~α. Προϊόντα σε ποικιλία ~ων. Βλ. διάνθισμα, ποίκιλμα. 4. γενική ή πρόχειρη μορφή παρουσίασης γραπτού συνήθ. κειμένου, που περιλαμβάνει τα κύρια σημεία του: ~ αίτησης/αναφοράς/βιβλίου/διάλεξης/μελέτης/ομιλίας/συμβολαίου/συμφωνίας/συνθήκης. ΣΥΝ. διάγραμμα (3) ● Υποκ.: σχεδιάκι (το): κυρ. στις σημ. 2,3. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο σχέδιο: που δημιουργείται με τη χρήση μολυβιού και βελόνας για τη μέτρηση των αναλογιών του αντικειμένου που θα σχεδιαστεί. Βλ. γραμμικό σχέδιο., σχέδιο Β’ & (σπανιότ.) πλάνο Β’: εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση αποτυχίας του πρώτου {< αγγλ. Plan B, 1977] , σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο : σχέδιο για τη ρυμοτόμηση, τη δόμηση και την επέκταση μιας πόλης: (οικισμός, οικόπεδο, περιοχή, σπίτι) εντός/εκτός ~ου πόλεως. Ένταξη στο ~ ~., σχέδιο πτήσης: αναπαράσταση της πορείας αεροσκάφους πάνω σε χάρτη., γραμμικό σχέδιο βλ. γραμμικός, επιχειρηματικό σχέδιο βλ. επιχειρηματικός, κινούμενα σχέδια βλ. κινούμενος, λογιστικό σχέδιο βλ. λογιστικός, πρόγραμμα/σχέδιο δράσης βλ. δράση, ρυθμιστικό σχέδιο βλ. ρυθμιστικός, ρυμοτομικό σχέδιο βλ. ρυμοτομικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, σχέδιο νόμου βλ. νόμος ● ΦΡ.: βάσει σχεδίου: για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται ή κάποιος ενεργεί συνειδητά, ακολουθώντας συγκεκριμένη μέθοδο, ορισμένο πρόγραμμα: Περιοχή που αναπτύσσεται ~ ~.|| (μτφ.) Βαδίζει/κινείται/λειτουργεί ~ ~ για το μέλλον. Όλα πάνε/προχωρούν ~ ~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Δρα ~ (οργανωμένου) ~, για να υπονομεύσει την ενότητα της ομάδας. Βλ. βλέποντας και κάνοντας. [< μτγν. σχέδιον ‘αυτοσχέδιος λόγος’, γαλλ. dessin, αγγλ. design]
τίποτα τί-πο-τα αόρ. αντων. {άκλ.} & τίποτε & (λαϊκό) τίποτες, τίποτις 1. (σε αποφατικές συνήθ. προτάσεις) κανένα πράγμα (υλικό ή άυλο): ~ δεν έχει κριθεί ακόμη. Δεν έμαθες ~ από τα παθήματά σου. Μην πετάξεις ~! Δεν ζητώ ~ από σένα. Δεν κοστίζει ~. Παρέλυσε, δεν ένιωθε ~. Δεν ακούω ~ (: κυριολ. και μτφ., δεν δέχομαι δικαιολογίες). Όλη μέρα κάθεται και δεν κάνει ~ άλλο από το να χαζεύει. Δεν είδα ~. Δεν κατάφερε (απολύτως) ~. Σε ~ δεν του έμοιασε. Πρόσεξε μην καταλάβει ~ (= το παραμικρό). Δεν έχουμε ~ κοινό μεταξύ μας. Δεν του λείπει ~ (: τα έχει όλα). Δεν έχει ~, έμεινε στον άσο. ~ δεν είναι αλήθεια/σίγουρο/τυχαίο. ~ δεν έχει αλλάξει/δεν έχει νόημα πια. Αυτή η εμπειρία δεν συγκρίνεται με ~. ~ δεν πρόκειται να συμβεί, στο υπογράφω.|| Δεν ξέρει ~ από μουσική. Πβ. καθόλου.|| -Τι είπες; -~! Είναι καλά, ~ λιγότερο, ~ περισσότερο. 2. (συχνά σε ερωτημ. και αποφατικές προτάσεις) κάτι: Έχεις/συνέβη ~; Πρόσεξε μην πάθεις ~. Ξέχασες ~; Με θέλετε τίποτ' άλλο; Βλέπεις ~ περίεργο; Παίζει ~ καλό στην τηλεόραση; Δεν πάμε να τσιμπήσουμε ~; Έχει ~ να φάμε; Ξέρεις ~ για το θέμα; Πες ~ καινούργιο. Έλα, αν δεν έχεις ~ καλύτερο να κάνεις. Δεν έχασες και ~ που δεν ήρθες. Δεν υπάρχει ~ πιο διασκεδαστικό από ... Δεν γνωρίζω ~ σχετικό. Δεν περίμενα ~ καλύτερο απ' αυτόν. Δεν μένει πια ~ να κάνει. Δεν έχεις να ζηλέψεις ~ απ' τους άλλους. Οι τίτλοι και τα βραβεία δεν σημαίνουν (και) ~. Δεν είναι ~ σοβαρό, μην ανησυχείς. 3. (ως επίθ., + πληθ., προφ.) σε αόριστη αναφορά, κάποιοι, καθόλου: Είναι ~ φίλοι σου αυτοί;|| Έχεις ~ λεφτά πάνω σου; 4. κάτι σημαντικό: Δεν είναι ~ για μένα να βοηθήσω. ● Ουσ.: τίποτα & τίποτε (το): κάτι ασήμαντο, ανύπαρκτο: Χωρίς εσένα, είμαι ένα ~. Από το ~, κάτι είναι κι αυτό.|| (μειωτ., για πρόσ.) Είναι ένα ~, ένα μηδενικό. ● ΦΡ.: (δεν κάνει) τίποτα 1. δεν κοστίζει τίποτα: -Τι σας οφείλω; -~ ~. 2. ως ευγενική απάντηση σε ευχαριστία: -Ευχαριστώ για τη βοήθεια! -Παρακαλώ, ~ ~. [< γαλλ. de rien] , ακόμα δεν έχεις δει/δεν είδες τίποτα! (προφ.-εμφατ.): ως προειδοποίηση για επιδείνωση μιας κατάστασης: -Γίνεται χαμός! -Και ~ ~!, από το τίποτα (προφ.): από το μηδέν: Έστησαν ολόκληρη επιχείρηση/πλούτισαν ~ ~.|| Ο καβγάς ξεκίνησε ~ ~ (= χωρίς σημαντική αφορμή)., αυτό δεν είναι τίποτα! (προφ.): ως σχόλιο για κάτι που αξιολογείται ως λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο: ~ ~, πού να δεις εγώ τι έπαθα!, για το τίποτα (προφ.): χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή σημαντική αιτία, μάταια: Πολύς λόγος/τόσος κόπος ~ ~! [< γαλλ. pour rien] , δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο: για να δηλωθεί η πλήρης καταστροφή, διάλυση: Δεν έμεινε ~ από τον σεισμό, όλα τα σπίτια κατέρρευσαν. Πβ. τα κάνω γυαλιά καρφιά. ΣΥΝ. δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο), δεν έχω τίποτα εναντίον (του) (προφ.): δεν είμαι θυμωμένος μαζί του· δεν είμαι αρνητικός με κάτι: ~ ~ σου, απλώς θέλω να μείνω λίγο μόνος.|| ~ ~ της τεχνολογίας., δεν έχω τίποτα να χάσω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποτολμά κάτι χωρίς να διακινδυνεύει πολλά: Προσπάθησε, δεν έχεις (και) τίποτα να χάσεις., και τίποτ' άλλο (προφ.-εμφατ.): μόνο αυτό, τίποτα διαφορετικό: Στόχος μας είναι η νίκη ~ ~! Αυτό θέλω ~ ~! [< γαλλ. et rien d'autre ] , κι όχι τίποτ' άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που ακολουθεί είναι πιο δυσάρεστο, πιο σοβαρό από τα προηγούμενα: Έχασα την πτήση, ~ ~ ήταν και η τελευταία., με τίποτα (εμφατ., σε αρνητ. φρ.) 1. για κανένα λόγο, σε καμία περίπτωση: Αυτή την ταινία δεν τη χάνω ~ ~. Δεν ήθελε ~ ~ να μείνει. -Θα το κάνεις; -~ ~, ξέχνα το! ΣΥΝ. με κανέναν τρόπο 2. καθόλου: Η νύχτα δεν περνούσε ~ ~., με το τίποτα (προφ.): άνευ λόγου, χωρίς σημαντική αιτία: Αγχώνεται/τσακώνονται ~ ~., πολύ κακό για το τίποτα & (σπάν.) πολύς θόρυβος για το τίποτα (συχνά ειρων.): για κάτι που προκάλεσε αδικαιολόγητα μεγάλη αναστάτωση. ΣΥΝ. τρικυμία εν ποτηρίω [< αγγλ. much ado about nothing] , από ... άλλο τίποτα βλ. άλλος, δεν (μου) κοστίζει τίποτα να βλ. κοστίζει, δεν γίνεται τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έγινε (και) τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε βλ. χωρίζω, δεν μου λέει τίποτα βλ. λέω, δεν στοιχίζει τίποτα βλ. στοιχίζει, δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα βλ. έχω, δεν τρέχει τίποτα βλ. τρέχω, είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, με/για τίποτα στον κόσμο βλ. κόσμος, όλα ή τίποτα βλ. όλος, τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; βλ. άλλος, τίποτα (το) σπουδαίο βλ. σπουδαίος, τίποτα δεν μας σταματά/δεν μπορεί να μας σταματήσει βλ. σταματώ [< μεσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ., μτγν. τί ποτε με ερωτημ. σημ.]
τόπος τό-πος ουσ. (αρσ.) 1. συγκεκριμένη έκταση γης, τοποθεσία, περιοχή: βραχώδης/γόνιμος/επίπεδος/έρημος/μακρινός ~. Πβ. έδαφος.|| Γενέθλιος/φιλόξενος ~ (πβ. πόλη, χώρα). ~ γέννησης/διαμονής/διεξαγωγής (αγώνων)/εγκατάστασης/έκδοσης/κατοικίας/παραγωγής/παραθερισμού/προορισμού. ~ εισαγωγής/εξαγωγής προϊόντων. Ο ~ του ατυχήματος/του μαρτυρίου/της μάχης. Άγονος, φτωχός ~. Εδώ είναι ο ~ όπου ... Μετακίνηση από ~ο σε ~ο/προς και από τον ~ο εργασίας. Αρχαιολογικοί/ιεροί/ιστορικοί ~οι. ~οι λατρείας. Ανεξερεύνητοι ~οι της Γης. Παραμύθια από ~ους της Ασίας. Έχει ισχυρούς δεσμούς με τον ~ο καταγωγής του. Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στον ~ο της τραγωδίας. Ιδανικός ~ για ... Η ενότητα του ~ου στο κλασικό θέατρο.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιρρηματικός προσδιορισμός του ~ου. ΣΥΝ. μέρος (2) 2. χώρος: Πιάνει πολύ ~ο. Κάνε ~ο να περάσω. Έχει γεμίσει ο ~ σκουπίδια. 3. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Γύρισε στον ~ο του. Η ιστορία του ~ου μας. 4. ΛΟΓΟΤ. -ΡΗΤΟΡ. παραδοσιακό μοτίβο, λογοτεχνική σύμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Τόποι: ΕΚΚΛΗΣ. οι περιοχές της αρχαίας Παλαιστίνης όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός., γεωμετρικός τόπος: ΜΑΘ. το σύνολο όλων των σημείων που έχουν μόνο αυτά μία κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα. [< νεολατ. locus] , αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, κοινός τόπος βλ. κοινός, κρανίου τόπος βλ. κρανίο, τόπος αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, τόπος του εγκλήματος βλ. έγκλημα ● ΦΡ.: εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ: ΕΚΚΛΗΣ. (στη νεκρώσιμη ακολουθία) για τον τόπο όπου βρίσκεται ο νεκρός: Απεβίωσεν/αποδήμησε εις ~ ~. Αναπαύεται/βρίσκεται εν ~ ~., επί τόπου (λόγ.): επιτόπου., κατά τόπους: κατά περιοχές, τοπικά: ηλιοφάνεια και λίγη ~ ~ συννεφιά.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ (= τοπικές) διευθύνσεις/υπηρεσίες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα ~ ~ γραφεία του Οργανισμού., πιάνει τόπο (προφ.): για κάτι που έχει αποτέλεσμα, αξιοποιείται θετικά: Οι κόποι/τα λεφτά/οι συμβουλές του έπιασαν ~., τόπο στα νιάτα: για να δηλωθεί ότι πρέπει να παραμερίζουν οι μεγαλύτεροι ή γεροντότεροι, ώστε να δίνονται ευκαιρίες στους νέους: Δώστε ~ ~!, αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο βλ. αδειάζω, ατάκα κι επί τόπου βλ. ατάκα, αφήνω στον τόπο βλ. αφήνω, βρόμησε ο τόπος βλ. βρομώ, δεν με χωρά(ει) ο τόπος βλ. χωρώ, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, έμεινε στον τόπο βλ. μένω, κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη βλ. ζακόνι, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, ουδείς προφήτης στον τόπο του βλ. προφήτης, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. τόπος ‘θέση, μέρος, θέμα’, γαλλ. lieu, γερμ. Topos, αγγλ. topos]
τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]
τώρα τώ-ρα επίρρ. 1. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή: Πού να βρίσκεται ~; (Έ)ως/ίσαμε/μέχρι ~ δεν έχει σημειωθεί κανένα πρόβλημα. Τι θυμήθηκα ~! Γίνε μέλος/κάντε κράτηση ~! Παλιότερα τον δικαιολογούσα, αλλά ~ δεν μπορώ. ~ βέβαια μιλάμε εντελώς θεωρητικά. Να περάσουμε ~ στο συμβάν. Και ~ έρχομαι στο διά ταύτα.|| Aπό ~ (= εδώ) και μετά/στο εξής/στο μέλλον. ~ πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι ~ πια της μόδας. ~ να δούμε τι θα γίνει. ~ που μπορώ, θα πάω διακοπές.|| Άλλοτε και ~ (= σήμερα). ΑΝΤ. παλιά.|| (ως ουσ., το παρόν:) Το τότε/πριν/χτες και το ~. Το ~ και το αύριο/μετά. Προσπαθεί να ζήσει το ~ και να ξεχάσει το παρελθόν. 2. αμέσως: Ειδοποίησέ την ~! Πες του να έρθει ~! Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει ~! (εμφατ.) ~ αμέσως. 3. για να δοθεί έμφαση σε κάτι που έχει αρχίσει από καιρό ή στη χρονική διάρκεια γεγονότος: Χρόνια ~ ακούμε τα ίδια και τα ίδια. Eίναι δυο χρόνια ~ που ασχολείται με την υπόθεση. Πάνε ~ έξι μήνες που δεν την έχουμε δει. 4. για να δηλωθεί απορία, αδιέξοδο, δυσαρέσκεια, απειλή: Και ~ τι κάνουμε;|| ~ πια είναι αργά.|| ~ βρήκες και συ την ώρα να το συζητήσουμε.|| ~ θα δει τι έχει να πάθει! ● ΦΡ.: από τώρα; (προφ.): από τόσο νωρίς;: Φεύγουμε ~ ~; ~ ~ πας να κοιμηθείς;, ή τώρα ή ποτέ: για κάτι που πρέπει να γίνει εξάπαντος ή να ξεκινήσει τη στιγμή που μιλάμε: Είπα ~ ~ και το τόλμησα!, τώρα δα/μόλις (προφ.) 1. πριν από πολύ λίγο: ~ ~ με πήρε τηλέφωνο. Πβ. προ ολίγου. 2. αυτή(ν) ακριβώς τη στιγμή: Αυτό σκεφτόμουν ~ ~., τώρα μάλιστα (προφ.): δηλώνει επιβράβευση ή αποδοκιμασία, δυσαρέσκεια: ~ ~, σε παραδέχομαι!|| ~ ~! Μας σώσατε., τώρα τελευταία (προφ.): εδώ και λίγο καιρό: Δεν αισθάνομαι καλά ~ ~ (= τον τελευταίο καιρό)., αιώνες τώρα βλ. αιώνας, εδώ και τώρα βλ. εδώ, έλα τώρα/δα! βλ. έλα, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, θα σου 'λεγα (τώρα) βλ. λέω, λέμε τώρα βλ. λέω, μη χέ(σω) (τώρα) βλ. χέζω, τώρα δέσαμε! βλ. δένω, τώρα είναι που ... βλ. που, τώρα κοντά βλ. κοντά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς, τώρα που γυρίζει βλ. γυρίζω [< μτγν. τώρα]
υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]
υπεριώδης, ης, ες [ὑπεριώδης] υ-πε-ρι-ώ-δης επίθ. {υπεριώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την υπεριώδη ακτινοβολία: ~ες: μέρος του φάσματος/φως (του ήλιου). ~εις: ακτίνες.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ους. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: υπεριώδης ακτινοβολία: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μικρότερο από το ιώδες του ορατού φάσματος, αλλά μεγαλύτερο από αυτό των ακτίνων Χ. Βλ. υπέρυθρη ακτινοβολία. [< γαλλ.-αγγλ. ultraviolet]
υποχρέωση [ὑποχρέωση] υ-πο-χρέ-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. οτιδήποτε επιβάλλεται από τον νόμο ή από κοινωνική, ηθική επιταγή: αδήριτη/αναγκαία/επιτακτική ~. ακαδημαϊκές/επαγγελματικές/μακροπρόθεσμες/οικονομικές/πολλές/στοιχειώδεις ~ώσεις. Ανέλαβε/έχει την ~ να ... Δεν έχεις μόνο δικαιώματα, αλλά και ~ώσεις. Κάνω ταξίδια, όταν μου το επιτρέπουν οι ~ώσεις μου (: όταν βρίσκω ελεύθερο χρόνο). Δεν θα έρθω μαζί σας, έχω άλλες ~ώσεις. (ως έκφραση ευγένειας:) ~ή μου! Πβ. καθήκον.|| (ΝΟΜ.) ~ του οφειλέτη.|| (ΣΤΡΑΤ.) Εθελοντές Πενταετούς ~ης (ακρ. ΕΠΥ). 2. αίσθημα ευγνωμοσύνης και οφειλής απέναντι σε κάποιον, για ωφέλεια, εξυπηρέτηση, βοήθεια: Αισθάνομαι/έχω/νιώθω μεγάλη ~ απέναντί του. Τους κάλεσε σπίτι της για να βγάλει την ~/βγει από την ~ (: για να ανταποδώσει την ~). Το θεωρώ ~ή μου να … ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικές υποχρεώσεις: που ορίζονται από τους κοινωνικούς κανόνες, όπως προσφορά δώρων ή παρουσία σε εκδηλώσεις ή εκκλησιαστικά μυστήρια. [< γαλλ. obligations sociales] , οικογενειακές υποχρεώσεις: δεσμεύσεις που αναλαμβάνει κάποιος απέναντι στην οικογένειά του, όπως οικονομική ή ηθική στήριξη, φροντίδα ανήλικων μελών, συμμετοχή σε δραστηριότητες· ειδικότ. το να έχει κάποιος σύζυγο και κυρ. παιδιά: Δεν μπόρεσα να παρευρεθώ στην εκδήλωση λόγω ~ών ~ώσεων.|| Εργαζόμενοι με/χωρίς ~ ~. Πβ. οικογενειακά βάρη., στρατιωτικές υποχρεώσεις: στρατιωτική θητεία., ανειλημμένες υποχρεώσεις βλ. ανειλημμένος, συγγραφή υποχρεώσεων βλ. συγγραφή ● ΦΡ.: από υποχρέωση: για κάτι που κάνει κάποιος από αίσθηση ηθικού ή κοινωνικού χρέους, συνήθ. χωρίς να το θέλει πραγματικά: Κάνω κάτι/πηγαίνω κάπου ~ ~. [< γαλλ. obligation]
υψηλός, ή, ό [ὑψηλός] υ-ψη-λός επίθ. {υψηλότ-ερος, -ατος} 1. που είναι ανώτερος από το συνηθισμένο ή το κανονικό ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, τη βαθμίδα, την ένταση ή την ποιότητα σε μία κλίμακα ιεραρχίας: ~ός: δείκτης νοημοσύνης/ρυθμός ανάπτυξης. ~ή: ακτινοβολία/απόδοση/βαθμολογία/στάθμη (εξόδου/θορύβου)/τηλεθέαση/τοξικότητα. ~ό: εισόδημα/επιτόκιο/ποσοστό. ~ές: βάσεις (εισαγωγής στα ΑΕΙ)/δόσεις (δανείου)/επιδόσεις/θερμοκρασίες/στροφές (: στο αυτοκίνητο)/τιμές (πβ. ακριβός, βλ. φτηνός). ~ά: κέρδη. Γραμμές/πυλώνες ~ής τάσης. Γεννήτριες/ρεύμα ~ής συχνότητας. Τρόφιμα με ~ή περιεκτικότητα σε βιταμίνες/θερμίδες. Αυτοκίνητο ~ού κυβισμού. (Κάτι) κυμαίνεται σε ~ά επίπεδα. Έχει ~ή μυωπία/πίεση/~ό αιματοκρίτη/σάκχαρο. Παρουσίασε ~ό πυρετό. Πβ. μεγάλος.|| Κατέχει ~ή θέση στην επιχείρηση.|| Άνθρωπος με ~ό αίσθημα ευθύνης (= ευσυνείδητος, πολύ υπεύθυνος). Η συζήτηση κινήθηκε σε ~ούς τόνους (πβ. έντονος).|| ~ή: κομμωτική/ποίηση/τέχνη. ~ό: βιοτικό επίπεδο. Παράσταση ~ού επιπέδου. Πβ. ανώτερος.|| (ΜΟΥΣ.) (για ήχο με μεγάλο τονικό ύψος:) ~ές: νότες/περιοχές συχνοτήτων. ΣΥΝ. ψηλός (3) ΑΝΤ. χαμηλός (2) 2. που έχει σημαντική κοινωνική ή πολιτική θέση ή κύρος: ~ή: αριστοκρατία. ~οί: προσκεκλημένοι. ~ά: πρόσωπα.|| (κατ' επέκτ.) ~ές: επαφές (= ~ού επιπέδου/(εμφατ.) σε ~ατο επίπεδο). 3. (μτφ.) που έχει μεγάλη ηθική, πνευματική αξία ή σημαντικό κοινωνικό ρόλο: ~ός: σκοπός. ~ή: μόρφωση. ~ό: φρόνημα. ~οί: στόχοι. ~ές: ιδέες. ~ά: ιδανικά. Πβ. ανώτερος, ευγενής, υψηλόφρων.|| ~ή: αποστολή. ~ό: αξίωμα/έργο. ~ά: καθήκοντα. 4. που έχει μεγαλύτερο ύψος του κανονικού· κατ' επέκτ. που απέχει μεγαλύτερη απόσταση από ένα ορισμένο σημείο αναφοράς: (λόγ.) ~ή: βλάστηση. ~ό: ανάστημα/κτίριο. Πβ. ψηλός.|| ~ά: στρώματα της ατμόσφαιρας.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ά: νέφη. Βλ. -ηλός. ΑΝΤ. χαμηλός (1) ● Ουσ.: υψηλό (το): (χαρακτηρισμός ιδεών, θεωριών, αντικειμένων) ό,τι έχει πολύ μεγάλη ηθική και πνευματική αξία: (ΦΙΛΟΣ.) η έννοια του ~ού. [< λατ. sublime] ● ΣΥΜΠΛ.: υψηλή πολιτική: ΠΟΛΙΤ. που αναφέρεται σε τομείς πρωτίστης σημασίας: ζητήματα/θέματα ~ής ~ής (: εθνική άμυνα, διεθνείς σχέσεις). ΑΝΤ. χαμηλή πολιτική [< αγγλ. high politics] , (Υψηλή) Πύλη βλ. πύλη, ομάδες υψηλού κινδύνου βλ. ομάδα, υψηλή πιστότητα βλ. πιστότητα, υψηλή πτήση βλ. πτήση, υψηλή ραπτική βλ. ραπτική, υψηλή τεχνολογία βλ. τεχνολογία, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία, υψηλής ευκρίνειας βλ. ευκρίνεια, υψηλό βαρομετρικό βλ. βαρομετρικός, υψηλού/χαμηλού κινδύνου βλ. κίνδυνος ● ΦΡ.: αφ' υψηλού [ἀφ' ὑψηλοῦ] (λόγ.): υπεροπτικά, περιφρονητικά, υποτιμητικά: Βλέπω/κρίνω (κάποιον/κάτι) ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιμετώπιση/συμπεριφορά. Πβ. από καθέδρας., (υψηλών) απαιτήσεων/με απαιτήσεις βλ. απαίτηση, υψηλά ιστάμενος βλ. ιστάμενος, υψηλοί τόνοι βλ. τόνος1, υψηλών προδιαγραφών βλ. προδιαγραφές [< αρχ. ὑψηλός, γαλλ. haut, αγγλ. high]
φορολογικός, ή, ό φο-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη φορολογία: ~ός: ανταγωνισμός/έλεγχος (= φοροέλεγχος)/κώδικας/νόμος/προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: αμνηστία/απάτη/εναρμόνιση (των ~ών συστημάτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης)/ισότητα/κατοικία (: ο τόπος όπου ένα πρόσωπο υποχρεούται να δηλώνει το συνολικό του εισόδημα)/κλίμακα/μεταρρύθμιση/περίοδος/πολιτική/ταμειακή μηχανή. ~ό: απόρρητο/Δίκαιο/δικαστήριο/έτος/καθεστώς/νομοσχέδιο/σαφάρι (= φοροσαφάρι). ~ές: απαλλαγές (= φοροαπαλλαγές)/διαφορές/διευκολύνσεις/εκκρεμότητες/επιβαρύνσεις/παραβάσεις/περικοπές/ρυθμίσεις/υπηρεσίες/υποχρεώσεις. ~ά: βάρη/βιβλία/έντυπα/έσοδα/κίνητρα (για επενδύσεις)/μέτρα. Λογιστικό-~ό γραφείο.|| ~ός: διαιτητής/εκπρόσωπος/σύμβουλος. ~ές: Αρχές. ● Ουσ.: φορολογικά (τα) (προφ.): ενν. θέματα: Έχει αναθέσει τα ~ του σε φοροτεχνικό. ● επίρρ.: φορολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φορολογική βάση: το εισόδημα, η περιουσία και οι δαπάνες του φορολογούμενου, βάσει των οποίων καθορίζεται ο φορολογικός συντελεστής: ενιαία ~ ~. Διεύρυνση της ~ής ~ης., φορολογική δήλωση: έγγραφη ή ηλεκτρονική δήλωση εισοδήματος που υποβάλλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αρμόδια φορολογική Αρχή κάθε χρόνο· συνεκδ. το αντίστοιχο έντυπο ή η ψηφιακή φόρμα: εκπρόθεσμη ~ ~. Εκκαθάριση ~ής ~ης.|| Προθεσμίες για την κατάθεση/υποβολή ~ών ~ώσεων. Οδηγίες για τη συμπλήρωση των ~ών ~ώσεων (: φορολογικός οδηγός). Βλ. φοροτεχνικός., φορολογικός μηχανισμός/εκτυπωτής: ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρονική υπολογιστική συσκευή για την έκδοση παραστατικών. Πβ. ταμειακή μηχανή., φορολογικός συντελεστής: το ποσό του φόρου που αναλογεί σε κάθε μονάδα της φορολογικής βάσης, εκφραζόμενο ως ποσοστό επί τοις εκατό: ανώτατος/κεντρικός/μέσος ~ ~. Υψηλοί/χαμηλοί ~οί ~ές. Ενιαίος ~ ~ ...%. Αύξηση των ~ών ~ών., φορολογική ενημερότητα βλ. ενημερότητα, φορολογικό μητρώο βλ. μητρώο, φορολογικό ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, φορολογικός παράδεισος βλ. παράδεισος [< μεσν. φορολογικός, γαλλ. fiscal, αγγλ. tax]
χείλος [χεῖλος] χεί-λος ουσ. (ουδ.) {χείλ-ους | -η, -έων} ΣΥΝ. χείλι 1. ΑΝΑΤ. πτυχή συνδετικού ιστού η οποία αποτελεί το άνω ή κάτω εξωτερικό άκρο της στοματικής κοιλότητας: διογκωμένο/σκισμένο ~. Το ~ της κάτω γνάθου. Αποτρίχωση άνω ~ους. Οι σιελογόνοι αδένες του ~ους. Έρπης/κυάνωση/πλαστική (των) ~έων. 2. ΑΝΑΤ. (γενικότ.) κάθε πτυχή συνδετικού ή άλλου ιστού η οποία συνιστά το άκρο ενός φυσικού ανοίγματος του σώματος: το ~ του βλεφάρου/του δωδεκαδακτύλου/των ούλων. Μεγάλα/μικρά ~η του αιδοίου.|| Συγκράτηση των ~έων της τομής (κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης).|| Έξω/έσω ~ του ποδιού. Πρόσθιο ~ της κνήμης (πβ. αντικνήμιο). 3. (μτφ.) άκρο εδαφικού σχηματισμού ή κοίλης επιφάνειας: το ~ της καλντέρας/του φαραγγιού. Μοναστήρι χτισμένο στο ~ της χαράδρας. Πβ. άκρη.|| Το ~ της λίμνης/του ποταμού/του ρέματος.|| Το ~ του βάζου/φλιτζανιού. 4. ΒΟΤ. (σπάν.) καθένα από τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται το άνθος των χειλανθών. ● χείλη (τα) (γενικότ.): (συνήθ. για γυναίκα) αισθησιακά/βαμμένα/κόκκινα/λεπτά/μισάνοιχτα/σαρκώδη/σκασμένα/φλογισμένα ~. ~ για φίλημα. Σκουλαρίκι στα ~. Απλώνω κραγιόν στα ~. Τη φίλησε στα ~ (= στο στόμα). Έσμιξαν τα ~ τους. Διαβάζω τα ~ (: κατανοώ τι λέει κάποιος μέσω της παρατήρησης των κινήσεων των χειλιών του). ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημα χείλη βλ. επίσημος ● ΦΡ.: άλαλα τα χείλη των ασεβών (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. για κάποιον που μένει άναυδος., από τα χείλη/διά χειλέων κάποιου: από το στόμα κάποιου επισήμου και γενικότ. από τον ίδιο: ανακοίνωση/διάψευση ~ ~ των αρμοδίων/του κυβερνητικού εκπροσώπου., στο χείλος (+ γεν.): ένα βήμα πριν την εκδήλωση ανεπιθύμητης κατάστασης· σε κρίσιμο, οριακό σημείο, στα πρόθυρα: Ακροβατούν/είναι ~ του διαζυγίου/της κατάρρευσης. Είδη ζώων που βρίσκονται ~ ~ της εξαφάνισης. Οι σπατάλες τον έφεραν ~ ~ της χρεοκοπίας., δαγκώνω τα χείλια (μου)/τα χείλη (μου) βλ. δαγκώνω, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, του έψησε/του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη βλ. ψάρι [< αρχ. χεῖλος]
χειρόγραφο χει-ρό-γρα-φο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.-συνηθέστ.) -άφου} ΦΙΛΟΛ. 1. κείμενο γραμμένο με το χέρι, πριν την εφεύρεση της τυπογραφίας: ακέφαλο/αυθεντικό/εικονογραφημένο (βλ. μικρογραφία)/παλίμψηστο/πρωτότυπο/σπάνιο/σωζόμενο/χαμένο ~. Αρχαία/βυζαντινά ~α. ~ σε πάπυρο/περγαμηνή (βλ. ειλητάριο, κύλινδρος). Αποκατάσταση ~άφου. Τα ~α της Μονής. Αρχείο/επιμελητής/κατάλογος/τμήμα ~άφων (Βιβλιοθήκης). Συντήρηση/ψηφιοποίηση ~άφων. Βλ. αντιβολή, αντιγραφέας, απόγραφο, αρχέτυπο, βέρσο, επίτιτλο, παλαιογραφία, ρέκτο, σπάραγμα, στέμμα, χάσμα, ώα. 2. κείμενο που έχει γραφτεί από τον ίδιο τον συγγραφέα ή συντάκτη του: ανέκδοτο/ανώνυμο ~. Τα ~α του ποιητή. Βλ. δακτυλόγραφο, ιδιόχειρος. ● ΦΡ.: από χειρόγραφο & (λόγ.) από/(σπάν.) εκ χειρογράφου: από κείμενο γραμμένο στο χέρι, συνήθ. ιδιόγραφο: απολογία/δηλώσεις ~ ~. Διάβαζε ~ ~. [< μτγν. χειρόγραφον]
χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]
χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]
ψηλός, ή, ό ψη-λός επίθ. & (λαϊκό-λογοτ.) αψηλός ΑΝΤ. χαμηλός 1. που έχει ύψος μεγαλύτερο από τον μέσο όρο ή από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο: ~ή: γυναίκα. ~ό: παιδί. ~ και άχαρος (= κρεμανταλάς)/λεπτός (= ψηλόλιγνος). Πόσο ~ είναι (: τι ύψος έχει); ΑΝΤ. κοντός.|| ~ός: πύργος/φράκτης. ~ή: γέφυρα. ~ό: αμάξωμα/βουνό/δέντρο/εμπόδιο/κτίριο/ποτήρι (βλ. κολονάτος)/σπίτι/τείχος/τραπέζι/φυτό. ~ές: μπότες. ~ά: τακούνια. Καρέκλα με ~ή πλάτη. Η ομάδα έπαιξε με ~ό σχήμα (: με ψηλούς παίκτες). 2. που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος ή υψόμετρο: ~ό: παράθυρο/ταβάνι (βλ. ψηλοτάβανος). ~ά: κλαδιά/ντουλάπια/ράφια.|| ~ή: κορυφή. Το πιο ~ό σημείο. 3. που βρίσκεται στα ανώτερα επίπεδα μιας κλίμακας, υψηλός: ~ή: βαθμολογία/θερμοκρασία/περιεκτικότητα/πίεση (= υπέρταση)/τάση/χοληστερίνη. ~ό: κόστος. ~ές: συχνότητες/τιμές. ~ά: εισοδήματα/επιτόκια/ποσοστά. ● Ουσ.: ψηλά (τα): σημείο που είναι σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο: Χιονίζει στα ~ της πόλης.|| (μτφ.) Η ομάδα θέλει να διατηρηθεί στα ~ της βαθμολογίας. Πβ. ρετιρέ. ● Υποκ.: ψηλούτσικος , η, ο: συνήθ. στις σημ. 1, 3: γεματούλης και ~ (ΑΝΤ. κοντούτσικος). ● ΣΥΜΠΛ.: το πιο ψηλό/το κορυφαίο σκαλί βλ. σκαλί ● ΦΡ.: απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) (παροιμ.): σε περιπτώσεις μετάβασης από μια κατάσταση ευημερίας, ευτυχίας ή ισχύος σε μια ακριβώς αντίθετη: Έτσι είναι η ζωή, ~ ~! Πβ. από δήμαρχος κλητήρας., στο ψηλό παιχνίδι: (στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ) στην περίπτωση που η μπάλα παίζεται στον αέρα, οπότε πλεονέκτημα έχουν συνήθ. οι ψηλοί ή αλτικοί παίκτες: Η ομάδα είναι δυνατή ~ ~ (: διαθέτει ψηλούς παίκτες). Αρκετά καλός ~ ~ και εξίσου επικίνδυνος με την μπάλα στα πόδια. ΑΝΤ. στο χαμηλό παιχνίδι, τα ψηλά σκαλοπάτια {σπανιότ. στον εν.} (μτφ.): οι ανώτερες θέσεις: ~ ~ της ιεραρχίας. Αναρριχήθηκε/διατηρήθηκε/παρέμεινε στα ~ ~ του πίνακα. Θέλει να φτάσει στο πιο ~ό ~ι., (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά! βλ. βουνό, τα ψηλά καπέλα βλ. καπέλο ● βλ. ψηλά [< μεσν. ψηλός]
ωμός, ή, ό [ὠμός] ω-μός επίθ. 1. (για τροφή) που δεν έχει μαγειρευτεί: ~ή: σαλάτα. ~ό: αβγό/κρέας (= άψητο). ~οί: ξηροί καρποί. ~ά: λαχανικά/φρούτα/ψάρια (βλ. σούσι). Βλ. βραστός, τηγανητός, ψητός. 2. (μτφ.) σκληρός, απάνθρωπος: ~ός: εκβιασμός (πβ. απροκάλυπτος, στυγνός). ~ή: απάντηση (= κυνική)/απειλή/εικόνα. ~ές: επιθέσεις/παραβιάσεις/παρεμβάσεις. ~ά: συναισθήματα. Ταινίες ~ού ρεαλισμού. Μίλησε με ~ή γλώσσα. Πρέπει να δεις την ~ή (= γυμνή) αλήθεια/πραγματικότητα. Περιέγραψε την κατάσταση με τον πιο ~ό τρόπο.|| (για πρόσ.) Θα είμαι ~ και ειλικρινής μαζί σου. ● επίρρ.: ωμά: στη σημ. 2: Για να το θέσω/να το πω ~ (πβ. κοφτά, στα ίσια) ... ● ΣΥΜΠΛ.: ωμή βία 1. για πράξεις εξαιρετικά βίαιες και φρικιαστικές: σκηνές ~ής ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος αποκρυπτογράφησης η οποία βασίζεται στην εξαντλητική δοκιμή όλων των πιθανών κλειδιών, μέχρι να βρεθεί το σωστό: επίθεση ~ής ~ας. Αλγόριθμοι ~ής ~ας. Βλ. χάκινγκ. [< 2: αγγλ. brute force] [< αρχ. ὠμός]
ώρα [ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ