ακρογωνιαίος, α, ο [ἀκρογωνιαῖος] α-κρο-γω-νι-αί-ος επίθ.: βασικός, θεμελιώδης, ουσιώδης: ~α: αρχή/θέση. ~ο: αξίωμα/δόγμα. ~α: στοιχεία. ● ΣΥΜΠΛ.: ακρογωνιαίος λίθος & ακρογωνιαία πέτρα 1. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, συστατικό στοιχείο: Η ελευθερία είναι ο ~ ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πβ. πυλώνας, στήριγμα. ΣΥΝ. θεμέλιος λίθος (1) 2. μεγάλη πέτρα στην εξωτερική γωνία δύο τεμνόμενων τοίχων. ΣΥΝ. αγκωνάρι (1) [< μτγν. ἀκρογωνιαῖος]
αμμοχάλικο [ἀμμοχάλικο] αμ-μο-χά-λι-κο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΔ. μείγμα άμμου και χαλικιού, κυρ. για οικοδομικές εργασίες: χοντρό/ψιλό ~. Διάστρωση δρόμου με ~.
διακύμανση δι-α-κύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (λόγ.): διαρκής αυξομείωση, μεταβλητότητα μεγέθους, φαινομένου ή κατάστασης: ~ της θερμοκρασίας/της τιμής (των καυσίμων). ~άνσεις των μετοχών/της παραγωγικότητας/του πληθυσμού/του πληθωρισμού/των πωλήσεων/της στάθμης (του νερού). Απότομες/συνεχείς ~άνσεις παρατηρούνται στην επιχειρηματική δραστηριότητα.|| (μτφ.) ~ της φωνής (πβ. κυματισμός). Ψυχολογικές ~άνσεις (βλ. κυκλοθυμία). Ο προεκλογικός αγώνας έχει πολλές ~άνσεις και το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Πβ. σκαμπανέβασμα.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ μεταβλητής (βλ. διασπορά). Βλ. συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: οικονομικές διακυμάνσεις: ΟΙΚΟΝ. ακανόνιστες και συχνά έντονες μεταβολές του ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητας ως προς τα επίπεδα παραγωγής, τιμών και απασχόλησης., ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας βλ. ανάλυση [< γαλλ. fluctuation]
εκπυρήνιση [ἐκπυρήνιση] εκ-πυ-ρή-νι-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πλήρης αφαίρεση ξένου σώματος ή όγκου με χειρουργική μέθοδο: λαπαροσκοπική ~. ~ ινομυωμάτων (= ινομυωματεκτομή). Βλ. αποφλοίωση, μαρσιποποίηση. ΣΥΝ. εκπυρήνωση (2) [< μτγν. ἐκπυρήνισις ‘στύψιμο (για να βγει το κουκούτσι’, γαλλ. énucléation]
ένεμα [ἔνεμα] έ-νε-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΟΙΚΟΔ. ρευστό μείγμα ανόργανων ή οργανικών ουσιών που εισάγεται σε ρωγμές τοίχων ή οδοστρωμάτων για την αποκατάστασή τους. Βλ. τσιμεντένεση. ΣΥΝ. ρευστοκονίαμα 2. ΙΑΤΡ. κλύσμα. [< 1: αγγλ. grout 2: μτγν. ἔνεμα]
κατώφλι κα-τώ-φλι ουσ. (ουδ.) 1. το κάτω οριζόντιο τμήμα του ανοίγματος της πόρτας, που αποτελείται συνήθ. από ξύλινη, πέτρινη ή μεταλλική λωρίδα· κατ' επέκτ. είσοδος, πόρτα. Πβ. ποδιά. Βλ. ανώφλι, κάσα. 2. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. ουδός: το ~ της συνείδησης (: το όριο μεταξύ συνειδητού-υποσυνείδητου ή συνειδητού-ασυνείδητου).|| Tο ~ της ακοής/του πόνου. ~ ευαισθησίας. 3. ΜΑΘ. -ΦΥΣ.-ΟΙΚΟΝ. το όριο, η ελάχιστη τιμή πέρα από την οποία αρχίζει να εκδηλώνεται ένα φαινόμενο. ● ΦΡ.: περνώ το κατώφλι 1. μπαίνω σε στεγασμένο χώρο: Ο υπουργός πέρασε ~ του πρωθυπουργικού μεγάρου.|| (μτφ.) Πέρασε ~ του Κοινοβουλίου (= εκλέχθηκε βουλευτής). 2. (μτφ.) εισέρχομαι σε μια κατάσταση: Έχουμε περάσει ~ μιας καινούργιας εποχής., στο κατώφλι (+ γεν.): στις απαρχές: ~ ~ της νέας χιλιετίας/του νέου αιώνα. Βρίσκεται/είναι ~ ~ (= στα πρόθυρα) του θανάτου (βλ. ετοιμοθάνατος). [< γαλλ. au seuil ] [< 1: μεσν. κατώφλιν 2,3: γερμ. Schwelle, γαλλ. seuil, αγγλ. threshold]
κεφίρ κε-φίρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό υγιεινό κρεμώδες ρόφημα από την περιοχή του Καυκάσου με ξινή γεύση που παράγεται από οποιονδήποτε τύπο γάλακτος (κυρ. αγελαδινό, πρόβειο, κατσικίσιο), ύστερα από ζύμωση με προσθήκη ευεργετικών μικροοργανισμών: Το συμπυκνωμένο ~ μπορεί να καταναλωθεί ως επιδόρπιο. Βλ. αριάνι, ξινόγαλο, προβιοτικός. [< γαλλ. kéfir]
μυλωνάς μυ-λω-νάς ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): ιδιοκτήτης ή εργάτης μύλου. Βλ. -άς. ● ΦΡ.: από μυλωνάς δεσπότης: για κάποιον που παίρνει τη μια προαγωγή μετά την άλλη σε σύντομο χρονικό διάστημα ή καταλαμβάνει ανώτερη θέση χωρίς να το αξίζει. ΑΝΤ. από δήμαρχος κλητήρας, θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά (παροιμ.): για κάποιον ή κάτι εντυπωσιακό, με ωραία εξωτερική εμφάνιση, αλλά στην πραγματικότητα ασήμαντο., όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι: για να δηλωθεί ότι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του θέματα, αδιαφορώντας για τις υποθέσεις των άλλων. [< μεσν. μυλωνάς]
ρείθρο [ῥεῖθρο] ρεί-θρο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): αυλάκι κυρ. βρόχινου νερού, μεταξύ πεζοδρομίου και δρόμου: ~ απορροής. Βλ. κρασπεδόρειθρο, χαντάκι. [< αρχ. ῥεῖθρον]
σαγρέ σα-γρέ επίθ./ουσ. {άκλ.}: τεχνική βαψίματος οικοδομών που δημιουργεί τραχιά επιφάνεια και γενικότ. επιφάνεια με ανάγλυφη υφή: τοίχος ~. Βλ. αρτιφισιέλ, ρελιέφ.|| Χαρτί ~ (ΣΥΝ. τουάλ). Νεσεσέρ από ~ δέρμα. Πβ. κοκκώδης. [< τουρκ. sağrι]
υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ