αλάβαστρο [ἀλάβαστρο] α-λά-βα-στρο ουσ. (ουδ.) {αλαβάστρ-ου} & αλάβαστρος (ο) 1. ΟΡΥΚΤ. ορυκτός λίθος, ποικιλία του γύψου ή του ασβεστίτη, ημιδιαφανής, λευκός ή με μεγάλη ποικιλία χρωματισμών· συνεκδ. αντικείμενο από αλάβαστρο: είδη/τασάκι από ~.|| ~α και χρυσαφικά. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο χωρίς λαβές και βάση, μακρόστενου, κυλινδρικού σχήματος, με στενό λαιμό και πλατύ χείλος, για αρώματα και αρωματικά έλαια: γυάλινο/πήλινο ~. [< μτγν. ἀλάβαστρον, γαλλ. albâtre, αγγλ. alabaster]
ασβεστίτης [ἀσβεστίτης] α-σβε-στί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), κύριο συστατικό των ασβεστολιθικών πετρωμάτων: απόθεση/κρύσταλλοι ~η. Βλ. αλάβαστρο, αραγωνίτης, ασβεστόλιθος, -ίτης2. [< γαλλ. calcite]
βασάλτης βα-σάλ-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. πολύ σκληρό, σκουρόχρωμο και υαλώδες ηφαιστειογενές πέτρωμα: μαύρος ~. Βλ. γάββρος, γρανίτης. [< γαλλ. basalte] ΒΑΣΑΛΤΗΣ
γαιο- & γαι-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο υπέδαφος, στη γη, συνήθ. ως εδαφική έκταση, ή στον πλανήτη Γη: γαι-άνθρακας.|| Γαιο-κτήμονας.|| Γαι-όραμα. Βλ. γεω-, γη-.
εβαπορίτες [ἐβαπορίτες] ε-βα-πο-ρί-τες ουσ. (αρσ.) (οι): ΟΡΥΚΤ. χημικά ιζηματογενή πετρώματα που σχηματίζονται, συνήθ. σε ρηχές θάλασσες και λίμνες, μετά την εξάτμιση του αλμυρού νερού: Τα κύρια ορυκτά που απαντούν στους ~ είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης και το ορυκτό αλάτι. [< αγγλ. evaporites, 1924]
-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.
κυανίτης κυ-α-νί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. πυριτικό αργίλιο (σύμβ. Al2SiO5) κρυσταλλικής μορφής και κυανού χρώματος που χρησιμοποιείται ως πυρίμαχο υλικό. Βλ. ανδαλουσίτης, -ίτης2. ΣΥΝ. δισθενής [< γερμ. Zyanit, αγγλ.-γαλλ. cyanite]
μαλαχίτης μα-λα-χί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό άλας του βασικού ανθρακικού χαλκού με έντονο πράσινο χρώμα, που ως ημιπολύτιμος λίθος χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων. Βλ. αζουρίτης, -ίτης2. [< γαλλ.-αγγλ. malachite < μτγν. μολοχῖτις (λίθος)]
πλαγιόκλαστο πλα-γι-ό-κλα-στο ουσ. (ουδ.): ΟΡΥΚΤ. συστατικό των εκρηξιγενών πετρωμάτων που ανήκει στην ομάδα των αστρίων και περιέχει ασβέστιο και νάτριο. Βλ. ορθόκλαστο. [< γαλλ.-αγγλ. plagioclase]
τρεμολίτης τρε-μο-λί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό της ομάδας των αμφιβόλων σε αποχρώσεις του λευκού και του γκρι: ινώδης/κρυσταλλικός ~. Βλ. -ίτης2. [< γαλλ. tré molite, αγγλ. tremolite]
-φυής, ής, ές {-φυούς | -φυείς (ουδ. -φυή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη κατασκευή, μορφή: λεπτο~.|| (μτφ.) Δι~/πολυ~ (πβ. -ειδής). 2. συγκεκριμένη νοητική ικανότητα, ειδικό χαρακτηριστικό: ευ~/ιδιο~/μεγαλο~.
φωνόλιθος φω-νό-λι-θος ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. γκριζοπράσινο ηφαιστειακό πέτρωμα που αποτελείται κυρ. από αστρίους· διασπάται σε λεπτές πλάκες, από την κρούση των οποίων παράγεται χαρακτηριστικός ήχος. [< γαλλ. phonolit(h)e, αγγλ. phonolite]
φωσφορίτης φω-σφο-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα με υψηλή συγκέντρωση φωσφορικού ασβεστίου. Βλ. απατίτης, -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. phosphorite]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ