αδρενεργικός, ή, ό [ἀδρενεργικός] α-δρε-νερ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει αδρεναλίνη ή ενεργοποιείται με αυτή ή άλλη παρόμοια ουσία, ιδ. στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα: ~ός: διεγέρτης/υποδοχέας. ~ή: δράση. ~οί: αναστολείς/(αντ)αγωνιστές. ~ά: φάρμακα (: που έχουν επίδραση ανάλογη της αδρεναλίνης). ΑΝΤ. αδρενολυτικός [< γαλλ. adrénergique, 1952, αγγλ. adrenergic, 1934]
αμφεταμίνη [ἀμφεταμίνη] αμ-φε-τα-μί-νη ουσ. (θηλ.): ΦΑΡΜΑΚ. συνθετικό φάρμακο που διεγείρει το κεντρικό νευρικό σύστημα, δημιουργεί αίσθημα ευφορίας και καταστέλλει την όρεξη: διακίνηση/δόση/χάπια/χρήση ~ης. Εθισμός στις ~ες. Ο αθλητής βρέθηκε ντοπαρισμένος με ~ες. Βλ. βαρβιτουρικά, έκστασι, μεθ~, -ίνη. [< αγγλ. amphetamine, 1938, γαλλ. amphétamine, περ. 1945]
αντιμικροβιακός, ή, ό [ἀντιμικροβιακός] α-ντι-μι-κρο-βι-α-κός επίθ.: που εξοντώνει, καταπολεμά τα μικρόβια: ~ή: θεραπεία/προστασία. ~ό: διάλυμα. ~οί: παράγοντες (π.χ. στη συντήρηση τροφίμων). Πβ. αντι-βακτηριακός, -μυκητιασιακός. ● Ουσ.: αντιμικροβιακά (τα) {σπανιότ. στον εν.}: ΦΑΡΜΑΚ. τα αντίστοιχα φάρμακα. [< αγγλ. antimicrobic, 1910, γαλλ. antimicrobien]
βαρβιτουρικά βαρ-βι-του-ρι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. βαρβιτουρικό}: ΦΑΡΜΑΚ. ηρεμιστικές και υπνωτικές ουσίες που προκαλούν εθισμό: Πέθανε από υπερβολική δόση ~ών. Βλ. αμφεταμίνη.|| (ΙΑΤΡ.) ~ που χρησιμοποιούνται ως αναισθητικά ή αντιεπιληπτικά φάρμακα. [< γαλλ. barbituriques]
γιατρειά για-τρει-ά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. θεραπεία: ~ της αρρώστιας. Δεν υπάρχει ελπίδα ~άς. Ασθένεια χωρίς ~/που δεν έχει/δεν παίρνει ~ (= ανίατη). Πβ. ίαση. ΣΥΝ. γιάτρεμα 2. (μτφ.) ανακούφιση, παρηγοριά: ~ στον πόνο. Ο χρόνος είναι η μόνη ~ (= βάλσαμο, γιατρικό, γιατρός, φάρμακο). [< μεσν. γιατρειά]
-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.
θερμοπηγή θερ-μο-πη-γή ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΓΕΩΛ. φυσική πηγή θερμού ύδατος, η θερμοκρασία του οποίου κυμαίνεται σε επίπεδα υψηλότερα από τη μέση θερμοκρασία του αέρα ή του ανθρώπινου σώματος: ιαματικές/υποθαλάσσιες ~ές. [< γερμ. Wärmequelle]
ναρκωτικό ναρ-κω-τι-κό ουσ. (ουδ.) 1. ΧΗΜ. {συνήθ. στον πληθ.} κάθε φυτική ή συνθετική ουσία, τοξική, εξαρτησιογόνος και ψυχοτρόπος, που προκαλεί αίσθημα ευφορίας, διέγερση, λήθαργο, παραισθήσεις ή τάση για ύπνο: βαριά/ήπια/ισχυρά/συνθετικά ~ά. Η κόλαση/μάστιγα των ~ών. Διακίνηση (βλ. βαποράκι)/κατάχρηση/κατοχή/λαθρεμπόριο/χρήση ~ών. Καρτέλ/κύκλωμα/(μεγαλ)έμποροι (βλ. ντίλερ) ~ών. Δίωξη ~ών. Υπό την επήρεια ~ών (= φτιαγμένος). Εθισμένος στα/εξαρτημένος από τα ~ά (= ναρκομανής· βλ. ουσιοεξάρτηση, σύνδρομο στέρησης). Απεξάρτηση από τα ~ά (= αποτοξίνωση· βλ. Ο.ΚΑ.ΝΑ., στεγνά (θεραπευτικά) προγράμματα). Μπλέχτηκε στα δίχτυα των ~ών/έπεσε στα ~ά. Παίρνει ~ά (βλ. μαστουρώνω, σνιφάρω, τριπάρω, τρυπιέμαι). Πέθανε από υπερβολική δόση ~ών. Πβ. ντρόγκα, πρέζα. Βλ. ναρκεμπόριο, ναρκέμπορος, ελ ες ντι, ηρωίνη, κοκαΐνη, χασίς. 2. (μτφ.) καθετί που προκαλεί εθισμό, εξάρτηση ή πνευματική αδράνεια: το ~ της εξουσίας/του καταναλωτισμού/του τζόγου. Η δουλειά είναι το ~ του. 3. ΦΑΡΜΑΚ. ουσία που προκαλεί νάρκωση ή οποιοδήποτε φάρμακο έχει ταυτόχρονα ηρεμιστικές και αναλγητικές ιδιότητες και η κατάχρησή του προκαλεί εθισμό. Βλ. αναισθητικό, αναλγητικά, βαρβιτουρικά, ηρεμιστικά, μορφίνη, υπνωτικό. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός, σκληρά ναρκωτικά βλ. σκληρός [< 1: αμερικ. narcotic, 1926 3: γαλλ. narcotique, αγγλ. ~]
πρωτόγραφο πρω-τό-γρα-φο ουσ. (ουδ.) {πρωτογράφου} (επίσ.): πρώτη μορφή κειμένου, πρωτότυπο έγγραφο: ~ συγγραφέα. Βλ. αυτόγραφο.|| Τα ~α των δικαιολογητικών θα κατατεθούν στο ... Βλ. αντίγραφο, -γραφος. [< πβ. μεσν. πρωτόγραφος, αγγλ. protograph]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ