Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 884 εγγραφές  [0-20]


  • -ών, -ούσα, -ούν : επίθημα λόγιων μετοχών ενεργητικού ενεστώτα: (σε φρ., ως επίθ.) Η κρατούσα αντίληψη.|| (ΦΥΣ.) Τα συγκοινωνούντα δοχεία.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) (Ο) αιτ-ών/δηλ~. (Οι) αναξιοπαθ-ούντες.
  • ab initio (πρόφ. αμπ ινίτιο): εξ υπαρχής, από την αρχή: (ΦΥΣ.) Υπολογισμοί ~ (: κβαντομηχανικοί υπολογισμοί, το αποτέλεσμα των οποίων δεν βασίζεται σε πειραματικά δεδομένα). [< λατ.]
  • α {ά κλ.} 1. (πρόφ. άλφα) το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει το φωνήεν [a]: ~ κεφαλαίο (Α). ~ μικρό (α). 2. (σε αρίθμηση, πρόφ. άλφα) πρώτος σε μια σειρά (χρονική, ιεραρχική, αξιολογική): (για αυτοκράτορα ή βασιλιά) Αλέξανδρος/Φίλιππος (ο) Α΄. Βιβλίο/εδάφιο/ενότητα/κεφάλαιο/παράγραφος α΄ (ή Α΄). Συγγενής ~ βαθμού. Ξενοδοχείο ~ κατηγορίας. Λάδι ~ ποιότητας. Μάρμαρα ~ διαλογής. Βιταμίνη ~. Καροτίνη ~/~-καροτίνη. Η ραψωδία Α (κεφαλαίο Α) της Ιλιάδας και α (μικρό α) της Οδύσσειας. 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Α ή ,α) χίλιοι, χίλια. 4. ΦΥΣ. Α: το σύμβολο του αμπέρ. 5. (Α΄, πρόφ. άλφα) ο βαθμός "Άριστα" στη Γ' και Δ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου: ~ με τόνο. ● ΦΡ.: Α3: ΤΥΠΟΓΡ. μέγεθος φύλλου χαρτιού με διαστάσεις 29,7 × 42 εκατοστά: Φωτοτυπίες σε μέγεθος ~., Α4: ΤΥΠΟΓΡ. χαρτί διαστάσεων 21 × 29,7 εκατοστών:, α-α (άλφα-άλφα) (προφ.) 1. άριστης ποιότητας, ανώτατης αξίας, πρώτης τάξεως ή κλάσεως: Πεπόνια ~ ~ (= εκλεκτά). 2. (στη στρατιωτική αργκό) αδικαιολόγητα απών: Βγήκα ~ ~. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]
  • άγω [ἄγω] ά-γω ρ. (μτβ.) {συνήθ. μεσοπαθ. ενεστ.} (επίσ.): οδηγώ, κατευθύνω: (ΦΥΣ.) Διάλυμα/δίοδος που άγει ηλεκτρικό ρεύμα.|| (για δικαστικές αποφάσεις) Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση/στο συμπέρασμα ότι ... Βλ. αν~, δι~, εισ~, εξ~, μετ~, παρ~, περι~, προ~, προσ~, συν~. ● ΦΡ.: άγεται και φέρεται: κατευθύνεται, εξαρτάται απόλυτα ή γίνεται έρμαιο, υποχείριο κάποιου: Πολύς κόσμος ~ ~ από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. [< αρχ. ἄγω]
  • αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]
  • αγωγιμομετρικός , ή, ό [ἀγωγιμομετρικός] α-γω-γι-μο-με-τρι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που αναφέρεται στη μέτρηση της αγωγιμότητας ενός υλικού: ~ός: ανιχνευτής/έλεγχος. ~ή: ανάλυση/διάταξη/κυψελίδα/μέθοδος. ~ό: κελί. ~ή και ιοντική συμπεριφορά ηλεκτρολυτών. [< αγγλ. conductometric, 1926]
  • αγώγιμος , η, ο [ἀγώγιμος] α-γώ-γι-μος επίθ. 1. ΦΥΣ. που έχει την ιδιότητα να μεταφέρει θερμότητα ή ηλεκτρισμό: ~η: σύνδεση. ~ο: μέσο/μέταλλο/πηνίο/υλικό. Ηλεκτρικά ~ο σώμα. Βλ. ημι~, μετ~, υπερ~. 2. ΝΟΜ. που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικά με αγωγή: ~η: αξίωση. Αναγνωρίζω/αποκτώ/γεννάται/έχω/θεμελιώνω/θεσμοθετώ/καθιερώνω/παρέχω/στηρίζομαι σε/συνιστά/υπάρχει ~ο δικαίωμα εις βάρος/εναντίον/κατά (κάποιου)/να ... /σε (κάτι). Βλ. εξ~, παρ~. ● Ουσ.: αγώγιμο (το): ΝΟΜ. δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα (άσκηση αγωγής) για κατοχύρωση δικαιώματος. [< 1: αρχ. ἀγώγιμος ‘που μπορεί να μεταφερθεί’, γαλλ. conductible]
  • αγωγιμότητα [ἀγωγιμότητα] α-γω-γι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα ενός υλικού να μεταφέρει θερμότητα, ηλεκτρισμό ή άλλη μορφή ενέργειας: ακουστική/θερμική/μεγάλη/μικρή ~. ~ αερίων/ηλεκτρολυτών/στερεών/υγρών. Ζώνη/συντελεστής/τιμή ~ας. ~ες ιόντων/κυκλώματος. Βλ. αντίσταση, υπερ~, φωτο~, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική αγωγιμότητα βλ. ηλεκτρικός [< γαλλ. conductibilité]
  • αγωγός [ἀγωγός] α-γω-γός ουσ. (αρσ.) 1. κάθε είδος σωλήνα για διοχέτευση συνήθ. ρευστού: αποχετευτικός/αρδευτικός/κατακόρυφος/υπόγειος/υποθαλάσσιος ~. ~ αέρα (ΣΥΝ. αερ~)/εξαερισμού/λυμάτων/μεταφοράς καυσίμων/νερού/(ομβρίων) υδάτων (πβ. υδατ~, υδρ~)/πετρελαίου (ΣΥΝ. πετρελαι~)/φυσικού αερίου. ~ διατομής ... mm. 2. ΦΥΣ. κάθε υλικό που επιτρέπει τη μεταφορά ενέργειας, κυρ. θερμικής ή ηλεκτρικής: αρνητικός/θετικός/ουδέτερος ~ του ηλεκτρισμού/της θερμότητας. Μονωμένος ~ (πβ. καλώδιο). ~ προστασίας (κυκλώματος)/υψηλής τάσης. Το δυναμικό/(αρνητικό/θετικό) φορτίο ενός ~ού. Βλ. ημι~, μετ~, υπερ~. 3. (σπανιότ.-μτφ.) καθετί που μεταδίδει, διαδίδει γνώσεις, ιδέες, τάσεις: ~ ειδήσεων/πληροφοριών. Το ίντερνετ ως ~ (= κανάλι) επικοινωνίας. Πβ. δίαυλος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγός ιστός: ΒΟΤ. που εξυπηρετεί τη μεταφορά νερού και ουσιών μέσα στο φυτό και αποτελείται από το ξύλωμα και το φλοίωμα., καλός/κακός αγωγός: ΦΥΣ. που επιτρέπει ή δεν επιτρέπει αντίστοιχα τη μεταφορά ενέργειας μέσα από την ύλη του: Το νερό είναι καλός ~ του ηλεκτρισμού, ενώ το ξύλο κακός. Βλ. ημιαγωγός., κεντρικός αγωγός ύδρευσης βλ. κεντρικός [< 1,3: αρχ. ἀγωγός 2: γαλλ. conducteur]
  • αδέσμευτος , η, ο [ἀδέσμευτος] α-δέ-σμευ-τος επίθ. 1. που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις, έλεγχο, εξαρτήσεις ή περιορισμούς: ~ος: οργανισμός (= ανεξάρτητος). ~η: γνώμη/δημοσιογραφία/έκφραση/ενημέρωση (πβ. αντικειμενική)/κίνηση (π.χ. γυναικών, ενεργών πολιτών)/κρίση/πολιτική/σκέψη. ~ο: εμπόριο. ~οι: μπλόγκερς. ~α: κράτη (πβ. αυτεξούσια, αυτο-διοίκητα, -νομα). ~ (= ελεύθερος) από κομματικές παρεμβάσεις/σκοπιμότητες/συμφέροντα. Πνεύμα ~ο και ανήσυχο (πβ. ατίθασο).|| (ως ουσ., λόγ.) Το ~ο της Δημoκρατίας/της δικαιοσύνης.|| (ΦΥΣ.) ~ο ηλεκτρόνιο. 2. (σπάν.-επίσ.) που δεν έχει παντρευτεί ή δεν έχει ερωτικό δεσμό. Πβ. αζευγάρωτος, ανύπαντρος, ελεύθερος, εργένης. Βλ. παντρεμένος. ΑΝΤ. δεσμευμένος (2) ● επίρρ.: αδέσμευτα ● ΣΥΜΠΛ.: Αδέσμευτες Χώρες & Αδέσμευτοι (οι): ΙΣΤ. πολιτική κίνηση που αναπτύχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από χώρες κυρ. της Ασίας και της Αφρικής με στόχο την αποφυγή διπλωματικής ή πολιτικής δέσμευσης στον ανατολικό ή δυτικό συνασπισμό: διάσκεψη κορυφής/κίνημα των αδεσμεύτων. Βλ. αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός, Τρίτος Κόσμος. [< αγγλ. non-aligned countries] [< μτγν. ἀδέσμευτος]
  • αδιαβατικός , ή, ό [ἀδιαβατικός] α-δι-α-βα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. (για θερμοδυναμική διαδικασία) που γίνεται χωρίς θερμική ανταλλαγή με το περιβάλλον: ~ός: αντιδραστήρας/νόμος/στρόβιλος. ~ή: (ΜΕΤΕΩΡ.) ατμόσφαιρα/εξίσωση/καμπύλη/μεταβολή/ψύξη. Βλ. ισεντροπικός. [< γαλλ. adiabatique, αγγλ. adiabatic]
  • αδιάσπαστος , η, ο [ἀδιάσπαστος] α-δι-ά-σπα-στος επίθ. (λόγ.): που δεν διασπάται: ~ος: δεσμός/κλοιός/σύνδεσμος (ΣΥΝ. (αδι)άρρηκτος, αρραγής). ~η: αλυσίδα/ενότητα/ένωση/σχέση. ~ο: μέτωπο/σύνολο.|| ~η: προσοχή.|| (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) ~οι: πυρήνες/υδρογονάνθρακες (ΑΝΤ. διασπασμένοι). [< αρχ. ἀδιάσπαστος, γαλλ. indissociable]
  • αδιάστατος , η, ο [ἀδιάστατος] α-δι-ά-στα-τος επίθ.: ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που δεν έχει διαστάσεις: ~ος: αριθμός/συντελεστής/χρόνος/χώρος. ~η: μεταβλητή/σταθερά. Η σχετική υγρασία του αέρα είναι ~ο μέγεθος (: η τιμή του δεν εξαρτάται από μονάδες μέτρησης). Βλ. -διάστατος. [< μτγν. ἀδιάστατος, αγγλ. dimensionless, 1904]
  • αδιαφάνεια [ἀδιαφάνεια] α-δι-α-φά-νει-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. διαφάνεια 1. (μτφ.) απόκρυψη ή συγκάλυψη στοιχείων, κυρ. από συλλογικά όργανα: ~ των οικονομικών συναλλαγών. ~ στην άσκηση της εξουσίας/στη διοίκηση/στον κρατικό μηχανισμό/στη λήψη αποφάσεων. Καθεστώς/φαινόμενα ~ας. Βλ. δια-πλοκή, -φθορά, σκάνδαλο. 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα ορισμένων υλικών να μην επιτρέπουν τη διέλευση των ακτίνων φωτός μέσα από τη μάζα τους: μεμβράνες ~ας. [< γαλλ. intransparence]
  • αδιαφανής , ής, ές [ἀδιαφανής] α-δι-α-φα-νής επίθ. {αδιαφανέστ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. διαφανής 1. (μτφ.) που σχετίζεται με την απόκρυψη ή συγκάλυψη στοιχείων, με την απουσία σαφώς οριοθετημένων κανόνων: ~ής: διαχείριση (των) κονδυλίων/χρηματοδότηση. ~είς: μεθοδεύσεις/προσλήψεις. Αυθαίρετες, ~είς και σκανδαλώδεις διαδικασίες. Συγκάλυψη ~ών ενεργειών. Λήψη αποφάσεων με βάση ~ατα συμφέροντα. 2. ΦΥΣ. που δεν διαπερνάται από τις ακτίνες του φωτός, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται οτιδήποτε βρίσκεται πίσω από αυτόν: ~ής: ταινία. ~ές: τζάμι/υγρό/χαρτί. ~είς: κουρτίνες. ~ή: ρούχα. Ημιδιαφανείς και ~είς επιφάνειες. Πβ. οπάκ. Βλ. -φανής. ● επίρρ.: αδιαφανώς [-ῶς]: στη σημ. 1: Διαχειρίστηκε ~ (= με ~ή τρόπο) τα χρήματα του Δήμου. [< γαλλ. intransparent]
  • αδιάφορος , η, ο [ἀδιάφορος] α-διά-φο-ρος & α-δι-ά-φο-ρος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ~η: έκφραση/ματιά/στάση. ~ο: ύφος. ~ για τα μαθήματα. Κάθομαι/μένω/παρακολουθώ/στέκομαι ~ (= απαθής). Κάνω/παριστάνω/προσποιούμαι τον ~ο. Ερωτικά (= ψυχρός)/πολιτικά ~. Η συζήτηση αυτή με αφήνει εντελώς/παγερά/παντελώς/τελείως ~ο (= ασυγκίνητο). 2. που δεν ενεργοποιεί το ενδιαφέρον κάποιου: ~η: εκπομπή/συζήτηση/ταινία (= ανιαρή, ανούσια, κενή, πληκτική). ~ο: παιχνίδι. ΑΝΤ. ενδιαφέρων ● επίρρ.: αδιάφορα 1. χωρίς ενδιαφέρον: Μου απάντησε/με κοίταξε/μου μιλούσε (δήθεν) ~. 2. (καταχρ.) αδιαφόρως. ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάφορη ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση ισορροπίας των σωμάτων η οποία, εφόσον διαταραχθεί, οδηγεί σε νέα θέση ισορροπίας. ● ΦΡ.: αδιάφορο αν: ανεξάρτητα από το αν, άσχετα αν: ~ ~ της αρέσει ή όχι, θα το δεχτεί., μου είναι αδιάφορο(ς): δεν μ' ενδιαφέρει: ~ ~ος ως άνθρωπος και ως άντρας. (Μου είναι) ~ο αν έρθει ή όχι., σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα βλ. σφυρίζω [< μτγν. ἀδιάφορος, γαλλ. indifférent]
  • αδιαχώρητο [ἀδιαχώρητο] α-δι-α-χώ-ρη-το ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.) μεγάλος συνωστισμός, στρίμωγμα: Δημιουργήθηκε/έγινε/επικράτησε το ~ στο αεροδρόμιο/στην αίθουσα. 2. ΦΥΣ. ιδιότητα της ύλης σύμφωνα με την οποία δύο σώματα δεν είναι δυνατόν να κατέχουν ταυτόχρονα την ίδια θέση: απόλυτο/σχετικό ~. [< 2: γαλλ. impénétrabilité]
  • αδράνεια [ἀδράνεια] α-δρά-νει-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία δραστηριοποίησης, απραξία, ακινησία: γραφειοκρατική/επενδυτική/επιχειρηματική/κυβερνητική/πλήρης/πνευματική/ψυχική ~ (= αποτελμάτωση, τέλμα). ~ του δημόσιου τομέα (= στασιμότητα). Οπισθοδρόμηση και ~ στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων. Καταδικάζω/πέφτω σε ~. Τρόποι για να βγείτε από την ~. Πβ. νωθρότητα. Βλ. αποχαύνωση, παθητικότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ της βούλησης/μνήμης/σκέψης. ΑΝΤ. ενεργητικότητα, ενεργοποίηση (2) 2. ΦΥΣ. μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κινητική του κατάσταση λόγω του όγκου και της μάζας του: θερμική ~. Ακτίνα/άξονας/ροπή ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: αδράνεια της μήτρας: ΙΑΤΡ. νωθρότητα των συσπάσεών της κατά τον τοκετό και κατ' επέκτ. η απουσία ωδινών: πρωτοπαθής ~ ~. Βλ. δυστοκία., αρχή της αδράνειας: ΦΥΣ. αρχή της Μηχανικής σύμφωνα με την οποία ένα σώμα στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις διατηρεί την κατάσταση κίνησης στην οποία βρίσκεται., δύναμη της αδράνειας: ΦΥΣ. αδράνεια. || (μτφ.) Η ~ ~ συντελεί ώστε να διαιωνίζονται τα κακώς κείμενα. [< μτγν. ἀδράνεια, γαλλ. inertie]
  • αδρανειακός , ή, ό [ἀδρανειακός] α-δρα-νει-α-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την αδράνεια: ~ός: μηχανισμός. ~ή: δύναμη/κίνηση/μάζα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΑΕΡΟΝΑΥΤ.) ~ή: καθοδήγηση/πλοήγηση. [< γαλλ. inertiel]
  • αδρονικός , ή, ό [ἁδρονικός] α-δρο-νι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με τα αδρόνια: ~ή: Φυσική. ~ό: θερμιδόμετρο. Πυρηνικές και ~ές αλληλεπιδράσεις. [< αγγλ. hadronic, 1962, γαλλ. hadronique]

αγώγιμος

αγώγιμος, η, ο [ἀγώγιμος] α-γώ-γι-μος επίθ. 1. ΦΥΣ. που έχει την ιδιότητα να μεταφέρει θερμότητα ή ηλεκτρισμό: ~η: σύνδεση. ~ο: μέσο/μέταλλο/πηνίο/υλικό. Ηλεκτρικά ~ο σώμα. Βλ. ημι~, μετ~, υπερ~. 2. ΝΟΜ. που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικά με αγωγή: ~η: αξίωση. Αναγνωρίζω/αποκτώ/γεννάται/έχω/θεμελιώνω/θεσμοθετώ/καθιερώνω/παρέχω/στηρίζομαι σε/συνιστά/υπάρχει ~ο δικαίωμα εις βάρος/εναντίον/κατά (κάποιου)/να ... /σε (κάτι). Βλ. εξ~, παρ~. ● Ουσ.: αγώγιμο (το): ΝΟΜ. δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα (άσκηση αγωγής) για κατοχύρωση δικαιώματος. [< 1: αρχ. ἀγώγιμος ‘που μπορεί να μεταφερθεί’, γαλλ. conductible]

αθλητισμός

αθλητισμός [ἀθλητισμός] α-θλη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΑΘΛ. το σύνολο των αθλημάτων, η συστηματική ενασχόληση με αυτά και γενικότ. η οργανωτική δομή του αθλητικού συστήματος: αγωνιστικός/επαγγελματικός/ερασιτεχνικός/λαϊκός/μαζικός/σχολικός/χειμερινός ~. ~ ατόμων με αναπηρίες ή ειδικές ανάγκες/υψηλών επιδόσεων. Γενική Γραμματεία/μουσείο/οργανισμός/πρόγραμμα ~ού. Αγαπώ τον/ασχολούμαι με τον/διακρίνομαι στον/επιδίδομαι στον/κάνω ~ό. Βλ. αερ~, ναυτ~, πρωτ~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κλασικός αθλητισμός & αθλητισμός στίβου: το σύνολο των αθλημάτων της κλασικής αρχαιότητας που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα και (ειδικότ.-καταχρ.) τα αγωνίσματα στίβου (άλματα, δρόμοι, ρίψεις)., μηχανοκίνητος αθλητισμός & μηχανοκίνητα σπορ/αθλήματα: το σύνολο των αθλημάτων που διεξάγονται με μηχανικά μέσα: Οι αγώνες μοτοσικλέτας, η φόρμουλα 1, το τζετ σκι ανήκουν στον ~ο ~ό. [< γαλλ. athlétisme]

αναγνωριστικός

αναγνωριστικός, ή, ό [ἀναγνωριστικός] α-να-γνω-ρι-στι-κός επίθ.: που γίνεται με σκοπό την αναγνώριση, τη συλλογή πληροφοριών: ~ή: έρευνα/κίνηση/μελέτη. ~ό: σήμα.~ά: στοιχεία. Πριν αποφασίσω τι θα αγοράσω, κάνω μια ~ή βόλτα/ρίχνω μια ~ή ματιά στα μαγαζιά (βλ. έρευνα αγοράς). Πβ. διερευνητικός.|| (ΝΟΜ.) ~ή: απόφαση (δικαστηρίου)/πράξη (: για την αναγνώριση της ύπαρξης υποχρέωσης ή δικαιοπραξίας).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ή: αποστολή/πτήση. ~ό: αεροσκάφος. Βλ. κατασκοπευτικός. ● επίρρ.: αναγνωριστικά ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνωριστική αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο ενάγων ζητά τη δικαστική αναγνώριση ενός δικαιώματος, μιας έννομης σχέσης: αρνητική ~ ~. ~ ~ κυριότητας. Βλ. καταψηφιστική αγωγή. [< μτγν. ἀναγνωριστικός, γαλλ. de reconnaissance]

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

αντισταθμιστικός

αντισταθμιστικός, ή, ό [ἀντισταθμιστικός] α-ντι-σταθ-μι-στι-κός επίθ.: που αντισταθμίζει, αναπληρώνει τις απώλειες, εξουδετερώνει τις επιπτώσεις: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: πολιτική. ~ά: μέτρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αποζημίωση/εισφορά/πληρωμή. ~ό: ταμείο/τέλος. ~οί: δασμοί (πβ. αντιντάμπιγκ).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ορμόνες (πβ. αντιρροπιστικός). Πβ. εξισορροπητικός, εξισωτικός. ● επίρρ.: αντισταθμιστικά: ● ΣΥΜΠΛ.: αντισταθμιστικά/ανταποδοτικά οφέλη & αντισταθμιστικά ωφελήματα: παροχές, κυρ. οικονομικές ή κοινωνικές, που δίνονται ως ανταπόδοση ή αποζημίωση για υπηρεσία ή απώλεια: εμπορικά ~ ~. Η ανάπτυξη αιολικών πάρκων συνοδεύεται από ~ ~ για την τοπική κοινωνία (π.χ. βελτίωση οδικού δικτύου). , αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση: εκπαιδευτικά προγράμματα για την αναπλήρωση εμπειριών ή γενικότ. την αντιμετώπιση δυσκολιών και ελλείψεων που έχουν οι μαθητές ή ειδικές κατηγορίες μαθητών (αλλοδαποί, παλιννοστούντες, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες). Βλ. ενισχυτική διδασκαλία, ολοήμερο σχολείο, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη. [< αγγλ. compensatory education, 1965] [< γαλλ. compensatoire]

αντίσταση

αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]

αποικιοκρατία

αποικιοκρατία [ἀποικιοκρατία] α-ποι-κι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): το καθεστώς της πολιτικής και οικονομικής επικυριαρχίας μιας ισχυρής χώρας σε ασθενέστερη· συνεκδ. η περίοδος κατά την οποία ίσχυσε: απελευθέρωση από την ~.|| Κατά την ~ ... Βλ. αποικιοποίηση, ιμπεριαλισμός, νεο~, -κρατία. [< αγγλ. colonialism]

αποχαύνωση

αποχαύνωση [ἀποχαύνωση] α-πο-χαύ-νω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω: διαδικτυακή/κοινωνική/μαζική/πνευματική/πολιτιστική/τηλεοπτική ~.|| Η ~ του καύσωνα. Πβ. ζαβλάκωμα. ΣΥΝ. αποβλάκωση ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗ

-διάστατος

-διάστατος, η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.

διεκδικητικός

διεκδικητικός, ή, ό δι-εκ-δι-κη-τι-κός επίθ.: που στοχεύει στη διεκδίκηση: ~ός: αγώνας. ~ή: δράση/πολιτική. ~ό: πλαίσιο. Πβ. απαιτητικός. ● ΣΥΜΠΛ.: διεκδικητική αγωγή: ΝΟΜ. που ασκεί ο κύριος και μη νομέας πράγματος κατά του κατόχου ή νομέα του πράγματος, ώστε να αναγνωριστεί η κυριότητά του πάνω σε αυτό και να του αποδοθεί., διεκδικητική συμπεριφορά βλ. συμπεριφορά

δυστοκία

δυστοκία δυ-στο-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-λόγ.) δυσκολία στο να πραγματοποιηθεί κάτι: κυβερνητική ~ (στη λήψη αποφάσεων). ~ στην ανάληψη πρωτοβουλιών/στις συνομιλίες. ~ εξεύρεσης λύσης. Πβ. δυσχέρεια.|| Οικονομική ~ (του δήμου). Πβ. δυσπραγία.|| Ύστερα από πολύμηνη ~, συνεδριάζει η επιτροπή. Πβ. καθυστέρηση, χρονοτριβή.|| (στο ποδόσφαιρο:) Επιθετική ~. Βλ. -τοκία. 2. ΙΑΤΡ. δύσκολος, επώδυνος τοκετός. [< 2: αρχ. δυστοκία, γαλλ. dystocie, αγγλ. dystocia]

ηλεκτρικός

ηλεκτρικός, ή, ό [ἠλεκτρικός] η-λε-κτρι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. που σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό· ειδικότ. που παράγεται ή προξενείται από αυτόν: ~ός: αγωγός/έλεγχος. ~ή: γεννήτρια (= ηλεκτρογεννήτρια)/επαφή/ισχύς/καλωδίωση/μηχανική (= ηλεκτρομηχανική)/μόνωση/πηγή (βλ. μπαταρία)/ροή/σύνδεση/τάση. ~ό: δίκτυο/κύκλωμα/σήμα/σύστημα/φως. ~ές: ασφάλειες/ιδιότητες (σώματος)/μετρήσεις. ~ά: καλώδια. Πβ. ηλεκτρολογικός.|| ~ός: θόρυβος. ~ή: ανάφλεξη/θέρμανση (βλ. αερόθερμο, θερμάστρα, κονβέκτορας)/συγκόλληση (= ηλεκτροσυγκόλληση)/φόρτιση. ~ό: φως. ~ά: ερεθίσματα (βηματοδότη)/κύματα. Βλ. ατμο~, βιο~, δι~, ισο~, πιεζο~, ραδιο~, υδρο~, φωτο~, μαγνητικός, φωτοβολταϊκός. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια για την κίνηση ή τη λειτουργία του: ~ός: εξοπλισμός/κινητήρας (= ηλεκτροκινητήρας). ~ή: κουζίνα/λάμπα/οδοντόβουρτσα/σόμπα/τουρμπίνα. ~ό: μαχαίρι. ~ά: εργαλεία/μάτια (= ~ές εστίες)/μηχανήματα/όργανα/παράθυρα (αυτοκινήτου). Μαγαζί με ~ές (οικιακές) συσκευές. Πβ. ηλεκτροκίνητος. Βλ. ηλεκτρονικός. 3. (ειδικότ., για μουσικό όργανο) που ο ήχος του μετατρέπεται σε ηλεκτρικό σήμα με τη βοήθεια μετατροπέα ενέργειας και, στη συνέχεια, εξέρχεται ενισχυμένος από το μεγάφωνο ενισχυτή: ~ή: κιθάρα. ~ό: βιολί/μπάσο.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: μουσική. ΑΝΤ. ακουστικός (2) ● Ουσ.: ηλεκτρικά (τα) (προφ.): ενν. είδη ή καλώδια και γενικότ. ο ανάλογος εξοπλισμός: κατάστημα με ~.|| Βλάβη στα ~., ηλεκτρικό (το) (προφ.): ενν. ρεύμα· σπανιότ. η εγκατάσταση που το παρέχει· συνεκδ. ο λογαριασμός της ΔΕΗ: διακοπή ~ού. Έμειναν χωρίς ~.|| Το συνεργείο ήρθε να συνδέσει το ~.|| Ξέχασε να πληρώσει το ~ και του το έκοψαν. ● επίρρ.: ηλεκτρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρικές γραμμές & (προφ.) γραμμές: αγωγοί μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος· ηλεκτρικά καλώδια: εναέριες ~ ~. ~ ~ υψηλής τάσης. Βλ. πυλώνας. [< αγγλ. electric lines] , ηλεκτρικές εγκαταστάσεις & ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις: το σύνολο του γειωμένου μεταλλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη διανομή ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιον χώρο, δηλ. πίνακες με ρελέ, γραμμές (φωτός, τηλεφώνου, ηλεκτρικών συσκευών), πρίζες, διακόπτες. Βλ. δομημένη καλωδίωση. [< αγγλ. electrical installations] , ηλεκτρική αγωγιμότητα: ΗΛΕΚΤΡ. ιδιότητα υλικού σώματος ή στοιχείου να μεταφέρει ηλεκτρικά φορτία, δηλ. να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα: ~ ~ των μετάλλων/του νερού. Βλ. ηλεκτροπληξία., ηλεκτρική εκκένωση: ΦΥΣ. εκκένωση: συσκευή ~ής ~ης (βλ. ηλεκτροσόκ). Κατεργασία με ~ ~ (βλ. ηλεκτροδιάβρωση). Βλ. βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο, ηλεκτρικός σπινθήρας. [< αγγλ. electric discharge] , ηλεκτρική ενέργεια: η ενέργεια των κινούμενων ηλεκτρονίων, δηλ. του ηλεκτρικού ρεύματος: μετατροπή της ~ής ~ας σε κινητική (βλ. κινητήρας)/σε φως. Τρόποι παραγωγής ~ής ~ας (π.χ. καύση λιγνίτη, πετρελαίου, κάρβουνου, πυρηνικά εργοστάσια, ηλιακά ή αιολικά πάρκα, υδροηλεκτρικά φράγματα). Εργοστάσιο ~ής ~ας (= ηλεκτρικό εργοστάσιο). Πβ. ηλεκτρισμός. [< γαλλ. énergie électrique, αγγλ. electric energy] , ηλεκτρική καρέκλα: (κυρ. παλαιότ., σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ) κάθισμα με ηλεκτρόδια για εκτέλεση θανατοποινιτών με ηλεκτροπληξία· συνεκδ. η αντίστοιχη θανατική ποινή: Τον εκτέλεσαν/οδήγησαν στην ~ ~.|| (μτφ.) Σε ~ ~ κάθεται ο ... (: κυρ. για πρόσωπα που κατέχουν υψηλά αξιώματα ή για προπονητές ομάδων). [< αγγλ. electric chair, 1883] , ηλεκτρική μηχανή : ΤΕΧΝΟΛ. που μετατρέπει τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική, δηλ. γεννήτρια ή το αντίστροφο, δηλ. κινητήρας., ηλεκτρικό αυτοκίνητο & όχημα: ΤΕΧΝΟΛ. που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια, χρησιμοποιώντας ηλεκτροκινητήρες (επαναφορτιζόμενες μπαταρίες ή ηλιακούς συλλέκτες) αντί για μηχανή εσωτερικής καύσης, με αποτέλεσμα να είναι αθόρυβο και να μην παράγει ρύπους. Βλ. υβριδικό αυτοκίνητο, ηλεκτροκίνηση. [< αγγλ. electric car] , ηλεκτρικό οξύ: ΧΗΜ. άχρωμη κρυσταλλική ουσία (C4H6O4), που βρίσκεται σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και συμμετέχει στον μεταβολισμό: Το ~ ~ χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα τρόφιμα (Ε363). [< γαλλ. acide succinique] , ηλεκτρικό πεδίο: ΗΛΕΚΤΡ. ο χώρος που έχει την ιδιότητα να ασκεί δύναμη σε κάθε ηλεκτρικό φορτίο, το οποίο βρίσκεται σε αυτόν, π.χ. γύρω από φορτισμένο αγωγό ή μονωτή, μέσα σε πυκνωτή, καλώδιο ή μπαταρία: ομογενές ~ ~. ~ και μαγνητικό ~ (= ηλεκτρομαγνητικό). Ένταση ~ού ~ου. [< αγγλ. electric field] , ηλεκτρικό ρεύμα: ΗΛΕΚΤΡ. ρεύμα. ΣΥΝ. ηλεκτρισμός (2) [< γαλλ. courant électrique, αγγλ. electric current] , βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο βλ. τόξο, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα βλ. απόβλητα, ηλεκτρική καταιγίδα βλ. καταιγίδα, ηλεκτρική κουβέρτα βλ. κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα βλ. σκούπα, ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο βλ. στήλη, ηλεκτρικό δυναμικό βλ. δυναμικό, ηλεκτρικό σοκ βλ. σοκ, ηλεκτρικό φορτίο βλ. φορτίο, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος βλ. σιδηρόδρομος, ηλεκτρικός σπινθήρας βλ. σπινθήρας, ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά βλ. κλειδαριά, ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο βλ. τσιγάρο, κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες βλ. κυλιόμενος [< γαλλ. électrique, αγγλ. electric(al), γερμ. elektrisch]

ημιαγωγός

ημιαγωγός [ἡμιαγωγός] η-μι-α-γω-γός ουσ. (αρσ.): ΦΥΣ. υλικό με ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των καλών αγωγών και μεγαλύτερη από εκείνη των μονωτών: ~οί προσμείξεων/πυριτίου. Βιομηχανία/διατάξεις/ιδιότητες/προϊόντα ~ών. Βλ. -αγωγός. [< αγγλ. semiconductor, γαλλ. semi-conducteur, διαδόθηκε περ. το 1945]

ισεντροπικός

ισεντροπικός, ή, ό [ἰσεντροπικός] ι-σε-ντρο-πι-κός επίθ.: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που διεξάγεται χωρίς μεταβολές στην τιμή της θερμικής ενέργειας, που χαρακτηρίζεται από σταθερή εντροπία: ~ός: βαθμός απόδοσης (μηχανήματος/στροβίλου). ~ή: διεργασία/ροή. Βλ. αδιαβατικός. [< γαλλ. isentropique, αγγλ. isentropic]

καταψηφιστικός

καταψηφιστικός, ή, ό κα-τα-ψη-φι-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που καταψηφίζει: ~ή: απόφαση (του Μονομελούς Πρωτοδικείου). ● ΣΥΜΠΛ.: καταψηφιστική αγωγή: με την οποία ο ενάγων ζητά την ικανοποίηση αξίωσής του. Βλ. αναγνωριστική αγωγή. [< γερμ. Verpflichtungsklage]

κεντρικός

κεντρικός, ή, ό κε-ντρι-κός επίθ. {κεντρικότ-ερος, κεντρικότ-ατος} 1. που βρίσκεται στο κέντρο ή κοντά σε αυτό: ~ός: δρόμος (βλ. πολυσύχναστος)/σιδηροδρομικός σταθμός. ~ή: αγορά/βιβλιοθήκη/είσοδος/πλατεία. ~ό: κτίριο/λιμάνι/ξενοδοχείο. Το ~ό πάρκο/στο ~ερο σημείο μιας πόλης. Ενοικιάζεται ~ό κατάστημα. Η στέγη στηρίζεται σε τέσσερις ~ούς κίονες (πβ. μεσαίος. ΑΝΤ. ακριανός). ΑΝΤ. απόκεντρος, απόμερος.|| (ΓΕΩΓΡ.) ~ή: Αμερική/Ευρώπη. Βλ. γεω~.|| (για ποδοσφαιριστή) ~ός: αμυντικός/επιθετικός/μέσος (πβ. χαφ). ΑΝΤ. απόκεντρος, απόμερος 2. που αποτελεί το οργανωτικό και συντονιστικό τμήμα ενός συνόλου: ~ός: φορέας. ~ή: διεύθυνση/εξουσία/κεραία. ~ό: αρχηγείο/επιτελείο/λιμεναρχείο/όργανο/σύστημα. ~ές: εγκαταστάσεις (εταιρείας). ~ά: γραφεία (πβ. έδρα). ~ή Επιτροπή/Υπηρεσία. ~ό Συμβούλιο. (ΟΙΚΟΔ.) ~ αποχετευτικός αγωγός. (ΙΑΤΡ.) ~ό: νευρικό σύστημα (: εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός). ΑΝΤ. περιφερειακός. 3. βασικός, κύριος, σημαντικός: ~ός: εισηγητής/ήρωας/ομιλητής/ρόλος/χαρακτήρας. ~ή: διάλεξη/ιδέα (πβ. δεσπόζουσα)/ομιλία. ~ό: πρόβλημα. ~ά: αιτήματα/συμπεράσματα. Τα ~ά σημεία μιας διδασκαλίας/ενός μαθήματος. ~οί στόχοι ενός προγράμματος. Πβ. εξέχων, θεμελιώδης, πρωτεύων.|| ~ό: δελτίο ειδήσεων. ~ές: φυλακές (: για ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω· βλ. αγροτ-, δικαστ-ικός). ● Ουσ.: κεντρικά (τα) 1. ενν. γραφεία επιχείρησης, οργανισμού: Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στα ~ μας. 2. γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται στο κέντρο χώρας ή ηπείρου: (σε δελτίο καιρού) Στα ~ και στα βόρεια θα πνέουν πολύ ισχυροί άνεμοι. ● επίρρ.: κεντρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κεντρική τράπεζα: ΟΙΚΟΝ. χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους που εποπτεύει και ελέγχει τις εγχώριες τράπεζες, ρυθμίζει την πολιτική τους και εκδίδει το εθνικό νόμισμα: Ευρωπαϊκή ~ ~ (ακρ. ΕΚΤ). Βλ. δημοσιονομική πολιτική., κεντρικό κλείδωμα: ΤΕΧΝΟΛ. (σε αυτοκίνητα) σύστημα για ταυτόχρονο κλείδωμα ή ξεκλείδωμα όλων των θυρών με κατάλληλο κλειδί ή ηλεκτρονική συσκευή: ~ ~ με τηλεχειριστήριο., κεντρικός αγωγός ύδρευσης: σωλήνας με μεγάλη διάμετρο, τοποθετημένος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους αστικής περιοχής, που τροφοδοτεί με νερό το δίκτυο και τις κατοικίες της., κεντρικός άξονας 1. (μτφ.) βασικό σημείο, κατευθυντήρια γραμμή: ~ ~ της ιστορίας/της ομιλίας/του προβληματισμού. ~ ~ της πολιτικής/στρατηγικής μας είναι ... Οι ~οί ~ες του νομοσχεδίου. Το συνέδριο έχει (ως) ~ό άξονα … 2. ΤΕΧΝΟΛ. στενόμακρο μεταλλικό εξάρτημα που είναι τοποθετημένο εγκάρσια στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου και μεταδίδει την κίνηση στους τροχούς: ~ ~ μετάδοσης. Βλ. ημιαξόνιο., αρχική/κεντρική σελίδα βλ. σελίδα, κεντρική θέρμανση βλ. θέρμανση, κεντρική μονάδα επεξεργασίας βλ. μονάδα, κεντρικός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, κεντρικός υπολογιστής βλ. υπολογιστής, κύρια/κεντρική μνήμη βλ. μνήμη, οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός βλ. οικονομικός [< μτγν. κεντρικός, γαλλ. central]

κλήρος

κλήρος [κλῆρος] κλή-ρος ουσ. (αρσ.) 1. δελτίο, χαρτάκι, μπαλάκι όπου αναγράφεται συνήθ. αριθμός ή όνομα και το οποίο τραβιέται από κληρωτίδα, για να επιλεγεί κάποιος ή κάτι τυχαία· συνεκδ. κλήρωση: Ο ~ έπεσε στον ... (: κέρδισε ο ...). Τράβηξε τον ~ο με το νούμερο ... Πβ. λαχνός.|| Ορίστηκε εισηγητής με ~ο. Σε περίπτωση ισοψηφίας η εκλογή αποφασίζεται με ~ο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των ιερωμένων: ανώτερος (βλ. επίσκοπος)/βυζαντινός/ιερός/κατώτερος (βλ. υποδιάκονος, ψάλτης)/ορθόδοξος ~. ~ και λαός. Εκπρόσωπος/ηγεσία του ~ου. Πβ. ιερατείο. Βλ. λαϊκός. 3. έκταση, κομμάτι γης ή κυρ. έγγεια ιδιοκτησία προσώπου ή χώρας: αγροτικός ~. Ο μέσος γεωργικός ~. Μικρός και πολυτεμαχισμένος ~. Εκμίσθωση/μεταβίβαση ~ου. Παραγωγοί με μεγάλο ~ο. Πβ. κληροτεμάχιο. Βλ. άκληρος. 4. (μτφ.-παλαιότ.) τύχη, μοίρα: κοινός ~. Πβ. ριζικό. 5. ΝΟΜ. κληρονομιά ή μερίδιο κληρονομιάς. ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου & (σπάν.) κλήρου αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο πραγματικός κληρονόμος ζητά από τον νομέα της κληρονομιάς να του αποδώσει το σύνολο ή μέρος της., βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο: κληρώνω., έπεσε/έλαχε (βαρύς) ο κλήρος (σε κάποιον) (μτφ.): είχε την τύχη να, ήταν της μοίρας του να: Σε μένα ~ ~ ν' ανακοινώσω τα δυσάρεστα., ρίχνω κλήρο: κάνω κλήρωση: Πριν το παιχνίδι, ~ουν ~ για το ποια ομάδα θα παίξει πρώτη. [< 1,3-5: αρχ. κλῆρος 2: μτγν. ~]

παντρεμένος

παντρεμένος, η, ο πα-ντρε-μέ-νος επίθ./ουσ. 1. που έχει παντρευτεί: ~ο: ζευγάρι. Είναι ~οι εδώ και δέκα χρόνια.|| (ως ουσ.) Έρευνα για τους ~ους. ΣΥΝ. έγγαμος (1), νυμφευμένος ΑΝΤ. άγαμος, ανύμφευτος, ανύπαντρος, απάντρευτος, ελεύθερος (3), εργένης 2. ΜΑΓΕΙΡ. (για φαγητό) που μαγειρεύεται με κάποιο, κυρ. ασυνήθιστο, υλικό ή συνδυάζεται με άλλο φαγητό: φάβα ~η. Σαρδέλες ~ες. Χοιρινό ~ο με κοτόπουλο. Πιλάφι ~ο με συκωτάκια. [< 1: μεσν. παντρεμένος]

ρυθμικός

ρυθμικός, ή, ό [ῥυθμικός] ρυθ-μι-κός επίθ.: που γίνεται ή εκτελείται με ρυθμό, που διακρίνεται από αυτόν: ~ός: βηματισμός/χτύπος. ~ή: αναπνοή/άσκηση/κίνηση/κολύμβηση.|| (ΜΟΥΣ.) ~ός: χορός. ~ή: ανάγνωση/αξία/δομή/κιθάρα/μουσική. ~ό: κομμάτι/τραγούδι. ~ές: συνθέσεις. Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. άρρυθμος ● επίρρ.: ρυθμικά ● ΣΥΜΠΛ.: ρυθμική (γυμναστική): ΑΘΛ. γυναικείο άθλημα, ατομικό και ομαδικό, στο οποίο οι αθλήτριες εκτελούν το πρόγραμμά τους με συνοδεία μουσικής, χρησιμοποιώντας σχοινάκι, στεφάνι, μπάλα, κορύνες ή κορδέλα. Βλ. ανσάμπλ, ενόργανη (γυμναστική). [< γαλλ. gymnastique rythmique, αγγλ. rhytmic gymnastics, 1912] , ρυθμική αγωγή: ΜΟΥΣ. τέμπο. [< αρχ. ῥυθμικός, γαλλ. rythmique, αγγλ. rhythmic(al)]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

-φανής

-φανής, ής, ές {-φανούς | -φανείς (ουδ. -φανή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά 1. φαίνεται να είναι αυτό που δείχνει η πρωτότυπη λέξη: αληθο~/δημοτικο~/πρωτο~.|| (μειωτ.) Σοβαρο~. 2. (κυρ. μτφ.) είναι φανερό, σαφές: εμ~/οφθαλμο~/πασι~/προ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.