Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7716 εγγραφές  [0-20]


  • -άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
  • -άρης, -άρα, -άρικο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν 1. {κυρ. στο αρσ. κ. θηλ.} (προφ.) ηλικία κατά προσέγγιση: εικοσ~/σαραντ~. 2. χαρακτηριστική ιδιότητα: κατεργ~/πεισματ~/πρωτ~. Βλ. -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο. ● βλ. -άρα
  • -άς, -ού {πληθ. αρσ. -άδες | πληθ. θηλ. -ούδες} (προφ.) επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν 1. (συνήθ. στο αρσ.) συγκεκριμένο επάγγελμα: αλουμιν-άς/γαλατ~/σιδερ~/ψαρ~. 2. χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα ή προτίμηση σε μεγάλο βαθμό: δοντάς/χειλού.|| Γλωσσού/λεφτάς/παλικαράς/φωνακλάς.|| Μακαρονού/φαγάς. ● βλ. -ού2
  • -άτος , η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~. 2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~. 3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~. 4. τρόπο: ποδαρ~. 5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.
  • -ετής , ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.
  • -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο {αρσ. -ιάρηδες} (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αγαθ~/γκριν~/ερωτ~/παλαβ~/παραπον~/τρελ~/φουκαρ~ (βλ. -άς)/φτην~/χαδ~.|| (συχνά μειωτ.) Κουλτουρ~. Βλ. -άρης, -άρα, -άρικο.
  • -ιάρης, -ιάρισσα {αρσ. -ιάρηδες}: επίθημα ουσιαστικών για δήλωση επαγγέλματος: ταβερν-ιάρης, ταβερν-ιάρισσα. Πβ. -άρης, -άρισσα.
  • -κράτης {-κρατών | θηλ. -κράτισσα}: επίθημα που δηλώνει πρόσωπο με συγκεκριμένη ιδεολογία ή τρόπο συμπεριφοράς, δράσης: αριστο~/δημο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αποικιο~/γραφειο~/κεφαλαιο~/τεχνο~/τρομο~/(στο αρσ.) φαλλο~.
  • -λήπτης, -λήπτρια {-ληπτών} β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρεται 1. στο πρόσωπο που (ανα)λαμβάνει ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δειγματο-λήπτης. Δανειο-λήπτρια.|| Eργο~. 2. στον ειδικό για την καταγραφή εικόνας ή/και ήχου: εικονο-λήπτης/ηχο~. 3. {μόνο στο αρσ.} σε τροφοδοτούμενη συσκευή ή εξάρτημα: ρευματο-λήπτης. Βλ. -δότης.
  • -λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
  • -μάλλης , α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.
  • -μάτης , α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.
  • -ού2 : (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού
  • -παθής , ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~. 2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~. 3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.
  • -ων, -ων, -ον {κ. αρσ. -ονας}: επίθημα λόγιων επιθέτων: αγνώμ~/νοήμ~. Μείζ~.|| (σε φρ.) Το φιλοθεάμον κοινό.|| (ουσιαστικοπ.) (Οι) ειδήμ-ονες/εμπειρογνώμ~.
  • άβακας [ἄβακας] ά-βα-κας ουσ. (αρσ.) {αβάκων} 1. (λόγ.) επιφάνεια επιτραπέζιων παιχνιδιών και γενικότ. κάθε επίπεδη πλάκα: ο ~ του σκακιού (= σκακιέρα). Παιχνίδια σε ~α.|| (κυρ. στον πληθ.) ~ες δαπέδων/τοίχων (πβ. πλακάκια). Κατακόρυφοι/οριζόντιοι ~ες που λειτουργούν ως θερμαντικά σώματα. 2. εργαλείο εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, χαρακτηριστικός τύπος του οποίου είναι αυτός που λειτουργεί με τη μετακίνηση μικρών σφαιρών κατά μήκος αξόνων στερεωμένων σε ορθογώνιο πλαίσιο και κατ' επέκτ. κάθε υπολογιστικός πίνακας: (συνήθ. παλαιότ.) ξύλινος ~. Πρόσθεση µε ~α. (ΜΑΘ.) Πυθαγόρειος πίνακας ή ~ (: πίνακας πολλαπλασιασμού για την εύρεση του γινομένου των πρώτων εννέα μονοψήφιων αριθμών). Πβ. αριθμητήριο. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. πλάκα -συνήθ. τετράγωνη ή ορθογώνια παραλληλεπίπεδη- στο ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου, όπου στηρίζεται το επιστύλιο. Βλ. εχίνος, κάλαθος. ● Υποκ.: αβάκιο (το) [< αρχ. ἄβαξ]
  • αβανγκαρντισμός [ἀβανγκαρντισμός] α-βαν-γκαρ-ντι-σμός ουσ. (αρσ.) (σπάν.): τάση για καινοτομία και αμφισβήτηση των καθιερωμένων προτύπων και αξιών που χαρακτηρίζει διάφορα καλλιτεχνικά, αλλά και κοινωνικά, πολιτικά κινήματα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. avant-gardisme, 1918]
  • αβανταδόρος [ἀβανταδόρος] α-βα-ντα-δό-ρος ουσ. (αρσ.) (μειωτ.) 1. που προσφέρει στήριξη, βοήθεια: ~ της αντιπολίτευσης/της κυβέρνησης/της προεκλογικής εκστρατείας. 2. εικονικός παίκτης, αγοραστής που πληρώνεται, για να προσελκύει πελάτες: ~ σε καζίνο/παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. κράχτης. Βλ. παπατζής. 3. (σπάν.) που συντηρείται από παράνομα κέρδη, μίζες: ~οι και καιροσκόποι. Τυχοδιώκτες, ~οι και αεριτζήδες. Βλ. -αδόρος.
  • αβάς [ἀβᾶς] α-βάς ουσ. (αρσ.) {αβ-άδες, αβ-άδων} ΕΚΚΛΗΣ. 1. ηγούμενος ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού και γενικότ. ιερέας της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 2. επίσκοπος της κοπτικής, της αιθιοπικής και της συριακής Εκκλησίας. [< μτγν. ἀββᾶς]
  • αβγοδάρτης [ἀβγοδάρτης] α-βγο-δάρ-της ουσ. (αρσ.) & αυγοδάρτης: ΤΕΧΝΟΛ. χτυπητήρι αβγών: ~ες μαρέγγας. Βλ. αναδευτήρας.

-αδόρος

-αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος). 2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~. 3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~. 4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.

αναδευτήρας

αναδευτήρας [ἀναδευτήρας] α-να-δευ-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο ή μηχάνημα ανάδευσης. Πβ. αναμικτήρας, μίξερ, χαρμανιέρα, χτυπητήρι. Βλ. -τήρας, σέικερ. [< αγγλ. shaker]

-άρα

-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

-δότης

-δότης {-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.

εχίνος

εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-μάτης

-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.

-ού2

-ού2: (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού

παπατζής

παπατζής πα-πα-τζής ουσ. (αρσ.) 1. αυτός που παίζει το παρόνομο χαρτοπαίγνιο "παπάς". Βλ. αβανταδόρος. 2. (μτφ.) απατεώνας, κλέφτης, ψεύτης. ΣΥΝ. αγύρτης, τσαρλατάνος (1)

-χρονος

-χρονος, η, ο β' συνθετικό που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκά~/τρί~.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) (Το) πεντά~ο. Τα εξηντά~α (: για συμπλήρωση εξήντα χρόνων από ορισμένο γεγονός).|| Δί~η φοίτηση (πβ. -ετής). 2. συγκεκριμένη χρονική σχέση: ισό~/ταυτό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) προτερό~ο/υστερό~ο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.