-άδα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. (αφηρ.) κατάσταση ή ιδιότητα: βραχν~/γρηγορ~/ζωηρ~/κρυ~/νοστιμ~/σβελτ~.|| Κιτριν~/κοκκιν~/πρασιν~.2. (περιληπτ.) συγκεκριμένο αριθμό, σύνολο: μον~/πεντ~/εξ~/επτ~/δεκ~/εικοσ~/εκατοντ~/χιλι~. Πβ. -αριά.|| Εβδομ~. Ομ~.3. χυμό, κυρ. φρούτων, ή φαγητό: βυσσιν~/λεμον~/μανταριν~/πορτοκαλ~/σουμ~. Μακαρον~/ρεβιθ~/φασολ~.4. το μέσο, τον τρόπο ή την περίσταση: βαρκ~/ποδηλατ~/στρωματσ~.|| Λιακ~/ρομαντζ~/φεγγαρ~.5. επέκταση ή διαφοροποίηση σημασίας, συνήθ. σε διαφορετικό υφολογικό επίπεδο: ζαλ~/πουλ~/σχισμ~.
-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.
-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι.2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
-άκις (λόγ. ή αρχαιοπρ.): επίθημα παραγωγής επιρρημάτων που δηλώνει επανάληψη: δεκ~/εξ~/οσ~/πλειστ~/πολλ~ (: πολλές φορές).
-αλγία: (κυρ. στην ιατρ. ορολογία) λεξικό επίθημα που δηλώνει πόνο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: αυχεν~, ισχι~/καυσ~/κεφαλ~/μυ~/νευρ~/οσφυ~.
-άμενος , η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
-αξονικός , ή, ό: β' συνθετικό για τη δήλωση ορισμένου αριθμού αξόνων: δι~ό τρέιλερ. Τρι~ό όχημα.
-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες.2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
-άρης, -άρα, -άρι {συνηθέστ. στο θηλ.}: επίθημα για τον σχηματισμό κυρ. ουσιαστικοποιημένων επιθέτων, δηλωτικό ιδιότητας, μεγέθους, ποσότητας, δυναμικού: κατοστ-άρης (: δρομέας εκατό μέτρων). Χιλι-άρα (ενν. μηχανή χιλίων κυβικών). Τριαντ-άρα οθόνη (: τριάντα ιντσών). Πεντ-άρα (: πέντε γκολ). Ενενηντ-άρα κασέτα (: διάρκειας ενενήντα λεπτών). Σαρανταπεντ-άρι περίστροφο (: διαμετρήματος σαρανταπέντε χιλιοστών).|| (περιληπτ.) Του κόστισε μια πεντακοσ-άρα ευρώ. Πβ. -αριά. ● βλ. -άρα
-άρης, -άρα, -άρικο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν 1. {κυρ. στο αρσ. κ. θηλ.} (προφ.) ηλικία κατά προσέγγιση: εικοσ~/σαραντ~.2. χαρακτηριστική ιδιότητα: κατεργ~/πεισματ~/πρωτ~. Βλ. -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο. ● βλ. -άρα
-άρι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από 1. απόλυτα αριθμητικά, για τον προσδιορισμό ποσότητας, αριθμού, μεγέθους, συνόλου, αξίας: ένα δωδεκ~ (= περ. δώδεκα, πβ. -αριά) κιλά.|| Πήρε δεκ~ (= δέκα)/εικοσ~ (= είκοσι) στο διαγώνισμα.|| Αγόρασε ένα δυ~/τεσσ~ (ενν. σπίτι).|| Χρησιμοποιεί δωδεκάρια (= γράμματα δώδεκα στιγμών).|| (ΑΘΛ.) Καλό δεκ~/το δεκ~ το καλό (: παίκτης με τον αριθμό δέκα).|| (στα χαρτιά:) Έχω τρία πεντάρια και έναν βαλέ.|| (σε τυχερά παιχνίδια, σύνολο σωστών προβλέψεων:) Έπιασε εξ~ στο λόττο.|| (προφ.) Κατοστ~ (= εκατό ευρώ, πβ. -άρικο).2. ουσιαστικά, για την έκφραση υποκορισμού ή διαφοροποιημένης σημασίας: βλαστ~ (βλ. -αράκι)/δοκ~/ζευγ~/ζυμ~/κλων~/λιθ~/λυχν~/φαν~.|| Θυμ~/χαλιν~. Προσκυνητ~/συναξ~ (πβ. -άριο).|| (μειωτ.) Πάρε τα ποδάρια σου από ΄δω!3. ρήματα, για τη δήλωση του αποτελέσματος μιας ενέργειας: απομειν~. Βλ. -άδι.
-αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~.2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία.3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.
-άριος: επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που παράγονται από ουσιαστικά και δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: αποθηκ~/βιβλιοθηκ~.|| (προφ.) Πεζικ~/πυροβολικ~/πληροφορικ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Νομικ~.|| Αρχ~.
-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~.2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~.3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.
-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~.2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
-ας, -ασα, -αν {-αντος (θηλ. -ασας, σπάν.-λογιότ. -άσης), -αντα | -αντες (ουδ. -αντα), -άντων}: κατάληξη λόγιας μετοχής αορίστου ενεργ. φωνής που εμφανίζεται κυρ. σε στερεότυπες φράσεις με λειτουργία επιθέτου ή ουσιαστικού: Ο μοναδικός επιζήσ-ας. Η πρώτη διδάξ-ασα. Το θέμα θεωρείται λήξ-αν. Οι διατελέσ-αντες πρόεδροι.
-άτικος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι κάποιος ή κάτι ανήκει ή ταιριάζει στη σχετική χρονική περίοδο: αποκρι~.|| (σε επιρρ. χρήση, έκφρ. δυσαρέσκειας:) Κυριακ-άτικα. Βλ. -ιάτικος.
-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~.2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~.3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~.4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.
-άτος , η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~.2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~.3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~.4. τρόπο: ποδαρ~.5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.
-άδι
-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.
-αλάκι
-αλάκι: υποκοριστικό επίθημα σε ουδέτερα ουσιαστικά που παράγονται από ουσιαστικά: βηχ~/βουν~/γρομπ~/μπογ~/ρουχ~/συκ~. Βλ. -άκι.
-άρα
-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες.2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
-ερία
-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.
-ιάτικος
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.