Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 949 εγγραφές  [0-20]


  • -δερμα β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρονται 1. ΒΙΟΛ.-ΑΝΑΤ. στις εμβρυϊκές βλαστικές στιβάδες: ενδό~/εξώ~/μεσό~/υπό~. 2. στο κατεργασμένο ή μη δέρμα ζώου: χοιρό~.
  • -ιο1 (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (ως υποκ.:) αγαλμάτ~. Πβ. -ίδιο. Βλ. -άκι.|| (συνηθέστ. με απώλεια της υποκ. σημ.:) Γραμμάτ~/παίγν~ (πβ. -ίδι)/πινάκ~. Βλ. -άριο.|| (για την απόδοση ξένων επιστ. όρων:) (ΒΙΟΛ.) Βακτήρ~. (ΧΗΜ.) Αργίλ~/μαγγάν~/πυρίτ~/ράδ~.|| (σε γλωσσικά δάνεια:) Αρμόν~.
  • -καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.
  • -κλωνος2 , η, ο: ΒΙΟΛ. το ουσιαστικό κλώνος ως β' συνθετικό: δί~/πολύ~.
  • -πλασμα β' συνθετικό που δηλώνει 1. ΒΙΟΛ. ουσία ή συστατικό που σχετίζεται με το κύτταρο: εκτό~/κυτταρό~/πρωτό~/σαρκό~/σπογγό~/υαλό~. 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. παρασιτικό μικροοργανισμό, κυρ. βακτήριο: μυκό~/ουρεό~/τοξό~. 3. δημιούργημα, σκεύασμα: νεο~. Πρό~.|| Κατά~.
  • in situ (πρόφ. ιν σίτου): επιτόπου, όπου βρίσκεται: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) τοιχογραφίες ~ (: που δεν έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση). (ΒΙΟΛ.) Καρκίνωμα ~ (: τα κακοήθη κύτταρα παρουσιάζονται στο επιθήλιο και όχι στους βαθύτερους ιστούς). ~ υβριδοποίηση (: με χρωμοσώματα μέσα σε κύτταρα). (ΓΕΩΛ.) ~ μέτρηση. (ΧΗΜ.) Αντίδραση ~. [< λατ.]
  • αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]
  • αβιογένεση [ἀβιογένεση] α-βι-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΒΙΟΛ. θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την οποία ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να δημιουργηθούν από ανόργανη ύλη (π.χ. χώμα, αέρα). Βλ. -γένεση, βιογένεση. [< γαλλ. abiogenèse, αγγλ. abiogenesis]
  • άγαρ [ἄγαρ] ά-γαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) άγαρ άγαρ: φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται από κόκκινα φύκια και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων ως πηκτικός παράγοντας και σταθεροποιητής: (μη) θρεπτικό ~. || (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Καλλιέργεια μικροοργανισμών σε ~. Βλ. άλγη, πηκτίνη. [< αγγλ. agar, γαλλ. agar-agar]
  • αγγειογένεση [ἀγγειογένεση] αγ-γει-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. σχηματισμός νέων αιμοφόρων αγγείων από προϋπάρχοντα: αυξηµένη/θεραπευτική/τριχοειδική/φυσιολογική ~. ~ στα καρκινώµατα. Αναστολείς/μηχανισμοί ~ης. Απόπτωση και ~. Βλ. λεμφ~. [< αγγλ. angiogenesis]
  • αγγελιοφόρος , ος, ο [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος επίθ.: που φέρνει μηνύματα, ειδήσεις ή πληροφορίες: (ΑΡΧ.) ~ος: θεός. ~ο: πλοίο. Βλ. -φόρος.|| (ΒΙΟΛ.) ~οι: νευροδιαβιβαστές. ~ες: ουσίες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA): ΒΙΟΧ. τύπος του RNA (mRNA) που μεταφέρει τις απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στα κύτταρα. [< αγγλ. messenger RNA, 1961]
  • αγγελιοφόρος [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): που είναι επιφορτισμένος με τη μεταφορά ενός μηνύματος, μιας πληροφορίας (γραπτής ή προφορικής): (παλαιότ.) ειδικός/έμπιστος/έφιππος ~. (ΘΕΟΛ.) Ο ~ του Θεού (= ο αρχάγγελος Γαβριήλ)/(ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών (= ο Ερμής). Βλ. -φόρος.|| (μτφ.) ~οι της δημοκρατίας/του εθελοντισμού/της ειρήνης. Οι μετεωρίτες είναι πολύτιμοι ~οι από το διάστημα.|| (ΒΙΟΛ.) Δεύτερος ~. Χημικοί ~οι.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λογισμικό ~ων. Υπηρεσία ~ων σπαμ. [< αρχ. ἀγγελιαφόρος, γαλλ. messager]
  • αγροβακτήριο [ἀγροβακτήριο] α-γρο-βα-κτή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. κοινό βακτήριο του εδάφους που έχει τη φυσική ικανότητα να μεταφέρει γενετική πληροφορία (DNA) σε φυτικά κύτταρα και να προκαλεί όζους στους μίσχους των φυτών. [< αγγλ. agrobacterium, 1942]
  • αγροβιοτεχνολογία [ἀγροβιοτεχνολογία] α-γρο-βι-ο-τε-χνο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) & αγροτοβιοτεχνολογία: ΒΙΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. η εφαρμογή βιοτεχνολογικών μεθόδων στη γεωργία: Ινστιτούτο/εταιρείες ~ας. Βλ. γενετικά/γενετικώς τροποποιημένος. [< αγγλ. agrobiotechnology]
  • αγχιστεία [ἀγχιστεία] αγ-χι-στεί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. συγγενικός δεσμός που προκύπτει από γάμο: Συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις ~ας. 2. ΒΙΟΛ. χημική συγγένεια, τάση δύο χημικών ουσιών να δημιουργούν ισχυρούς ή ασθενείς δεσμούς κατά τον σχηματισμό μορίων ή συμπλεγμάτων. ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία: που προκύπτει από γάμο: τέκνα ~ ~. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος [< 1: αρχ. ἀγχιστεία 2: γαλλ. affinité]
  • αδελφός , ή, ό [ἀδελφός] α-δελ-φός επίθ. (λόγ.): που έχει κοινούς δεσμούς, καταγωγή ή χαρακτηριστικά με κάποιον άλλο: ~οί: λαοί. ~ές: γλώσσες (: που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα)/Εκκλησίες (: που ανήκουν κυρ. στο ίδιο δόγμα)/εταιρείες (: του ίδιου ομίλου)/οργανώσεις/πόλεις (= αδελφοποιημένες). ~ά: έθνη (ΑΝΤ. ανάδελφα)/κόμματα (: με κοινή ιδεολογία)/σωματεία.|| (ΒΙΟΛ.) ~ές χρωματίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή ψυχή & αδερφή ψυχή: το πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει στενούς πνευματικούς ή ψυχικούς δεσμούς ή πολλά κοινά στοιχεία: Αναζητεί/έχει βρει την ~ ~ της, το άλλο της μισό. Είμαστε ~ές ~ές. [< αρχ. ἀδελφός, γερμ. Schwester-, γαλλ. -soeur]
  • αδένας [ἀδένας] α-δέ-νας ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιθηλιακό όργανο που εκκρίνει ειδικές ουσίες (π.χ. βλέννες, ορμόνες, γάλα στα θηλαστικά), αναγκαίες για τη λειτουργία του οργανισμού: θύμος/μαστικός/υπογλώσσιος ~. Βλεννογόνοι/βουβωνικοί/γεννητικοί/δακρυϊκοί/εξωκρινείς/μικτοί (: με ενδοκρινή και εξωκρινή μοίρα)/σιελογόνοι ~ες. Βλ. λεμφαδένες, πάγκρεας. ● ΣΥΜΠΛ.: ενδοκρινείς αδένες βλ. ενδοκρινής, θυρεοειδής (αδένας) βλ. θυρεοειδής, ιδρωτοποιοί αδένες βλ. ιδρωτοποιός, μεταξογόνος αδένας βλ. μεταξογόνος, παραθυρεοειδείς αδένες βλ. παραθυρεοειδής, σιελογόνοι αδένες βλ. σιελογόνος, σμηγματογόνοι αδένες βλ. σμηγματογόνος [< αρχ. ἀδήν, γαλλ. glande]
  • αδενικός , ή, ό [ἀδενικός] α-δε-νι-κός επίθ. 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τους αδένες: ~ός: ιστός/πυρετός (= λοιμώδης μονοπυρήνωση)/σχηματισμός. ~ή: έκκριση/υπερπλασία. ~ό: επιθήλιο/καρκίνωμα (= αδενοκαρκίνωμα)/κύτταρο/νεόπλασμα. 2. (παλαιότ.-σπάν.) που υποφέρει από αδενοπάθεια: ~ό: παιδί. [< γαλλ. glandulaire]
  • αδενοειδής , ής, ές [ἀδενοειδής] α-δε-νο-ει-δής επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που έχει μορφή αδένα ή αναπτύσσεται σε αυτόν: ~ής: ιστός/σχηματισμός. ~ής: έκφυση/κύστη. ~ές: επιθηλίωμα/(κυστικό) καρκίνωμα/προσωπείο (: χαρακτηριστική έκφραση προσώπου με το στόμα ανοιχτό και ανυψωμένο το άνω χείλος για διευκόλυνση της αναπνοής λόγω υπερτροφικών αμυγδαλών). Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: αδενοειδείς εκβλαστήσεις: παθολογική υπερτροφία των λεμφαδένων της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας: λοιμώξεις/χειρουργική αφαίρεση των ~ών ~ήσεων (= αδενοειδεκτομή). ΣΥΝ. κρεατάκια [< γαλλ. végétations adénoï des] [< μτγν. ἀδενοειδής, γαλλ. adénoïde]
  • αδιασταύρωτος , η, ο [ἀδιασταύρωτος] α-δι-α-σταύ-ρω-τος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει διασταυρωθεί, δεν έχει διαπιστωθεί αν είναι αλήθεια ή όχι: ~η: είδηση. ~ες: πληροφορίες (= ανεπιβεβαίωτες). ~α: στοιχεία (ΣΥΝ. ανεξακρίβωτα. ΑΝΤ. διασταυρωμένα). ~ες πηγές αναφέρουν ότι ... 2. ΒΙΟΛ. που δεν έχει διασταυρωθεί με άλλο είδος (ζώο ή φυτό) για τη βελτίωση των χαρακτηριστικών του.

αβγοτάραχο

αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

άλγη

άλγη [ἄλγη] άλ-γη ουσ. (θηλ.) & άλγη (τα): ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. φυτικοί οργανισμοί (φύκια και μονοκύτταρα φυτά του γλυκού νερού) που αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, συνήθ. κατά αποικίες, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν χλωροφύλλη: γονίδιο της ~ης. Εμφάνιση ανεπιθύμητης ~ης σε ενυδρείο/στο χώμα. Απομακρύνω/εξαφανίζω/καταπολεμώ/περιορίζω την ~. Ψάρια που τρέφονται με ~ (βλ. γλείφτης). Βλ. κυανοβακτήρια, χλωρέλα. [< γαλλ. algue, αγγλ. alga]

-άριο

-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ενδοκρινής

ενδοκρινής, ής, ές [ἐνδοκρινής] εν-δο-κρι-νής επίθ. {ενδοκριν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} ΑΝΤ. εξωκρινής: ΙΑΤΡ. ενδοκρινικός. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ενδοκρινείς αδένες: που παράγουν ορμόνες και τις διοχετεύουν στο αίμα. Βλ. γονάδες, επινεφρίδια, επί-, υπό-φυση, θυρεοειδής (αδένας), πάγκρεας, παραθυρεοειδείς αδένες. [< γαλλ. endocrine, 1919, αγγλ. endocrine, 1914]

θυρεοειδής

θυρεοειδής, ής, ές θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή παράγεται από αυτόν: ~ές: νεύρο. ~είς: ορμόνες. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. θυρεοειδικός ● ΣΥΜΠΛ.: θυρεοειδής (αδένας): ΑΝΑΤ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού και παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την αύξηση του βάρους του σώματος: δυσλειτουργία του ~ούς (~α). Βλ. παραθυρεοειδείς αδένες, υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός., θυρεοειδής χόνδρος: ΑΝΑΤ. το μήλο του Αδάμ. [< μτγν. θυρεοειδής, γαλλ. thyroïde, αγγλ. thyroid]

ιδρωτοποιός

ιδρωτοποιός, ός, ό [ἱδρωτοποιός] ι-δρω-το-ποι-ός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιδρωτοποιοί αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν ιδρώτα. Βλ. -ποιός. [< μτγν. ἱδρωτοποιός, γαλλ. sudorifère]

κότα

κότα κό-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το θηλυκό του κόκκορα (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus) που εκτρέφεται για τα αβγά και το κρέας του: αλανιάρα ~ (= ελεύθερης βοσκής). Η ~ κακαρίζει. Μαδώ μια ~. Οι ~ες κουρνιάζουν μέσα στο κοτέτσι. Πβ. όρνιθα. Βλ. αγριό-, νερό-, ξυλό-, φραγκό-κοτα, κοτόπουλο, πουλάδα.|| (ΜΑΓΕΙΡ., το κρέας της) ~ βραστή/λεμονάτη. Ζωμός/κύβος/στήθος ~ας. 2. (μτφ.) άβουλος, δειλός άνθρωπος: Τελικά είσαι μεγάλη ~! Έπαιξαν σαν ~ες (= χωρίς δυναμισμό). 3. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα χαμηλού επιπέδου, επιπόλαιη και κουτσομπόλα. Πβ. κατίνα, τσόκαρο. Βλ. γαϊδούρα, γουρούνα, δαμάλα, κατσίκα, φοράδα. ● Υποκ.: κοτούλα & κοτίτσα (η) ● Μεγεθ.: κοτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κότα λειράτη (αργκό-επιτατ.): πολύ φοβητσιάρης, δειλός άνθρωπος., χρυσοφόρος κότα/όρνιθα βλ. χρυσοφόρος ● ΦΡ.: δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα (προφ.): δεν ξέρει τίποτα, είναι εντελώς ανίδεος., η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για φαύλο κύκλο., η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά & (σπάν.) η χήνα με τα χρυσά αβγά (μτφ.): για κάθε πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού: Βρήκε την ~ ~. [< γαλλ. la poule aux œufs d'or] , θα γελάσουν και οι κότες (προφ.): για κάποιον που γίνεται περίγελος ή για κάτι γελοίο. Πβ. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι., κάθομαι σαν (την) κότα (προφ.): μένω αδρανής, δεν αντιδρώ, δεν διεκδικώ: Καθόταν ~ μπροστά στον διευθυντή., κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες (προφ.): πολύ νωρίς το βράδυ/το πρωί. Πβ. με τα κοκόρια. [< γαλλ. se coucher/se lever comme (avec) les poules] , να φαν κι/φάνε και οι κότες (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αφθονία: Έχει λεφτά ~ ~., οδηγεί/πάει σαν κότα (προφ.): πολύ αργά., σαν την κότα στο μύλο (παροιμ.): για κάποιον που βρίσκει τα πάντα έτοιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια., το ξέρουν και οι κότες (προφ.): για κάτι πασίγνωστο., αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα βλ. ζωή, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< μτγν. κόττος] ΚΟΤΑ

λεμφαδένες

λεμφαδένες λεμ-φα-δέ-νες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. λεμφαδένας}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. ωοειδή όργανα μεγέθους λίγων χιλιοστών, τα οποία αποτελούνται από λεμφοκύτταρα, βρίσκονται σε διάφορα σημεία του σώματος, συνδέονται με τα λεμφαγγεία και βοηθούν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων: επιχώριοι/μασχαλιαίοι/τραχηλικοί ~. ~ της βουβωνικής χώρας/του λαιμού/του μαστού/του μεσοθωρακίου.|| Πρησμένοι/ψηλαφητοί ~. Αφαίρεση (: σε περίπτωση καρκίνου των ~ων)/διήθηση/διόγκωση (= λεμφαδενοπάθεια)/φλεγμονή (= λεμφαδενίτιδα) των ~ων. Βλ. σαρκοείδωση. ΣΥΝ. λεμφογάγγλια ● ΣΥΜΠΛ.: φρουρός λεμφαδένας & λεμφαδένας φρουρός: ΙΑΤΡ. ο πρώτος λεμφαδένας στον οποίο γίνεται μετάσταση καρκινικών κυττάρων από έναν πρωτοπαθή όγκο: βιοψία/χαρτογράφηση του ~ού ~α. [< αγγλ. sentinel lymph node] [< νεολατ. lymphaden]

μελάτος

μελάτος, η, ο [μελᾶτος] με-λά-τος επίθ.: πυκνόρρευστος και μαλακός· γλυκός σαν μέλι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μελάτο αβγό & αβγό μελάτο: που δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ακόμη παχύρρευστος. Βλ. σφιχτός.

μεταξογόνος

μεταξογόνος, ος, ο με-τα-ξο-γό-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεταξογόνος αδένας: ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αδένας του μεταξοσκώληκα που εκκρίνει την ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.

ομελέτα

ομελέτα [ὀμελέτα] ο-με-λέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά τα οποία τηγανίζονται και ανακατεύονται με άλλα υλικά: απλή/ατομική/ισπανική (πβ. τορτίγια)/σπέσιαλ/χωριάτικη ~. ~ με ζαμπόν/λαχανικά/μανιτάρια/πατάτες/τυρί. Eτοιμάζω/κάνω/φτιάχνω ~. Πβ. καγιανάς, πιπεράδα, στραπατσάδα, σφουγγάτο. Βλ. -έτα. ● ΦΡ.: δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά: τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο κόστος. [< γαλλ. on ne fait pas d'omelette sans casser des oeufs] [< γαλλ. omelette]

-παραγωγή

-παραγωγή: το ουσιαστικό παραγωγή ως β' συνθετικό με αναφορά σε συγκεκριμένο προϊόν ή είδος: βαμβακο~/γαλακτο~/ελαιο~/ιχθυο~/καπνο~/σπορο~/σταφιδο~.|| Βιβλιο~.

παραθυρεοειδής

παραθυρεοειδής, ής, ές πα-ρα-θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθυρεοειδείς αδένες: ΑΝΑΤ. καθένας από τους τέσσερις μικρούς ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται κοντά στον θυρεοειδή αδένα και εκκρίνουν την παραθορμόνη. Βλ. -ειδής. [< γαλλ. parathyroïdes, αγγλ. parathyroid glands] , παραθυρεοειδής ορμόνη: ΒΙΟΧ. παραθορμόνη. [< , αγγλ. parathyroid, 1907, γαλλ. parathyroïde, 1907]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

ρουφώ

ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω.ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]

σιελογόνος

σιελογόνος, ος, ο σι-ε-λο-γό-νος επίθ. & σιαλογόνος: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: σιελογόνοι αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν σάλιο το οποίο απελευθερώνεται στο στόμα. [< γαλλ. sialogène, αγγλ. sialogenous]

σμηγματογόνος

σμηγματογόνος, ος, ο σμηγ-μα-το-γό-νος επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει ή περιέχει σμήγμα: ~ος: σπίλος. ~ος: κύστη.|| ~ος: υπερπλασία. Βλ. -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: σμηγματογόνοι αδένες: που εκκρίνουν σμήγμα και βρίσκονται κυρ. στους θύλακες των τριχών του κεφαλιού και του σώματος, εκτός από παλάμες και τις πατούσες. Βλ. κυψελίδα. [< γαλλ. sébacé]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ωόν

ωόν [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.