Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [220-240]


  • -θάνατος , η, ο: β' συνθετικό ουσιαστικοποιημένων κυρ. επιθέτων με αναφορά στον θάνατο: ετοιμο~/μελλο~.
  • -θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν). 2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~. 3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.
  • -θεραπεία : β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.
  • -θεσία : λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει θέση, τοποθέτηση, καθιέρωση ή προσδιορισμό: διπλο~/πολυ~.|| Χειρο~.|| (μτφ.) Aθλο~/θεσμο~/νομο~/ονοματο~/ορο~/στοχο~.|| Yιο~/τεκνο~.
  • -θέσιος , α, ο: λεξικό επίθημα που συνδυάζεται με αριθμητικά συνήθ. έως το είκοσι για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θέσεων: τρι~/τετρα~/δωδεκα~.|| (για οργανικές θέσεις σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) Μονο-/δι-/εξα-/οκτα-/πολυ-θέσιο.
  • -θέτης {-θετών | θηλ. -θέτρια (σπανιότ.) -θέτιδα (λόγ.) -θέτις (γεν. -θέτιδος)}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών∙ δηλώνει το πρόσωπο ή τον φορέα που θεσπίζει, τοποθετεί ή οργανώνει κάτι: δωρο~/θεσμο~/νομο~.|| Απο~. Kατα-θέτρια. Ταξι~/ψηφο~.|| Σκηνο-θέτις/-θέτιδα (βλ. -ίνα1).
  • -θετώ : επίθημα ρημάτων με τη σημασία του θεσπίζω, τοποθετώ, καθορίζω, οργανώνω ή σπανιότ. θέτω υπό την προστασία μου: αθλο~/θεσμο~/νομο~. Ναρκο~. Οριο~/σκηνο~/χωρο~. Aρχειο~. Υιο~.
  • -θήκη : β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση ειδικής κατασκευής, αντικειμένου ή χώρου όπου τοποθετούνται ή φυλάσσονται αντικείμενα: βιβλιο~/εργαλειο~/καρτελο~/καρτο~/ομπρελο~/παπουτσο~/προσπεκτο~.|| Κλειδο~/μαξιλαρο~.|| Aβγο~ (πβ. αβγουλ-ιέρα).|| Γλυπτο~/πινακο~. Οστεο~ (βλ. οστεο-φυλάκιο).
  • -θήλυκο (υβριστ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί γυναίκας: βρομο~/παλιο~ (ΣΥΝ. -γύναικο). Βλ. -παιδο. ΘΗΛΥΚΟ
  • -θήρας (λόγ.): λεξικό επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στο άτομο που επιδιώκει κάτι με επιμονή ή με συγκεκριμένο τρόπο και σπανιότ. στον κυνηγό: (με αρνητ. συνυποδ.) βαθμο~/θεσι~/λεξι~/προικο~/χρυσο~/ψηφο~.|| Λαθρο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
  • -θηρία (λόγ.): λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στην επίμονη, σταθερή επιδίωξη ή σπανιότ. στο κυνήγι θηράματος: βαθμο~/λεξι~/σκανδαλο~/τελειο~ (πβ. -μανία)/χρησιμο~/χρυσο~/ψηφο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
  • -θι (λόγ.): επίθημα για δήλωση θέσης ή γενικότ. τόπου: αυτό~/κάτω~.
  • -θρεμμένος επίθημα που δηλώνει 1. ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~. Πβ. -τραφής. 2. τον τρόπο ανατροφής του προσδιοριζόμενου προσώπου: καλοανα~/κακοανα~/μοσχανα~.
  • -θρο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. ειδική κατασκευή και κατ' επέκτ. τόπο: βά~/βάρα~/μέλα~/ρεί~. 2. όργανο: έλκη~/κλεί~.
  • -θυρος , η, ο (λόγ.): β' συνθετικό επιθέτων για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θυρών, συνήθ. οχήματος: δί~/τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πορτος.
  • 1 & -ι : κατάληξη ουσιαστικών ουδέτερου γένους: βιολ-ί/κρασ~/παιδ~. Λεμόν-ι/μέλ~/χιόν~/ψάρ~.
  • 2 : κατάληξη ουδέτερου γένους επιθέτων σε -ής, -ιά, -ί: βιολετ~ (βιολετής)/μενεξεδ~ (μενεξεδής)/πορτοκαλ~ (πορτοκαλής).
  • 3 : κατάληξη λόγιων επιρρημάτων: αγγλιστ~/αμαχητ~/αμισθ~/ανεπιστρεπτ~/απνευστ~/αρχαϊστ~/ασυζητητ~/ατιμωρητ~/ελληνιστ~/χιαστ~. Βλ. -εί.
  • -ία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που 1. παράγονται από ρήματα ή ουσιαστικά και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: επιθυμ~ (επιθυμώ)/καταγγελ~ (καταγγέλλω)/φιλονικ~ (φιλονικώ).|| Αρχαιοκαπηλ~ (αρχαιοκάπηλος)/κερδοσκοπ~ (κερδοσκόπος)/προεδρ~ (πρόεδρος). 2. σχηματίζονται από επίθετα και φανερώνουν κατάσταση ή ιδιότητα: ομοφων~ (ομόφωνος)/φυγοπον~ (φυγόπονος). 3. αποτελούν επιστημονικούς όρους και αναφέρονται σε πάθηση ή γενικότ. μη φυσιολογική κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) αμνησ~/αναφυλαξ~/δυσεντερ~/πνευμον~.|| Aϋπν~/δυσπεψ~. 4. ανήκουν στην κατηγορία των τοπωνυμίων: Ινδ~/Ιταλ~/Σερβ~.|| Θεσσαλ~/Μακεδον~.
  • -ια1 : κατάληξη ουσιαστικών θηλυκού γένους παράγωγων από ρήματα: αρρώστ~ (αρρωσταίνω)/ασχήμ~ (ασχημαίνω)/κατάντ~ (καταντώ)/κατηγόρ~ (κατηγορώ).

-εί

-εί (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων: αυτολεξ~/οιον~/παμψηφ~.|| (κυρ. σε φρ.) Αυθωρ~ (και παραχρήμα)/ωσ~ (παρών). Βλ. -ί3.

-παιδο

-παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.