-θάνατος , η, ο: β' συνθετικό ουσιαστικοποιημένων κυρ. επιθέτων με αναφορά στον θάνατο: ετοιμο~/μελλο~.
-θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν).2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~.3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.
-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.
-θεσία: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει θέση, τοποθέτηση, καθιέρωση ή προσδιορισμό: διπλο~/πολυ~.|| Χειρο~.|| (μτφ.) Aθλο~/θεσμο~/νομο~/ονοματο~/ορο~/στοχο~.|| Yιο~/τεκνο~.
-θέσιος , α, ο: λεξικό επίθημα που συνδυάζεται με αριθμητικά συνήθ. έως το είκοσι για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θέσεων: τρι~/τετρα~/δωδεκα~.|| (για οργανικές θέσεις σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) Μονο-/δι-/εξα-/οκτα-/πολυ-θέσιο.
-θέτης {-θετών | θηλ. -θέτρια (σπανιότ.) -θέτιδα (λόγ.) -θέτις (γεν. -θέτιδος)}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών∙ δηλώνει το πρόσωπο ή τον φορέα που θεσπίζει, τοποθετεί ή οργανώνει κάτι: δωρο~/θεσμο~/νομο~.|| Απο~. Kατα-θέτρια. Ταξι~/ψηφο~.|| Σκηνο-θέτις/-θέτιδα (βλ. -ίνα1).
-θετώ: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του θεσπίζω, τοποθετώ, καθορίζω, οργανώνω ή σπανιότ. θέτω υπό την προστασία μου: αθλο~/θεσμο~/νομο~. Ναρκο~. Οριο~/σκηνο~/χωρο~. Aρχειο~. Υιο~.
-θήκη: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση ειδικής κατασκευής, αντικειμένου ή χώρου όπου τοποθετούνται ή φυλάσσονται αντικείμενα: βιβλιο~/εργαλειο~/καρτελο~/καρτο~/ομπρελο~/παπουτσο~/προσπεκτο~.|| Κλειδο~/μαξιλαρο~.|| Aβγο~ (πβ. αβγουλ-ιέρα).|| Γλυπτο~/πινακο~. Οστεο~ (βλ. οστεο-φυλάκιο).
-θήλυκο (υβριστ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί γυναίκας: βρομο~/παλιο~ (ΣΥΝ. -γύναικο). Βλ. -παιδο. ΘΗΛΥΚΟ
-θήρας (λόγ.): λεξικό επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στο άτομο που επιδιώκει κάτι με επιμονή ή με συγκεκριμένο τρόπο και σπανιότ. στον κυνηγό: (με αρνητ. συνυποδ.) βαθμο~/θεσι~/λεξι~/προικο~/χρυσο~/ψηφο~.|| Λαθρο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
-θηρία (λόγ.): λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στην επίμονη, σταθερή επιδίωξη ή σπανιότ. στο κυνήγι θηράματος: βαθμο~/λεξι~/σκανδαλο~/τελειο~ (πβ. -μανία)/χρησιμο~/χρυσο~/ψηφο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
-θι (λόγ.): επίθημα για δήλωση θέσης ή γενικότ. τόπου: αυτό~/κάτω~.
-θρεμμένος επίθημα που δηλώνει 1. ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~. Πβ. -τραφής.2. τον τρόπο ανατροφής του προσδιοριζόμενου προσώπου: καλοανα~/κακοανα~/μοσχανα~.
-θρο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. ειδική κατασκευή και κατ' επέκτ. τόπο: βά~/βάρα~/μέλα~/ρεί~.2. όργανο: έλκη~/κλεί~.
-θυρος , η, ο (λόγ.): β' συνθετικό επιθέτων για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θυρών, συνήθ. οχήματος: δί~/τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πορτος.
-ία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που 1. παράγονται από ρήματα ή ουσιαστικά και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: επιθυμ~ (επιθυμώ)/καταγγελ~ (καταγγέλλω)/φιλονικ~ (φιλονικώ).|| Αρχαιοκαπηλ~ (αρχαιοκάπηλος)/κερδοσκοπ~ (κερδοσκόπος)/προεδρ~ (πρόεδρος).2. σχηματίζονται από επίθετα και φανερώνουν κατάσταση ή ιδιότητα: ομοφων~ (ομόφωνος)/φυγοπον~ (φυγόπονος).3. αποτελούν επιστημονικούς όρους και αναφέρονται σε πάθηση ή γενικότ. μη φυσιολογική κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) αμνησ~/αναφυλαξ~/δυσεντερ~/πνευμον~.|| Aϋπν~/δυσπεψ~.4. ανήκουν στην κατηγορία των τοπωνυμίων: Ινδ~/Ιταλ~/Σερβ~.|| Θεσσαλ~/Μακεδον~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.