Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [260-280]


  • -ιάς3 : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε καιρικά φαινόμενα: (συνήθ. για άνεμο:) βορ~/νοτ~.|| Χιον~.
  • -ίαση : επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.
  • -ιάτης, -ιάτισσα επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: Μαν~/Μικρασ~/Σπαρτ~. Πβ. -ίτης1, -ιώτης. 2. ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: αγωγ~/χωρ~.
  • -ιάτικα : επίθημα επιρρημάτων∙ δηλώνει την ενόχληση του ομιλητή για τον ακατάλληλο χρόνο πραγματοποίησης ενέργειας ή γεγονότος: βραδ~/καλοκαιρ~/μεσημερ~/νυχτ~/πασχαλ~/σαββατ~/χριστουγενν~.
  • -ιάτικος , η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
  • -ιατρική : το ουσιαστικό ιατρική ως β’ συνθετικό για τη δήλωση επιμέρους κλάδων: αθλητ~/γηρ~/κτην~/οδοντ~/οφθαλμ~ (= οφθαλμο-λογία)/παιδ~/φυσ~/ψυχ~.
  • -ιατρικός , ή, ό: το επίθετο ιατρικός ως β’ συνθετικό: αθλητ~/κτην~/οδοντ~/παιδ~/φυσ~.
  • -ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.
  • -ιδα : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από αρσενικά σε -ης: ηγέτ~/καλλιτέχν~/λογοτέχν~/προστάτ~ (πβ. -τρια)/σκηνοθέτ~/συνεργάτ~. Πβ. -ις1, -ισσα.
  • -ίδα1 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, μεταπλασμός του λόγιου σε -ίς: βαλβ~/βλεφαρ~/γλωττ~/ελπ~/κηλ~/πατρ~/σφραγ~/χειροβομβ~.
  • -ίδα2 : επίθημα θηλυκών πατριδωνυμικών παράγωγων από αντίστοιχα αρσενικά: Αγγλ~/Αμερικαν~ (πβ. -άνα)/Βελγ~/Γαλλ~/Γερμαν~/Ελλην~/Ρωσ~.
  • -ιδερός , ή, ό (προφ.): επίθημα για τη δήλωση χρώματος, παραπλήσιου με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ασπρ~/μαυρ~. Βλ. -ωπός.
  • -ίδης : επίθημα επωνύμων αρσενικού γένους: Μιχαηλ~/Παναγιωτ~. Βλ. -άδης, -ογλου.
  • -ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
  • -ίδικος , η, ο (προφ.): επίθημα που δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ατζαμ~/γουρλ~/μερακλ~. Βλ. -τζίδικος.
  • -ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.
  • -ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).
  • -ιέρης {-ιέρηδες | θηλ. -ιέρα, -ιέρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει επαγγελματία: γκαραζ-ιέρης/γονδολ~/καμηλ~/πορτ~.|| Καμαρ-ιέρα.|| Τιμον-ιέρης.
  • -ίζω : κατάληξη ρημάτων παραγώγων κυρ. από ουσιαστικά, επίθετα ή άλλα ρήματα: αβγατ~ (αβγό, πβ. -αίνω)/αρχ~ (αρχή)/δυναμιτ~ (δυναμίτιδα)/μαϊμουδ~ (μαϊμού).|| Κοκκιν~ (κόκκινος).|| Λυγ~ (λυγώ)/πασχ~ (πάσχω).|| (ονοματοπ.) Νιαουρ~/πλατσουρ~. Βλ. -ιάζω. ΙΖΩ
  • -ίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. μειωτ. επάγγελμα ή χαρακτηριστικό, κατάσταση: δασκαλ~/υπαλληλ~.|| Τεμπελ~. Πβ. -ιλίκι. ΙΚΙ

-άδης & -ιάδης

-άδης & -ιάδης: κατάληξη επωνύμων: Βασιλει-άδης. Γρηγορ-ιάδης. Βλ. ίδης, -ογλου.

-άτικος

-άτικος, η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι κάποιος ή κάτι ανήκει ή ταιριάζει στη σχετική χρονική περίοδο: αποκρι~.|| (σε επιρρ. χρήση, έκφρ. δυσαρέσκειας:) Κυριακ-άτικα. Βλ. -ιάτικος.

-ία

-ία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που 1. παράγονται από ρήματα ή ουσιαστικά και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: επιθυμ~ (επιθυμώ)/καταγγελ~ (καταγγέλλω)/φιλονικ~ (φιλονικώ).|| Αρχαιοκαπηλ~ (αρχαιοκάπηλος)/κερδοσκοπ~ (κερδοσκόπος)/προεδρ~ (πρόεδρος). 2. σχηματίζονται από επίθετα και φανερώνουν κατάσταση ή ιδιότητα: ομοφων~ (ομόφωνος)/φυγοπον~ (φυγόπονος). 3. αποτελούν επιστημονικούς όρους και αναφέρονται σε πάθηση ή γενικότ. μη φυσιολογική κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) αμνησ~/αναφυλαξ~/δυσεντερ~/πνευμον~.|| Aϋπν~/δυσπεψ~. 4. ανήκουν στην κατηγορία των τοπωνυμίων: Ινδ~/Ιταλ~/Σερβ~.|| Θεσσαλ~/Μακεδον~.

-ιάζω

-ιάζω επίθημα ρημάτων παράγωγων από 1. επίθετα ή ουσιαστικά∙ δηλώνει μεταβολή, απόκτηση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: βραχν~ (βραχνός)/χλομ~ (χλομός, βλ. -αίνω).|| Καρβουν~ (κάρβουνο)/ρυτιδ~ (ρυτίδα)/σκοτειν~ (σκοτεινιά). 2. ουσιαστικά∙ δηλώνει ενέργεια: αγκαλ~ (αγκαλιά)/εγκαιν~ (εγκαίνια)/εμβολ~ (εμβόλιο)/κουβεντ~ (κουβέντα).|| Eντυπωσ~ (εντύπωση).

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-τζίδικος

-τζίδικος, η, ο & (σπάν.) -τζήδικος: επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: αερι~/ετοιμα~/εφε~/πεθαμενα~/πλακα~/σαματα~/σκι~/τζαμπα~/φιγουρα~/χαβαλε~.

-ωπός

-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.