Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58779 εγγραφές  [280-300]


  • -ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).
  • -ιέρης {-ιέρηδες | θηλ. -ιέρα, -ιέρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει επαγγελματία: γκαραζ-ιέρης/γονδολ~/καμηλ~/πορτ~.|| Καμαρ-ιέρα.|| Τιμον-ιέρης.
  • -ίζω : κατάληξη ρημάτων παραγώγων κυρ. από ουσιαστικά, επίθετα ή άλλα ρήματα: αβγατ~ (αβγό, πβ. -αίνω)/αρχ~ (αρχή)/δυναμιτ~ (δυναμίτιδα)/μαϊμουδ~ (μαϊμού).|| Κοκκιν~ (κόκκινος).|| Λυγ~ (λυγώ)/πασχ~ (πάσχω).|| (ονοματοπ.) Νιαουρ~/πλατσουρ~. Βλ. -ιάζω.
  • -ίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. μειωτ. επάγγελμα ή χαρακτηριστικό, κατάσταση: δασκαλ~/υπαλληλ~.|| Τεμπελ~. Πβ. -ιλίκι. ΙΚΙ
  • -ικο1 : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή εργαστήριο: μανάβ~/μπακάλ~/χασάπ~. (λαϊκό) Φουρνάρ~.|| Tσαγκάρ~. Πβ. -άδικο.
  • -ικο2 : επίθημα για τον σχηματισμό του ουδέτερου γένους ανισοσύλλαβων επιθέτων σε -ης, -α, -ικο∙ δηλώνει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα και εκφράζει συνήθ. οικειότητα, όταν το επίθετο είναι ουσιαστικοποιημένο: ζημιάρ~/ξανθομάλλ~/ξεχασιάρ~/σκανδαλιάρ~/τεμπέλ~/τοσοδούλ~. ΙΚΟ2
  • -ικος , η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).
  • -ικός1 , ή, ό {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικιά} & -ικος, η, ο· επίθημα για τον σχηματισμό 1. επιθέτων που εκφράζουν καταγωγή, προέλευση: γερμαν-ικός/ιταλ~/σουηδ~.|| Γιαννιώτ-ικος. Σμυρναί-ικος κ. σμυρνιώτ-ικος.|| Σερβ-ικός κ. (κυρ. προφ.) σέρβ-ικος. 2. {θηλ. εν. κ. ουδ. πληθ.} ουσιαστικοποιημένων επιθέτων που δηλώνουν γλώσσα: ιταλ-ική/νορβηγ~/πορτογαλ~.|| Δωρ-ική (: διάλεκτος).|| Γαλλ-ικά/ισπαν~/σερβ~.|| (κυρ. προφ.) Αρμέν-ικη/ρώσ~. Εβραί-ικα (κ. εβρα-ϊκά).|| Αρβανίτ-ικα/βλάχ~.
  • -ικός2 , ή, ό {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικιά}: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά ή ρήματα∙ δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ζω~/ιεραρχ~/κατοχ~/κτηματ~/μοναχ~/σπιτ~/ψυχ~.|| Περιεκτ~/υποχρεωτ~. Βλ. -τικός.
  • -ικός3 , ή, ό επίθημα ουσιαστικοποιημένων επιθέτων για δήλωση 1. συγκεκριμένης ή αφηρημένης οντότητας: ανταλλακτ-ικό/διαλυτ~/τροφοδοτ~. Διατακτ-ική/εντατ~. 2. επιστήμης, γνώσης, τέχνης: αρχιτεκτον-ική/ζωγραφ~/πληροφορ~/φυσ~.|| Μαθηματ-ικά. 3. περιληπτικής έννοιας: δυναμ-ικό/προσωπ~.|| Γυαλ-ικά/χρυσαφ~. 4. (κυρ. προφ.) ασθένειας: εντερ-ικά/στομαχ~. 5. (επιστ.) γένους ζώων: θηλαστ-ικά/τρωκτ~.
  • -ίλα (προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~. 2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~. 3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]
  • -ιλίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών συνήθ. με αρνητική αναφορά σε κατάσταση ή ιδιότητα: (ειρων.-μειωτ.) καθηγητ~/προεδρ~/υπουργ~.|| Καραγκιοζ~/καφρ~/παπατζ~. Πβ. -ίκι, -λίκι.|| (σπανιότ. με ουδέτερη ή θετική σημ., κυρ. λαϊκό) Κιμπαρ~/μαστορ~.
  • -ιμο : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: βάψ~ (βάφω)/δέσ~ (δένω)/κάψ~ (καίω)/ντύσ~ (ντύνω)/χτίσ~ (χτίζω). Βλ. -ιά, -μα.
  • -ιμος , η, ο: επίθημα επιθέτων για τη δήλωση δυνατότητας ή καταλληλότητας: αναστρέψ~/διδάξ~/ελέγξ~/εφαρμόσ~/ρευστοποιήσ~/ωφέλ~.|| Νόμ~/συντάξ~.
  • -ιμότητα (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν δυνατότητα, ιδιότητα ή ικανότητα: αναζητησ-~, κατανοησ~. || μαχ~, συγκρισ~. || απασχολησ~, συνεργασ~.
  • -ίνα1 επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, παράγωγων από αντίστοιχα αρσενικά για τη δήλωση: 1. (κυρ. διαλεκτ.-λαϊκό) κύριου ονόματος: Αγγελ~. Τζωρτζ~. 2. επαγγελματικής δραστηριότητας: βουλευτ~/γιατρ~ (βλ. -έσα)/δικηγορ~.|| (με διαφοροποίηση στη σημ.) Σοφερ~ (βλ. σοφέρ).|| (παλαιότ.-λαϊκό, για τη γυναίκα αξιωματούχου ή επαγγελματία:) Προεδρ~/στρατηγ~. Πβ. -ισσα. 3. ζώου: ελαφ~/ελεφαντ~/λιονταρ~. Βλ. -αινα. 4. χαρακτηριστικού γνωρίσματος, ιδιότητας: λησταρχ~.|| (μτφ.) Τσαρ~.
  • -ίνα2 (λαϊκό): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βενζ~/βιταμ~. Πβ. -ίνη.
  • -ίνη : επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
  • -ινος , η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. ύλη: βελούδ~/λίθ~/μάλλ~/μετάξ~/ξύλ~/χαλύβδ~. 2. χαρακτηριστικό, ιδιότητα: αέρ~/ανθρώπ~. 3. χρώμα: πράσ~. Πβ. -ένιος.
  • -ινός , ή, ό επίθημα που δηλώνει 1. & (θηλ., σπανιότ.-προφ.) -ινιά: καταγωγή, προέλευση: πατρ-ινός, πατρ-ινή κ. πατρ-ινιά. Μαροκ-ινός, μαροκ-ινή. Βλ. -ικός1. 2. τόπο ή χρόνο: αντικρ~/κοντ~/μακρ~.|| Αποψ~/θερ~/καλοκαιρ~/φετ~/χθεσ~. Πβ. -ιανός, -ιάτικος. 3. ιδιότητα: αληθ~/μηδαμ~. 4. ότι κάτι προέρχεται από συγκεκριμένο ζώο: αγελαδ~ (πβ. -ίσιος)/βοδ~/χοιρ~.

-αινα

-αιναεπίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.

-ία

-ίαεπίθημα θηλυκών ουσιαστικών που 1. παράγονται από ρήματα ή ουσιαστικά και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: επιθυμ~ (επιθυμώ)/καταγγελ~ (καταγγέλλω)/φιλονικ~ (φιλονικώ).|| Αρχαιοκαπηλ~ (αρχαιοκάπηλος)/κερδοσκοπ~ (κερδοσκόπος)/προεδρ~ (πρόεδρος). 2. σχηματίζονται από επίθετα και φανερώνουν κατάσταση ή ιδιότητα: ομοφων~ (ομόφωνος)/φυγοπον~ (φυγόπονος). 3. αποτελούν επιστημονικούς όρους και αναφέρονται σε πάθηση ή γενικότ. μη φυσιολογική κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) αμνησ~/αναφυλαξ~/δυσεντερ~/πνευμον~.|| Aϋπν~/δυσπεψ~. 4. ανήκουν στην κατηγορία των τοπωνυμίων: Ινδ~/Ιταλ~/Σερβ~.|| Θεσσαλ~/Μακεδον~.

-ιάζω

-ιάζωεπίθημα ρημάτων παράγωγων από 1. επίθετα ή ουσιαστικά∙ δηλώνει μεταβολή, απόκτηση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: βραχν~ (βραχνός)/χλομ~ (χλομός, βλ. -αίνω).|| Καρβουν~ (κάρβουνο)/ρυτιδ~ (ρυτίδα)/σκοτειν~ (σκοτεινιά). 2. ουσιαστικά∙ δηλώνει ενέργεια: αγκαλ~ (αγκαλιά)/εγκαιν~ (εγκαίνια)/εμβολ~ (εμβόλιο)/κουβεντ~ (κουβέντα).|| Eντυπωσ~ (εντύπωση).

-ικός1

-ικός1, ή, ό {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικιά} & -ικος, η, ο· επίθημα για τον σχηματισμό 1. επιθέτων που εκφράζουν καταγωγή, προέλευση: γερμαν-ικός/ιταλ~/σουηδ~.|| Γιαννιώτ-ικος. Σμυρναί-ικος κ. σμυρνιώτ-ικος.|| Σερβ-ικός κ. (κυρ. προφ.) σέρβ-ικος. 2. {θηλ. εν. κ. ουδ. πληθ.} ουσιαστικοποιημένων επιθέτων που δηλώνουν γλώσσα: ιταλ-ική/νορβηγ~/πορτογαλ~.|| Δωρ-ική (: διάλεκτος).|| Γαλλ-ικά/ισπαν~/σερβ~.|| (κυρ. προφ.) Αρμέν-ικη/ρώσ~. Εβραί-ικα (κ. εβρα-ϊκά).|| Αρβανίτ-ικα/βλάχ~.

-τικός

-τικός, ή/ιά, ό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα για παραγωγή επιθέτων από 1. ρήματα: απαλλακ~/ενισχυ~/υποβοηθη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) δικασ~. (Τα) φορτω-τικά (ενν. έξοδα). 2. ουσιαστικά: προβλημα~/σωμα~/χαρισμα~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.