(προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).
-αίος, α, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που παράγονται συνήθ. από ουσιαστικά και δηλώνουν 1. τόπο: γωνι~/λιμν~/πρυμν~. 2. τρόπο: αγορ~/αμοιβ~/μοιρ~/πηγ~/τυχ~. Βλ. -ιαίος, -ιαία, -ιαίο.
-άκι{χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
-άριο(λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
-άρω(προφ.) επίθημα ρημάτων 1. που παράγονται από ξένες λέξεις ή αποδίδουν δάνεια ρήματα: αγκαζ~/ζουμ~/σερφ~.|| Ιντριγκ~/λανσ~/μπαρκ~/φρεν~. 2. που προέρχονται από άλλη ελληνική λέξη, συνήθ. ουσιαστικό: κριτικ~ (κριτική)/λουφ~ (λούφα)/ξαπλ~ (ξάπλα).
-ης, α, ικο: κατάληξη επιθέτων που δηλώνουν συνήθ. γνώρισμα ή ιδιότητα: γαλανομάτ~/σγουρομάλλ~/τεμπέλ~.
-ιό(κυρ. προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα: καθισ~/κολατσ~/κουτσομπολ~/νοικοκυρ~/προξεν~/συμπεθερ~. Βλ. -ιο2.
-ιο2(κυρ. προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα: γέλ~/συμπάθ~/συνήθ~/συχώρ~. Βλ. -ιό.
-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, συνήθ. αφηρημένων, παράγωγων από ρήματα, για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (αποθηκεύω) αποθήκευ-ση. (Εκποιώ) εκποί-ηση. (Εξαφανίζω) εξαφάν-ιση. (Ανακυκλώνω) ανακύκλ-ωση. (Μεταλλάσσω) μετάλλα-ξη. (Απορρίπτω) απόρρι-ψη.|| Πρόσχ-ωση.
-της & -τής, -τρια{σπανιότ. θηλ. -τρα} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια ή ιδιότητα, που έχει συγκεκριμένη επαγγελματική απασχόληση: θεμελιω-τής/ιδρυ~/συνομιλη~/υποκινη~. Κλέφ-της κ. κλέφ-τρα.|| Διακοσμη-τής/εκφωνη~/μεταφρασ~/πωλη~. Συντάκ-της κ. συντάκ-τρια. 2. όργανο, συσκευή: μετασχηματισ-τής/μετρη~. Εκτυπω~. ● βλ. -τρα1 & -ίστρα1
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ