-ιώτης, -ιώτισσα & -ώτης, -ώτισσα· επίθημα για τον σχηματισμό 1. πατριδωνυμικών: Βολ~/Ναξ~. Ηπειρ~.2. ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα: επαρχ~/πατρ~.
-καιρος (προφ.): β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που αναφέρονται συνήθ. σε κακοκαιρία: βρομό~/παλιό~.
-καιρος, -η, -ο: σε συνδυασμό με προθήματα για δήλωση χρονικής σχέσης: ά-καιρος/ανεπί~/έγ~/επί~/εύ~/πρόσ~.
-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~.2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία.3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.
-κάπηλος {-κάπηλου (λόγ.) -καπήλου}: το ουσιαστικό κάπηλος ως β' συνθετικό λέξεων: αρχαιο~/εθνο~/πατριδο~/πολεμο~.
-καρδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά σε πρόσωπο το οποίο χαρακτηρίζεται από συναισθήματα ή διάθεση που δηλώνονται με το α' συνθετικό: ά~/ανοιχτό~/κακό~/καλό~/μεγαλό~/σκληρό~.
-κάταρτος , η, ο: β' συνθετικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού καταρτιών: δι-κάταρτο/τρι~ καράβι.
-κεντρικός , ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν ότι τίθεται στο επίκεντρο ή αποτελεί σημείο αναφοράς το α' συνθετικό: αθηνο~/ανθρωπο~/αρχηγο~/βιβλιο~/γνωσιο~/δασκαλο~/εγω~/εθνο~/ελληνο~/ηλιο~/κοινωνιο~/μαθητο~/ομαδο-/πρωθυπουργο~.
-αλγία
-αλγία: (κυρ. στην ιατρ. ορολογία) λεξικό επίθημα που δηλώνει πόνο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: αυχεν~, ισχι~/καυσ~/κεφαλ~/μυ~/νευρ~/οσφυ~.
-έστατος
-έστατος, η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα
-ικος
-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~.2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).
-παραγωγή
-παραγωγή: το ουσιαστικό παραγωγή ως β' συνθετικό με αναφορά σε συγκεκριμένο προϊόν ή είδος: βαμβακο~/γαλακτο~/ελαιο~/ιχθυο~/καπνο~/σπορο~/σταφιδο~.|| Βιβλιο~.
-τός
-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~.2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό.3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.