Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [340-360]


  • -κέφαλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).
  • -κεφτές : επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στον κεφτέ: κολοκυθο~/ντοματο~/πατατο~/πρασο~/ταραμο~. Ρεβιθο/φαβο~έδες. Γαριδο~/ταραμο~/χταποδο~/ψαρο~έδες. ||ψευτο~έδες.
  • -κήλη : ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό κήλη ως β' συνθετικό: βουβωνο~/βρογχο~/μηρο~/ομφαλο~/υδρο~.
  • -κηπος : το ουσιαστικό κήπος ως β' συνθετικό: αγρό~/ανθό~/βραχό~/βυσσινό~/λαχανό~.
  • -κιλος , η, ο: το ουσιαστικό κιλό ως β' συνθετικό επιθέτων για τη δήλωση συγκεκριμένου βάρους: μισό-κιλος/δί~/δεκά~. Βλ. -λιτρος.
  • -κινητήριος , α, ο: ΜΗΧΑΝΟΛ. β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν αριθμό κινητήρων: δι-κινητήριος/μονο~/τετρα~. Τρι-κινητήριο αεροσκάφος.
  • -κίνητος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.
  • -κλινος , η, ο (λόγ.): β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλινών: μονό-κλινος/τρί~/τετρά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δί-κλινο (ενν. δωμάτιο).
  • -κλιτος , η, ο: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στο κλίτος ναού: δί~/μονό~/πεντά~/τρί~.
  • -κλόπος (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που ιδιοποιείται παράνομα ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (o/η) λογο~/τυπο~. Bλ. -κόπος.
  • -κλωνος1 , η, ο: β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλωναριών ή σπανιότ. διακλαδώσεων: δί-κλωνος/τρί~.
  • -κλωνος2 , η, ο: ΒΙΟΛ. το ουσιαστικό κλώνος ως β' συνθετικό: δί~/πολύ~.
  • -κογχος , η, ο & (προφ.) -κοχος: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά στην κόγχη ή τις κόγχες ναού: δί~/μονό~/τρί~.
  • -κολλα : β' συνθετικό για τον προσδιορισμό του τύπου κόλλας, ανάλογα με τη σύσταση ή το είδος των επιφανειών στις οποίες εφαρμόζεται: αλευρό~/βενζινό~/θερμό~/ψαρό~.|| Ξυλό~.
  • -κομείο επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~. 2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο).
  • -κομία : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται στην ειδική φροντίδα, την καλλιέργεια, την παραγωγή ή την εκτροφή: βρεφο~.|| Οροφο~/τραπεζο~.|| Ανθο~/δασο~/ελαιο~/φυτο~.|| Τυρο~.|| Ζωο~/ιχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -τροφία)/μελισσο~.
  • -κόμος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. τον κατάλληλα εκπαιδευμένο για την φροντίδα κυρ. βρεφών, νηπίων ή ασθενών: βρεφο~/νηπιο~/νοσο~/παιδο~ (πβ. παιδ-αγωγός). 2. τον επαγγελματία που ασχολείται με την εκτροφή ή την παραγωγή: μελισσο~. Πβ. -τρόφος.|| Ανθο~/δασο~/δενδρο~/φυτο~.
  • -κομώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. περιθάλπω: γηρο~. 2. (σπανιότ.) παρασκευάζω: τυρο~.
  • -κόπος επίθημα ουσιαστικών με αναφορά σε πρόσωπο που 1. (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) συνηθίζει να κάνει κάτι με ένταση, υπερβολικά: γλεντο~/χαρο~. 2. ασχολείται με την κοπή, κυρ. δέντρων: ξυλο~.
  • -κοπος1 , η, ο (λόγ.): επίθημα με αναφορά στην κοπή: δί~.|| (μτφ.) Νεό~.

-λιτρος

-λιτρος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων, για τον προσδιορισμό ποσότητας σε λίτρα: δί-/δεκά-λιτρος. Bλ. -κιλος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.