-κέφαλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~.2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~.3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).
-κεφτές: επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στον κεφτέ: κολοκυθο~/ντοματο~/πατατο~/πρασο~/ταραμο~. Ρεβιθο/φαβο~έδες. Γαριδο~/ταραμο~/χταποδο~/ψαρο~έδες. ||ψευτο~έδες.
-κήλη: ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό κήλη ως β' συνθετικό: βουβωνο~/βρογχο~/μηρο~/ομφαλο~/υδρο~.
-κηπος: το ουσιαστικό κήπος ως β' συνθετικό: αγρό~/ανθό~/βραχό~/βυσσινό~/λαχανό~.
-κιλος , η, ο: το ουσιαστικό κιλό ως β' συνθετικό επιθέτων για τη δήλωση συγκεκριμένου βάρους: μισό-κιλος/δί~/δεκά~. Βλ. -λιτρος.
-κινητήριος , α, ο: ΜΗΧΑΝΟΛ. β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν αριθμό κινητήρων: δι-κινητήριος/μονο~/τετρα~. Τρι-κινητήριο αεροσκάφος.
-κίνητος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.
-κλινος , η, ο (λόγ.): β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλινών: μονό-κλινος/τρί~/τετρά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δί-κλινο (ενν. δωμάτιο).
-κλιτος , η, ο: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στο κλίτος ναού: δί~/μονό~/πεντά~/τρί~.
-κλόπος (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που ιδιοποιείται παράνομα ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (o/η) λογο~/τυπο~. Bλ. -κόπος.
-κλωνος1 , η, ο: β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλωναριών ή σπανιότ. διακλαδώσεων: δί-κλωνος/τρί~.
-κλωνος2 , η, ο: ΒΙΟΛ. το ουσιαστικό κλώνος ως β' συνθετικό: δί~/πολύ~.
-κογχος , η, ο & (προφ.) -κοχος: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά στην κόγχη ή τις κόγχες ναού: δί~/μονό~/τρί~.
-κολλα: β' συνθετικό για τον προσδιορισμό του τύπου κόλλας, ανάλογα με τη σύσταση ή το είδος των επιφανειών στις οποίες εφαρμόζεται: αλευρό~/βενζινό~/θερμό~/ψαρό~.|| Ξυλό~.
-κομείο επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~.2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο).
-κομία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται στην ειδική φροντίδα, την καλλιέργεια, την παραγωγή ή την εκτροφή: βρεφο~.|| Οροφο~/τραπεζο~.|| Ανθο~/δασο~/ελαιο~/φυτο~.|| Τυρο~.|| Ζωο~/ιχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -τροφία)/μελισσο~.
-κόμος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. τον κατάλληλα εκπαιδευμένο για την φροντίδα κυρ. βρεφών, νηπίων ή ασθενών: βρεφο~/νηπιο~/νοσο~/παιδο~ (πβ. παιδ-αγωγός).2. τον επαγγελματία που ασχολείται με την εκτροφή ή την παραγωγή: μελισσο~. Πβ. -τρόφος.|| Ανθο~/δασο~/δενδρο~/φυτο~.
-κομώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. περιθάλπω: γηρο~.2. (σπανιότ.) παρασκευάζω: τυρο~.
-κόπος επίθημα ουσιαστικών με αναφορά σε πρόσωπο που 1. (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) συνηθίζει να κάνει κάτι με ένταση, υπερβολικά: γλεντο~/χαρο~.2. ασχολείται με την κοπή, κυρ. δέντρων: ξυλο~.
-κοπος1 , η, ο (λόγ.): επίθημα με αναφορά στην κοπή: δί~.|| (μτφ.) Νεό~.
-λιτρος
-λιτρος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων, για τον προσδιορισμό ποσότητας σε λίτρα: δί-/δεκά-λιτρος. Bλ. -κιλος.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.