Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [360-380]


  • -κοπος2 , η, ο: επίθημα που αναφέρεται στην κόπωση: ά~/κατά~.
  • -κοπώ {-κοπιέμαι} επίθημα ρημάτων για τη δήλωση 1. αδιάκοπης κίνησης, εντατικού ρυθμού: γρονθο~/φτερο~.|| Σφυρο~.|| (μτφ.) Γλεντο~. 2. έντονου χαρακτηριστικού: βρομο~/λαμπο~.
  • -κορφος , η, ο: β' συνθετικό με αναφορά στην κορυφή, συνήθ. βουνού: τρί~.
  • -κοσμος το ουσιαστικό κόσμος ως β' συνθετικό λέξεων για τη δήλωση 1. (περιληπτ.) πλήθους ανθρώπων με κοινά στοιχεία: γυναικό~/μαθητό~/νεαρό~/παιδό~/φοιτητό~ (πβ. -αριό). Πβ. -λόι, -μάνι. 2. οργανωμένου συνόλου: (επιστ.) βιό~/μακρό~/μικρό~.
  • -κουτο & -κούτι : το ουσιαστικό κουτί ως β' συνθετικό λέξεων: σπιρτό-κουτο/χαρτό~. Κονσερβο-κούτι.|| Χαζο-κούτι (: η τηλεόραση).
  • -κρατείται/-κρατούνται : β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία κυριαρχείται: οχλο~/στρατο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~. Βλ. -κρατούμενος.
  • -κράτης {-κρατών | θηλ. -κράτισσα}: επίθημα που δηλώνει πρόσωπο με συγκεκριμένη ιδεολογία ή τρόπο συμπεριφοράς, δράσης: αριστο~/δημο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αποικιο~/γραφειο~/κεφαλαιο~/τεχνο~/τρομο~/(στο αρσ.) φαλλο~.
  • -κρατία : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).
  • -κράτορας {κ. (λόγ.) -κράτωρ (γεν. -κράτορος), -κρατόρων | θηλ. -κράτειρα (λαϊκό) -κρατόρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον κυρίαρχο ή εξουσιαστή: αυτο-κράτορας (θηλ. αυτο-κράτειρα, σπανιότ. αυτο-κρατόρισσα)/μονο~. Θαλασσο-κράτορας.|| (συνήθ. μτφ.) Κοσμο-κράτορας/παντο~. Κλειδο-κράτορας.
  • -κρατούμενος , η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.
  • -κροκέτα : επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που σχετίζονται με την κροκέτα: ζαμπονο~/κασερο~/πατατο~/τυρο~/ψαρο~. Μελιτζανο-κροκέτες.
  • -κτονία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει φόνο, θάνατο, εξόντωση: αδελφο~/ανθρωπο~/γενο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/τεκνο~.|| Λιμο~.|| Ζωο~. Mυο~.
  • -κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.
  • -κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~. 2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.
  • -κτώ, -κτώμαι (λόγ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του αποκτώ ή θέτω υπό την κατοχή μου: ανα-κτώ/κατα~.|| Προσ-κτώμαι.
  • -κυκλος , η, ο (λόγ.) : β' συνθετικό που δηλώνει τον αριθμό τροχών ενός οχήματος: τρί~.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) Το δί-κυκλο (= μηχανάκι). ΣΥΝ. -τροχος
  • -κωπος , η/ος, ο (λόγ.): β' συνθετικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κουπιών: δί~/οκτά~/τετρά~.|| Πολύ~.
  • -λαγνεία (λόγ.) β' συνθετικό για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. παθολογική λατρεία, εμμονή σε αυτό που εκφράζει το α’ συνθετικό: αριθμο~/ευρω~/θεσμο~/λεξι~/ξενο~/παρελθοντο~/πατριδο~/τουρκο~/τρομο~. 2. σεξουαλική διέγερση: γεροντο~/κοπρο~/ουρο~/οφθαλμο~.
  • -λάγνος (λόγ.) β' συνθετικό για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο που 1. δείχνει παθολογική εμμονή σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~/εξουσιο~/ευρω~/λεξι~/τρομο~. 2. διεγείρεται σεξουαλικά: κοπρο~/ουρο~/οφθαλμο~.
  • -λάτρης, -λάτρισσα : β' συνθετικό ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που έχει πάθος, εμμονή ή πίστη σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό ή που δείχνει προσήλωση σε αυτό: γυναικο-/φυσιο-λάτρης.|| Αρχαιο-λάτρης (βλ. -γνώστης, -μαθής).|| (αρνητ. συνυποδ.) Εγω-λάτρης (πβ. -παθής)/προγονο~ (πβ. -πληκτος).|| Eιδωλο-λάτρης.

-γνώστης

-γνώστης {θηλ. -γνώστρια}: β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία του γνώστη ενός αντικειμένου: αρχαιο~/οινο~/παντο~/τεχνο~/φυσιο~.

-κρατούμενος

-κρατούμενος, η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.

-κτόνο

-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.