-κοπος2 , η, ο: επίθημα που αναφέρεται στην κόπωση: ά~/κατά~.
-κοπώ {-κοπιέμαι} επίθημα ρημάτων για τη δήλωση 1. αδιάκοπης κίνησης, εντατικού ρυθμού: γρονθο~/φτερο~.|| Σφυρο~.|| (μτφ.) Γλεντο~.2. έντονου χαρακτηριστικού: βρομο~/λαμπο~.
-κορφος , η, ο: β' συνθετικό με αναφορά στην κορυφή, συνήθ. βουνού: τρί~.
-κοσμος το ουσιαστικό κόσμος ως β' συνθετικό λέξεων για τη δήλωση 1. (περιληπτ.) πλήθους ανθρώπων με κοινά στοιχεία: γυναικό~/μαθητό~/νεαρό~/παιδό~/φοιτητό~ (πβ. -αριό). Πβ. -λόι, -μάνι.2. οργανωμένου συνόλου: (επιστ.) βιό~/μακρό~/μικρό~.
-κουτο & -κούτι: το ουσιαστικό κουτί ως β' συνθετικό λέξεων: σπιρτό-κουτο/χαρτό~. Κονσερβο-κούτι.|| Χαζο-κούτι (: η τηλεόραση).
-κρατείται/-κρατούνται: β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία κυριαρχείται: οχλο~/στρατο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~. Βλ. -κρατούμενος.
-κράτης {-κρατών | θηλ. -κράτισσα}: επίθημα που δηλώνει πρόσωπο με συγκεκριμένη ιδεολογία ή τρόπο συμπεριφοράς, δράσης: αριστο~/δημο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αποικιο~/γραφειο~/κεφαλαιο~/τεχνο~/τρομο~/(στο αρσ.) φαλλο~.
-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).
-κράτορας {κ. (λόγ.) -κράτωρ (γεν. -κράτορος), -κρατόρων | θηλ. -κράτειρα (λαϊκό) -κρατόρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον κυρίαρχο ή εξουσιαστή: αυτο-κράτορας (θηλ. αυτο-κράτειρα, σπανιότ. αυτο-κρατόρισσα)/μονο~. Θαλασσο-κράτορας.|| (συνήθ. μτφ.) Κοσμο-κράτορας/παντο~. Κλειδο-κράτορας.
-κρατούμενος , η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.
-κροκέτα: επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που σχετίζονται με την κροκέτα: ζαμπονο~/κασερο~/πατατο~/τυρο~/ψαρο~. Μελιτζανο-κροκέτες.
-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.
-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~.2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.
-κτώ, -κτώμαι (λόγ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του αποκτώ ή θέτω υπό την κατοχή μου: ανα-κτώ/κατα~.|| Προσ-κτώμαι.
-κυκλος , η, ο (λόγ.) : β' συνθετικό που δηλώνει τον αριθμό τροχών ενός οχήματος: τρί~.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) Το δί-κυκλο (= μηχανάκι). ΣΥΝ. -τροχος
-κωπος , η/ος, ο (λόγ.): β' συνθετικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κουπιών: δί~/οκτά~/τετρά~.|| Πολύ~.
-λαγνεία (λόγ.) β' συνθετικό για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. παθολογική λατρεία, εμμονή σε αυτό που εκφράζει το α’ συνθετικό: αριθμο~/ευρω~/θεσμο~/λεξι~/ξενο~/παρελθοντο~/πατριδο~/τουρκο~/τρομο~.2. σεξουαλική διέγερση: γεροντο~/κοπρο~/ουρο~/οφθαλμο~.
-λάγνος (λόγ.) β' συνθετικό για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο που 1. δείχνει παθολογική εμμονή σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~/εξουσιο~/ευρω~/λεξι~/τρομο~.2. διεγείρεται σεξουαλικά: κοπρο~/ουρο~/οφθαλμο~.
-λάτρης, -λάτρισσα: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που έχει πάθος, εμμονή ή πίστη σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό ή που δείχνει προσήλωση σε αυτό: γυναικο-/φυσιο-λάτρης.|| Αρχαιο-λάτρης (βλ. -γνώστης, -μαθής).|| (αρνητ. συνυποδ.) Εγω-λάτρης (πβ. -παθής)/προγονο~ (πβ. -πληκτος).|| Eιδωλο-λάτρης.
-γνώστης
-γνώστης {θηλ. -γνώστρια}: β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία του γνώστη ενός αντικειμένου: αρχαιο~/οινο~/παντο~/τεχνο~/φυσιο~.
-κρατούμενος
-κρατούμενος, η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.
-κτόνο
-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.