Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [380-400]


  • -λατρία (συχνά αδόκ.) -λατρεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει πάθος, εμμονή ή πίστη σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: φυσιο-λατρία.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχαιο-λατρία/εγω~ (πβ. -πάθεια)/ξενο~ (πβ. -μανία)/προγονο~/τυπο~.|| Eιδωλο-λατρία.
  • -λεπτος , η, ο: β' συνθετικό λέξεων για τη δήλωση συγκεκριμένης διάρκειας σε λεπτά: δί~/τρί~.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) Έφυγε πριν ένα δεκά-/δεκαπεντά-λεπτο (= τέταρτο).
  • -λήπτης, -λήπτρια {-ληπτών} β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρεται 1. στο πρόσωπο που (ανα)λαμβάνει ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δειγματο-λήπτης. Δανειο-λήπτρια.|| Eργο~. 2. στον ειδικό για την καταγραφή εικόνας ή/και ήχου: εικονο-λήπτης/ηχο~. 3. {μόνο στο αρσ.} σε τροφοδοτούμενη συσκευή ή εξάρτημα: ρευματο-λήπτης. Βλ. -δότης.
  • -ληπτος , η, ο (λόγ.): επίθημα για τον χαρακτηρισμό ατόμου που διακατέχεται από δογματικές αντιλήψεις, μονομανία: θρησκό-ληπτος. Πβ. -μανής, -πληκτος. Βλ. -πνευστος.
  • -λής & -αλής, -λού & -αλού {-λήδες κ. -αλήδες | -λούδες κ. -αλούδες} (λαϊκό): επίθημα για τη δήλωση χαρακτηριστικού ή ιδιότητας: μερακ-λής (βλ. -ίδικος). Μπεσ-αλής/-αλού.
  • -ληψία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~. 2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία. 3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~. 4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.
  • -λίκι {συχνά στον πληθ.} (προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, συνήθ. με αρνητική αναφορά σε κατάσταση ή ιδιότητα: μασκαρα~/νταη~. Χαϊ~. Πβ. -ίκι, -ιλίκι.
  • -λιτρος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων, για τον προσδιορισμό ποσότητας σε λίτρα: δί-/δεκά-λιτρος. Bλ. -κιλος.
  • -λογo : β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρεται στο λόγο, τα λόγια: αισχρό~.|| (συνήθ. στον πληθ.) Βρομό-λογα/γλυκό~/μισό~.
  • -λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
  • -λογιά (λαϊκό-περιληπτ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει πλήθος ανθρώπων με κοινά στοιχεία: τουρκο~ (πβ. -λόι)/φτωχο~. Bλ. -κοσμος.
  • -λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.
  • -λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
  • -λογος {-λόγου (σπανιότ.) -λογου | -λόγων (σπανιότ.) -λογων, -λόγους (σπανιότ.) -λογους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών για τη δήλωση μορφών ή τμημάτων του λόγου: μονό~/διά~. Πρό~/επί~.|| Κατά~.
  • -λογος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται 1. στο λόγο, τη γλώσσα, την ομιλία: γενικό-λογος/γλυκό~/ετοιμό~/λιγό~. Βλ. -λογία, -λόγος. 2. στη λογική, την ορθή σκέψη: ά-λογος/εύ~/παρά~/υπέρ~. Βλ. λογο-.
  • -λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
  • -λόι {περιληπτ.} & (σπάν.) -λόγι (προφ.-μειωτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει μεγάλο αριθμό προσώπων ή πραγμάτων: ανθρωπο-λόι/παιδο~ (πβ. -κοσμος, -μάνι)/συγγενο~/φτωχο~ (βλ. -λογιά).|| (μτφ.) Σκυλο-λόι.|| Σκουπιδο-λόι (πβ. σκουπιδ-αριό).|| Κουβεντο-λόι.
  • -λουτρο : β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε λουτρό, συνήθ. ιαματικό: αμμό~/ατμό~/βοτανό~/θερμό~/λασπό~. Ποδό~.|| Αφρό~.|| (μτφ.) Oφθαλμό-λουτρο.
  • -μα1 : κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδετέρων: νή~/όνο~/σώ~/χρώ~.
  • -μα2 : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή κυρ. αποτέλεσμα: κλάδε~ (κλαδεύω)/ψάρε~ (ψαρεύω). Άνοιγ~ (ανοίγω)/πράγ~ (πράττω). Αναμάση~ (αναμασώ)/θεώρη~ (θεωρώ). Άλεσ-μα (αλέθω). Βλ. -εια, -ητό, -ία, -ιά, -ιμο.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

-δότης

-δότης {-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.

-εία

-εία επίθημα 1. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών: κολακ~ (κολακεύω)/λατρ~ (λατρεύω). 2. του θηλυκού γένους των επιθέτων σε -ύς: αμβλ~/οξ~.

-ικος

-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

λογο- & λογό- & λογ-

λογο- & λογό- & λογ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται: 1. στη γλώσσα, τον λόγο, την ομιλία: λογο-παίγνιο/~τεχνία. Λογο-δοσία.|| (ΙΑΤΡ.) Λογο-θεραπεία. 2. στη λογική, την ορθή σκέψη: λογο-κεντρικός/~κρατία.

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

-μανία

-μανία (αφηρ.): το ουσιαστικό μανία ως β' συνθετικό λέξεων: βιβλιο~ (= -φιλία). Εργασιο~ (βλ. -θεραπεία).|| (συνήθ. αρνητ.) Aρχαιο~ (πβ. -πληξία)/αρχο~/δικο~/εξουσιο~ (πβ. -λαγνεία)/ξενο~/τελειο~ (πβ. -θηρία).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Eπιδειξιο~/ερωτο~ (πβ. νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.