-μάθεια: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση πεδίου ή επιπέδου γνώσεων: αγγλο~/αρχαιο~/γλωσσο~/ελληνο~/νομο~/χρηστο~.|| Ευρυ~/ημι~/πολυ~.|| Φιλο~.
-μαθής , ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~.2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ
-μάλλης , α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.
-μάνα β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τον χαρακτηρισμό 1. της μάνας: αγορο~/μικρο~/μωρο~. Καλο~/ψυχο~.|| (για περιοχή ή πόλη) Λεβεντο~ (πβ. -γέννα)/φτωχο~.2. (σπάν.-μεγεθ.) του πιο μεγάλου μεταξύ ομοειδών: (ΖΩΟΛ.) καβουρο~.
-μανά & -μανάει (λαϊκό-λογοτ.): επίθημα ρημάτων, επιτατικό της ενέργειας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: λυσσο~/φυσο~. Βλ. -κοπώ.
-μανής , ής, ές {-μανή (λόγ.) -μανούς | -μανείς (ουδ. -μανή)} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται σε άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη, πάθος ή συνήθ. εμμονή για αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: γραφο~/εργασιο~/θεατρο~/μουσικο~/τελειο~.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχο~/δικο~/ξενο~ (πβ. -θήρας).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Ερωτο~ (= νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~ (= ναρκο~). Πβ. -ληπτος, -πληκτος.
-μάτης , α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.
-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~.2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~.3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~.4. στην αιτία: εικονο~.
-μάχος (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~.2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος.3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.
-μαχος , η, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. μάχεται ή αντιμετωπίζει τη μάχη με έναν ορισμένο τρόπο ή από συγκεκριμένη θέση: (συνήθ. για πρόσ.) αξιό-μαχος. Φυγό-μαχος.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) Οι ά-μαχοι/από~οι/παλαί~οι/σύμ~οι/υπέρ~οι.|| (μτφ.) Επί~.2. είναι ανθεκτικό σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: πυρί~.
-μαχώ & -μαχάω: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μάχομαι με συγκεκριμένο μέσο ή τρόπο ή εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξιφο~/πυγ~.|| (κατ' επέκτ.) Λογο~.|| Μονο~/συμ~/φυγο~.|| (μτφ.) Σκια~.2. (μτφ.) προσπαθώ πολύ, παλεύω: αγκο~/ψυχο~.
-μελής , ής, ές {-μελούς | -μελείς (ουδ. -μελή)}: επίθημα που συνδυάζεται συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση του αριθμού μελών μιας ομάδας: τρι~ (επιτροπή)/εξα~ (οικογένεια). To δεκαπεντα-μελές (συμβούλιο).|| Ολιγο~/πολυ~.
-μελο β΄ συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει 1. το μέλι που προέρχεται από αυτό που σημαίνει το α΄συνθετικό: ανθό~/βαμβακό~/δασό~/ελατό~/θυμαρό~/καστανό~/πευκό~/ρεικό~/χαρουπό~.|| ρακο~.2. τη μελωδία: αυτό~/ιδιό~.
-μερής , ής, ές {-μερούς | -μερείς (ουδ. -μερή)} (λόγ.) επίθημα που συνδυάζεται 1. συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τον προσδιορισμό των μερών ενός συνόλου: μονο~/δι~/τρι~ (συμφωνία). Βλ. -μελής.|| (ΧΗΜ.) Πολυ-μερής ένωση.2. με επίθετα για τη δήλωση του τρόπου κατανομής: (αν)ομοιο-μερής/(αν)ισο~.
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.
-κοπώ
-κοπώ {-κοπιέμαι} επίθημα ρημάτων για τη δήλωση 1. αδιάκοπης κίνησης, εντατικού ρυθμού: γρονθο~/φτερο~.|| Σφυρο~.|| (μτφ.) Γλεντο~.2. έντονου χαρακτηριστικού: βρομο~/λαμπο~.
-μάτης
-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.
-μαχώ
-μαχώ & -μαχάω: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μάχομαι με συγκεκριμένο μέσο ή τρόπο ή εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξιφο~/πυγ~.|| (κατ' επέκτ.) Λογο~.|| Μονο~/συμ~/φυγο~.|| (μτφ.) Σκια~.2. (μτφ.) προσπαθώ πολύ, παλεύω: αγκο~/ψυχο~.
-μελής
-μελής, ής, ές {-μελούς | -μελείς (ουδ. -μελή)}: επίθημα που συνδυάζεται συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση του αριθμού μελών μιας ομάδας: τρι~ (επιτροπή)/εξα~ (οικογένεια). To δεκαπεντα-μελές (συμβούλιο).|| Ολιγο~/πολυ~.
-τραφής
-τραφής, ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.