-μέτρης (λόγ.): επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που δηλώνουν τον ειδικό σε συγκεκριμένες μετρήσεις: οπτο~/χρονο~/χωρο~. Bλ. -μετρητής, -μετρο.
-μέτρηση: το ουσιαστικό μέτρηση ως β' συνθετικό: (επιστ.) βυθο~ (πβ. -σκόπηση)/εμβαδο~/θερμο~/λιπο~ (βλ. -μετρητής)/ογκο~/σφυγμο~/φωτο~ (βλ. -μετρία)/χιλιο~/χρονο~ (βλ. -μετρο)/χωρο~/ωρο~.|| Φυλλο~.
-μετρητής: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει όργανο μέτρησης: θερμιδο~ (βλ. -μετρία)/λιπο~ (βλ. -μέτρηση)/υδρο~ (πβ. -δείκτης)/χρονο~ (πβ. χρονό-μετρο).
-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~.2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.
-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~.2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.
-μετρος , η, ο β' συνθετικό που συνδυάζεται με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση 1. μήκους, ύψους ή πλάτους σε μέτρα: δί-μετρος/τρί~/πεντά~/εξά~.2. (ουσιαστικοπ.) μετρικών ποδών ή μουσικών μέτρων: δακτυλικό εξά-μετρο.
-μετρώ, -μετριέμαι & -μετρούμαι (κυρ. τεχν. λεξιλόγ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία τού υπολογίζω, καταμετρώ: βυθο-μετρώ/θερμο~/σφυγμο~/χρονο~/χωρο~.|| Φυλλο-μετρώ.
-μηνία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση περιόδου συγκεκριμένου αριθμού μηνών: δι~/τρι~/εξα~. Βλ. -ετία, -μηνος.
-μηνιαίος , α, ο: β' συνθετικό για τη δήλωση διάρκειας σε μήνες ή επανάληψης ανά συγκεκριμένο διάστημα μηνών: δι-μηνιαίος/τρι~/τετρα~/εξα~.
-μηνίτικο: επίθημα ουδέτερων επιθέτων ή ουσιαστικών που συνδυάζεται με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση της προωρότητας ή της ηλικίας βρέφους σε μήνες: εφτα~/οκτα~.|| Δεκα~/δωδεκα~.
-μηνος , η, ο: β' συνθετικό για τη δήλωση διάρκειας ή ηλικίας σε μήνες: δί-μηνος/δωδεκά~. Βλ. -ετής.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) τρί-μηνο/εξά~. Βλ. -μηνία.
-μηχανή β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε μηχανή που 1. κινείται με συγκεκριμένη καύσιμη ύλη ή ενέργεια: ατμο~/βενζινο~/πετρελαιο~. Ηλεκτρο~.2. έχει ορισμένη χρήση: γραφο~/ζαμπονο~/παγωτο~/πλεκτο~/ραπτο~.|| (συνήθ. μτφ.) Κρεατο~.
-μισι & -ήμισι: επίθημα απόλυτων αριθμητικών συνήθ. έως και το δεκαεννιά∙ δηλώνει μισή μονάδα επιπλέον: οκτώ-μισι/δεκά~/δωδεκά~. Tεσσερισ-ήμισι κ. τεσσερά-μισι.
-μορφος , η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~.2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).
-μός & -αμός & -εμός & -ημός & -ωμός & -γμός & -σμός: επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: (χάνω) χα-μός/(μισεύω) μισε-μός. (Μετρώ) μετρ-η-μός. (Τελειώνω) τελει-ω-μός. (Υπαινίσσομαι) υπαινι-γ-μός. (Αιφνιδιάζω) αιφνιδια-σ-μός.
-μουτρο (μειωτ.): β΄συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε κάποιον με βάση μια κακή ιδιότητα του χαρακτήρα του: προστυχό~/φασιστό~ (= φασίστας)/χαρτό~ (= χαρτοπαίκτης)/ψευτό~.|| (υβριστ.) Βλακό~/παλιό~.
-νερο: λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει τη σύσταση του νερού ή κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμά του με βάση αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθό-/αλατό-/ασβεστό-/ζαχαρό-/θαλασσό-/ροδό-/ρυζό-/σαπουνό-/σταχτό-/τριανταφυλλό-/χιονό-~. Βροχό-/λασπό-νερα.|| Θολό-/κρυό-~.
-νίκης: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση (τίτλου) αθλητή που έχει κατακτήσει μετάλλιο σε επίσημη διοργάνωση: βαλκανιο~/ολυμπιο~/πανελληνιο~/πολυ~.|| (ΑΡΧ.) Πυθιο~.
-νομία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται 1. σε υπηρεσία αρμόδια για την εφαρμογή κανονισμών ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/αγρο~/δασο~.|| Aστυ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/ναυτο~/στρατο~.2. στο νομικό δίκαιο, στην ύπαρξη κανόνων: ευ~/ισο~/κακο~/πολυ~.3. σε επιστήμη: αρχειο~/αστρο~/μετρο~ (πβ. -λογία).|| (ειδικότ. με αντικείμενο τη διαχείριση) Oικο~.
-ετής
-ετής, ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.
-ετία
-ετία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ετών ή σπανιότ. της επετείου για τη συμπλήρωσή τους: δι~/τετρα~/εξα~/επτα~/δεκα~/εικοσα~/εκατοντα~/χιλι~. Πβ. -ετηρίδα.|| Πολυ~. Βλ. -ετής.
-μηνία
-μηνία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση περιόδου συγκεκριμένου αριθμού μηνών: δι~/τρι~/εξα~. Βλ. -ετία, -μηνος.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.