-νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~.2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~.3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~.4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.
-όλη: επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.
-οπούλα: υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν κυρ. μικρό, νεαρό κορίτσι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: βασιλ~/βοσκ~/γειτον~/νησιωτ~/τσιγγαν~.
-όπουλο υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν 1. νεαρό αγόρι με συγκεκριμένη ιδιότητα: βασιλ~/πριγκιπ~ (συχνά και για τον γιο βασιλιά ή πρίγκιπα).|| Ναυτ~.|| (με αναφορά σε παιδί του ενός ή του άλλου φύλου) Λυκ~. (στον πληθ.) Αρχοντ-όπουλα.2. μικρό ζώου: κλωσ~. Βλ. -άκι.
-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι.2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.
-άμενος
-άμενος, η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
-άνιο
-άνιο {-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.