Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [440-460]


  • -νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~. 2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~. 3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~. 4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.
  • -ξη βλ. -ση
  • -ο & -ό : κατάληξη του ουδέτερου γένους επιθέτων σε -ος, -η/α, και -ός, -ή/ιά, -ό∙ δηλώνει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: ανήσυχ-ο (ανήσυχος). Mικρ-ό (μικρός). Βλ. -ικο.
  • -ο- & -ό- : ΓΡΑΜΜ. συνδετικό φωνήεν μεταξύ α' και β' συνθετικού: (σε παρατακτικά σύνθ.) αντρ-ό-γυνο.|| (σε κτητικά σύνθ.) Στεν-ό-μυαλος.|| (σε προσδιοριστικά σύνθ.) Αγρι-ο-περίστερο.|| (σε αντικειμενικά σύνθ.) Δενδρ-ο-φύτευση.
  • -ο1 : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: άστρο/κάστρο/μήλο. Βλ. -ικο.
  • -ο2 (λαϊκό): κατάληξη τοπωνυμίων θηλυκού γένους: (η) Ζάκυνθο/Σάμο/Χίο.
  • -ογλου & -όγλου : κατάληξη επωνύμων μικρασιατικής συνήθ. προέλευσης: Κόντ-ογλου. Τουρτ-όγλου. Βλ. -άδης, -ίδης.
  • -όζος, -όζα, -όζο & -όζικο : επίθημα για δήλωση ιδιότητας ή χαρακτηριστικού: γουστ~/μαφι~/σκερτσ~/φουρι~.|| Βιρτου~.
  • -οια : κατάληξη ουσιαστικών θηλυκού γένους: άπν~/παλίρρ~.|| Άγν~/διχόν~/κρυψίν~.
  • -όλη : επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.
  • -ομάρα βλ. -αμάρα
  • -όμενος, -όμενη & -ομένη, -όμενο (λόγ.): κατάληξη της μετοχής μεσοπαθητικού ενεστώτα: (κυρ. στον επίσ. γραπτό κ. προφ. λόγο) βασιζ~/εξαγ~/επιτρεπ~/παρουσιαζ~/στηριζ~.|| (συνήθ. κ. ως ουσ.) (Ο) ενδιαφερόμενος. (Η) εφαπτόμενη (κ. εφαπτομένη). (Το) περιεχόμενο. Βλ. -άμενος, -ούμενος.
  • -ον1 : κατάληξη λόγιων ουσιαστικών ουδέτερου γένους: καθήκ~. Ενδιαφέρ~/μέλλ~/σημαίν~/συμφέρ~.
  • -ον2 & -όν (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων, παράγωγων από τακτικά αριθμητικά: πρώτ-ον (βλ. εν πρώτοις)/δεύτερ~. Εικοστ-όν.
  • -όνη : κατάληξη ενώσεων της ομάδας των κετονών: ακετ~ (= ασετόν). Βλ. καρβονύλιο.
  • -όνι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για έκφραση μειωτικής ή σπανιότ. υποκοριστικής σημασίας: κλεφτρ~ (βλ. -ίσκος)/πρεζ~.|| Γλειφτρ~. Βλ. -άκι.|| Λαμπι~.
  • -οντας & -ώντας {άκλ.}: κατάληξη της ενεργητικής επιρρηματικής μετοχής ενεστώτα: διαβάζ-οντας/κοιτάζ~/τρέχ~. Τραγουδ-ώντας.|| (σε αποθετικά ρ.) Στέκ-οντας. Διηγ-ώντας.
  • -οπούλα : υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν κυρ. μικρό, νεαρό κορίτσι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: βασιλ~/βοσκ~/γειτον~/νησιωτ~/τσιγγαν~.
  • -όπουλο υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν 1. νεαρό αγόρι με συγκεκριμένη ιδιότητα: βασιλ~/πριγκιπ~ (συχνά και για τον γιο βασιλιά ή πρίγκιπα).|| Ναυτ~.|| (με αναφορά σε παιδί του ενός ή του άλλου φύλου) Λυκ~. (στον πληθ.) Αρχοντ-όπουλα. 2. μικρό ζώου: κλωσ~. Βλ. -άκι.
  • -όπουλος {κ. θηλ. -οπούλου, σε γεν.}: επίθημα επωνύμων, πελοποννησιακής συνήθ. προέλευσης: Νικολ~.

-άδης & -ιάδης

-άδης & -ιάδης: κατάληξη επωνύμων: Βασιλει-άδης. Γρηγορ-ιάδης. Βλ. ίδης, -ογλου.

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα

-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.

-άμενος

-άμενος, η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.

-άνιο

-άνιο {-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια.

ΕΝ

ΕΝ (το): Εμπορικό Ναυτικό.

καρβονύλιο

καρβονύλιο καρ-βο-νύ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {καρβονυλίου}: ΧΗΜ. δισθενής οργανική ρίζα (σύμβ. C=Ο). Βλ. αλδεΰδη, καρβοξύλιο, κετόνη. [< γαλλ. carbonyle]

-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη

-ση & -ηση & -ιση & -ωση & -ξη & -ψη: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, συνήθ. αφηρημένων, παράγωγων από ρήματα, για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (αποθηκεύω) αποθήκευ-ση. (Εκποιώ) εκποί-ηση. (Εξαφανίζω) εξαφάν-ιση. (Ανακυκλώνω) ανακύκλ-ωση. (Μεταλλάσσω) μετάλλα-ξη. (Απορρίπτω) απόρρι-ψη.|| Πρόσχ-ωση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.