-μουτρο (μειωτ.): β΄συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε κάποιον με βάση μια κακή ιδιότητα του χαρακτήρα του: προστυχό~/φασιστό~ (= φασίστας)/χαρτό~ (= χαρτοπαίκτης)/ψευτό~.|| (υβριστ.) Βλακό~/παλιό~.
-νερο: λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει τη σύσταση του νερού ή κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμά του με βάση αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθό-/αλατό-/ασβεστό-/ζαχαρό-/θαλασσό-/ροδό-/ρυζό-/σαπουνό-/σταχτό-/τριανταφυλλό-/χιονό-~. Βροχό-/λασπό-νερα.|| Θολό-/κρυό-~.
-νίκης: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση (τίτλου) αθλητή που έχει κατακτήσει μετάλλιο σε επίσημη διοργάνωση: βαλκανιο~/ολυμπιο~/πανελληνιο~/πολυ~.|| (ΑΡΧ.) Πυθιο~.
-νομία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται 1. σε υπηρεσία αρμόδια για την εφαρμογή κανονισμών ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/αγρο~/δασο~.|| Aστυ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/ναυτο~/στρατο~.2. στο νομικό δίκαιο, στην ύπαρξη κανόνων: ευ~/ισο~/κακο~/πολυ~.3. σε επιστήμη: αρχειο~/αστρο~/μετρο~ (πβ. -λογία).|| (ειδικότ. με αντικείμενο τη διαχείριση) Oικο~.
-νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~.2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~.3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~.4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.
-όλη: επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.
-άκι{χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι.2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα(προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.
-άμενος
-άμενος, η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
-άνιο
-άνιο{-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.