Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58779 εγγραφές  [460-480]


  • -οντας & -ώντας {άκλ.}: κατάληξη της ενεργητικής επιρρηματικής μετοχής ενεστώτα: διαβάζ-οντας/κοιτάζ~/τρέχ~. Τραγουδ-ώντας.|| (σε αποθετικά ρ.) Στέκ-οντας. Διηγ-ώντας.
  • -οπούλα : υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν κυρ. μικρό, νεαρό κορίτσι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: βασιλ~/βοσκ~/γειτον~/νησιωτ~/τσιγγαν~.
  • -όπουλο υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν 1. νεαρό αγόρι με συγκεκριμένη ιδιότητα: βασιλ~/πριγκιπ~ (συχνά και για τον γιο βασιλιά ή πρίγκιπα).|| Ναυτ~.|| (με αναφορά σε παιδί του ενός ή του άλλου φύλου) Λυκ~. (στον πληθ.) Αρχοντ-όπουλα. 2. μικρό ζώου: κλωσ~. Βλ. -άκι.
  • -όπουλος {κ. θηλ. -οπούλου, σε γεν.}: επίθημα επωνύμων, πελοποννησιακής συνήθ. προέλευσης: Νικολ~.
  • -ος -α -ο : κατάληξη τριγενών και τρικατάληκτων επιθέτων: αθώ~/άξι~/σπουδαί~.|| (λόγ.) Αιφνίδι~/αρμόδι~/επιζήμι~. Βλ. -ένιος, -ίσιος, -πλάσιος, -τέος.
  • -ός -ή -ό : κατάληξη τριγενών και τρικατάληκτων επιθέτων: κυρτ~/μικρ~/ψηλ~.|| (για την προσαρμογή αρχαιόκλιτων σε -ούς -ή/-ά -ούν) απλ-ός (απλούς)/κυαν~ (κυανούς).
  • -ος -η -ο : κατάληξη τριγενών και τρικατάληκτων επιθέτων: έξυπν~/εύκολ~. Βλ. -ικος.
  • -ος -ος/-α -ο : κατάληξη λόγιων επιθέτων: αγχογόν~/λεπτολόγ~/προνομιούχ~/προσοδοφόρ~.
  • -ος1 & -ός : κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών για την προσαρμογή ουσ. και μετοχών της αρχαίας σε -ων ή -ών και λόγιων ουσ. σε -ων ή -ως: γέρ-ος (γέρων).|| (λαϊκό) Παθ-ός (παθών).|| Αιγόκερος (Αιγόκερως).
  • -ος2 : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: μόχθ~ (μοχθώ)/πόν~ (πονώ).
  • -ος3 : μεγεθυντικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών: (λαϊκό) κόμματ~.
  • -ος4 κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών προερχόμενων από 1. την αρχαία Ελληνική: βέλ~/μέρ~. 2. (σπάν.) αρσενικά σε -ος: το πλούτος (ο πλούτος).
  • -ος5 : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: ρίγ~(ριγώ)/φέγγ~ (φέγγω). Bάρ~ (βαρύνω).
  • -ος6 & -ός : κατάληξη λόγιων τρικατάληκτων θηλυκών ουσιαστικών: είσοδ-ος. Οδ-ός.
  • -ος7 & -ός : κατάληξη αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: (ο/η) γιατρ-ός (βλ. -έσα). Δικηγόρ-ος/φιλόλογ~. Βλ. -ίνα.|| Βοηθ-ός.
  • -οστός, -οστή -οστό : επίθημα τακτικών αριθμητικών μετά το είκοσι: διακοσι~/εκατ~/τριακ~.|| Nι~/πολλ~. Βλ. -πλάσιος.
  • -οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
  • -ότατος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -οτάτη}: επίθημα του απόλυτου υπερθετικού επιθέτων σε -ός και -ος: λαμπρ~/νε~ (πβ. -ώτατος). Βλ. -έστατος, -ιστος, -ύτατος.|| (συνήθ. στην κλητ., σε προσφών.) (ΕΚΚΛΗΣ.) Αιδεσιμ-ότατε/οσι~/σεβασμι~.|| Eκλαμπρ~/μεγαλει~. ● επίρρ.: -ότατα
  • -ότερος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -οτέρα}: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ός και -ος: (ο) μικρ-ότερος/νοστιμ~/παλαι~/συντομ~. Βλ. -έστερος, -ύτερος.|| Χειρ-ότερος (κακός)/περισσ~ (πολύς).|| (χωρ. θετικό βαθμό) Προτιμ-ότερος. ● επίρρ.: -ότερα
  • -ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-άκι

-άκι{χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

-ένιος

-ένιος, ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.

-έστατος

-έστατος, η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα

-έστερος

-έστερος, η, ο: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ης και -ής: (ο) ακριβ~/αληθ~/διαρκ~/εμφαν~/επικρατ~/επιμελ~/ευγεν~/λαοφιλ~/συνηθ~. Βλ. -ότερος, -ύτερος. ● επίρρ.: -έστερα

-ικος

-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).

-πλάσιος

-πλάσιος, α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα~/πεντα~.|| Πολλα~.|| (ως ουδ. ουσ.) Το δι-/δεκα-πλάσιο.

-ύτητα

-ύτητα(λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα και δηλώνουν: κατάσταση ή ιδιότητα: βραδ~/γλυκ~ (βλ. -άδα)/ευθ~/τραχ~. Βλ. -ότητα, -οσύνη.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.