Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [480-500]


  • -ούδα : (σπάν.) (διαλεκτ.-λαϊκό) υποκοριστικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών: κοπελ~. Πβ. -ίτσα.
  • -ουδάκι : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: αλεπ~/ζ~/χν~. Βλ. -άκι.|| (οικ.) Λαιμ~/μωρ~.|| (μειωτ.) Γιατρ~. Βλ. -άκος, -ίσκος.
  • -ουδέλι : (σπάν.) (διαλεκτ.-λαϊκό) υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών: μωρ~.
  • -ούδι1 : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: (χαϊδευτ.) αγγελ~ (= -ουδάκι).|| Kαλ-ούδια.|| (διαλεκτ.-οικ.) Μαθητ~/σκολιαρ~.
  • -ούδι2 : (σπάν.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα: (πελεκάω) πελεκ~.
  • -ούκλα (κυρ. προφ.): μεγεθυντικό επίθημα ουσιαστικών θηλυκού γένους: ψαρ~.|| (κ. με αρνητ.-μειωτ. σημ.) Mατ~ (βλ. -άρα)/χερ~ (πβ. -άκλα). Φυτ~.
  • -ούκλας : (σπάν.) (προφ.) μεγεθυντικό επίθημα ουσιαστικών αρσενικού γένους: αντρ~ (πβ. άντρ-ακλας).
  • -ούλα : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών θηλυκού γένους: καμαρ~/πορτ~. Βλ. -άκι.|| (κυρ. χαϊδευτ.) Αγαπ~/καρδ~.|| (μειωτ.) Kαθηγητρι~. Bλ. -ίτσα.
  • -ουλάκι : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: (ως επέκταση της κατάλ. -ούλι) χερ~.|| (επίρρ.) Λιγ~.
  • -ουλας : (σπάν.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μεγεθυντική ή εμφατική σημασία: (γάτος) γάτ~ (πβ. -αρος, βλ. -όνι)/φύτ~ (πβ. φυτ-ούκλα).
  • -ουλάς {-ουλάδες} (λαϊκό): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν αυτόν που πουλάει ό,τι εκφράζει το θέμα: αβγ~/νερ~.
  • -ούλης, -ούλα : υποκοριστικό επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών: (οικ.-χαϊδευτ.) αδερφ-ούλης/ανιψ~/μπαμπ~ (πβ. -άκας)/παππ~. Αδερφ-ούλα/μαν~/ξαδερφ~.|| Bαρκ-ούλα/σημαι~ (πβ -άκι). Βλ. -ούλι.|| (αρνητ.) Εαυτ-ούλης.
  • -ούλης, -ούλα, -ούλικο : επίθημα για τον σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων: κοντ-ούλης/λεπτ~/μικρ~. Εξυπν-ούλα/χοντρ~. Χαζ-ούλικο.
  • -ούλι : (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.
  • -ούλιακας (μειωτ.-εμφατ.): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για την έκφραση αρνητικής ιδιότητας: γκαβ~ (πβ. γκάβ-ακας)/μπεκρ~ (βλ. -ας)/στραβ~/χαζ~.
  • -ουλίζω (κυρ. προφ.): επίθημα ρημάτων παράγωγων από άλλα ρήματα: (μασουλώ) μασ~/(μπουσουλώ) μπουσ~.
  • -ούλικος, -ούλικη & -ούλικια, -ούλικο : επίθημα για τον σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων: (οικ.-χαϊδευτ.) γλυκ~/μικρ~/ομορφ~. Πβ. -ούλης, -ούλα, -ούλικο.|| Aσχημ~ (: μάλλον, σχετικά άσχημος). Χοντρ~ (πβ. -ουλός). Πβ. -ούτσικος. ● επίρρ.: -ούλικα
  • -ουλός , ή, ό (προφ.): επίθημα υποκοριστικών επιθέτων για τη δήλωση σχετικής ιδιότητας: βαθ-ουλός (: κάπως βαθύς, πβ. -ούτσικος)/μακρ~/φαρδ~/χοντρ~ (πβ. -ούλικος).|| Ασπρ-ουλός (πβ. -ιδερός). Βλ. -ωπός.|| Νερ-ουλός (: πολύ ρευστός, σαν νερό).
  • -ούμενος1 {ως ουσ. κ. θηλ. -ουμένη}: κατάληξη μετοχών μεσοπαθητικού ενεστώτα από ρήματα λόγιας προέλευσης σε -ούμαι: απαιτ~/επαπειλ~/ευνο~/παραπον~/προηγ~/φοβ~. Βλ. -είς, -μένος, -όμενος.|| (ουσιαστικοπ.) Κατηγορ-ούμενος. Ηγ-ουμένη. Βλ. -άμενος.
  • -ούμενος2 , η, ο (κυρ. προφ.): κατάληξη για τον σχηματισμό νεότερων μετοχών μεσοπαθητικού ενεστώτα: (ως επίθ.) Περισσευ~.|| (ως ουσ.) Γραμματιζ~.

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

-άκος

-άκος επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: γεροντ~/πυρετ~/υπν~.|| (για αρνητ. ιδιότητα:) Aλητ~/διαβολ~/τεμπελ~/ψευτ~ (βλ. -αράκος).|| Γιατρουδ~/εμπορ~/υπαλληλ~ (πβ. -ίσκος). Πβ. -άκι. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα μανιάτικων. Βλ. -άκης.

-άμενος

-άμενος, η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.

-ούλι

-ούλι: (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.

-ωπός

-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.