-ούμπα: (νεαν. αργκό) επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών με μεγεθυντική ή/και αρνητική σημασία: (φραπές) φραπεδ~ (πβ. -ιά).|| (δάχτυλο) δαχτυλ~ (πβ. -άρα)/(σταρ) σταρ~/(γυαλιά) γυαλ~.
-ούνι: υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από άλλα ουσιαστικά: (μτγν. κωδώνιον) κουδ~/(μτγν. περόνιον) πιρ~/(μεσν. ζιπόνιν) ζιπ~ (πβ. ζιπουνάκι).|| (ιταλ. bastone) μπαστ~/(ιταλ. piccione) πιτσ~/(ιταλ. taccone) τακ~.|| Zουζ~/κουτσ~ (βλ. κουτσουνάκι)/μαμ~.
-ούπολη: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για αναφορά σε πόλη με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: εργατ~/καστρ~/κηπ~. Μεγαλ~.|| Πανεπιστημι~. Παιχνιδ~.|| Παραγκ~ (πβ. τενεκεδ-)/τσιμεντ~.
-ούρα1 (προφ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (ανακατώνω) ανακατωσ~/(θολώνω) θολ~/(ξεπατικώνω) ξεπατικωτ~/(χάνω) χασ~.
-ούργημα {-ουργήματος | -ουργήματα, -ουργημάτων}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως χαρακτηρισμοί κατασκευών, έργων: αριστ~/τερατ~.
-ουργία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση συγκεκριμένης τέχνης, επαγγελματικής δραστηριότητας ή τεχνικού τομέα: ταπητ~/υφαντ~.|| Ξυλ~ (πβ. ξυλουργική).|| Μεταλλ~/σιδηρ~.
-ουργός1: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε ειδικό τεχνίτη ή καλλιεργητή: ταπητ~/υφαντ~. Σιδηρ~.|| Aμπελ~.
-ουργός2 , ή/ός, ό: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένη ή αφηρημένη οντότητα που προκαλεί ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: θαυματ-ουργή εικόνα. Γενεσι-ουργός αιτία.
-ούρι (σπάν.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδέτερου γένους που παράγονται από ουσιαστικά: (κάνναβη) κανναβ~.
-ουριά (λαϊκό): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με μεγεθυντική, συνήθ. μειωτική, ή περιληπτική σημασία: λασπ~.|| Κλεφτ~.
-ουρία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά στα ούρα και ειδικότ. σε παθολογική κατάσταση που σχετίζεται με ανίχνευση ουσίας ή την ούρηση: ολιγ~/συχν~.|| Αιματ~.|| Δυσ~/νυκτ~.
-ούσα: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και β' τύπου επιθέτων σε -ης, -α, -ικο: χαμηλοβλεπ~.|| (β’ τύπου επιθέτων σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλα κ. ξανθομαλλ~.
-ούτσικος, -ούτσικη, -ούτσικο {κ. θηλ. (λαϊκό) -ούτσικια} (οικ.): επίθημα για τον σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων: ομορφ~.|| Aσχημ~ (: μάλλον, σχετικά άσχημος). Πβ. -ούλικος.
-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.
-ούχος2 , α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.
-πάθεια (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. πάθηση: αδενο~/δισκο~/ηπατο~/καρδιο~/μυο~/νεφρο~/ψυχο~.2. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: ευ~/ηττο~/μετριο~/μυστικο~/ωραιο~. Bλ. -παθής.3. συναισθήματα, συνήθ. για άτομο: αντι~/συμ~. ΠΑΘΕΙΑ
-παθής , ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~.2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~.3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.
-παθητικός , ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο υφίσταται μία κατάσταση ή προκαλεί συγκεκριμένα συναισθήματα: τηλε~.|| (σπανιότ. ουσιαστικοπ., για ειδικό θεραπευτή) Ο/η ομοιο~/οστεο~.|| Aντι~/συμ~. Πβ. -παθής.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.