-παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.
-πανο: επίθημα με τη σημασία του πανιού: ασφαλτό~/κουρελό~/κωλό~/λαδό~/ξεσκονό~/πιατό~/ποτηρό~/σιδερό~/σμυριδό~/τεντό~/υαλό~.
-παραγωγή: το ουσιαστικό παραγωγή ως β' συνθετικό με αναφορά σε συγκεκριμένο προϊόν ή είδος: βαμβακο~/γαλακτο~/ελαιο~/ιχθυο~/καπνο~/σπορο~/σταφιδο~.|| Βιβλιο~.
-παραγωγικός , ή, ό: το επίθετο παραγωγικός ως β' συνθετικό: γαλακτο~/πετρελαιο~. Πβ. -παραγωγός2.
-παραγωγός1 (λόγ.): β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε μεγάλο συνήθ. παραγωγό προϊόντος: βαμβακο~/ελαιο~/ντοματο~/πατατο~/ροδακινο~/σιτο~/σταφιδο~/φρουτο~.
-παραγωγός2 , ός, ό: το λόγιο επίθετο παραγωγός ως β' συνθετικό: καπνο~/οινο~.|| Hλεκτρο~. Πβ. -παραγωγικός.
-πατέρας {συνήθ. στον πληθ.} λεξικό επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο που 1. (αρνητ. συνυποδ.-μειωτ.) εμφανίζεται ως προστάτης: αγροτο~/αθλητο~/διαιτητο~/εθνο~/εργατο~/μαθητο~/φοιτητο~.2. χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση ή ιδιότητα: κρασο~.|| Ψυχο~.
-πατος , η, ο (λαϊκό) β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση ορισμένου αριθμού 1. ορόφων: τετρά-πατο σπίτι. Πβ. -ώροφος.2. βάσεων, επιπέδων: δί-πατη βαλίτσα.|| Tρί-πατη τούρτα.
-πιτα: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε πίτα, αλμυρή ή γλυκιά: αλευρο~/ζυμαρό~/κασερό~/κασό~/κιμαδό~/κοτό~/κουρκουτό~/κρεατό~/κρεμμυδό~/λαχανό~/λουκανικό~/μανιταρό~/μαραθό~/παστουρμαδό~/πατατό~/πρασό~/σαρικό~/σπανακό~/(ζαμπονο/σπανακο)τυρό~/στριφτό~/τραχανό~/χορτό~.|| Γαλατό~/γιαουρτό~/καρυδό~/λεμονό~/μελό~/μηλό~/μουστό~/πορτοκαλό~/σοκολατό~/ταχινό~/χαλβαδό~.|| Κολοκυθό~/μυζηθρό~.|| Βασιλό~/φανουρό~.|| Ζαχαρό~.
-πλασία επίθημα με αναφορά σε 1. ΙΑΤΡ. μόρφωμα ή ανώμαλη συνήθ., ανάπτυξη: νεο~. Δυσ~/υπερ~/υπο~.2. (μτφ.) δημιουργία, νοητική κατασκευή: γλωσσο~/λεξι~/μυθο~.
-πλάσια & (λόγ.) -ίως: επίθημα για τον σχηματισμό επιρρημάτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο: Του επέστρεψε τα χρήματα δι~ (= στο διπλάσιο).
-πλασιάζω: επίθημα για τον σχηματισμό ρημάτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται κάτι: δι~/τρι~/δεκα~.|| Πολλα~.
-πλασιασμός: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται κάτι: δι~/τρι~/τετρα~.|| Πολλα~.
-πλάσιος , α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα~/πεντα~.|| Πολλα~.|| (ως ουδ. ουσ.) Το δι-/δεκα-πλάσιο.
-πλασμα β' συνθετικό που δηλώνει 1. ΒΙΟΛ. ουσία ή συστατικό που σχετίζεται με το κύτταρο: εκτό~/κυτταρό~/πρωτό~/σαρκό~/σπογγό~/υαλό~.2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. παρασιτικό μικροοργανισμό, κυρ. βακτήριο: μυκό~/ουρεό~/τοξό~.3. δημιούργημα, σκεύασμα: νεο~. Πρό~.|| Κατά~.
-πλαστική το ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~.2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.
-πλευρος , η/ος, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει τον αριθμό των πλευρών γεωμετρικού σχήματος ή τη σχέση των πλευρών μεταξύ τους: (σε συνδυασμό με απόλ. αριθμητ.) τετρά~.|| Πολύ~. Bλ. -εδρος.|| (μτφ.) Mονό~.|| Iσό~.|| (ως ουσ.) Τρί-πλευρο.
-πληκτος , η, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συνήθ. πρόσωπο 1. έχει πληγεί από ό,τι εκφράζει το θέμα: (συνήθ. ως ουσ.) Οι θεομηνιό-πληκτοι/πλημμυρό~/πυρό~/σεισμό~. Πβ. -παθής.|| (ως επίθ.) Oι πυρό-πληκτες περιοχές.2. (αρνητ. συνυποδ.) χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη εμμονή: αρχαιό-πληκτος/προγονό~ (πβ. -λάτρης).|| (μειωτ.) Τηλεορασό-πληκτος (βλ. -φιλος)/φαντασιό~ (πβ. -κόπος). Πβ. -ληπτος, -μανής.
-πλοΐα: επίθημα με αναφορά σε θαλάσσιες κυρ. μεταφορές ή άλλες συγκοινωνίες: ακτο~/ατμο~/ναυσι~.|| Aερο~ (βλ. -πορία). ΠΛΟΪΑ
-πλός , ή, ό & (σπάν.-λόγ.) -πλούς, ή, ούν: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από συγκεκριμένο αριθμό μερών, γίνεται ή επαναλαμβάνεται συγκεκριμένες φορές: δι~/τρι~/δεκα~/εκατοντα~. Βλ. -διπλος, -πλάσιος. ● επίρρ.: -πλά
-διπλος
-διπλος, η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.