Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [520-540]


  • -παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.
  • -πανο : επίθημα με τη σημασία του πανιού: ασφαλτό~/κουρελό~/κωλό~/λαδό~/ξεσκονό~/πιατό~/ποτηρό~/σιδερό~/σμυριδό~/τεντό~/υαλό~.
  • -παραγωγή : το ουσιαστικό παραγωγή ως β' συνθετικό με αναφορά σε συγκεκριμένο προϊόν ή είδος: βαμβακο~/γαλακτο~/ελαιο~/ιχθυο~/καπνο~/σπορο~/σταφιδο~.|| Βιβλιο~.
  • -παραγωγικός , ή, ό: το επίθετο παραγωγικός ως β' συνθετικό: γαλακτο~/πετρελαιο~. Πβ. -παραγωγός2.
  • -παραγωγός1 (λόγ.): β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε μεγάλο συνήθ. παραγωγό προϊόντος: βαμβακο~/ελαιο~/ντοματο~/πατατο~/ροδακινο~/σιτο~/σταφιδο~/φρουτο~.
  • -παραγωγός2 , ός, ό: το λόγιο επίθετο παραγωγός ως β' συνθετικό: καπνο~/οινο~.|| Hλεκτρο~. Πβ. -παραγωγικός.
  • -πατέρας {συνήθ. στον πληθ.} λεξικό επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο που 1. (αρνητ. συνυποδ.-μειωτ.) εμφανίζεται ως προστάτης: αγροτο~/αθλητο~/διαιτητο~/εθνο~/εργατο~/μαθητο~/φοιτητο~. 2. χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση ή ιδιότητα: κρασο~.|| Ψυχο~.
  • -πατος , η, ο (λαϊκό) β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση ορισμένου αριθμού 1. ορόφων: τετρά-πατο σπίτι. Πβ. -ώροφος. 2. βάσεων, επιπέδων: δί-πατη βαλίτσα.|| Tρί-πατη τούρτα.
  • -πιτα : β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε πίτα, αλμυρή ή γλυκιά: αλευρο~/ζυμαρό~/κασερό~/κασό~/κιμαδό~/κοτό~/κουρκουτό~/κρεατό~/κρεμμυδό~/λαχανό~/λουκανικό~/μανιταρό~/μαραθό~/παστουρμαδό~/πατατό~/πρασό~/σαρικό~/σπανακό~/(ζαμπονο/σπανακο)τυρό~/στριφτό~/τραχανό~/χορτό~.|| Γαλατό~/γιαουρτό~/καρυδό~/λεμονό~/μελό~/μηλό~/μουστό~/πορτοκαλό~/σοκολατό~/ταχινό~/χαλβαδό~.|| Κολοκυθό~/μυζηθρό~.|| Βασιλό~/φανουρό~.|| Ζαχαρό~.
  • -πλασία επίθημα με αναφορά σε 1. ΙΑΤΡ. μόρφωμα ή ανώμαλη συνήθ., ανάπτυξη: νεο~. Δυσ~/υπερ~/υπο~. 2. (μτφ.) δημιουργία, νοητική κατασκευή: γλωσσο~/λεξι~/μυθο~.
  • -πλάσια & (λόγ.) -ίως: επίθημα για τον σχηματισμό επιρρημάτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο: Του επέστρεψε τα χρήματα δι~ (= στο διπλάσιο).
  • -πλασιάζω : επίθημα για τον σχηματισμό ρημάτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται κάτι: δι~/τρι~/δεκα~.|| Πολλα~.
  • -πλασιασμός : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται κάτι: δι~/τρι~/τετρα~.|| Πολλα~.
  • -πλάσιος , α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα~/πεντα~.|| Πολλα~.|| (ως ουδ. ουσ.) Το δι-/δεκα-πλάσιο.
  • -πλασμα β' συνθετικό που δηλώνει 1. ΒΙΟΛ. ουσία ή συστατικό που σχετίζεται με το κύτταρο: εκτό~/κυτταρό~/πρωτό~/σαρκό~/σπογγό~/υαλό~. 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. παρασιτικό μικροοργανισμό, κυρ. βακτήριο: μυκό~/ουρεό~/τοξό~. 3. δημιούργημα, σκεύασμα: νεο~. Πρό~.|| Κατά~.
  • -πλαστική το ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~. 2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.
  • -πλευρος , η/ος, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει τον αριθμό των πλευρών γεωμετρικού σχήματος ή τη σχέση των πλευρών μεταξύ τους: (σε συνδυασμό με απόλ. αριθμητ.) τετρά~.|| Πολύ~. Bλ. -εδρος.|| (μτφ.) Mονό~.|| Iσό~.|| (ως ουσ.) Τρί-πλευρο.
  • -πληκτος , η, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συνήθ. πρόσωπο 1. έχει πληγεί από ό,τι εκφράζει το θέμα: (συνήθ. ως ουσ.) Οι θεομηνιό-πληκτοι/πλημμυρό~/πυρό~/σεισμό~. Πβ. -παθής.|| (ως επίθ.) Oι πυρό-πληκτες περιοχές. 2. (αρνητ. συνυποδ.) χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη εμμονή: αρχαιό-πληκτος/προγονό~ (πβ. -λάτρης).|| (μειωτ.) Τηλεορασό-πληκτος (βλ. -φιλος)/φαντασιό~ (πβ. -κόπος). Πβ. -ληπτος, -μανής.
  • -πλοΐα : επίθημα με αναφορά σε θαλάσσιες κυρ. μεταφορές ή άλλες συγκοινωνίες: ακτο~/ατμο~/ναυσι~.|| Aερο~ (βλ. -πορία). ΠΛΟΪΑ
  • -πλός , ή, ό & (σπάν.-λόγ.) -πλούς, ή, ούν: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από συγκεκριμένο αριθμό μερών, γίνεται ή επαναλαμβάνεται συγκεκριμένες φορές: δι~/τρι~/δεκα~/εκατοντα~. Βλ. -διπλος, -πλάσιος. ● επίρρ.: -πλά

-διπλος

-διπλος, η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.