-ποδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού ποδιών αντικειμένων ή ζώων: δί-ποδη βάση (τραπεζιού).|| (ουσιαστικοπ.) Tα τετρά-ποδα.|| Tο τρί-ποδο της μηχανής.
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
-ποιητικός , ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.
-ποίητος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι φτιαγμένο ή χαρακτηρίζεται από ό,τι εκφράζει το θέμα: χειρο~.|| (μτφ., συνήθ. με το στερητ. α-) Αν-αξιο~.
-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~.2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.
-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~.2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~.2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
-πόλεμος1 β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. μορφή ένοπλης σύγκρουσης: ανταρτο~/κλεφτο~/συμμοριτο~.|| Μεσο~/μετα~.|| Κυβερνο~.2. συμπλοκή ή παιχνίδι που περιλαμβάνει τη ρίψη αντικειμένων: καρεκλο~/νεραντζο~/πετρο~/ρουκετο~.|| Γιαουρτο~/λουλουδο~/σοκολατο~/τουρτο~/χιονο~.|| Μαξιλαρο~.
-πόλεμος2 , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τη σχέση του προσδιοριζόμενου με τον πόλεμο: απειρο~/εμπειρο~/φιλο~/φυγο~.|| Α~/εμ~. Βλ. -μαχος.
-πονος1: το ουσιαστικό πόνος ως β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών: κεφαλό~/κοιλό~/στομαχό~. Πβ. -αλγία. Bλ. πονο-.
-πονος2 , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά σε κόπο, προσπάθεια: επί~ (βλ. -μοχθος)/φιλό~/φυγό~.
-πορτος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θυρών, συνήθ. αυτοκινήτου: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -θυρος.
-πότης: το ουσιαστικό πότης ως β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών: οινο~.
-πούλι: β' συνθετικό σε γενικές ή κοινές ονομασίες πουλιών: αγριο~/θαλασσο~/νυχτο~. Κλωσσο~. Ψαρο~ (πβ. -φάγος).
-πρεπής , ής, ές {-πρεπούς | -πρεπείς (ουδ. -πρεπή)} (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει το θέμα: ανδρο~/ευ~.|| Δουλο~ (βλ. -ικός, -φρων)/μικρο~. || εθνο~/ελληνο~.
-πρόσωπος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo.2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής.3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~.4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση.5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.
-πτυχος , η, ο: επίθημα για δήλωση συνήθ. αριθμού πτυχών ή όψεων: τρί~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δίπτυχο.|| (μτφ.) Πολύπτυχη υπόθεση.
-πτωση: το ουσιαστικό πτώση ως β' συνθετικό: πρόσ~.|| Bροχό~/υδατό~/χιονό~.|| Βλεφαρό~/τριχό~.|| (αφηρ., συνήθ. με πρόθ.) Έκ~/επί~/κατά~/σύμ~.
-πτωτος , η, ο (λόγ.) επίθημα ονομάτων με αναφορά 1. ΓΛΩΣΣ. στις γραμματικές πτώσεις ή τα ρηματικά σθένη: (επίθ.) τρίπτωτο ουσιαστικό. Βλ. -γενής.|| Δίπτωτο ρήμα.2. σε πτώση από ύψος: (ουσ.) αλεξίπτωτο.
-γενής
-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.
-ικος
-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~.2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).
-μάχος
-μάχος (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~.2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος.3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.