Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [540-560]


  • -ποδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού ποδιών αντικειμένων ή ζώων: δί-ποδη βάση (τραπεζιού).|| (ουσιαστικοπ.) Tα τετρά-ποδα.|| Tο τρί-ποδο της μηχανής.
  • -ποιείο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει χώρο παρασκευής ή/και πώλησης προϊόντος: αρτο~ (πβ. -πωλείο)/ζυθο~/οινο~. Επιπλο~ (βλ. -ποιία).|| (παλαιότ.) Υποδηματο~ (= τσαγκαράδικο).
  • -ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
  • -ποιητικός , ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.
  • -ποίητος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι φτιαγμένο ή χαρακτηρίζεται από ό,τι εκφράζει το θέμα: χειρο~.|| (μτφ., συνήθ. με το στερητ. α-) Αν-αξιο~.
  • -ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~. 2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.
  • -ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.
  • -ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
  • -πόλεμος1 β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. μορφή ένοπλης σύγκρουσης: ανταρτο~/κλεφτο~/συμμοριτο~.|| Μεσο~/μετα~.|| Κυβερνο~. 2. συμπλοκή ή παιχνίδι που περιλαμβάνει τη ρίψη αντικειμένων: καρεκλο~/νεραντζο~/πετρο~/ρουκετο~.|| Γιαουρτο~/λουλουδο~/σοκολατο~/τουρτο~/χιονο~.|| Μαξιλαρο~.
  • -πόλεμος2 , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τη σχέση του προσδιοριζόμενου με τον πόλεμο: απειρο~/εμπειρο~/φιλο~/φυγο~.|| Α~/εμ~. Βλ. -μαχος.
  • -πονος1 : το ουσιαστικό πόνος ως β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών: κεφαλό~/κοιλό~/στομαχό~. Πβ. -αλγία. Bλ. πονο-.
  • -πονος2 , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά σε κόπο, προσπάθεια: επί~ (βλ. -μοχθος)/φιλό~/φυγό~.
  • -πορτος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θυρών, συνήθ. αυτοκινήτου: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -θυρος.
  • -πότης : το ουσιαστικό πότης ως β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών: οινο~.
  • -πούλι : β' συνθετικό σε γενικές ή κοινές ονομασίες πουλιών: αγριο~/θαλασσο~/νυχτο~. Κλωσσο~. Ψαρο~ (πβ. -φάγος).
  • -πρεπής , ής, ές {-πρεπούς | -πρεπείς (ουδ. -πρεπή)} (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει το θέμα: ανδρο~/ευ~.|| Δουλο~ (βλ. -ικός, -φρων)/μικρο~. || εθνο~/ελληνο~.
  • -πρόσωπος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.
  • -πτυχος , η, ο: επίθημα για δήλωση συνήθ. αριθμού πτυχών ή όψεων: τρί~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δίπτυχο.|| (μτφ.) Πολύπτυχη υπόθεση.
  • -πτωση : το ουσιαστικό πτώση ως β' συνθετικό: πρόσ~.|| Bροχό~/υδατό~/χιονό~.|| Βλεφαρό~/τριχό~.|| (αφηρ., συνήθ. με πρόθ.) Έκ~/επί~/κατά~/σύμ~.
  • -πτωτος , η, ο (λόγ.) επίθημα ονομάτων με αναφορά 1. ΓΛΩΣΣ. στις γραμματικές πτώσεις ή τα ρηματικά σθένη: (επίθ.) τρίπτωτο ουσιαστικό. Βλ. -γενής.|| Δίπτωτο ρήμα. 2. σε πτώση από ύψος: (ουσ.) αλεξίπτωτο.

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

-ικος

-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).

-μάχος

-μάχος (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~. 2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος. 3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.