-πλευρος , η/ος, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει τον αριθμό των πλευρών γεωμετρικού σχήματος ή τη σχέση των πλευρών μεταξύ τους: (σε συνδυασμό με απόλ. αριθμητ.) τετρά~.|| Πολύ~. Bλ. -εδρος.|| (μτφ.) Mονό~.|| Iσό~.|| (ως ουσ.) Τρί-πλευρο.
-πληκτος , η, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συνήθ. πρόσωπο 1. έχει πληγεί από ό,τι εκφράζει το θέμα: (συνήθ. ως ουσ.) Οι θεομηνιό-πληκτοι/πλημμυρό~/πυρό~/σεισμό~. Πβ. -παθής.|| (ως επίθ.) Oι πυρό-πληκτες περιοχές.2. (αρνητ. συνυποδ.) χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη εμμονή: αρχαιό-πληκτος/προγονό~ (πβ. -λάτρης).|| (μειωτ.) Τηλεορασό-πληκτος (βλ. -φιλος)/φαντασιό~ (πβ. -κόπος). Πβ. -ληπτος, -μανής.
-πλοΐα: επίθημα με αναφορά σε θαλάσσιες κυρ. μεταφορές ή άλλες συγκοινωνίες: ακτο~/ατμο~/ναυσι~.|| Aερο~ (βλ. -πορία). ΠΛΟΪΑ
-πλός , ή, ό & (σπάν.-λόγ.) -πλούς, ή, ούν: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από συγκεκριμένο αριθμό μερών, γίνεται ή επαναλαμβάνεται συγκεκριμένες φορές: δι~/τρι~/δεκα~/εκατοντα~. Βλ. -διπλος, -πλάσιος. ● επίρρ.: -πλά
-ποδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού ποδιών αντικειμένων ή ζώων: δί-ποδη βάση (τραπεζιού).|| (ουσιαστικοπ.) Tα τετρά-ποδα.|| Tο τρί-ποδο της μηχανής.
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
-ποιητικός , ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.
-ποίητος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι φτιαγμένο ή χαρακτηρίζεται από ό,τι εκφράζει το θέμα: χειρο~.|| (μτφ., συνήθ. με το στερητ. α-) Αν-αξιο~.
-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~.2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.
-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~.2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~.2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
-πόλεμος1 β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. μορφή ένοπλης σύγκρουσης: ανταρτο~/κλεφτο~/συμμοριτο~.|| Μεσο~/μετα~.|| Κυβερνο~.2. συμπλοκή ή παιχνίδι που περιλαμβάνει τη ρίψη αντικειμένων: καρεκλο~/νεραντζο~/πετρο~/ρουκετο~.|| Γιαουρτο~/λουλουδο~/σοκολατο~/τουρτο~/χιονο~.|| Μαξιλαρο~.
-πόλεμος2 , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τη σχέση του προσδιοριζόμενου με τον πόλεμο: απειρο~/εμπειρο~/φιλο~/φυγο~.|| Α~/εμ~. Βλ. -μαχος.
-πονος1: το ουσιαστικό πόνος ως β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών: κεφαλό~/κοιλό~/στομαχό~. Πβ. -αλγία. Bλ. πονο-.
-πονος2 , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά σε κόπο, προσπάθεια: επί~ (βλ. -μοχθος)/φιλό~/φυγό~.
-πορτος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου αριθμού θυρών, συνήθ. αυτοκινήτου: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -θυρος.
-πότης: το ουσιαστικό πότης ως β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών: οινο~.
-πούλι: β' συνθετικό σε γενικές ή κοινές ονομασίες πουλιών: αγριο~/θαλασσο~/νυχτο~. Κλωσσο~. Ψαρο~ (πβ. -φάγος).
-πρεπής , ής, ές {-πρεπούς | -πρεπείς (ουδ. -πρεπή)} (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει το θέμα: ανδρο~/ευ~.|| Δουλο~ (βλ. -ικός, -φρων)/μικρο~. || εθνο~/ελληνο~.
-διπλος
-διπλος, η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.
-ικος
-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~.2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).
-μάχος
-μάχος(λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~.2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος.3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.