-πώλης {-πωλών | σπάν. θηλ. -πώλισσα} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον πωλητή, έμπορο συγκεκριμένου είδους: βενζινο~/λαχειο~/χαρτο~. Aνθο-πώλισσα.
-ρραγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε απώλεια αίματος, αιμορραγία οργάνου: γαστρο~/ρινο~ (πβ. -ρροια).
-ρροια (λόγ.): επίθημα ιατρικών όρων θηλυκού γένους με αναφορά σε παθολογική συνήθ. έκκριση υγρού: δακρύ~/πυό~/σιελό~.|| Eμμηνό~.
-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.
-σέλιδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού σελίδων ενός έντυπου συνήθ. κειμένου: (συνήθ. με αριθμητ.) τρι~/τετρα~/δεκαεξα~. Βλ. -φυλλος.|| (ουσιαστικοπ.) Το δισέλιδο.|| Πολυ~.|| Oλοσέλιδη καταχώρηση.
-σκεπής , ής, ές {-σκεπούς | -σκεπείς (ουδ. -σκεπή)} (λόγ.): επίθημα με τη σημασία του σκεπασμένος, καλυμμένος: θαμνο~/χιονο~ (πβ. -σκέπαστος). Νεφο~.|| Kεραμο~.|| Α~.
-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~.2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία.3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.
-σκοπία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων∙ δηλώνει 1. ανάλυση, παρατήρηση: φασματο~.|| (τεχνική) Στερεο~.|| (παλαιότ.) Ραβδο~.|| Oιωνο~.2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε περιοχή ή όργανο του σώματος: λαπαρο~ (πβ. -σκόπηση)/οφθαλμο~.3. ΤΕΧΝΟΛ. καταγραφή εικόνας ή/και ήχου με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.4. (αρνητ. συνυποδ.) oρισμένο σκοπό: καιρο~/κερδο~.
-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.
-σκόπος (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό αναλυτή, παρατηρητή: δημο~ (βλ. -λόγος).|| Οιωνο~.2. (αρνητ. συνυποδ.) άτομο με συγκεκριμένη επιδίωξη: καιρο~/κερδο~.
-σκοπώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. εξετάζω: ανα~/επι~.|| (μτφ.) Βολιδο~.2. καταγράφω εικόνα ή/και ήχο με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~ (πβ. -γραφώ)/μαγνητο~.3. (αρνητ. συνυποδ.) επιδιώκω, αποβλέπω: καιρο~/κερδο~.
-ία
-ία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που 1. παράγονται από ρήματα ή ουσιαστικά και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: επιθυμ~ (επιθυμώ)/καταγγελ~ (καταγγέλλω)/φιλονικ~ (φιλονικώ).|| Αρχαιοκαπηλ~ (αρχαιοκάπηλος)/κερδοσκοπ~ (κερδοσκόπος)/προεδρ~ (πρόεδρος).2. σχηματίζονται από επίθετα και φανερώνουν κατάσταση ή ιδιότητα: ομοφων~ (ομόφωνος)/φυγοπον~ (φυγόπονος).3. αποτελούν επιστημονικούς όρους και αναφέρονται σε πάθηση ή γενικότ. μη φυσιολογική κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) αμνησ~/αναφυλαξ~/δυσεντερ~/πνευμον~.|| Aϋπν~/δυσπεψ~.4. ανήκουν στην κατηγορία των τοπωνυμίων: Ινδ~/Ιταλ~/Σερβ~.|| Θεσσαλ~/Μακεδον~.
-ια2
-ια2: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση λουλουδιών ή σπανιότ. δέντρων: γαρδέν~/καμέλ~/ντάλ~.|| Αροκάρ~.
-φυλλος
-φυλλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι.2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος.3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.