Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [580-600]


  • -σμα βλ. -μα2
  • -σμένος , η, ο βλ. -μένος
  • -σμός βλ. -μός
  • -σουπα : β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε σούπα: κοτό~/κρεατό~/κρεμμυδό~/μανιταρό~/ντοματό~/πατατό~/ρεβιθό~/ταχινό~/τραχανό~/χελωνό~/χορτό~/ψαρό~.
  • -στάσι (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση ειδικού χώρου ή εγκατάστασης: εικονο~.|| Λιο~. βλ. -στάσιο
  • -στάσιο {-στασίου (σπανιότ.) -στάσιου | -στασίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κτηνοτροφική μονάδα: βου~/χοιρο~. 2. εγκατάσταση μηχανημάτων, χώρο αποθήκευσης ή στάθμευσης: λεβητο~/μηχανο~.|| Βιβλιο~/οπλο~.|| Αμαξο~. 3. θεσμό ελέγχου, προσωρινή αναστολή, αναβολή: ενοικιο~.|| Δικαιο~. Xρεο~.
  • -στάτης {-στατών} (λόγ.) επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. σημείο στερέωσης, τοποθέτησης: βιβλιο~/κηρο~/φανο~. 2. όργανο, εξάρτημα ή διακόπτη που ρυθμίζει τη λειτουργία συσκευής: θερμο~/κρυο~/υδρο~. (ΗΛΕΚΤΡ.) Ροο~. 3. το άτομο που στέκεται κοντά σε κάτι ή κάποιον: παρα~.|| (μτφ.) Συμπαρα~.
  • -σταυρία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση συνήθ. αριθμού σταυρών σε ψηφοδέλτιο: μονο~/δι~/τρι~.|| A~/ολιγο~/πολυ~.
  • -στηλος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση αριθμού στηλών, συνήθ. άρθρου ή πίνακα: δί~/τρί~/τετρά~. Πολύ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) Μονό-στηλo.
  • -στής βλ. -της
  • -στικός , ή/ιά, ό βλ. -τικός
  • -στιχος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση αριθμού στίχων: πολύ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) δί-στιχο/τετρά~.
  • -στός : επίθημα με το οποίο σχηματίζονται επίθετα: αγορα-/ακου-/αντικρι-/αχνι-/βρα-/γελα-/γονατι-/ευωδια-/εφαρμο-/ζεματι-/ζωγραφι-/θαυμα~. ● βλ. -τός
  • -στροφος , η, ο β' συνθετικό για δήλωση 1. αριθμού, συχνότητας ή κατεύθυνσης στροφών: πολύ~.|| Aριστερό~/δεξιό~. 2. ικανότητας ή ταχύτητας αντίληψης: αργό~/εύ~.
  • -στρωση : το ουσιαστικό στρώση ως β' συνθετικό λέξεων: ασφαλτό~/δαπεδό~/λιθό~/μαρμαρό~/πλακό~.|| Κατά~.
  • -στρωτος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του υλικού επίστρωσης μιας επιφάνειας: ασφαλτό~ (πβ. ασφαλτο-στρωμένος)/λιθό~/χαλικό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλακό-στρωτο.
  • -σύλλαβος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση αριθμού ή πλήθους συλλαβών: (για λέξη) μονο-σύλλαβη/δι~/τρι~. Πολυ~.|| (σπανιότ. ΜΕΤΡ.) (ουσιαστικοπ.) (Ο) δεκαπεντα~.
  • -συλλέκτης {θηλ. -συλλέκτρια}: το ουσιαστικό συλλέκτης ως β' συνθετικό λέξεων: (για πρόσ.) ρακο~/ρητινο~/τροφο~.|| (για συσκευή) Λιπο~/ουρο~.
  • -σφαιρος , η, ο: β' συνθετικό που δηλώνει όπλο με συγκεκριμένο συνήθ. αριθμό σφαιρών: (κυρ. στο ουδ.) εξά-σφαιρο.|| (ουσιαστικοπ.) Ά-σφαιρα (ενν. πυρά).
  • -τέος , α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.

-μα2

-μα2: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή κυρ. αποτέλεσμα: κλάδε~ (κλαδεύω)/ψάρε~ (ψαρεύω). Άνοιγ~ (ανοίγω)/πράγ~ (πράττω). Αναμάση~ (αναμασώ)/θεώρη~ (θεωρώ). Άλεσ-μα (αλέθω). Βλ. -εια, -ητό, -ία, -ιά, -ιμο.

-μένος

-μένος, η, ο & -ημένος & -ωμένος & -γμένος & -σμένος & -μμένος: κατάληξη μετοχής παθητικού παρακειμένου∙ έχει συνήθ. λειτουργία επιθέτου και δηλώνει 1. συντελεσμένη πράξη: (ντύθηκα) ντυ-μένος. (Αγαπήθηκα) αγαπ-η-μένος. (Πληρώθηκα) πληρ-ω-μένος. (Απαλλάχτηκα) απαλλα-γ-μένος. (Ζαλίστηκα) Ζαλι-σ-μένος. (Kαλύφθηκα) καλυ-μ-μένος. 2. κατάσταση: (αηδίασα) αηδια-σ-μένος. 3. αναγνώριση ιδιότητας: ζηλε-μένος (πβ. αξιο-ζήλευτος, ζηλευ-τός). 4. ευχή: (αγιάστηκα) αγια-σ-μένος. (Ευλογήθηκα) ευλογ-η-μένος.|| Συχωρ-ε-μένος.

-μός

-μός & -αμός & -εμός & -ημός & -ωμός & -γμός & -σμός: επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: (χάνω) χα-μός/(μισεύω) μισε-μός. (Μετρώ) μετρ-η-μός. (Τελειώνω) τελει-ω-μός. (Υπαινίσσομαι) υπαινι-γ-μός. (Αιφνιδιάζω) αιφνιδια-σ-μός.

-στάσιο

-στάσιο {-στασίου (σπανιότ.) -στάσιου | -στασίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κτηνοτροφική μονάδα: βου~/χοιρο~. 2. εγκατάσταση μηχανημάτων, χώρο αποθήκευσης ή στάθμευσης: λεβητο~/μηχανο~.|| Βιβλιο~/οπλο~.|| Αμαξο~. 3. θεσμό ελέγχου, προσωρινή αναστολή, αναβολή: ενοικιο~.|| Δικαιο~. Xρεο~.

-της & -τής, -τρια

-της & -τής, -τρια {σπανιότ. θηλ. -τρα} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια ή ιδιότητα, που έχει συγκεκριμένη επαγγελματική απασχόληση: θεμελιω-τής/ιδρυ~/συνομιλη~/υποκινη~. Κλέφ-της κ. κλέφ-τρα.|| Διακοσμη-τής/εκφωνη~/μεταφρασ~/πωλη~. Συντάκ-της κ. συντάκ-τρια. 2. όργανο, συσκευή: μετασχηματισ-τής/μετρη~. Εκτυπω~. ● βλ. -τρα1 & -ίστρα1

-τικός

-τικός, ή/ιά, ό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα για παραγωγή επιθέτων από 1. ρήματα: απαλλακ~/ενισχυ~/υποβοηθη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) δικασ~. (Τα) φορτω-τικά (ενν. έξοδα). 2. ουσιαστικά: προβλημα~/σωμα~/χαρισμα~.

-τός

-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~. 2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό. 3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.