Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [600-620]


  • -τέχνημα (λόγ.) β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε 1. συγκεκριμένο δημιούργημα: καλλι~/λογο~/χειρο~.|| (ως χαρακτηρισμοί έργων) Αριστο~ (βλ. -ούργημα)/κομψο~. 2. ειδική κατασκευή: πυρο~.
  • -τεχνία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά 1. σε χειρωνακτική ή πνευματική τέχνη ή το αποτέλεσμά της: λιθο~/μεταλλο~/μικρο~/υαλο~.|| Χειρο~ (πβ. -τέχνημα).|| Λογο~. 2. σε ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: αριστο~/δεξιο~/κακο~.[πβ. γαλλ. -technie, αγγλ. -techny
  • -τεχνίτης {θηλ. -τεχνίτρια}: β' συνθετικό επαγγελματικών ουσιαστικών για δήλωση ειδικού τεχνίτη: ηλεκτρο~/μεταλλο~/μηχανο~/οδοντο~/πολυ~/ραδιο~.
  • -τζής, -τζού {-τζήδες} (λαϊκό) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. έχει συγκεκριμένο επάγγελμα, εμπορεύεται ή πουλά ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: μπογια~/ταξι~.|| Παγωτα~/ψιλικα~. 2. χαρακτηρίζεται από μια ιδιότητα: τζαμπα~/τρακα~/χωρατα~.
  • -τζίδικο & (σπάν.) -τζήδικο: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα: (που προσφέρει συνήθ. συγκεκριμένο είδος φαγητού ή γλυκού:) λουκουμα~/παγωτα~/πατσα~/σουβλα~ (πβ. -ερί). Βλ. -ερία.|| Προπο~/φαναρ~/ψιλικα~. Βλ. -ικο.
  • -τζίδικος , η, ο & (σπάν.) -τζήδικος: επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: αερι~/ετοιμα~/εφε~/πεθαμενα~/πλακα~/σαματα~/σκι~/τζαμπα~/φιγουρα~/χαβαλε~.
  • -τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.
  • -τήρι (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση 1. ειδικού αντικειμένου, εργαλείου: ανοιχ~/κλαδευ~/ξυπνη~/σκαλισ~/σουρω~/ψαλ~. 2. (λαϊκό) ενέργειας: ψησ~. 3. συγκεκριμένου χώρου: μονασ~.|| (προφ.) Εργασ~ (πβ. -τήριο). 4. προσώπου: πειραχ~.
  • -τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
  • -τήριος , α/ος, ο (λόγ.): επίθημα που δηλώνει δυνατότητα, καταλληλότητα του προσδιοριζόμενου για ό,τι εκφράζει το θέμα: διαβιβασ~/δρασ~/εξιλασ~/ευχαρισ~/κατατακ~/κινη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Η) παρακαμπ~. (Το) αισθη-τήριο/αναγγελ~/εισι~.
  • -της & -τής, -τρια {σπανιότ. θηλ. -τρα} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια ή ιδιότητα, που έχει συγκεκριμένη επαγγελματική απασχόληση: θεμελιω-τής/ιδρυ~/συνομιλη~/υποκινη~. Κλέφ-της κ. κλέφ-τρα.|| Διακοσμη-τής/εκφωνη~/μεταφρασ~/πωλη~. Συντάκ-της κ. συντάκ-τρια. 2. όργανο, συσκευή: μετασχηματισ-τής/μετρη~. Εκτυπω~. ● βλ. -τρα1 & -ίστρα1
  • -τιά (κυρ. προφ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν αποτέλεσμα ενέργειας: δαγκωμα~/τσιμπημα~. Ραγισμα~/χαραγμα~.
  • -τικός , ή/ιά, ό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα για παραγωγή επιθέτων από 1. ρήματα: απαλλακ~/ενισχυ~/υποβοηθη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) δικασ~. (Τα) φορτω-τικά (ενν. έξοδα). 2. ουσιαστικά: προβλημα~/σωμα~/χαρισμα~.
  • -τοκία : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά που σχετίζονται με τη γέννηση: δυσ~/πολυ~/ωο~.
  • -τοκος & -τόκος β' συνθετικό για τον σχηματισμό σύνθετων επιθέτων που δηλώνουν 1. τη σειρά ή τον τρόπο γέννησης ενός παιδιού: πρωτό-τοκος/δευτερό~/υστερό~.|| (μτφ.) Από~. 2. θηλυκό που έχει γεννήσει: ζωο-τόκος/ωο~.|| Δύσ-τοκος/πολύ~.|| (ως ουσ.) Η Θεοτόκος. 3. ΟΙΚΟΝ. τον τόκο κεφαλαίου: ά-τοκος/έν~/υψηλό~/χαμηλό~.
  • -τομή & -τομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό όρων που δηλώνουν διάνοιξη τομής σε περιοχή του σώματος: τραχειο~.|| Λαπαρο-τομία. Βλ. -εκτομή.
  • -τόμος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επαγγέλματα σχετικά με κοπή ή διάνοιξη τομής: υλο~ (πβ. ξυλο-κόπος.)|| Ανα~. 2. ΙΑΤΡ. χειρουργικό εργαλείο: φλεβο~.
  • -τομος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση ορισμένου αριθμού τόμων ενός έργου: δί~/τρί~/πεντά~. Πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.
  • -τοπος β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τόπο γεμάτο από ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δασό~/θαμνό~/ψαρό~.|| Σκουπιδό~. 2. περιοχή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: αγριό~/βιό~/γεώ~/κυνηγό~/ξερό~/χερσό~. 3. χώρο κατάλληλο για ορισμένη δραστηριότητα: παιδό~/παιχνιδό~.
  • -τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.

-εκτομή

-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.

-ερία

-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.

-τήρι

-τήρι (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση 1. ειδικού αντικειμένου, εργαλείου: ανοιχ~/κλαδευ~/ξυπνη~/σκαλισ~/σουρω~/ψαλ~. 2. (λαϊκό) ενέργειας: ψησ~. 3. συγκεκριμένου χώρου: μονασ~.|| (προφ.) Εργασ~ (πβ. -τήριο). 4. προσώπου: πειραχ~.

-τρα1 & -ίστρα1

-τρα1 & -ίστρα1: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση ιδιότητας ή επαγγέλματος: γητεύ-τρα/κλέφ~/ξελογιάσ~/πλύσ~/χαρτοπαίχ~. Βλ. -ισσα.|| Ταξιδεύ-τρα (πβ. -τρια)/φταίχ~.|| Μοδ-ίστρα. ● βλ. -της

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.