-τέχνημα (λόγ.) β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε 1. συγκεκριμένο δημιούργημα: καλλι~/λογο~/χειρο~.|| (ως χαρακτηρισμοί έργων) Αριστο~ (βλ. -ούργημα)/κομψο~.2. ειδική κατασκευή: πυρο~.
-τεχνία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά 1. σε χειρωνακτική ή πνευματική τέχνη ή το αποτέλεσμά της: λιθο~/μεταλλο~/μικρο~/υαλο~.|| Χειρο~ (πβ. -τέχνημα).|| Λογο~.2. σε ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: αριστο~/δεξιο~/κακο~.[πβ. γαλλ. -technie, αγγλ. -techny
-τεχνίτης {θηλ. -τεχνίτρια}: β' συνθετικό επαγγελματικών ουσιαστικών για δήλωση ειδικού τεχνίτη: ηλεκτρο~/μεταλλο~/μηχανο~/οδοντο~/πολυ~/ραδιο~.
-τζής, -τζού {-τζήδες} (λαϊκό) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. έχει συγκεκριμένο επάγγελμα, εμπορεύεται ή πουλά ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: μπογια~/ταξι~.|| Παγωτα~/ψιλικα~.2. χαρακτηρίζεται από μια ιδιότητα: τζαμπα~/τρακα~/χωρατα~.
-τζίδικο & (σπάν.) -τζήδικο: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα: (που προσφέρει συνήθ. συγκεκριμένο είδος φαγητού ή γλυκού:) λουκουμα~/παγωτα~/πατσα~/σουβλα~ (πβ. -ερί). Βλ. -ερία.|| Προπο~/φαναρ~/ψιλικα~. Βλ. -ικο.
-τζίδικος , η, ο & (σπάν.) -τζήδικος: επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: αερι~/ετοιμα~/εφε~/πεθαμενα~/πλακα~/σαματα~/σκι~/τζαμπα~/φιγουρα~/χαβαλε~.
-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~.2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.
-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~.2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~.3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
-τήριος , α/ος, ο (λόγ.): επίθημα που δηλώνει δυνατότητα, καταλληλότητα του προσδιοριζόμενου για ό,τι εκφράζει το θέμα: διαβιβασ~/δρασ~/εξιλασ~/ευχαρισ~/κατατακ~/κινη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Η) παρακαμπ~. (Το) αισθη-τήριο/αναγγελ~/εισι~.
-της & -τής, -τρια {σπανιότ. θηλ. -τρα} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια ή ιδιότητα, που έχει συγκεκριμένη επαγγελματική απασχόληση: θεμελιω-τής/ιδρυ~/συνομιλη~/υποκινη~. Κλέφ-της κ. κλέφ-τρα.|| Διακοσμη-τής/εκφωνη~/μεταφρασ~/πωλη~. Συντάκ-της κ. συντάκ-τρια.2. όργανο, συσκευή: μετασχηματισ-τής/μετρη~. Εκτυπω~. ● βλ. -τρα1 & -ίστρα1
-τιά (κυρ. προφ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν αποτέλεσμα ενέργειας: δαγκωμα~/τσιμπημα~. Ραγισμα~/χαραγμα~.
-τικός , ή/ιά, ό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα για παραγωγή επιθέτων από 1. ρήματα: απαλλακ~/ενισχυ~/υποβοηθη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Ο) δικασ~. (Τα) φορτω-τικά (ενν. έξοδα).2. ουσιαστικά: προβλημα~/σωμα~/χαρισμα~.
-τοκία: β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά που σχετίζονται με τη γέννηση: δυσ~/πολυ~/ωο~.
-τοκος & -τόκος β' συνθετικό για τον σχηματισμό σύνθετων επιθέτων που δηλώνουν 1. τη σειρά ή τον τρόπο γέννησης ενός παιδιού: πρωτό-τοκος/δευτερό~/υστερό~.|| (μτφ.) Από~.2. θηλυκό που έχει γεννήσει: ζωο-τόκος/ωο~.|| Δύσ-τοκος/πολύ~.|| (ως ουσ.) Η Θεοτόκος.3. ΟΙΚΟΝ. τον τόκο κεφαλαίου: ά-τοκος/έν~/υψηλό~/χαμηλό~.
-τομή & -τομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό όρων που δηλώνουν διάνοιξη τομής σε περιοχή του σώματος: τραχειο~.|| Λαπαρο-τομία. Βλ. -εκτομή.
-τόμος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επαγγέλματα σχετικά με κοπή ή διάνοιξη τομής: υλο~ (πβ. ξυλο-κόπος.)|| Ανα~.2. ΙΑΤΡ. χειρουργικό εργαλείο: φλεβο~.
-τομος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση ορισμένου αριθμού τόμων ενός έργου: δί~/τρί~/πεντά~. Πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.
-τοπος β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τόπο γεμάτο από ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δασό~/θαμνό~/ψαρό~.|| Σκουπιδό~.2. περιοχή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: αγριό~/βιό~/γεώ~/κυνηγό~/ξερό~/χερσό~.3. χώρο κατάλληλο για ορισμένη δραστηριότητα: παιδό~/παιχνιδό~.
-τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.
-εκτομή
-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.
-ερία
-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.