Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [620-640]


  • -τός , ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~. 2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό. 3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός
  • -τος , η, ο επίθημα ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν 1. ότι μπορεί να γίνει κάτι: ευκολοδιάβασ~/ευλύγισ~.|| (με το πρόθημα α- για κάτι που δεν μπορεί να γίνει:) αβοήθη~/αγεφύρω~/αγνώρισ~/αδιάβα~/ανοίκιασ~.|| Δυσδιάκρι~. 2. (γενικότ.) ιδιότητα, κατάσταση: μισάνοιχ~/ολάνθισ~.
  • -τρα1 & -ίστρα1 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση ιδιότητας ή επαγγέλματος: γητεύ-τρα/κλέφ~/ξελογιάσ~/πλύσ~/χαρτοπαίχ~. Βλ. -ισσα.|| Ταξιδεύ-τρα (πβ. -τρια)/φταίχ~.|| Μοδ-ίστρα. ● βλ. -της
  • -τρα2 & -ίστρα2 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση αντικειμένου: κρεμάσ-τρα/ξύσ~/σφυρίχ~. Κουδουν-ίστρα.
  • -τρα3 : επίθημα πληθυντικού αριθμού ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για συγκεκριμένο σκοπό: ασφάλισ~/δίδακ~/εξέτασ~/εύρε~/λύ~.
  • -τραφής , ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.
  • -τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~. 2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~. 3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~. 4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.
  • -τροφείο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. μονάδα εκτροφής ζώων: κυνο~/πτηνο~/χοιρο~ (πβ. -στάσιο).|| Iχθυο~.|| (μτφ.) Θηριο~. 2. ίδρυμα που παρέχει στέγη και τροφή: οικο~/ορφανο~. Βλ. -κομείο.
  • -τροφή : επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά στην τροφή: γατο~/ζωο~/κουνελο~/κτηνο~/πτηνο~/σκυλο~/ψαρο~.|| Σκουπιδο~/υπερ~.
  • -τροφία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε εκτροφή ζώων: αγελαδο~/βοο~/κονικλο-/κτηνο-/πτηνο~/χοιρο~.|| Iχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -κομία).|| Σηρο~. Βασιλο~.
  • -τρόφος : επίθημα αρσενικών (και θηλυκών) ουσιαστικών που δηλώνουν ειδικό εκτροφέα: αγελαδο~/χοιρο~. (γενικότ.) Ζωο~/κτηνο~/πτηνο~.|| Μελισσο~ (πβ. -κόμος).|| Iχθυο~.
  • -τροχος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση του αριθμού τροχών ενός οχήματος: τρί~/τετρά~.|| (ουσιαστικοπ.) (Τα) δίτροχα (πβ. -κυκλα).
  • -τσής, -τσού βλ. -τζής, -τζού
  • -τυπία {-τυπιών} (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. ειδική εκτυπωτική μέθοδο: βαθυ~/λινο~/μονο~/φωτο~. 2. αποτύπωση, χάραξη σχεδίου πάνω σε συγκεκριμένο υλικό: ασημο~/μεταξο~/χρυσο~.
  • -τυπος1 , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: ιδιό~/νομό~/πρωτό~.|| (ουσιαστικοπ.) Φαινό~.
  • -τυπος2 , η, ο: επίθημα για δήλωση τυπωμένου κειμένου ή εικόνας με ορισμένα χαρακτηριστικά: κακέκ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) κλεψί~o/λογό~ο.
  • -ύλλιο {-υλλίου | -υλλίων} (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με υποκοριστική σημασία: αλσ~/δασ~/δενδρ~. Πβ. -άκι.
  • -ύς , ιά, ύ {κ. λόγ. θηλ. -εία} & -υς: καταληκτικό επίθημα σε τριγενή και τρικατάληκτα επίθετα: μακρ-ύς, ~ιά, ~ύ.|| Βαθ-ύς, ~ιά κ. (σπανιότ.) ~εία, ~ύ.|| Oξ-ύς, ~εία, ~ύ.|| Ήμισ-υς, ημίσ-εια, ήμισ-υ.
  • -ύτατος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -υτάτη}: επίθημα του απόλυτου υπερθετικού των επιθέτων σε -ύς: βαθ-ύτατος/ταχ~. Βλ. -έστατος, -ιστος, -ότατος.
  • -ύτερος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -υτέρα}: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ύς, -ός και -ος: (ο) βαθ-ύτερος/βαρ~. (Ο) καλ-ύτερος/μεγαλ~. Βλ. -έστερος, -ιστος, -ότερος.

-έστατος

-έστατος, η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα

-έστερος

-έστερος, η, ο: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ης και -ής: (ο) ακριβ~/αληθ~/διαρκ~/εμφαν~/επικρατ~/επιμελ~/ευγεν~/λαοφιλ~/συνηθ~. Βλ. -ότερος, -ύτερος. ● επίρρ.: -έστερα

-ισσα

-ισσα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. καταγωγή: Γιαννιώτ~/Κεφαλονίτ~/Σαμιώτ~. 2. Επάγγελμα: αγρότ~/λαντζέρ~/μανάβ~/φουρνάρ~. Πβ. -ιδα.|| (παλαιότ.) Καπετάν~ (: γυναίκα καπετάνιου). Πβ. -ίνα1. 3. αξίωμα, τίτλο: βασίλ~/δούκ~/κοσμητόρ~/ πρυτάν~. 4. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: γερόντ~/πελάτ~. Mάγ~.

-κομείο

-κομείο επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~. 2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο).

-μαθής

-μαθής, ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~. 2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ

-στός

-στός: επίθημα με το οποίο σχηματίζονται επίθετα: αγορα-/ακου-/αντικρι-/αχνι-/βρα-/γελα-/γονατι-/ευωδια-/εφαρμο-/ζεματι-/ζωγραφι-/θαυμα~. ● βλ. -τός

-της & -τής, -τρια

-της & -τής, -τρια {σπανιότ. θηλ. -τρα} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια ή ιδιότητα, που έχει συγκεκριμένη επαγγελματική απασχόληση: θεμελιω-τής/ιδρυ~/συνομιλη~/υποκινη~. Κλέφ-της κ. κλέφ-τρα.|| Διακοσμη-τής/εκφωνη~/μεταφρασ~/πωλη~. Συντάκ-της κ. συντάκ-τρια. 2. όργανο, συσκευή: μετασχηματισ-τής/μετρη~. Εκτυπω~. ● βλ. -τρα1 & -ίστρα1

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.