-τός , ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~.2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό.3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός
-τος , η, ο επίθημα ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν 1. ότι μπορεί να γίνει κάτι: ευκολοδιάβασ~/ευλύγισ~.|| (με το πρόθημα α- για κάτι που δεν μπορεί να γίνει:) αβοήθη~/αγεφύρω~/αγνώρισ~/αδιάβα~/ανοίκιασ~.|| Δυσδιάκρι~.2. (γενικότ.) ιδιότητα, κατάσταση: μισάνοιχ~/ολάνθισ~.
-τρα3: επίθημα πληθυντικού αριθμού ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για συγκεκριμένο σκοπό: ασφάλισ~/δίδακ~/εξέτασ~/εύρε~/λύ~.
-τραφής , ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.
-τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~.2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~.3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~.4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.
-ύτατος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -υτάτη}: επίθημα του απόλυτου υπερθετικού των επιθέτων σε -ύς: βαθ-ύτατος/ταχ~. Βλ. -έστατος, -ιστος, -ότατος.
-ύτερος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -υτέρα}: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ύς, -ός και -ος: (ο) βαθ-ύτερος/βαρ~. (Ο) καλ-ύτερος/μεγαλ~. Βλ. -έστερος, -ιστος, -ότερος.
-έστατος
-έστατος, η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα
-έστερος
-έστερος, η, ο: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ης και -ής: (ο) ακριβ~/αληθ~/διαρκ~/εμφαν~/επικρατ~/επιμελ~/ευγεν~/λαοφιλ~/συνηθ~. Βλ. -ότερος, -ύτερος. ● επίρρ.: -έστερα
-κομείο επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~.2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο).
-μαθής
-μαθής, ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~.2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ
-στός
-στός: επίθημα με το οποίο σχηματίζονται επίθετα: αγορα-/ακου-/αντικρι-/αχνι-/βρα-/γελα-/γονατι-/ευωδια-/εφαρμο-/ζεματι-/ζωγραφι-/θαυμα~. ● βλ. -τός
-της & -τής, -τρια
-της & -τής, -τρια {σπανιότ. θηλ. -τρα} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια ή ιδιότητα, που έχει συγκεκριμένη επαγγελματική απασχόληση: θεμελιω-τής/ιδρυ~/συνομιλη~/υποκινη~. Κλέφ-της κ. κλέφ-τρα.|| Διακοσμη-τής/εκφωνη~/μεταφρασ~/πωλη~. Συντάκ-της κ. συντάκ-τρια.2. όργανο, συσκευή: μετασχηματισ-τής/μετρη~. Εκτυπω~. ● βλ. -τρα1 & -ίστρα1
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.