Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [640-660]


  • -ύτητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα και δηλώνουν: κατάσταση ή ιδιότητα: βραδ~/γλυκ~ (βλ. -άδα)/ευθ~/τραχ~. Βλ. -ότητα, -οσύνη.
  • -φαγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας, ποσότητας ή/και ποιότητας τροφών: κρεατο~/ξηρο~/χορτο~.|| Μονο~/πολυ~/υπερ~.|| Καλο~.|| (κατ' επέκτ.) Ονυχο~. || ανθρωπο~/θεο~.
  • -φάγος & -φαγος , ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.
  • -φανής , ής, ές {-φανούς | -φανείς (ουδ. -φανή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά 1. φαίνεται να είναι αυτό που δείχνει η πρωτότυπη λέξη: αληθο~/δημοτικο~/πρωτο~.|| (μειωτ.) Σοβαρο~. 2. (κυρ. μτφ.) είναι φανερό, σαφές: εμ~/οφθαλμο~/πασι~/προ~.
  • -φέρνω β' συνθετικό ρημάτων που 1. δηλώνει ότι το υποκείμενο μοιάζει με ό,τι περιγράφει το α' συνθετικό: μεγαλο~/χαζο~. 2. εκφράζει τη σημασία του φέρνω: γυρο~/κατα~/ξανα~/πηγαινο~/πολυ~.
  • -φιλία β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζει 1. ενδιαφέρον, αγάπη σε σχέση με ό,τι αναφέρει το α' συνθετικό: βιβλιο~ (βλ. -μανία). Ζωο~/κυνο~. Αγγλο~/γαλλο~/γερμανο~. ΑΝΤ. -φοβία. 2. συγκεκριμένη προδιάθεση, σεξουαλική συμπεριφορά ή διαταραχή: αιμο(ρρο)~.|| Eτεροφυλο~/ομοφυλο~.|| Παιδο~. Παρα~. 3. ιδιότητα οργανισμού ή υλικού να απορροφά, να συγκρατεί μια ουσία: υδρο~. 4. φιλία: λυκο~.
  • -φιλος , η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.
  • -φοβία : β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε φοβία, συνήθ. παθολογική: ευθυνο~.|| Αγγλο~/ξενο~ (ΑΝΤ. -μανία, -φιλία).|| Aγορα~/αερο~/ακρο~/ανθρωπο~/αρρωστο~/εγκληματο~/ετερο~/κινδυνο~/κλειστο~/νομο~/νοσο~/ομο~/τρανσ~/φωτο~/υψο~.
  • -φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).
  • -φόρος , α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
  • -φορώ β' συνθετικό ρήματων που δηλώνει ότι το υποκείμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή δίνει ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: οπλο~.|| Παρασημο~. 2. παράγει κάτι: ανθο-φορεί/καρπο~. 3. φορά συγκεκριμένα ρούχα: μαυρο~ (= πενθο~). 4. βρίσκεται σε ορισμένη συναισθηματική ή ψυχολογική κατάσταση: δυσ~.
  • -φρονας βλ. -φρων
  • -φρων , ων, ον {-φρονος | -φρονες (ουδ. -φρονα), -φρόνων} (λόγ.) & (προφ.) -φρονας: επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο συνήθ. πρόσωπο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: ά~/εχέ~/σώ~. Μετριό~.|| Eθνικό~.|| Παρά~.
  • -φτός , ή, ό βλ. -τός
  • -φυής , ής, ές {-φυούς | -φυείς (ουδ. -φυή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη κατασκευή, μορφή: λεπτο~.|| (μτφ.) Δι~/πολυ~ (πβ. -ειδής). 2. συγκεκριμένη νοητική ικανότητα, ειδικό χαρακτηριστικό: ευ~/ιδιο~/μεγαλο~.
  • -φυΐα (λόγ.) επίθημα που αναφέρεται σε 1. γένεση, ανάπτυξη: οδοντο~/τριχο~. 2. ιδιαίτερη νοητική ικανότητα: ευ~/ιδιο~/μεγαλο~.
  • -φύλακας : το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.
  • -φυλακή (λόγ.) β' συνθετικό που αναφέρεται σε 1. ειδική υπηρεσία προστασίας: ακτο~/δασο~/συνοριο~.|| (παλαιότ.) Αγρο~/χωρο~. 2. ΣΤΡΑΤ. τμήμα δύναμης με συγκεκριμένη θέση σε πορεία: εμπροσθο~/οπισθο~/πλαγιο~.
  • -φυλάκιο & (σπάν.) -φυλακείο (λόγ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε χώρο φύλαξης πολύτιμων αντικειμένων, διαφόρων άλλων ειδών ή εγγράφων: θησαυρο~/οστεο~/σκευο~/τεφρο~ (πβ. -θήκη).|| (δημόσια υπηρεσία) Υποθηκο-φυλακείο.
  • -φυλλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι. 2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος. 3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-πληκτος

-πληκτος, η, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συνήθ. πρόσωπο 1. έχει πληγεί από ό,τι εκφράζει το θέμα: (συνήθ. ως ουσ.) Οι θεομηνιό-πληκτοι/πλημμυρό~/πυρό~/σεισμό~. Πβ. -παθής.|| (ως επίθ.) Oι πυρό-πληκτες περιοχές. 2. (αρνητ. συνυποδ.) χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη εμμονή: αρχαιό-πληκτος/προγονό~ (πβ. -λάτρης).|| (μειωτ.) Τηλεορασό-πληκτος (βλ. -φιλος)/φαντασιό~ (πβ. -κόπος). Πβ. -ληπτος, -μανής.

-σέλιδος

-σέλιδος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού σελίδων ενός έντυπου συνήθ. κειμένου: (συνήθ. με αριθμητ.) τρι~/τετρα~/δεκαεξα~. Βλ. -φυλλος.|| (ουσιαστικοπ.) Το δισέλιδο.|| Πολυ~.|| Oλοσέλιδη καταχώρηση.

-τός

-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~. 2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό. 3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός

-φρων

-φρων, ων, ον {-φρονος | -φρονες (ουδ. -φρονα), -φρόνων} (λόγ.) & (προφ.) -φρονας: επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο συνήθ. πρόσωπο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: ά~/εχέ~/σώ~. Μετριό~.|| Eθνικό~.|| Παρά~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.