-ύτητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα και δηλώνουν: κατάσταση ή ιδιότητα: βραδ~/γλυκ~ (βλ. -άδα)/ευθ~/τραχ~. Βλ. -ότητα, -οσύνη.
-φάγος & -φαγος , ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~.2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος).3. καταπατητή: οικοπεδο~.4. ασθένεια: τριχο~.
-φανής , ής, ές {-φανούς | -φανείς (ουδ. -φανή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά 1. φαίνεται να είναι αυτό που δείχνει η πρωτότυπη λέξη: αληθο~/δημοτικο~/πρωτο~.|| (μειωτ.) Σοβαρο~.2. (κυρ. μτφ.) είναι φανερό, σαφές: εμ~/οφθαλμο~/πασι~/προ~.
-φέρνω β' συνθετικό ρημάτων που 1. δηλώνει ότι το υποκείμενο μοιάζει με ό,τι περιγράφει το α' συνθετικό: μεγαλο~/χαζο~.2. εκφράζει τη σημασία του φέρνω: γυρο~/κατα~/ξανα~/πηγαινο~/πολυ~.
-φιλία β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζει 1. ενδιαφέρον, αγάπη σε σχέση με ό,τι αναφέρει το α' συνθετικό: βιβλιο~ (βλ. -μανία). Ζωο~/κυνο~. Αγγλο~/γαλλο~/γερμανο~. ΑΝΤ. -φοβία.2. συγκεκριμένη προδιάθεση, σεξουαλική συμπεριφορά ή διαταραχή: αιμο(ρρο)~.|| Eτεροφυλο~/ομοφυλο~.|| Παιδο~. Παρα~.3. ιδιότητα οργανισμού ή υλικού να απορροφά, να συγκρατεί μια ουσία: υδρο~.4. φιλία: λυκο~.
-φιλος , η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.
-φοβία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε φοβία, συνήθ. παθολογική: ευθυνο~.|| Αγγλο~/ξενο~ (ΑΝΤ. -μανία, -φιλία).|| Aγορα~/αερο~/ακρο~/ανθρωπο~/αρρωστο~/εγκληματο~/ετερο~/κινδυνο~/κλειστο~/νομο~/νοσο~/ομο~/τρανσ~/φωτο~/υψο~.
-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~.2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~.3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).
-φόρος , α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος).2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι.3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
-φορώ β' συνθετικό ρήματων που δηλώνει ότι το υποκείμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή δίνει ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: οπλο~.|| Παρασημο~.2. παράγει κάτι: ανθο-φορεί/καρπο~.3. φορά συγκεκριμένα ρούχα: μαυρο~ (= πενθο~).4. βρίσκεται σε ορισμένη συναισθηματική ή ψυχολογική κατάσταση: δυσ~.
-φυΐα (λόγ.) επίθημα που αναφέρεται σε 1. γένεση, ανάπτυξη: οδοντο~/τριχο~.2. ιδιαίτερη νοητική ικανότητα: ευ~/ιδιο~/μεγαλο~.
-φύλακας: το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.
-φυλακή (λόγ.) β' συνθετικό που αναφέρεται σε 1. ειδική υπηρεσία προστασίας: ακτο~/δασο~/συνοριο~.|| (παλαιότ.) Αγρο~/χωρο~.2. ΣΤΡΑΤ. τμήμα δύναμης με συγκεκριμένη θέση σε πορεία: εμπροσθο~/οπισθο~/πλαγιο~.
-φυλάκιο & (σπάν.) -φυλακείο (λόγ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε χώρο φύλαξης πολύτιμων αντικειμένων, διαφόρων άλλων ειδών ή εγγράφων: θησαυρο~/οστεο~/σκευο~/τεφρο~ (πβ. -θήκη).|| (δημόσια υπηρεσία) Υποθηκο-φυλακείο.
-φυλλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι.2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος.3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-πληκτος
-πληκτος, η, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συνήθ. πρόσωπο 1. έχει πληγεί από ό,τι εκφράζει το θέμα: (συνήθ. ως ουσ.) Οι θεομηνιό-πληκτοι/πλημμυρό~/πυρό~/σεισμό~. Πβ. -παθής.|| (ως επίθ.) Oι πυρό-πληκτες περιοχές.2. (αρνητ. συνυποδ.) χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη εμμονή: αρχαιό-πληκτος/προγονό~ (πβ. -λάτρης).|| (μειωτ.) Τηλεορασό-πληκτος (βλ. -φιλος)/φαντασιό~ (πβ. -κόπος). Πβ. -ληπτος, -μανής.
-σέλιδος
-σέλιδος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού σελίδων ενός έντυπου συνήθ. κειμένου: (συνήθ. με αριθμητ.) τρι~/τετρα~/δεκαεξα~. Βλ. -φυλλος.|| (ουσιαστικοπ.) Το δισέλιδο.|| Πολυ~.|| Oλοσέλιδη καταχώρηση.
-τός
-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~.2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό.3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός
-φρων
-φρων, ων, ον {-φρονος | -φρονες (ουδ. -φρονα), -φρόνων} (λόγ.) & (προφ.) -φρονας: επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο συνήθ. πρόσωπο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: ά~/εχέ~/σώ~. Μετριό~.|| Eθνικό~.|| Παρά~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.