αδιαμεσολάβητος , η, ο [ἀδιαμεσολάβητος] α-δι-α-με-σο-λά-βη-τος επίθ.: που γίνεται χωρίς διαμεσολάβηση ή διαμεσολαβητή: ~η: δράση/επικοινωνία/πληροφόρηση (= άμεση)/σχέση.
αδιαμόρφωτος , η, ο [ἀδιαμόρφωτος] α-δι-α-μόρ-φω-τος επίθ.: (για χώρο, έκταση) που δεν έχει διαμορφωθεί, δεν έχει πάρει οριστική μορφή: ~ος: κήπος ~η: πλατεία. ~ο: φυσικό περιβάλλον.|| (μτφ.) ~ος: χαρακτήρας. ~η: σκέψη. ~ο: σχέδιο/σώμα (: του εφήβου, ΣΥΝ. ασχημάτιστο). ΑΝΤ. διαμορφωμένος. [< μτγν. ἀδιαμόρφωτος]
αδιαμφισβήτητος , η, ο [ἀδιαμφισβήτητος] α-δι-αμ-φι-σβή-τη-τος επίθ.: που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: ~ος: αρχηγός/νικητής (= αδιαφιλονίκητος)/πρόεδρος/ρόλος (ΑΝΤ. αμφισβητούμενος). ~η: αξία/επιτυχία/κληρονομιά/υπεροχή. ~ο: γεγονός (= αδιάψευστο, αναντίρρητο)/δικαίωμα/καθεστώς/κύρος/συμπέρασμα/ταλέντο. ~ες: γνώσεις/πληροφορίες (= ασφαλείς, βέβαιες). ~α: οφέλη/περιστατικά/πορίσματα/στοιχεία. ΣΥΝ. αναμφισβήτητος ΑΝΤ. αμφισβητήσιμος ● επίρρ.: αδιαμφισβήτητα [< γαλλ. incontestable]
αδιανέμητος , η, ο [ἀδιανέμητος] α-δι-α-νέ-μη-τος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει διανεμηθεί, δεν έχει μοιραστεί: ~η: περιουσία (ΣΥΝ. αδιαίρετη, αμοίραστη). ~α: κέρδη. ΑΝΤ. διανεμημένος. [< μτγν. ἀδιανέμητος]
αδιανόητος , η, ο [ἀδιανόητος] α-δι-α-νό-η-τος επίθ.: (για κάτι) που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, που είναι δύσκολο να κατανοηθεί: ~η: ενέργεια/πράξη/σκέψη. ~ο: γεγονός/έγκλημα (: ανήκουστο, απίστευτο, ασύλληπτο). Μου είναι/φαίνεται ~ο να περιμένω τόση ώρα στην ουρά. Ήταν σχεδόν ~ο ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο. (προφ.) ~η κατάσταση (= εξωφρενική)/~α πράγματα!|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= ακατανόητο, παράλογο) του πολέμου. [< αρχ. ἀδιανόητος]
αδιάνοικτος , η, ο [ἀδιάνοικτος] α-δι-ά-νοι-κτος επίθ. & (προφ.) αδιάνοιχτος: που δεν έχει διανοιχτεί: ~η: οδός. [< μτγν. ἀδιάνοικτος ‘μη ανοιχτός’]
αδιαντροπιά [ἀδιαντροπιά] α-δια-ντρο-πιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): απουσία ντροπής, σεβασμού για κάτι και (συνεκδ. στον πληθ.) οι ανάλογες πράξεις: ματιά γεμάτη ~ (= αναίδεια, ΑΝΤ. ντροπή). Η ~ του δεν έχει όρια. Έχει την ~ να ισχυρίζεται ακόμη ότι είναι αθώος.|| ~ιές (= προστυχιές)! ΣΥΝ. αναισχυντία, ξεδιαντροπιά, ξετσιπωσιά [< μεσν. αδιαντροπιά]
αδιάντροπος , η, ο [ἀδιάντροπος] α-διά-ντρο-πος επίθ.: που δεν χαρακτηρίζεται από ντροπή, σεβασμό ή διακριτικότητα: ~η: πρόταση/συμπεριφορά/χειρονομία (ΣΥΝ. άσεμνη). ~ο: βλέμμα/γέλιο/φέρσιμο. ~α: λόγια. Πβ. αναιδής, ανερυθρίαστος, ξετσίπωτος. ΣΥΝ. ξεδιάντροπος ● επίρρ.: αδιάντροπα: χωρίς αιδώ. [< μεσν. αδιάντροπος]
αδιαπέραστος , η, ο [ἀδιαπέραστος] α-δι-α-πέ-ρα-στος επίθ. & αδιαπέρατος 1. που δεν μπορεί κανείς να τον διαπεράσει, να τον διαβεί ή κατ' επέκτ. να τον υπερβεί: ~ος: δρόμος (ΣΥΝ. αδιάβατος)/ποταμός. ~η: βλάστηση. ~ο: δάσος/πλήθος/φαράγγι. ~α: βουνά/μονοπάτια/τείχη.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Αδιαπέρατη επιφάνεια. ~ο: στρώμα. ~α: τοιχώματα. Υλικό ~ο (= μη διαπερατό) από αέρια/το νερό. Πβ. στεγανός.|| ~ος: γραφειοκρατικός μηχανισμός. ~ο: εμπόδιο/σύστημα ασφαλείας. ~ες: διαχωριστικές γραμμές. ΑΝΤ. διαπερατός 2. (μτφ.) πυκνός, που δεν μπορεί κανείς να δει μέσα από αυτόν, να τον διερευνήσει: ~η: ομίχλη. ~ο: σκοτάδι.|| ~ο πέπλο μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση. [< γαλλ. impénétrable]
αδιαπερατότητα [ἀδιαπερατότητα] α-δι-α-πε-ρα-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. η ιδιότητα του αδιαπέρατου: αυξημένη/υψηλή ~. ~ σκυροδέματος. ~ στο νερό. Πβ. αδιαβροχία, στεγανότητα. ΑΝΤ. διαπερατότητα [< γαλλ. imperméabilité]
αδιαπότιστος , η, ο [ἀδιαπότιστος] α-δι-α-πό-τι-στος επίθ.: που δεν έχει διαποτιστεί ή δεν μπορεί να διαπεραστεί από υγρό: ~ο: δάπεδο. ~ες: επιφάνειες. ΑΝΤ. διαποτισμένος.
αδιαπραγμάτευτος , η, ο [ἀδιαπραγμάτευτος] α-δι-α-πραγ-μά-τευ-τος επίθ.: που δεν τίθεται υπό διαπραγμάτευση: ~ο: αγαθό/δικαίωμα/ζήτημα/κεκτημένο. ~οι όροι αγοραπωλησίας/σύμβασης/συνθήκης. ~ες: αξίες/αρχές/θέσεις.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο των συνόρων. ΑΝΤ. διαπραγματεύσιμος [< αγγλ. unnegotiated, unnegotiable]
αδιάπτωτος , η, ο [ἀδιάπτωτος] α-δι-ά-πτω-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που συνεχίζεται με την ίδια ένταση χωρίς μεταβολή: ~ος: ενθουσιασμός. ~η: προσήλωση/προσοχή (= αδιάλειπτη). ~ο: ενδιαφέρον (= αμείωτο, συνεχές). [< αρχ. ἀδιάπτωτος]
αδιάρθρωτος , η, ο [ἀδιάρθρωτος] α-δι-άρ-θρω-τος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει διάρθρωση, συνοχή ή οργάνωση: ~ος: λόγος (ΣΥΝ. αδόμητος, ανοργάνωτος. ΑΝΤ. διαρθρωμένος). ~η: έκθεση/μελέτη. [< αρχ. ἀδιάρθρωτος]
αδιάρρηκτος , η, ο [ἀδιάρρηκτος] α-δι-άρ-ρη-κτος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν μπορεί να σπάσει, ανθεκτικός, στερεός: ~ος: δεσμός (= άρρηκτος). ~η: ενότητα/συμμαχία/σχέση/φιλία (= ακλόνητη, σταθερή). ~ο: σύνολο. ΣΥΝ. αδιάσπαστος, αρραγής 2. που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διαρρηχθεί: ~η: κλειδαριά (= απαραβίαστη). ~ο: χρηματοκιβώτιο. Θωρακισμένες πόρτες με ~ο σκελετό. ● επίρρ.: αδιάρρηκτα:~ (συνδε)δεμένος/συνυφασμένος με ... [< 1: μτγν. ἀδιάρρηκτος]
αδιασάλευτος , η, ο [ἀδιασάλευτος] α-δι-α-σά-λευ-τος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει ή δεν μπορεί να διασαλευτεί: ~η: εμπιστοσύνη/φιλία (ΣΥΝ. αδιατάρακτη, ακλόνητη, σταθερή). ~ες: αξίες (ΣΥΝ. απαρασάλευτες). ~α: τεκμήρια (= αδιάσειστα). [< γαλλ. immuable]
αδιάσειστος , η, ο [ἀδιάσειστος] α-δι-ά-σει-στος επίθ. (λόγ.): που δεν μπορεί να κλονιστεί, να αμφισβητηθεί, ατράνταχτος: ~ος: συλλογισμός. ~η: αλήθεια/ενότητα/μαρτυρία/πίστη. ~ο: συμπέρασμα/τεκμήριο (= αδιασάλευτο). ~ες: αποδείξεις (ενοχής). ~α: γεγονότα/επιχειρήματα/στοιχεία (= ακλόνητα, ακράδαντα). [< μτγν. ἀδιάσειστος]
αδιάσταλτος , η, ο [ἀδιάσταλτος] α-δι-ά-σταλ-τος επίθ. (επιστ.): που δεν διαστέλλεται: ~η: μεμβράνη. ~ο: πλαστικό/υλικό/(πολυεστερικό) φιλμ/(φωτογραφικό) χαρτί. ΑΝΤ. εκτατός. [< μεσν. αδιάσταλτος]
αδιάστατος , η, ο [ἀδιάστατος] α-δι-ά-στα-τος επίθ.: ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που δεν έχει διαστάσεις: ~ος: αριθμός/συντελεστής/χρόνος/χώρος. ~η: μεταβλητή/σταθερά. Η σχετική υγρασία του αέρα είναι ~ο μέγεθος (: η τιμή του δεν εξαρτάται από μονάδες μέτρησης). Βλ. -διάστατος. [< μτγν. ἀδιάστατος, αγγλ. dimensionless, 1904]
-διάστατος
-διάστατος, η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.