Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 260 εγγραφές  [0-20]


  • άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.
  • άι & άει [ἄι] ά-ι μόρ. & α & (σπάν.) άε (προφ.): πήγαινε, άντε: (παρακίνηση, προτροπή) Άι στην ευχή του Θεού (και η Παναγιά μαζί σου). (αγανάκτηση) ~ παράτα μας/πνίξου/χάσου. (λαϊκό) ~ σα πέρα άνθρωπέ μου και άσε μας ήσυχους! (απορία) ~ να δούμε τι θα γίνει! ● ΦΡ.: άι στην ευχή βλ. ευχή, άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! βλ. διάβολος, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας [< τουρκ. hay]
  • Αϊ & Άι [Ἁϊ] Α-ϊ {άκλ.} (λαϊκό): προτακτικό ονόματος Αγίου της Εκκλησίας και κατ' επέκτ. ναού ή τοπωνύμιου: ~-Βασίλης/Γιάννης/Γιώργης. Οι κάτοικοι του ~(-)Στράτη. [< Α(γ)ι(ο)-. Παλαιότ. ορθογρ. Άη]
  • άι-κιου [ἄι-κιου] ά-ι-κιου ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & αϊκιού & IQ: δείκτης νοημοσύνης, ευφυΐας ενός ατόμου, που καθορίζεται από ειδικό τεστ: υψηλό/χαμηλό ~. ● ΦΡ.: άι-κιου ραδικιού (προφ.-ειρων.): για να δηλωθεί ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης ενός προσώπου. [< ακρ. του αγγλ. Intelligence Quotient (IQ), 1916]
  • αίγα [αἶγα] αί-γα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.): ΖΩΟΛ. κατσίκα. [< μεσν. αίγα]
  • αίγαγρος [αἴγαγρος] αί-γα-γρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άγρου}: ΖΩΟΛ. μηρυκαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Capra aegagrus) που μοιάζει με κατσίκα και ζει σε απόκρημνα μέρη: κρητικός ~ (= κρι-κρι). Βλ. αγρινό. ΣΥΝ. αγριοκάτσικο (1) [< μτγν. αἴγαγρος]
  • αιγαιακός , ή, ό [αἰγαιακός] αι-γαι-α-κός επίθ. (λόγ.): αιγαιοπελαγίτικος: ~ός πολιτισμός. [< μεσν. αιγαιακός]
  • Αιγαιοπελαγίτης [Αἰγαιοπελαγίτης] Αι-γαι-ο-πε-λα-γί-της ουσ. (αρσ.) , Αιγαιοπελαγίτισσα (η): πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής ένα από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους.
  • αιγαιοπελαγίτικος , η, ο [αἰγαιοπελαγίτικος] αι-γαι-ο-πε-λα-γί-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με το Αιγαίο πέλαγος ή τους κατοίκους των νησιών του. Βλ. -ίτικος.
  • αίγειος , α, ο [αἴγειος] αί-γει-ος επίθ. (επίσ.): κατσικίσιος: ~ο: γάλα/κρέας. Βλ. (αιγο)πρόβ-, βό-, χοίρ-ειος.
  • αιγιαλίτιδα [αἰγιαλίτιδα] αι-γι-α-λί-τι-δα επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιγιαλίτιδα ζώνη & (λόγ.) αιγιαλίτις ζώνη: ΝΟΜ. το παράκτιο τμήμα μιας χώρας μαζί με τον αντίστοιχο εναέριο και υποθαλάσσιο χώρο, στο οποίο το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Βλ. υφαλοκρηπίδα. ΣΥΝ. χωρικά ύδατα [< μτγν. αἰγιαλῖτις]
  • αιγιαλός [αἰγιαλός] αι-γι-α-λός ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΓΡ. η χερσαία ζώνη μεταξύ της ακτογραμμής και του σημείου που βρέχεται από το μεγαλύτερο χειμέριο κύμα. Πβ. γιαλός. ● ΣΥΜΠΛ.: παλαιός αιγιαλός (επίσ.): ζώνη ξηράς που προέκυψε από μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα εξαιτίας φυσικών προσχώσεων ή τεχνικών έργων και η οποία οριοθετείται από τη νέα γραμμή του αιγιαλού και την παλιά. [< αρχ. αἰγιαλός]
  • αιγίδα [αἰγίδα] αι-γί-δα ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: υπό την αιγίδα (λόγ.) & κάτω από την αιγίδα: με επίσημη υποστήριξη: Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε/τελεί(ται)/τίθεται ~ ~ του δήμου/κράτους/ΟΗΕ/Προέδρου της Δημοκρατίας/Υπουργείου. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ουνέσκο. Πβ. υπό την προστασία (κάποιου). [< αρχ. αἰγίς ‘ασπίδα από δέρμα κατσίκας’, γαλλ. sous l'égide, αγγλ. under the aegis, ιταλ. sotto l'egida]
  • αιγινήτικος , η, ο [αἰγινήτικος] αι-γι-νή-τι-κος επίθ. & αιγινίτικος: που σχετίζεται με την Αίγινα ή/και τους Αιγινήτες: ~α: φιστίκια (κ. συνηθέστ. φιστίκια Αιγίνης). [< αρχ. αἰγινητικός]
  • Αιγιώτης, Αιγιώτισσα [Αἰγιώτης] Αι-γι-ώ-της επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής το Αίγιο.
  • αίγλη [αἴγλη] αί-γλη ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. δόξα, κύρος, κοινωνική ακτινοβολία: αυτοκρατορική ~. H ~ της εξουσίας/του παρελθόντος. Η πόλη διατηρεί/ξαναβρήκε την παλιά της ~ (= λαμπρότητα, μεγαλείο). Προσωπικότητες παγκόσμιας ~ης. Η μυστηριώδης και μυστηριακή ~ της γραφής του. Πβ. γόητρο, λάμψη, μεγαλοπρέπεια. 2. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. μορφή φωτεινής ακτινοβολίας, που εκπέμπεται από κάποιες ουσίες σε χαμηλή θερμοκρασία υπό την επίδραση μιας διέγερσης: ~ καθόδου. Εκκένωση/τάση ~ης. Λαμπτήρας/λυχνία ~ης (: που παράγει φως, όταν προκαλείται ηλεκτρική εκκένωση στο εσωτερικό της). [< 1: αρχ. αἴγλη, γαλλ. gloire, auréole 2: αγγλ. glow (lamp)]
  • αιγο- & αιγό- (λόγ.) & (προφ.) γιδο- & γιδό-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην κατσίκα: αιγο-βοσκός/~ειδή/~τροφία. Αιγό-κλημα. Γιδο-πρόβατα.
  • αιγοειδή [αἰγοειδῆ] αι-γο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. κατηγορία θηλαστικών που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με την κατσίκα (π.χ. αίγαγρος, αγριοκάτσικο): ~ αναπαραγωγής. Βλ. βοο-, προβατο-ειδή.
  • αιγόκερως [αἰγόκερως] αι-γό-κε-ρως ουσ. (αρσ.) {-ω} & αιγόκερος {-ου}: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Α) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου· το δέκατο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (22 Δεκεμβρίου-19 Ιανουαρίου) μεταξύ Τοξότη και Υδροχόου· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Κύων. ● ΣΥΜΠΛ.: Τροπικός του Αιγόκερω βλ. τροπικός [< μτγν. αἰγόκερως]
  • αιγόκλημα βλ. αγιόκλημα

αγιόκλημα

αγιόκλημα[ἁγιόκλημα] α-γιό-κλη-μα ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) αιγόκλημα: ΒΟΤ. καλλωπιστικό αναρριχώμενο ή θαμνώδες φυτό με λευκά στην αρχή της άνθισης  και αργότερακιτρινωπά ευωδιαστά άνθη σε σχ΄ξμα σάλπιγγας (επιστ. ονομασ. Lonicera caprifolium, etrusca, japonica): Μοσχοβολά/φούντωσε τ' ~. Βλ. γιασεμί. [< μεσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα, παρετυμολογική σύνδεση με το επίθ. άγιος]

αγρινό

αγρινό[ἀγρινό] α-γρι-νό ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. ενδημικό είδος άγριου προβάτου (επιστ. ονομασ. Οvis orientalis ophion) της κυπριακής πανίδας. Βλ. αγρίμι, αίγαγρος, μουφλόν.

διάβολος

διάβολοςδιά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

ευχή

ευχή[εὐχή] ευ-χή ουσ. (θηλ.) 1. & (λαϊκό-λογοτ.) ευκή: προφορική ή γραπτή έκφραση της έντονης επιθυμίας και ελπίδας κάποιου να γίνει κάτι, συνήθ. καλό: η ~ της μάνας. Αυθόρμητες/εγκάρδιες/ειλικρινείς/ιδιαίτερες/προσωπικές/χιλιάδες ~ές. Γαμήλιες (: βίον ανθόσπαρτον, καλούς απογόνους, να ζήσετε!)/χριστουγεννιάτικες (: καλά Χριστούγεννα!) ~ές. ~ές για υγεία και μακροημέρευση. Κάρτα με ~ές (= ευχετήρια). ~ μας είναι να πάνε όλα καλά (βλ. αμήν, ας, είθε, μακάρι)! Κάνε μια ~ πριν σβήσεις τα κεράκια! Έπιασαν οι ~ές μου (= πραγματοποιήθηκαν). Οι ~ές όλων μας σε συνοδεύουν στο καινούργιο σου ξεκίνημα. (Σας στέλνω) πολλές ~ές για καλή χρονιά! Με τις θερμότερες/καλύτερες ~ές μου! Μεταφέρω τις ~ές κάποιου. Κόψαμε τη βασιλόπιτα κι ανταλλάξαμε ~ές. Πβ. πρόποση. Βλ. απ~, και/κι εις ανώτερα, να τα εκατοστίσεις, περαστικά, σιδερένιος, σιδεροκέφαλος, χρόνια πολλά.|| (από πατέρα ή κληρικό/μοναχό) Του έδωσε την ~ του. Ζήτησε/πήρε την ~ του. Πβ. ευλογία.|| (συνήθ. από γονιό σε μελλόνυμφους) Με την ~ μου, παιδιά μου! (στον πληθ., ως προτροπή ή ειρων.) Να φύγεις, με τις ~ές μου! Πβ. συγκατάθεση, συναίνεση. 2. ΕΚΚΛΗΣ. παράκληση, προσευχή προς τον Θεό για συγκεκριμένο σκοπό: μισή ~ (: δίνεται από ιερέα σε λεχώνα και βρέφος είκοσι μέρες μετά τον τοκετό). Ο παπάς διάβασε μια ~. Βλ. σαραντισμός. ΣΥΝ. δέηση (1) ● Υποκ.: ευχούλα (η) ● ΦΡ.: (που) να πάρει η ευχή! (ευφημ.): για έκφραση δυσαρέσκειας, δυσφορίας: ~ ~! Πάλι λάθος έκανα! Το ξέχασα, ~ ~!, άι στην ευχή (ευφημ.): ως έκφραση αγανάκτησης, εκνευρισμού: ~ ~, βαρέθηκα/συγχύστηκα!, ευχής έργο & (λόγ.) ευχής έργον: ευτύχημα: Θα ήταν ~ ~ να γίνει αυτό/αν ακολουθούσαν το παράδειγμά μας. Πβ. μακάρι., κατ' ευχήν (λόγ.): ευνοϊκά: Τα πράγματα βαίνουν/πηγαίνουν ~ ~., ποιος/πού/τι στην ευχή;: για δήλωση απορίας ή αγανάκτησης: Ποιος ~ χτυπάει την πόρτα;|| Πού ~ έχουν πάει όλοι;|| Τι ~ είν' αυτό/κάνεις εδώ;, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας): στο καλό· ευφημ. ως έκφραση δυσφορίας, θυμού: (Να πας) ~ ~, παιδί μου! Πβ. ύπαγε εν ειρήνη. || Α/άι/άντε ~ ~!, την ευχή μου να 'χεις/να έχεις την ευχή μου (συνήθ. από ηλικιωμένο σε νέο): να είσαι καλά, να σου πάνε όλα καλά: ~ ~, κόρη/παλικάρι μου!, το δι' ευχών 1. ΕΚΚΛΗΣ. η καταληκτική ευχή μιας ακολουθίας. 2. (μτφ.-προφ.) την τελευταία στιγμή, στο τέλος: Έφτασαν στο ~ (: στο παρά πέντε, στο τσακ)., ευχή και κατάρα βλ. κατάρα [< αρχ. εὐχή]

-ίτικος

-ίτικος, η, ο επίθημα επιθέτων που δηλώνει 1. προέλευση: αιγαιοπελαγ~ (βλ. -ίτης1)/κυκλαδ~/πολ~/σκοπελ~. 2. ιδιότητα: εφταμην~. Βλ. -ικος.

κόρακας

κόρακαςκό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

κύων

κύωνκύ-ων ουσ. (αρσ.) {κυν-ός} (αρχαιοπρ.) 1. ΖΩΟΛ. σκύλος: κυνηγετικός ~. 2. ΑΣΤΡΟΝ. {στον εν.} (με κεφαλ. Κ) ονομασία δύο αστερισμών, του Μεγάλου και του Μικρού Κυνός. Βλ. Αιγόκερως, Σείριος, Σταυρός του Νότου. ● ΦΡ.: τα άγια τοις κυσί βλ. άγιος [< αρχ. κύων]

οι

οιβλ. ο, η, το

τροπικός

τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.